Share

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

ΗΕΛΤΙΟΣ-ΠΟΙΟΣ ΒΛΕΠΕΙ;

Τι να πεις; Ποιος βλέπει;
Συνεχές το φάσμα των χρωμάτων
μα ασυνεχής ο νους: 
πότε ο βράχος που σε κοιτάζει
και πότε εσύ που τον κοιτάς,
κι ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
και το παθιασμένο κόκκινο φιλί σου που ταξιδεύει
στο γράμμα μέσα αεροπορικώς.
11-6-2015

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

Άγγελος Σικελιανός «Το τραγούδι της Καλυψώς» : Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Κωνσταντίνου Μάντη



Το ευρύχωρο άντρο, γιόμιζεν από τα κυπαρίσσια
Μιαν ήρεμη ευωδιά –
Κι από των ξέρρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια
Πνοήν, η θεία βραδυά.

Έτσι, ως μπροστά της έπλεχε, μιά κι’ άλληνε πλεξούδα,
Γιομάτη και χρυσή,
Αργά, το ηλιοβασίλεμμα, η Νύφη, ορτή, τραγούδα
Και βόγγαε το νησί.
Και καθώς πλέρια στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νάμπει,
Στο γέρσιμο του Ηλιού,
Μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει
Στο διάνεμα πουλιού –
Κι’ απ’ την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα,
Αν την ακουμπά ο κρουνός,
Άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα
Και κόσμος εαρινός
Μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει
Στη φλόγινη αστραπή
Χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη
Διαβατική σιωπή –
Κι όπως, αν γύρει στ’ ανοιχτά, σε πέλαγο ή σε κάμπο,
Τα πάντα διαπερνά,
Τα ξερά ‘γκάθια διάφωτα με κρουσταλλένιο λάμπο
Σαλεύουν φωτεινά,
Τ’ άσπρα τα πέλαα των σταχυών και τα βουνά, τελειώνει
Με διαμαντένια ακμή –
Κ’ αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι
Γλιστράει κάθε στιγμή,
Τ’ άγριο το κύμα, ως τάλογο, που ωρτώθη στα καπούλια
Κρεμάει – κι’ από ψηλά,
Σα βρύση αφίνει τον αφρόν, από άμετρα κανούλια,
Φλογάτος να κυλά,
Έτσι, απ’ την άκρατη λαμπρή φωνήν, ό,τι διαβαίνει,
Διαβαίνει δίχως σκιά
Και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει
Που τραγουδά η Θεά –
Και μ’ άγνωρο βαθύ παλμό τριγύρα σταματάνε
Στη βαθουλή σπηλιά,
Τ’ αλάφια Διοκαταίβατα, να ποτιστούνε ως πάνε
Και τα τρανά πουλιά,
«Λαμπρέ θνητέ σε χαιρετώ∙ – Σου θέρισε, σα στάχυα
Τα κύματα μακριά
Η ευκή μου∙ και τραβήχτηκε, πάνω απ’ τα μαύρα βράχια
Η θλιβερή σου σκιά.
Με το καλόν οπ’ ώφυγες και πια δε σου προσμένω
Τα μέλη τα γερά,
Οπ’ ώσβυνα τον πόθο σου, σα σίδερο αναμμένο
Μέσα στα κρύα νερά –
Μαζί σου, αν γεύτηκα, θνητέ, της γης αδρό σα μέλι
Στη βαθουλή σπηλιά,
Των Ολυμπίων τον έρωτα κιάν ένιωσες στα μέλη
Σε αργόπορη αγκαλιά,
Δε χάρηκες μ’ ελεύτερη καρδιά, με αστρίτη μάτι,
Τη θεϊκή μου ορμή
Που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου – κι’ η νοσταλγία σ’ επάτει,
Για μιας θνητής κορμί;
...
διάνεμα = νεύμα
μούσκλα = βρύα
κρουνός = βρύση
ανάβρα = πηγή νερού που αναβλύζει

http://latistor.blogspot.gr/2012/09/blog-post_28.html

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (1960)

http://odysseas-elitis.weebly.com/904xiiota-kappaalphaiota-mu943alpha-tau973psiepsiloniotasigmaf-gammaiotaalpha-tauomicronnu-omicronupsilonrhoalphanu972-1960.html

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

Στο παραθύρι στέκοσουν
κι είδα τα ηλιοτρόπια με στραμμένο 

το μίσχο τους 
να κοιτάζουν το πρόσωπό σου!

