|
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Φωτεινός (αποσπάσματα)
Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014
Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014
Imre Madách
SZERZŐI JOGOK |
"It's done, the great act of creation.
The maker rests. The wheel's in motion
And will rotate upon its axle for
A hundred million years before a single cog wears out."
Imre Madách
The Tragedy of Man
Szépirodalom, népköltészet/Klasszikus magyar irodalom
(magyar irodalom, magyar irodalom angol nyelven, dráma)
(magyar irodalom, magyar irodalom angol nyelven, dráma)
IMRE MADÁCHTHE TRAGEDY OF MANTRANSLATED BY GEORGE SZIRTES
CORVINA, BUDAPEST, 1998 (THIRD EDITION)
© TRANSLATION: GEORGE SZIRTES
CORVINA, BUDAPEST, 1998 (THIRD EDITION)
© TRANSLATION: GEORGE SZIRTES
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014
Ηέλτιος - ΚΑΙΤΗ ΧΩΜΑΤΑ (Αποχαιρετισμός)
Με τη φλόγα παίζω τώρα του κεριού
για να σε πιάσω
μπαλαρίνα του χορού
της γλυκαυγής αηδόνι !
Πού πήγες ;
Λαμπυρίζει η φλόγα μες την εκκλησιά
καίγοντας αστρόσκονη μουσική,
έτσι που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι αυτή φωνή
που ακούγεται απ΄ το ιερό
ή χάδι βελούδινο πάνω στο σώμα του εφήβου
που με το βερμούτ στο χέρι σ' ακούσει προσεκτικά
μέσα στη σάλα με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί που ξύπναγες τα βράδια
το θείο μυστήριο στις άσπιλες ψυχές μας-
πριν βγουν ακόμα τα μαχαίρια-
πριν βγουν ακόμα τα μαχαίρια-
κι έλαμπαν τα πρόσωπα και χαμογελούσαν τα χείλη
και τα μάτια αντικριστά βυθίζονταν
στο γλυκαυγές της μιας θεότητας.
Ω Καίτη,
πού είσαι τώρα που σταμάτησε η ορχήστρα ;
Τη μορφή σου γυρεύω
το χρώμα της φωνής σου μες τον άγριο καιρό,
όπου τα πρωτοσέλιδα συνεχίζουν να μιλούν για χρήμα
και φτηνές εξουσίες!
Δεν ρωτώ.
Ο γλυκός άνεμος Εσύ που άνοιξε τα παραθυρόφυλλα
και μπήκες στα κύτταρά μας
και τρέχεις στις φλέβες μας
σεργιανίζοντάς μας στ' άστρα.
σεργιανίζοντάς μας στ' άστρα.
Δεν μπορώ να σε διακρίνω πια από μένα,
ούτε από τα δέντρα
που ψήλωσαν στο πέρασμά σου
και τα φύλλα τους μιλούν τη σιωπή σου
και τα φύλλα τους μιλούν τη σιωπή σου
στην εκπνοή του φθινοπώρου!
Ηέλτιος
ΑΘΗΝΑ 24-10-2010
Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
Βασίλειος Διγενής Ακρίτας ( Ο θάνατος του Διγενή )
Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Συλλογή ιστοριών του έπους του Διγενή (αγνώστων λαϊκών δημιουργών)
σε έμμετρη απόδοση από την Ειρήνη Ταχατάκη
και τραγουδισμένη σε σκοπό ριζίτικο
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ
Ο θάνατος του Διγενή
1. Πρόλογος, Λιδάκης Μανώλης
Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάζει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο πάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τονε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη τα διασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα.
Στο βίτσισμα έπιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια.
Στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τονε βιγλίζει.
Και λάβωσέ ντου την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
2. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης
Κι επειδή ούλα τα τερπνά του πλάνου ετούτου κόσμου
ο Θάνατος διαδέχεται, κι ο Άδης τα λαμβάνει,
γιατί σαν όνειρο περνά πλούτος και κάθε δόξα.
Κι αφού γενναίος δείχτηκε σ’ ούλο τον κόσμο ετούτο,
πρώτος εις την παληκαριά, αλλά και σ’ ούλα τ’ άλλα,
ενίκησε σαν δυνατός, γενναίος στρατιώτης.
Αλλά όμως ήρθε και γι’ αυτόν το τέλος τση ζωής του,
κι έδωσε λύπη αμέτρητη εις ούλους τσι αθρώπους
και σ’ όσους θε ν’ ακούσουνε το θάνατον ετούτο,
πως βγήκε κείνηνε η ψυχή, του πανενδοξοτάτου.
