Στίχοι:
Μουσική:
Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα `χεις μπει
Κούλικο στο στήθος σου τατού
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει
είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό
Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου
μου `πες με φωνή ετοιμοθανάτου
να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά
Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα
μάθημα πορείας νυχτερινό
Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψες σαν φάρου αναλαμπή
Κάτω στις ακτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι
τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και το ωραίο γλυκό της Κυριακής
A bord de l΄ aspasia
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία
πάντα στο ντεκ σε μια σεζ λονγκ πεσμένη κάτωχρη
απ’ τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες
σ’ ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες
Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε
είπες σε κάποιο γελαστή σε τόνο αστείου:
"Πώς μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"
Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω
Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω
CAMBAY'S WATER
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κουλήδες τρώνε σκυφτά ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που `ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ’ απόψε λέω φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που `πες με θυμό: «Θα βγω άλλη μέρα...»
Τη νύχτα σου `πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο η πορεία...»
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
Kuro Siwo
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου `πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες’ το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζωνη
κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι
Εσμεράλδα
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes
Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ’ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής
Ο παπαγάλος σου `στειλε στερνή φορά το γεια σου
κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω"
κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού
Μη φεύγεις. Πες μου, το `πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.
Αρμίδα (Το πειρατικό του captain Jimmy)
Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’ αυτό θα φύγετε και σεις, είναι φορτωμένο με χασίς κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη. Μήνες τώρα που `χουμε κινήσει και με τη βοήθεια του καιρού όσο που να πάμε στο Περού το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει. Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη με λογής παράξενα φυτά, ένας γέρος ήλιος μας κοιτά και μας κλείνει που και που το μάτι. Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές, που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι; Μας προσμένουν πίπες αδειανές και τελωνοφύλακες στο Τσίλι. Ξεχασμένο τ’ άστρο του Βορρά, οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες. Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες. Η πλώρια Γοργόνα μια βραδιά πήδησε στον πόντο μεθυσμένη, δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι. Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει τέρατα βαμμένα πορφυρά με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι. ΠΙΚΡΙΑ Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα, τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι, και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα. Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου, και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα, για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου. Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη, για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι. Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα και "Σε πονάει με τη νοτιά;" Όχι από αλλού πονάω. Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη. Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω; Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία. Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι, Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια, απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια. Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια, δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι. Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει ΚΑΡΑΝΤΙ Μπάσες στεριές ήλιος πυρρός και φοινικιές ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα που αρρώστιες τα `χουνε τσακίσει τροπικές Παντιέρα κίτρινη σινιάλο του νερού φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο τα δυο φανάρια της νυκτός κι ο Πιζανέλο ξεθωριασμένος απ’ το κύμα του καιρού Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό όπως και τότε απ’ του Κολόμπου την κουκέτα χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά στο στόμα φύκια έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά κατάστιχτη πελεκημένη απο σπαθιά διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει |
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ NOTOY-ΠΟΙΗΣΗ N.KABBAΔΙΑΣ- ΜΟΥΣΙΚΗ Θ.ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ
Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014
Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σταθμός Λιτοχώρου
Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου ή αρχή. Είναι το φέγγρισμα
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
Δε θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό,
το πάθος πού ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα
γίνεται πνευματική αγωνία,
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
Τίτος Πατρίκιος - Μέτρημα του χρόνου
Όπως πλησιάζουν τα τσιγάρα μας τη νύχτα
κι από μια καύτρα χωρίζουν δυό
έτσι κι οι άνθρωποι συναντιούνται και χωρίζουν
από κρατητήριο σε κρατητήριο
από στρατόπεδο σε στρατόπεδο
από σκηνή σε σκηνή.
Σαν τα τζιτζίκια που όταν δε βρίσκουν δέντρα
σκαλώνουν στα τηλεγραφόξυλα
κι εμείς όπου βρεθούμε ριζώνουμε για λίγο
μετρώντας το χρόνο με τις βδομάδες, με τους μήνες
με τις εποχές.
Τώρα έχουμε όλοι ξύλινα καραβάκια
τα βάζουμε δίπλα στα βιβλία
τα στέλνουμε στους δικούς μας
αποχτήσαμε πιάτα και γυάλινα ποτήρια –
δεν έχουμε τίποτα, μας τα έκλεψαν όλα
έμεινε η λάσπη μες στο στόμα.
Είμαστε ντυμένοι ένα μαλακό δέρμα
που ξεσκίζεται εύκολα.
«Τη Βούλα έπρεπε να τη δεις στην Απελευθέρωση
τώρα έρεψε, η δουλειά, οι γέννες, τα τρεχάματα στο τμήμα.»