                                      8-6-2015

ΗΕΛΤΙΟΣ-ΕΤΑΙΡΟΙ

Τους  δώσαμε της Αμάλθειας το γάλα
μεγάλωσαν
δυνάμωσαν
υψώσαμε το δαυλό ψηλά
το μονοπάτι να περάσουν.
Βάλαμε για  αιώνες το σώμα μας
ασπίδα και δώσαμε  το αίμα μας
για να τους υπερασπιστούμε.
Και γύρισαν με τη φωτιά και το σίδερο,
το δόλο και την απάτη,
την ώρα που σκάβαμε τα χωράφια μας
και αγρυπνούσαμε στον Άθω το αγέννητο
και το αποίητο να φυλάμε.

Κι αφήσαμε πίσω μας ξαρμάτωτα
τα παλικάρια,        
με δανεικό σπαθί
την  ελευθερία να υπερασπιστούνε

Και γράψαμε τον εθνικό μας ύμνο!

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

ΗΕΛΤΙΟΣ-ΤΕΛΙΚΑ

Δε θα με συλλάβετε τελικά
ό,τι κι αν κάνετε
και μόνο στην αγκαλιά σου
θα παραδοθώ!
                          8-6-2015

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΤΗ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

http://www.sansimera.gr/biographies/557/205#ixzz3cV3yhMOb

ΗΕΛΤΙΟΣ-ΕΛΛΑΔΑ

Κάτω από βάθη ανεξερεύνητα κι ανέγγιχτα πέρασα
που κανείς σας δεν ξέρει κι ούτε φαντάστηκε.
Γράφετε για μένα ανάλογα με τα μοτίβα του καιρού
και τις περιστάσεις, κι ας μη με ξέρετε.
Δεν είναι αυτό ποίηση, ομολογία είναι.
Δεν θα σας παραδοθώ ποτέ.
Εξακολουθώ τον απρόσιτο μυστικό μου δρόμο!
8-6-2015

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Ανέκδοτο χειρόγραφο του Ελύτη μετά την απονομή του Νόμπελ

"...Κι αν μου το συγχωρείτε να σας δώσω μια γνώμη - ακούστε την: όσο καλά κι αν ζείτε σ’ αυτή τη φιλόξενη, την ευγενική χώρα, όσο κι αν νιώθετε καλά και στεριώνετε, και κάνετε οικογένεια - μην ξεχνάτε την πατρίδα μας, και προ παντός, τη γλώσσα μας. Πρέπει να ‘σαστε περήφανοι, να ‘μαστε όλοι περήφανοι, εμείς και τα παιδιά μας για τη γλώσσα μας. Είμαστε οι μόνοι...

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΑΣΙΜΟΥ πριν αυτοκτονήσει

19 Νοεμβρίου 2014 στις 12:21 π.μ.
Μήνυμα προς όλους, για όλα.
Μία είναι η βόλτα, μόνο μία, αυτή θα μας λευτερώσει.
Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει....
Συνεχίστε την ανάγνωση

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ- 5 Ιουνίου 1898 - 18 Αυγούστου 1936

Σονέτο του γλυκού παραπόνου
Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.
Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.