Βαρειάν αρρώστεια τού `τυχε, με βάσανα και πόνους,
και κείτουντο στην κλίνη ντου που `το χρουσοστρωμένη.
Κι έφερε τσι καλλίτερους γιατρούς τσι φημισμένους,
τσι άξιους και τσι έμπειρους μέσα στην επιστήμη.
Μα όφελος δεν εμπόρεσαν να δώσουν στον Ακρίτα.
Την τρίτη μέρα την κακή, την πολυπικραμένη,
τη μέρα που `ρθεν ο γιατρός να τονε βοηθήξει
τότεσας τ’ αποφάσισεν ο Χάρος να τον πάρει.
Κι όσα κι αν κάμαν δεν μπορούν το θάνατο να διώξουν.
3. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολητικού Ναού Αγίου Μηνά
Γιατί ο τροχός εσκόλασε και το σκοινί εκόπει,
κι ο θάνατος τον έγραψε στον Άδη να τον πάρει.
Τσι δρόμους ούλους έκλεισε, να μην ξαναπεράσει.
Οι κάμποι τον εκλαίγανε και τα βουνά θρηνούσαν,
γιατί ο τροχός εσκόλασε.
4. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης
Εκείνος αναστέναζε και πάλευε στην κλίνη,
με θρήνους και με βογγητά πικρά, φαρμακωμένα,
οπου ραγίζαν την καρδιά και θάμπωναν το φως του.
Ατόνισέ του η δύναμη, εκείνηνε η μεγάλη,
η που νικούσε δυνατούς και ξέσκιζε λιοντάρια.
Τα πάντα ούλα γινήκανε σαν σκόνη στον αέρα.
Τον δυνατό, τον ισχυρό Βασίλειο Ακρίτα,
ο θάνατος τον πολεμά εις το παλάτι μέσα.
Ο Διγενής το γνώριζε. Σέρνει φωνή και λέει:
5. Διγενής, Μανωλιούδης Γιώργος
Ω! πάντερπνε Βασίλειε, ήρθεν ο θάνατός σου
και απ’ ετούτη τη στιγμή δεν έχεις διόλου όπλα,
αντρεία που `σουν άπειρη, κι ανίκητη σου η τόλμη.
Πού η αρχοντιά σου η πολλή και πού του πλούτου η δόξα;
Κιανείς λοιπόν στο θάνατο μπορεί να βοηθήξει;
Τα χέρια έχουνε μαραθεί κι άθλους δεν κάνουν άλλους,
τα πόδια καρφωθήκανε στη χώρα και πατούσαν,
κι έτοιμη είναι η ψυχή απ’ το κορμί να φύγει.
Κι ο τάφος σε τον δυνατό θα κλείσει μια για πάντα.
6. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης
Μετά προστάζει τσι γιατρούς ούλοι και βγαίνουν έξω.
Και κάλεσε την όμορφη γυναίκα ντου κοντά ντου,
που σ’ ένα σπίτι διπλανό ήταν εκεί κλεισμένη.
Κάθησε κείνη διπλα ντου, δίχως κανέναν άλλον
κι άρχισε τούτα να λαλεί, με δάκρυα περίσσα.
7. Διγενής, Μανωλιούδης Γιώργος
Άκουσε φως γλυκύτατο την ύστερη φωνή μου,
απέναντί μου κάθησε, βλέπε να με χορταίνεις,
γιατί άλλο μπλιο δε θα με δεις, εμέ που σε ποθούσα.
Κλάψε λοιπόν και θρήνησε τον άδικο χαμό μου,
τα δάκρυά σου στάλαξε και κόψε τα μαλλιά σου,
απάνω από το λείψανο του Ακρίτα του αντρείου,
του φοβερού και τρομερού, του αντρός σου του γενναίου.
Κείνου που για τα κάλλη σου έβαλε τη ζωή ντου,
πολλούς αντρείους έκοψε, εσένα να γλιτώσει.
Εσένα κόρη φύλαξα σαν κόρην οφθαλμού μου
και σαν χρουσόν εγκόλπιο εγυροσκέπαζά σε.
Ωσάν το αηδόνι στο κλουβί εφρόντιζά σε εσένα,
σαν περιστέρι καθαρό σε είχα στο παλάτι.
Σαν την τρυγώνα μοναχή, κοντά μου σ’ είχα πάντα,
και σαν γεράκιν όμορφο στα χέρια μου σ’ εκράτου.