«Ο Γιώργης έβγαζε τα χαρτιά του για την Αμερική
όταν τον σκοτώσανε στη Χαλκίδα, πριν απ’ το δημοψήφισμα.»
«Ο Ντίνος τα κατάφερε, δηλαδή τι τα κατάφερε
τα μούντζωσε όλα, τώρα έχει πιαστεί γερά στον Καναδά.»
«Το πάτωμα βούλιαζε κάτω απ’ τον μπουφέ
κι εκείνη αγκομαχούσε να τον αλφαδιάσει.
Παράτα τον, της έλεγα, τζάμπα βασανίζεσαι.
Έτσι μια Κυριακή πρωί έσπασε το αγαλματάκι.»
«Ο καπνός από τα Λιπάσματα νύχτα μέρα
κρέμεται πάνω από τη γειτονιά, σε πνίγει,
χημικές ουσίες, που να φύγει αυτός ο βήχας.»
κι εδώ δε μένουμε άνεργοι, παλεύουμε για την επιβίωση
βάζουμε υπογραφές για την ειρήνη, στέλνουμε καταγγελίες
κρατάμε ένα χαράκωμα.
Όμως τα χρόνια δεν τα ζούμε, τα μετράμε,
τα σπρώχνουμε να φύγουν.
Η σύμπτωση Μ.Ρασούλης Λ.Σταμπούλογλου Κ.Σμοκοβίτης
Η σύμπτωση
Έφυγες εσύ από κείνον
έφυγε από μένα η άλλη
ακριβώς την ίδια ώρα
άρχισαν τα μυστήρια πάλι
Λες και ήτανε γραμμένο
μα και προγραμματισμένο
και βρεθήκαμε τυχαία
μια νύχτα στην Αρναία
Συνωμότησε το σύμπαν
κι έκανε ότι μπορούσε
ένα να μας δει ποθούσε
ή ο κόσμος θα χαλούσε
Σύμπτωση το λέει ο κόσμος
αναπόφευκτο ο που ξέρει
μια βαθειά ανάγκη ήταν
νάμαστε οι δυο μας ταίρι
Δισεκατομύρια χρόνια
απ' τ' απείρου τα μπαλκόνια
ο θεός τό 'χε στο νου του
να μας κάνει του εαυτού του
Μανώλης Ρασούλης
Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014
Σπύρος Ποταμίτης-Είμαι πωρωμένος [Απόσταση αναπνοής]
Είμαι πωρωμένος.
Είμαι πωρωμένος από παιπάλη κραυγών
και κονιορτό πόθων.
Γκρίζος από στάχτη αυγών που κάηκαν
αθέατες και διακριτικές.
Γαλάζιος απ΄ τη φυλλορροή των ουρανών
και το ιώδιο του πελάγου.
Λευκός απ΄ την μπογιά του ασβέστη
και τους ανθούς του χαλαζιού.
Στροβιλίζομαι μες στην οργή των ανθρώπων
και τη τρικυμία των στοχασμών.
Χαραγμένος απ΄ τη σκουριά των ονείρων
και τη δύναμη των ανέμων σκέφτομαι.
και κονιορτό πόθων.
Γκρίζος από στάχτη αυγών που κάηκαν
αθέατες και διακριτικές.
Γαλάζιος απ΄ τη φυλλορροή των ουρανών
και το ιώδιο του πελάγου.
Λευκός απ΄ την μπογιά του ασβέστη
και τους ανθούς του χαλαζιού.
Στροβιλίζομαι μες στην οργή των ανθρώπων
και τη τρικυμία των στοχασμών.
Χαραγμένος απ΄ τη σκουριά των ονείρων
και τη δύναμη των ανέμων σκέφτομαι.
Είμαι εδώ όπως ένα μαραμένο κρίνο
ξεχασμένο σε βάζο με ακάθαρτο νερό.
Αντιπαλεύω τον εαυτό μου με μανία
ζαλισμένος απ΄ τον ίλιγγο της σιωπής.
Δεν βλέπω πουθενά. Δεν αγγίζω τίποτα.
ξεχασμένο σε βάζο με ακάθαρτο νερό.
Αντιπαλεύω τον εαυτό μου με μανία
ζαλισμένος απ΄ τον ίλιγγο της σιωπής.
Δεν βλέπω πουθενά. Δεν αγγίζω τίποτα.
Κάπου – κάπου τραγουδάω σαν τον πρωινό τσίπιρα
δειλά – δειλά πριν χαράξει.
Κάπου – κάπου ανοίγω το παράθυρο να δεχτώ
τον άνεμο που θεριεύει.