Popi Synodinou

ΑμορΓυνή
Τα Ρ, τα Λ, τα Α, του έρωτα, ( έρωτα ανίκητε στην μάχη)
Ήταν εραστές από παλιά. Αγαπούσαν το σώμα τους , την βροχή και τον ήλιο.
Αυτός ένας άντρας-παιδί.
Εκείνη μια γυναίκα-παιδί.
Είχαν χωρίσει άδοξα. Μα είχαν υμνήσει τον έρωτα τους και το σχήμα του.
Ξαναβρέθηκαν μετά από καιρό σε ένα μπαράκι που θύμιζε σπίτι.
Φιλικά. Απλά, όποτε το χέρι του την άγγιζε στο γόνατο, ένας λεπτός μυρμηγκισμός άπλωνε σε όλο το πόδι.
Μίλησαν για αυτά που συνέβαιναν γύρω τους.
Παρατάξεις πνευματικές και πολιτικές δάγκωναν την καρδιά τους.
Στο μεταξύ οι μισοί άνθρωποι μιλούσαν για την μεταφυσική, τα ζώδια και τις καρμικές σχέσεις ενώ οι άλλοι μισοί ψυχαναλύονταν κι έπιναν στην υγειά του Φρόυντ, του Λακάν και του Γιούγκ.
Μιλούσαν για το σεξ χωρίς να κάνουν...
Αλλά αυτοί οι δυό ξαφνικά αφού μίλησαν για όλα αυτά ήθελαν να βρεθούν ξανά στις παρυφές του άλλου κόσμου.
Του μίλησε για τον Κ. και πόσο είχε ταλαιπωρήσει τον εαυτό της για έναν άντρα από πέτρα. Του είπε πως τελικά είχε παίξει με το μυαλό της. Σίγουρα έκανε ψυχανάλυση χρόνια πριν αλλά το μόνο που είχε πετύχει ήταν να γίνει περισσότερο πέτρινος κι όχι αυτοκυριαρχούμενος όπως αυτός νόμιζε...
(Δεν με νοιάζει, με νοιάζει που δεν γελάς εσύ, εσύ γελούσες κάποτε συνέχεια), της είπε πριν κινήσουν για ένα φιλόξενο δωμάτιο της πόλης.
(Με βρήκαν πολλά), του είπε και χαμογέλασε.
Αυτός τράβηξε τις άκρες των χειλιών της σε ένα χαμόγελο με τα δάχτυλα του, πάντα τρυφερά και αντρικά όπως πάντα...
Τον κοιτούσε.
Την κοιτούσε.
Ηλεκτρισμοί και ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ.
Στο δωμάτιο έξω ,φώτιζε η νύχτα.
Μέσα η αύρα των σωμάτων τους υπήρχε σαν πυγολαμπίδα στον αέρα.
Κι άρχισε η ακατανίκητη πείνα.
Της γλώσσας.
Των χεριών.
Της γλώσσας.
Των χεριών.
Ανίκητα. Πεινασμένα.
Σταθερά και αργά, άρχισε να την βγάζει από το κουκούλι της, την ήθελε γυναίκα.
Είμαι μια από τις μάγισσες του Γκόγια, σκέφτηκε.
Ενώ οι γλώσσες άνοιγαν τα βελούδινα φτερά τους.
Και μικροί ιδρώτες στάλαζαν σαν σταλαγμίτες στα σεντόνια.
Έμπαινε μέσα της, έβγαινε ενώ την φίλαγε και την μαλάκωνε.
Εκείνη άνοιγε σαν κοχύλι. Έπαιρνε μέσα της τα πέραν της στύσης του.
Λευτερώνονταν σιγά σιγά.
Τα αυτοκίνητα έξω είχαν πάψει.
Αυτή είχε γίνει ζώο για εκείνον.
Μούγκριζε και ούρλιαζε σαν αγρίμι.
έξυνε τα σεντόνια με τα νύχια της, την πλάτη του.
Τέλειωνε μέσα σε κυκλικά οργασμικά χρώματα.
Έπειτα συγκεντρώθηκε στα μάτια του.
Αιχμαλώτισε και τις πέντε αισθήσεις της για να τις αφήσει στα χέρια του.
Γλώσσα, χέρια, σούρσιμο στην σκοτεινή ζούγκλα, στο ποτάμι, στην θάλασσα.
Κι έπειτα ξεχύθηκε όταν κατάφερε να συγκεντρώσει όλες τις αισθήσεις στον οργασμό πάνω του.
Ήθελε να τον φάει.
Ήθελε να την φάει.
Το σεξ έπαιζε ζάρια με τους Εωσφόρους και τις θρησκείες και τους ψυχαναλυτές.
Ο έρωτας είναι αιρετικός, σκέφτηκε όταν πιά κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του σαν έμβρυο στον σάκο.
Χάιδεψε με.
Σε χαιδεύω, κοιμήσου. Θα σε προσέχω για λίγο.
Έξω άρχιζε η μέρα να ανοίγει τις φλούδες της.
Μάλλον θα ήταν γεμάτη σύννεφα.
Αυτοί έκαιγαν.
Μέσα και έξω τους.
Μια αδιαφορία τους τύλιγε για όλα τα άλλα.
Ψωμί κι αλάτι.
Αδιάφορο πιά τι είχε συμβεί τον καιρό που ήταν χώρια.
Δεν ήθελαν να ξανακάνουν λάθη.
Η αλήθεια ήταν πως τώρα ήταν πιό πολύ ελεύθεροι μέσα τους.
όταν τον είδε να φεύγει είδε ξανά έναν ιππότη.
Όχι των παραμυθιών και του ντιβανιού. Η αλήθεια είναι πως ο Φρόυντ δεν άντεχε να κοιτάζει τον ''ασθενή'' στα μάτια, γι αύτό τον ξάπλωνε για να κοιτάζει αλλού.
Νευρ
ώσεις.
Ψυχώσεις.
Ενώ το φίδι του σεξ ζητά τροφή.
ΚΟιμούνται χώρια.
Ο καθένας σπίτι του.
Μα η ουσία του άλλου ήταν μέσα τους.
Η πόλη ξύπνησε.
Ο έρωτας όμως δεν κοιμόταν ποτέ.
Καμμιά φορά καμώνεται πως κοιμάται για να μην τρομάξει τον πεινασμένο.
Ζήσε σαν να ζεις χίλιες ζωές σε μια στιγμή, αυτό ήταν το πιστεύω της.
ήθελε παρέα όμως σε αυτήν την γιορτή.
Δεν ήταν πολλοί πρόθυμοι γι αυτό κι ας έδειχναν το αντίθετο.
Εκείνος ήταν....
Παρασκευή, 10 Μαΐου 2013