8. Ηλιογέννητη, Σουλτάτου Μαρία
Σε με, άντρα γλυκύτατε, μη λες αυτά τα λόγια,
τα θλιβερά, τα οδυνηρά, που θλίβουν την καρδιά μου.
Δε θέλω να σε χωριστώ, φως μου στον κόσμο ετούτο,
όμως αν είναι απ’ το Θεό και θέλει ν’ αποθάνεις,
θά `ναι για με καλλίτερα αν αποθάνω τώρα,
παρά να ζω η θλιβερή στον κόσμο ετούτο μόνη.
Δε θέλω να σε χωριστώ.
9. Διγενής, Γαργανουράκης Χαράλαμπος
Αφού δε θες το τέλος μου, δε θες να πάω στον Άδη,
κάμε παράκληση θερμή, και μ’ ούλη την καρδιά σου.
Ικέτευσε το σπλαχνικό, φιλάνθρωπο δεσπότη,
ίσως και μεταμεληθεί, μην πάρει την ψυχή μου,
γιατί τη λάβρα τση χηρειάς, πώς θα τηνε περάσεις,
χωρίς δικό σου άνθρωπο εις τον παρόντα κόσμο;
Αφού δε θες το τέλος μου.
10. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης
Αυτά `πε κι εσταμάτησε ο Διγενής Ακρίτας.
Κι η κόρη μόλις άκουσε τα λόγια του γενναίου,
βαθιά πικραναστέναξε κι έχυνε μαύρο δάκρυ.
11. Ηλιογέννητη, Σουλτάτου Μαρία
Ω! άντρα μου γλυκύτατε, προστάτη μου κι αφέντη,
ελπίζω στον Οικτίρμωνα προστάτη και θεό μου,
να μη θελήσει να με δει σε μια μεγάλη θλίψη,
αλλά πως θα με λυπηθεί, που `χω ταλαιπωρία.
Να σπλαχνιστεί τη νιότη μου, να και την ξενητιά μου.
Να σ’ αναστήσει αφέντη μου, σαν Λάζαρο απ’ τον τάφο,
άλλο να μην εγνωριστώ, ως το τέλος τση ζωής μου.
Ω! άντρα μου γλυκύτατε.
12. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Μηνά
Ποια γλώσσα όμως ημπορεί να πει τσι θρήνους τούτους,
και ποιος ο νους που θα μπορεί για να τσι φανερώσει.
Μου φαίνεται και τα δεντρά, μ’ ακόμα και οι πέτρες,
κι ούλα τα σερπετά τση γης κλάψανε μετά κείνους.
Ποια γλώσσα όμως ημπορεί;
13. Ηλιογέννητη, Σουλτάτου Μαρία
Αχ Χριστέ μου ιδέ τα δάκρυα που χύνω δεωμένη,
και μη μ’ αφήσεις να ιδώ τόσο μεγάλη θλίψη.
Πάρε μου μόνο την ψυχή, προτού να γίνω χήρα.
Όλα για σένα δυνατά.
14. Διγενής, Γαργανουράκης Χαράλαμπος
Τώρα πηγαίνω κόρη μου, ψυχή μου και καρδιά μου,
σ’ ένα ταξίδι μακρινό, κι οπίσω δε γυρίζω.
Γιατί είναι δρόμοι σκοτεινοί και πόρτες σφαλισμένες,
κι οι δρόμοι δε γνωρίζονται, οπίσω να γυρίσω.
Κι όποιος πηγαίνει στέκεται τυφλός μες στο σκοτάδι,
κι ούτε και θα μ’ αφήνουνε να στρέψω πάλι οπίσω.
Σ’ αυτόν τον τόπο βρίσκεται ο ποταμός τση λήθης,
κι όποιος θα μπει να πιει νερό, ξελησμονά τον κόσμο.
Τον κόσμο ετούτο που θωρείς, που διώχνει `δα κι εμένα
και δε μ’ αφήνει μπλιο να ζω, αλλά με παραδίδει
του Χάροντα να με κρατεί και σκλάβο ντου να μ’ έχει.
Στα σκοτεινά τα ξέστρατα, στον Άδη σφαλισμένο,
γυμνώνει με τον δυστυχή, τα κόκκαλα μ’ αφήνει,
το κάλλος μου και το άνθος μου, εκείνος μού το παίρνει,
τον έρημο και τον φτωχό.
15. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Μηνά
Ιδέτε που κατάκειται η δόξα των αντρείων.
Ιδέτε που ευρίσκεται ο Διγενής Ακρίτας.
Ιδέτε πώς εχάθηκε ο ευγενής του κόσμου.
Ιδέτε που κατάκειται ο πρώτου ο του κόσμου.