Κάπου – κάπου ανακατεύω την αγρύπνια μου
με την ώχρα του φεγγαριού θεραπευτικό βότανο.
δειλά – δειλά πριν χαράξει.
Κάπου – κάπου ανοίγω το παράθυρο να δεχτώ
τον άνεμο που θεριεύει.
Κάπου – κάπου ανακατεύω την αγρύπνια μου
με την ώχρα του φεγγαριού θεραπευτικό βότανο.
Είναι φορές που λέω ότι έχω μια μεγάλη ουλή
ανάμεσα στα κλειστά μου μάτια
που ταξιδεύουν τα μεταγωγικά πλοία
όπως με παλίρροια το Σουέζ.
Κι όμως αναπνέω στον ίδιο ρυθμό από αιώνες
το ίδιο σαν να γράφω χρόνια την ίδια λέξη
σε σελίδες φύλλων αδιάκοπα, μονόλεξο ανθολόγιο.
ανάμεσα στα κλειστά μου μάτια
που ταξιδεύουν τα μεταγωγικά πλοία
όπως με παλίρροια το Σουέζ.
Κι όμως αναπνέω στον ίδιο ρυθμό από αιώνες
το ίδιο σαν να γράφω χρόνια την ίδια λέξη
σε σελίδες φύλλων αδιάκοπα, μονόλεξο ανθολόγιο.
Κάποιες φορές το μονοπάτι στενεύει
σαν θέλεις να διαβείς τη στενωπό του αδιάψευστου
τόσο που λες δεν θα χωρέσεις και νιώθεις απειλή ναυαγίου
κοντά στην ακτή με τα βράχια και το φάρο
που φυλάνε το άνοιγμα.
Τούτος ο φάρος σηματοδοτεί το κουφάρι μου
που αναπαύεται μακάριο στο βυθό του.
σαν θέλεις να διαβείς τη στενωπό του αδιάψευστου
τόσο που λες δεν θα χωρέσεις και νιώθεις απειλή ναυαγίου
κοντά στην ακτή με τα βράχια και το φάρο
που φυλάνε το άνοιγμα.
Τούτος ο φάρος σηματοδοτεί το κουφάρι μου
που αναπαύεται μακάριο στο βυθό του.
Αγριεμένος σαν το τσακάλι που παραμονεύει
το θήραμα του πίσω απ΄ τις φυλλωσιές
μια φλόγα ανάβει στα μάτια μου, μικρός φονιάς.
Θέλω να διαρρήξω τους ιστούς της σάρκας μου
και να γευτώ την ουσία των πρωτεϊνών μου.
Είμαι πεινασμένος σαν τους Αφρικάνικους λαούς
αφυδατωμένος απ΄ την ξηρασία
και διογκωμένος από την έλλειψη ασβεστίου.
Τούτος ο χρόνος με μεγάλωσε τόσο που γέρασα
σαν την παρθένα που απώλεσε την αγνότητα της
για να ενηλικιωθεί.
το θήραμα του πίσω απ΄ τις φυλλωσιές
μια φλόγα ανάβει στα μάτια μου, μικρός φονιάς.
Θέλω να διαρρήξω τους ιστούς της σάρκας μου
και να γευτώ την ουσία των πρωτεϊνών μου.
Είμαι πεινασμένος σαν τους Αφρικάνικους λαούς
αφυδατωμένος απ΄ την ξηρασία
και διογκωμένος από την έλλειψη ασβεστίου.
Τούτος ο χρόνος με μεγάλωσε τόσο που γέρασα
σαν την παρθένα που απώλεσε την αγνότητα της
για να ενηλικιωθεί.
Είμαι ένας μαγικός αυλός στα χέρια
του πιο ακαμάτη μουσουργού.
Θέλω να μαγέψω την ακοή των αγγέλων
και να αιχμαλωτίσω τη δύναμη των θεών.
Θρυμματίζω τον γιγάντιο σαρκοφαγωμένο βράχο
που στέκει δίπλα στο πέλαγος ακοίμητος φρουρός
της τραμουντάνας που θεριεύει τα κύματα
και κάνει τα καράβια να δένουν στα απάνεμα.
Όταν μανιάζει η καταιγίδα βγαίνω και περπατάω
στο βρεγμένο χώμα. Απ΄ τη λάσπη στραγγίζω
την υγρασία στα υγρά μου χείλη και γεύομαι
την ανελέητη δροσιά της σκληράδας της.
Όταν κοπάζει ο άνεμος γυρίζω πίσω
σαν να φοβάμαι τη θύελλα της άπνοιας και των λιμανιών
και να βουλιάζω στο βάλτο που δεν ταράζει
τίποτα τα νερά του.