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ

Δε σ' αγαπώ σαν να 'σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ' αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ' από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ' αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ' τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ' άρωμα που σφιγμένο μ' ανέβηκε απ' το χώμα.
Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ' αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ' αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ' άλλον τρόπο,
παρά μ' ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.

Mikis Theodorakis ROMANCERO GITANO Federico García Lorca


Mikis Theodorakis ROMANCERO GITANO Federico... από xainis100

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

ΕΛΥΤΗΣ: Το Μονόγραμμα

Το Μονόγραμμα:

Κατσάνης, Βαγγέλης (1933-2009) -- "Όταν οι Ατρείδες..."

Katsanis Vaggelis, "When the Atreids".
http://www.apgrd.ox.ac.uk/productions/production/7271
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ.κντ1
http://www.biblionet.gr/ΚΑΤΣΑΝΗΣ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ.κντ
http://alpha-web.de.a9sapp.eu/portal/record/2055708/507869.html

Παρουσιάσεις- Κριτικές
Ελληνική Διασπορά.
Πέτρος Χάρης.

http://www.eens.org/EENS_congresses/2014/shamanidi_sophie.pdf
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=149727

Ετσι & Αλλιώς

Στις 13 του περασμένου Δεκεμβρίου έφευγε αναπάντεχα από τη ζωή από ανακοπή, στα 74 του, ο συγγραφέας Βαγγέλης Κατσάνης. Μια μέρα πριν, στις 12 Δεκεμβρίου, είχα συμπτωματικά αναφερθεί παραδίπλα στο πρώτο θεατρικό του έργο «Οταν οι Ατρείδες...», το οποίο, ενώ είχε επιλεγεί να παιχτεί το καλοκαίρι του 1964 στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ματαιώθηκε, με κυβερνητική εντολή, επειδή εκτιμήθηκε ότι έθιγε τον εύθικτο θεσμό της βασιλείας.
Ηταν η σύζυγός του η οποία με είχε πληροφορήσει μερικές ημέρες αργότερα ότι στις 31 Μαρτίου (την ερχόμενη Τετάρτη δηλαδή), στις 12 το μεσημέρι, θα πραγματοποιηθεί στον «Ιανό» (Σταδίου 24) εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του, επ' ευκαιρία και της έκδοσης της ποιητικής του συλλογής «Το κουτί με τα ποιήματα».
***
Η κυρία Κατσάνη είχε την καλοσύνη να μου στείλει τη συλλογή αυτή, μαζί με το μυθιστόρημά του «Ο καθρέφτης της τρέλας μας» (και τα δύο από τις εκδόσεις «Βιβλιοπέλαγος»). Γιατί ο Κατσάνης, με σπουδές στα νομικά, υπήρξε αθόρυβος μεν, πολυσχιδής δε συγγραφέας: Εκτός από τους «Ατρείδες», είχε γράψει ακόμη τρία θεατρικά έργα, δύο πεζογραφήματα, πλήθος μεταφράσεων λογοτεχνικών έργων (Χένρι Μίλερ, Χέμινγουεϊ, Τζακ Λόντον, Πάαρ Λάνγκερβιστ, Χέρμπερτ Γουέλς κ.ά. -συνολικά 60), καθώς και σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Τιμώντας την προσφορά και τη μνήμη του, μεταφέρω ένα ποίημά του (τόσα πολλά τα καλά) από τη συλλογή που θα παρουσιαστεί την Τετάρτη. Τίτλος «Ending», από την ενότητα «Εξι ποιήματα με εγγλέζικους τίτλους»: «Χρώματα δίψας - βήματα φωτιάς./ Το κόκκινο του ξύλου υπνώττοντας/ το πράσινο του φύλλου ελπίζοντας/ το κίτρινο της δύσης πονώντας./ Φθινοπωριάζουνε τα όνειρα στα χέρια μας/ και σκοτείνιασαν την καρδιά μας καταιγίδες./ Δυσδιάκριτος μες την ομίχλη/ ο παλιός πύργος σε ανάταση/ ταξιδεύει με περιπάθεια τα ουράνια/ πασχίζοντας εναγώνια να προκαλέσει/ μια μοναχή στάλα βροχής/ μια στάξη αίμα./ Ποιος θα μας σώσει;»
ΣΗΜ. «Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες»... (Μανόλης Αναγνωστάκης)

Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ Πέντε μικρά θέματα

I
Μες στην κλειστή μοναξιά μου
Έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια
Στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου.
Εμείς αγαπήσαμε. Εμείς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς
Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας
Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους.