Η κόρη στρέφει να τον δει κι αυτός ψυχορραγούσε,
κι από τον πόνο τον πολύ μην υποφέροντάς τον,
αμέσως λιποθύμησε απ’ τη μεγάλη πίκρα,
κι αφού `πεσε κάτω στη γης, παρέδωσε το πνεύμα.
Και δεν εγνώρισε ποτέ, ποια ήτονε η θλίψη.
Και δεν εγνώρισε ποτέ.
16. Κράτημα, Τενενά, Απαγγελία, Δαμαρλάκης Γιάννης, Στρατάκης Μανώλης
Και αποθάνανε κι οι δυο σε μίαν ώρα μέσα,
το θαυμαστό τ’ αντρόγυνο, το πολυφημισμένο.
Ετούτοι οι ευγενέστατοι, οι λαμπεροί φωστήρες,
που απολαύσανε μαζί τα πιο τερπνά τση ζήσης.
Και τότε τσι λαζάρωσαν, μ’ ευπρέπεια περίσσια,
κι αρχίσαν όλοι τους να κλαιν με μια φωνή μεγάλη,
και μέγα θρήνο κάνανε, ούλοι οι εδικοί τους.
17. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Μηνά
Αράχνη είναι η ζωή και κονιορτός η δόξα,
σαν όνειρο είν’ ο χρόνος μας, τρέχει και μπροσπερνάει.
Σαν τα νερά του ποταμού, που τρέχουν και διαβαίνουν,
όμοια κι οι αθρώποι θνήσκουνε κι από τον κόσμο φεύγουν.
Στον Άδη παν και κατοικούν κι ούτ’ ένας δε γυρίζει.
Λοιπόν τα πάντα μάταια, τα του προσκαίρου βίου.
Αυτά ως άνθος πρόσκαιρο μαραίνονται ταχέως.
Όμοια κι οι αθρώποι θνήσκουνε.
18. Επίλογος, Στρατάκης Μανώλης
Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάζει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο πάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τονε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο.
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη τα διασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα.
Στο βίτσισμα έπιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια.
Στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τονε βιγλίζει.
Και λάβωσέ ντου την καρδιά και την ψυχή του πήρε.Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014
ΚΑΒΑΦΗΣ- Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X
Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X. | Αναγνωρισμένα |
Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία, και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός, ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή. Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία είναι που κάμνουνε μια ιστορία μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι, για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν, κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν, με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής. Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες. Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη· η κατοχή σας είν’ επισφαλής: η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες. Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή, κι από την άλληνα την συναφή, κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική· είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει; σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη. Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε, βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε· πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς. Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία, κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς, απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία, να δούμε τι απομένει πια, μετά τόση δεινότητα χειρουργική.— Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός. Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία. Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια. Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία. Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια; Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός. |
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) |
ΚΑΒΑΦΗΣ- Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X
Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X. | Αναγνωρισμένα |
Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε, πήγα στο σπίτι του, μ' όλο που το αποφεύγω να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια, προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές. Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια. Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη που από την άκρην όπου στάθηκα είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι, και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού. Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου. Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές χωρίς τον Μύρη δεν θ' αξίζουν πια· και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού· και σκέπτομουν που έχασα για πάντα την εμορφιά του, που έχασα για πάντα τον νέον που λάτρευα παράφορα. Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για την τελευταία μέρα που έζησε— στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού, στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.— Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν, ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά). Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός. Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει. Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς. Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές· σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις. Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος, ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς όταν ετύχαινε η παρέα μας να συναντήσει αντίθετη παρέα. Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε. Μάλιστα μια φορά τον είπαμε πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον. Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα. A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται. Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές, τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα. Όταν ενθουσιασμένος ένας μας είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου, του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης (οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού». Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως για την ψυχή του νέου δέονταν.— Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια, και με τι προσοχήν εντατική στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν όλα για την χριστιανική κηδεία. Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης· αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός, με τους δικούς του, και που γένομουν ξ έ ν ο ς εγώ, ξ έ ν ο ς π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί από το πάθος μου, και π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.— Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι, έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη. http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=63&cat=1 |
ΚΑΒΑΦΗΣ-Περιμένοντας τους Bαρβάρους
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι; Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα. — Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία; Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί; Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν. —Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη, και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα. — Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες· γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους, και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια· γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους. —Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα· κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες. — Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν). Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες, κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι; Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν. Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα, και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν. __ Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. |
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)