II
Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλα
Μάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινές
Κύματα με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα
Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες
Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα
Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα
Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου
Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει
Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.
III
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε).
IV
Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά
Λησμόνησα την αγάπη που ’ναι μόνο αγάπη
Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του όνειρου
Ένιωσα το στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου
Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.
V
Χαρά, Χαρά, ζεστή αγαπημένη
Τραγούδι αστείρευτο σε χείλια χιμαιρικά
Στα γυμνά μου μπράτσα το είδωλό σου συντρίβω
Χαρά μακρινή, σαν τη θάλασσα ατέλειωτη
Κουρέλι ακριβό της πικρής αναζήτησης
Άσε να φτύσω το φαρμάκι της ψεύτρας σου ύπαρξης
Άσε να οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου
(Ανελέητο κύμα της νιότης μου).
Ω ψυχή την αγωνία ερωτευμένη!

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Δημήτρης Γ. Παπακωστόπουλος

Πληγή

Πληγή η αλήθεια
Πόνος το φως
Πνίξιμο στο σκοτάδι
Και χαμός

Γίνε 

Παρατήρησε το αστέρι
Το πουλί σαν κελαηδεί
Παρατήρησε το φύλλωμα
Καθώς παίζει με το αγέρι
Με τον ίσκιο
Με του Ήλιου την αχτίδα
Γίνε ερευνητής
Γίνε θαυμαστής
Γίνε
Τρυφερά χαμογελώντας
Και ρωτώντας και πονώντας
Άξιο τέκνο της ζωής.

Ισορροπία

Η παντοδυναμία 
Του ατελείωτου
Ξεπετιέται
Από την ευθραυστότητα
του στιγμιαίου

Αιώνιο

Το αιώνιο
Γίνεται παρόν
Κάθε φορά
Που μια δροσοσταλίδα
Αφήνει το κλαδί
Και πέφτει
Στον αφανισμό της


Εν τάφω

Αναδιπλώθηκε ο ήχος
Και σκέφτηκε
Πως γινόμενος φίδι, σκορπιός,
Μαλλιαρή φαρμακερή αράχνη
Ίσως, 
Ίσως, ξεφύγει την αιχμαλωσία.


Εικόνα

Καημένο παιδί
Γεννημένο στις ομίχλες
Του Βορά
Δεν έρχεσαι, δεν πας, δεν μετακινείσαι
Μόνο ο μηχανισμοί της ακινησίας
Σε χιλιοκομματιάζουν
Και τα θρύψαλα της έκρηξης
Είναι η μορφή σου.


Οι γυναίκες

Οι γυναίκες των βουνών
κατάλαβαν τον κίνδυνο
κι αρχήσαν να κρύβουν
στους κόρφους τους
φίδια, σκορπιούς, και
μαλλιαρές φαρμακερές αράχνες.
Οι γυναίκες των βουνών
Κατάλαβαν πώς έπρεπε
Να πάψουν να τρέφονται
Με συμπυκνωμένο γάλα
Καταψυγμένες πρωτεΐνες
Και στερεοποιημένη επικοινωνία.
Οι γυναίκες των βουνών
Κατάλαβαν ότι
για μια ακόμη φορά
στην κοίτη του ποταμιού
έπρεπε να παίζουν 
τις μαινάδες.
Για μια ακόμη φορά
Έπρεπε να καταλάβουν
Για χρόνια πολλά
Τις πολλές μεταμορφώσεις 
Του ήχου
Για αυτό όταν εκείνος ξαναρθεί
Η πρώτη λέξη που θα πει θα είναι
Ευρυδίκη.

Συνέχεια

Καμία πόρτα δεν ανοίγουν τα κλειδιά
Που κρατάω.
Ούτε άνοιξαν ποτέ καμία
Ούτε θα ανοίξουν.
Είναι κλειδιά όμως
Και τα κρατώ στο χέρι μου.
Αυτό φαίνεται σαν υπόσχεση
Αλλά μπορεί να είναι ανάμνηση
Το αύριο δεν είναι πάντα ανάγκη
να βρίσκεται στο μέλλον
Επιστροφή στο χτες
δεν είναι ανάγκη να είναι φυγή
Κυοφορία είναι πάντα
γέννημα κάποιου παρελθόντος
που μέσα της κρύβει
το παρελθόν του σημερινού
μέλλοντος.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

ΕΛΥΤΗΣ, ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)

 ΕΛΥΤΗΣ, ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943).         

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η ευλογία της έλλειψης

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ‘χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–

στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.


https://greekpoems.wordpress.com/2011/08/27/ΚΝΤ1

Μίλτος Σαχτούρης - Ποιήματα

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/miltos_saxtoyrhs_poems.htm#

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Γ. Κοντός - Τον Έρωτα τον κοίταξα -

Μονάχα οι ποιητές πεθαίνουν οριστικά. Οι άλλοι επιστρέφουν διαρκώς κι απλώς αλλάζουν ρόλους στο αιώνιο δράμα. Μια φέτα πορτοκάλι μαραγκιάζει στο τραπέζι από την προηγούμενη ζωή τους. Τη φέρνουνε στο στόμα, τη βυζαίνουν. Δεν θυμούνται τίποτα.Οι ποιητές κάτι μπαμπάκια μόνο αφήνουν πίσω τους, κίτρινες γάζες, λερωμένα εσώρουχα. Ούτε κι αυτά, ούτε κι αυτά. Πριν φύγουνε δια παντός, σηκώνονται χαράματα, τα κουβαλάνε σε κλίβανους και τα καίνε. Σκορπίζουνε μετά τη στάχτη στα παλιά τους ποιήματα, μόνοι θρηνούν την αναχώρηση τους. Ενόσω είναι εν ζωή, κατασκευάζουν μόνοι τους τον χρόνο τους. Βρίσκουνε κάτι τόσο δα –κόκκο σινάπεως–, λένε τα λόγια κάποιου εύχερου θεού κι αυτό εκρήγνυται, γίνεται σύμπαν. Με τροχαλίες σέρνουνε μετά τη μία μέρα πίσω από την άλλη. Τυλίγουν με ασημόχαρτο τις θάλασσες, σπέρνουνε λύκους να αλυχτάνε έξω απ’ τα παράθυρα, καρφώνουν ρόδα ατάραχα στους κήπους, κουρσεύουν πόλεις. Είναι αρρωστούλες όλες οι γυναίκες τους, μα δεν το ξέρουν. Στέκονται κάποτε μπροστά τους αυτεξούσιες – «κοίτα τι ίσκιο έριξα στους στίχους σου και πάνω σου», τους λένε. Μα, πώς να πιάσει ίσκιο το κατάμαυρο, πώς να χωθεί στην απουσία η λάμα; Είναι που δεν χωράνε σε καμία αγκαλιά, είναι που με το βλέμμα τους σκίζουν τις μουσελίνες. Γι’ αυτό τις χτίζουν σε γεφύρια τρίτοξα. Κάθονται ύστερα στην άκρη στο ποτάμι και τις κλαίνε. Κάποια στιγμή, υποκρίνονται ότι γερνούν, αν και αυτό είναι απλώς μια ανεπιτυχής μεταφορά της θλίψης τους. Διότι όλοι τους πεθαίνουν νέοι. Παιδιά σχεδόν. Και δεν επανέρχονται ποτέ. Πεθαίνουν οριστικά. Αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή ποτέ τους δεν μεγάλωσαν. Ούτε καν γεννήθηκαν.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΡΙΣΤΙΚΑ
Τον Έρωτα τον κοίταξα - Γ.Κοντός
"ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΑ"Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Βάρναλης

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm
http://www.freesymbolforum.com/index.php?topic=1613.0
http://isigoriaeloquentia.blogspot.gr/2014/06/to.html
http://www.haniotika-nea.gr/kostas-varnalis-1884-1974/
http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2008/05/blog-post_29.html
https://erodotos.wordpress.com/2011/κντ1
http://tsak-giorgis.blogspot.gr/2015/01/1922.html
http://www.avgi.gr/article/605198/kostas-barnalis-to-fos-pou-kaiei
http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_dump.php

Οδυσσέας Ελύτης- Γνωμικά και Αποφθέγματα

Ταξινόμηση Γνωμικών και Αποφθεγμάτων κατά Συγγραφέα

Οδυσσέας Ελύτης


Οδυσσέας Ελύτης ( 1911-1996 , Ποιητής, Νόμπελ 1979)
Οδυσσέας ΕλύτηςΦιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο με καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Γνωστά ποιητικά του έργα: "Άξιον Εστί", "Ήλιος ο πρώτος", "Προσανατολισμοί" κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης.
Κάποια εποχή απέκτησε το -δικαιολογημένο- προσωνύμιο "ο Ποιητής του Αιγαίου". Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων.

http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=18

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Δημοτικό (Κρήτης)



- Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού'ναι οι τόποι σας,
πού'ναι τα χειμαδιά σας;

- Γκρεμνά'ναι εμάς οι τόποι μας, 
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Νίκος Καββαδίας- Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia


Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει.
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

ΑΡΧΕΙΟ : ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ Πηγή: rembetiko.gr

σπιράγια

Βρήκα επιτέλους τι είναι τα σπιράγια. Είναι οι φεγγίτες των πλοίων. http://zkeramid.blogspot.gr/2006/12/blog-post_116552029628739624.html


Η προσπάθεια αποδελτίωσης των γλωσσικών στοιχείων που απαντούν στο λαϊκό μας τραγούδι παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, επειδή δεν έχουν μελετηθεί έως τώρα συστηματικά ούτε οι αστικές (κοινωνικές) διάλεκτοι ούτε η γλωσσική...
FRACTALART.GR

http://fractalart.gr/rempetiko-glossari/

Δανεισμένο από την ιστοσελίδα του ποιητή:http://spyros-potamitis-poiisi.webnode.gr/


Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Πάμπλο Νερούδα (μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)

Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα και απ' τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο -- μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις
Πάμπλο Νερούδα (μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Κώστας Βάρναλης – ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Ελεύθερος Κόσμος

http://www.sarantakos.com/kibwtos/pol/barnalhs_ek.html

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Γράφε, Ιστορία, τα ψέματά σου αράδα
και βλόγα το Φονιά, βρίζε το θύμα!
Κι Αρετή, των δρομάκων σουσουράδα,
τον κάθε σωματέμπορά σου τίμα.

Και συ, Νόμε, των άνομων ασπίδα,
σαν τη μαϊμού από κλώνο σ' άλλον πήδα
κι απ' την κορφή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέπει ο Λαός τα πισινά σου.

Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου,
σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι.
Και συ, ρηγάτο του Κενού, τ' αψήλου
κάμνε το σκλάβο ρήγα, άμα πεθάνει!

Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,
της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,
του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!

Και συ, Πατριώτη Αγνέ, τη μάσκα φόρα
κι απ' τ' αδέρφια σου, αραδαριά μπροστά σου,
διάλεγε, Γιούδα πάντοτες και τώρα,
για τον ξένο Μολώχ τα θύματά σου.

Αθάνατη και θεία και πεμπτουσία
του βούρκου, χαίρε ώ! χαίρε Προδοσία!...
Φως το χέρι, το πόδι προχωρεί
στον κάμπο κι ό,τι θέλει το μπορεί!...

Κατάγυμνη χορέβει (όλα της φόρα!)
στον τάφο σου, Πατρίδα! Φαλλοφόρα
τουρλώνεται κι ουρλιάζ': «Είναι δικός μου
αφτός ο βούρκος του Ελευθέρου Κόσμου».

ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ

Ποιος;... Πού;... Και πότε; Εξήντα χρόνια τώρα!
Κι όλα μάτσο δεν κάνουνε μιαν ώρα!
Τότε κάθε μου γνώμη κ' έργο, νίκη.
Τώρα κουτσοπηδάω με δεκανίκι.

Κι αφτός, που τόνε πάνε από το χέρι
τυφλόν, ποιος είναι; Μηδ' αφτός το ξέρει!
κι ας βίγλιζεν απ' την κορφή του Αιώνα
τα μελλούμεν', αφτός κοσμοκολόνα!

Και τούτ' η σιχαμένη στρίγγλα ποια ναι;
Μάτια και μύτη κι ακροχείλια στάνε.
Ντυμένη την αστεία, παμπάλαιη μόδα,
η αλλοτινή νεράιδα ανεμοπόδα...

Είχα τον ένα πλάι μου στα θρανία,
τον άλλο άσσο στη γραφομανία
κ' η πρώτη αγάπ', η μυγδαλιά μου η Μάγια...
Ολοι στο πέλαο της ζωής ναβάγια.

Τι γράφει το χαρτί στον τοίχο πέρα;
«Τον λατρευτόν μας σύζυγον, πατέρα,
πάππον και θείον κηδεύομεν»... Ας γράφει!
Ο ξένος πόνος όνειρο — κ' οι τάφοι.

Κειός που διάβασες είναι ο εαφτός σου
κι ο θάνατος κεινού ναι ο θάνατός σου.
Ξεχασμένοι, πριχού πεθάνουν, όλοι
και πριχού ζήσουν, πεθαμένοι, ασβόλη!

Κοπάδια νιοι και γέροι προσπερνάνε...
Πόσοι, λες, απ' αφτούς ανθρώποι νά ναι;
Που δεν προδίνει, αρπάζει κι αδικεί,
του Νόμου οχτρός κ' ισόβια φυλακή.

Κι όσο τ' αψήλου αναπηδάει κανένας
(του Παρά και Σπαθιού, Σταβρού και Πένας)
τόσο και πιο μισεί κάκιστα τρία:
Μάθηση και Λαό κ' Ελεφτερία!

Μακριά και πέρ' αστράφτ' η θάλασσά μου
κι απάν' ουράνι' ατέρμονα. Και χάμου
δυο μέτρα μες το χώμα τάφοι. Κι όμως
πάνου απ' τους τάφους θα περάσει ο δρόμος.

Η «ΑΓΝΩΣΤΗ» ΑΤΙΜΙΑ

(Αγνωστοιστο Βόλογράψανε στον ομαδικό Τάφο
των εκτελεσμένων από τους Γερμανούς πατριωτών
αγκυλωτούς σταβρούς και τη φράση«Καλά σας κάναν»)

Δεν είτανε κατάμαβρη νυχτιά κακού χειμώνα,
πού χε καρφώσ' η παγωνιά  τ' αργά νερά στη χούνη
και μανιασμένος ο θρακιάς ξερίζωνε τα δέν­τρα.
Ούτε κι ουρλιάζαν πεινασμένοι στα φαράγγια οι λύκοι
κι όλα, μεγάλα και μικρά, τα ζωντανά ζαρώ­ναν
στα  καταφύγια κ' οι  φτωχοί στ' αχεροκάλυβά τους
κ' έτσι, να πεις, την ατιμία δεν είδε ανθρώπου μάτι!
Τέτοι' ατιμία, που ξεπερνά και την κορφή τ' Ολύμπου,
ψηλότερ' από την κορυφαία τιμή σου, Μεσο­λόγγι!
Είτανε μήνας Αλωνάρης, ντάλα μεσημέρι,
που  ξεφαντώνανε  στα  κλώνια  ασίγαστα  τζιτζί­κια,
στη θάλασσα των αμπελιών μελώναν τα στα­φύλια
και βίγλιζε στη δεμοσιά με χίλια μάτια ο ήλιος
κι   από   τον ήλιο  πιότερο  λαμπάδιαζεν  ο   τάφος.
Κι άξαφνα εράγ' η Κόλαση και ξέρασε ποτάμι
όση βρωμιά χε κατακάτσει μέσα της αιώνες
και χύθηκεν ακράταγη να καταπιεί τον τάφο
κι όλην φαρμάκωσε την πλάση και  την Ιστορία!
Κ' η Μάνα, η μεγαλόψυχη στον πόνο και στηδόξα,
σαν έγειρε και διάβασε όσα δε λέει το στόμα:
«καλά σάς κάναν», έχασε το φως των ομμα­τίων της.
Τυφλή αντικρίζει τ' αβριανά, τυφλή τα περα­σμένα.
Δεν είταν ένας μήτε δυο, παρ' όλ' η Προδο­σία!
Κι αν δεν βαριέσαι, βάλε την να πιάσει τον εαφτό της.
ΤΑ 4 ΛΑΘΗ «ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ»

Πρώτο σου λάθος: από κούνια νά σαι δούλος.
Δέφτερο, δούλος σε κατάδουλη εποχή.
Τρίτο, δεν είσουν μόνο δέρμα, αλλά ψυχή.
Τέταρτο, δεν πουλήθηκες στον ξένο μούλος.

Αν είσουν ως τα κόκκαλα ραγιάς και σάπιος,
δεν θά σουν τώρα σκοτωμένος, αλλά «κάποιος».
Κι ο τελεφταίος δε θα σουν «άγνωστος» μπατίρης,
μα πρώτος και γνωστός, ακόμα και βεζίρης!

Μηδέ θα σε κορόιδεβαν οι λαοπλάνοι,
ντόπιοι και ξένοι, μ' ένα ψέφτικο στεφάνι·
μα δήμιος του λαού και μάβρος με τους μάβρους,
θα κολυμπούσες τώρα στους μεγαλοστάβρους!

(Από το τεύχος 13 του περιοδικού Πολιτιστική)