του πιο ακαμάτη μουσουργού.
Θέλω να μαγέψω την ακοή των αγγέλων
και να αιχμαλωτίσω τη δύναμη των θεών.
Θρυμματίζω τον γιγάντιο σαρκοφαγωμένο βράχο
που στέκει δίπλα στο πέλαγος ακοίμητος φρουρός
της τραμουντάνας που θεριεύει τα κύματα
και κάνει τα καράβια να δένουν στα απάνεμα.
Όταν μανιάζει η καταιγίδα βγαίνω και περπατάω
στο βρεγμένο χώμα. Απ΄ τη λάσπη στραγγίζω
την υγρασία στα υγρά μου χείλη και γεύομαι
την ανελέητη δροσιά της σκληράδας της.
Όταν κοπάζει ο άνεμος γυρίζω πίσω
σαν να φοβάμαι τη θύελλα της άπνοιας και των λιμανιών
και να βουλιάζω στο βάλτο που δεν ταράζει
τίποτα τα νερά του.
Είμαι ένας οξειδωμένος μεντεσές της πόρτας
που διακινδυνεύει το άνοιγμα της στον άνθρωπο.
Να γιατί θέλω να συντρίψω την αλληλουχία των καιρών
μες στο πέρασμα των αιώνων.
Να γιατί θέλω να σωρεύσω την ιερή τέφρα
των νεκρών μέσα απ΄ τις σάρκες μου.
Να γιατί θέλω να εξουθενώσω το ανυπέρβλητο
και να καταδείξω την παντοτινότητα του μικρού.
Είμαι ολοκόκκινος. Μια λευκή γάζα που βάφτηκε
μέσα στο αίμα των ανθρώπων.
που διακινδυνεύει το άνοιγμα της στον άνθρωπο.
Να γιατί θέλω να συντρίψω την αλληλουχία των καιρών
μες στο πέρασμα των αιώνων.
Να γιατί θέλω να σωρεύσω την ιερή τέφρα
των νεκρών μέσα απ΄ τις σάρκες μου.
Να γιατί θέλω να εξουθενώσω το ανυπέρβλητο
και να καταδείξω την παντοτινότητα του μικρού.
Είμαι ολοκόκκινος. Μια λευκή γάζα που βάφτηκε
μέσα στο αίμα των ανθρώπων.
Να γιατί δεν είμαι τίποτα άλλο
από ένας οξειδωμένος μεντεσές
που τρίζει ανοίγοντας την καρδιά του!
από ένας οξειδωμένος μεντεσές
που τρίζει ανοίγοντας την καρδιά του!
[ Από την ποιητική συλλογή «Απόσταση αναπνοής» ]
Ποίηση - Απαγγελία - Video Σπύρος Ποταμίτης
YOUTUBE.COM
Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014
Γιώργος Σεφέρης Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
Στὸν Νάνη Παναγιωτόπουλο
Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «Ποιήματα» 20η ἔκδοση, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, Ἀθῆναι 2000.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι
αὐλακώνουνε τὰ τειχιά.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παιδιά μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν ἀντίπερα γιαλό•
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρόχειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλικαριοῦ
ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι•
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ νὰ θέλω νὰ πῶ καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς κλειστὲς
βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς
καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα•
ποὺ δὲν εἶναι ποτὲς του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.
Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.
Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο γιὰ νὰ πονοῦμε γι’αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τὸ μεγάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ σπέρνουν
καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι τόσο διαφορετικὸ
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα χωρὶς
τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ ἔστω
καὶ γιὰ τὰ μεγάλα•
ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συνήθισε
ν' ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ' ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ περιβόλι στὸ
κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν' ἀλλάζει σχῆμα,
νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει•
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πόθου μας
καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς κόσμου
ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε σωστὴ
κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα πού μας ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.
Κάϊρο, 20 Ἰουνίου '42
ΠΗΓΗ
http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/seferis_gerontas.html
Στὸν Νάνη Παναγιωτόπουλο
Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «Ποιήματα» 20η ἔκδοση, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, Ἀθῆναι 2000.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι
αὐλακώνουνε τὰ τειχιά.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παιδιά μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν ἀντίπερα γιαλό•
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρόχειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλικαριοῦ
ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι•
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ νὰ θέλω νὰ πῶ καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς κλειστὲς
βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς
καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα•
ποὺ δὲν εἶναι ποτὲς του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.
Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.
Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο γιὰ νὰ πονοῦμε γι’αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τὸ μεγάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ σπέρνουν
καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι τόσο διαφορετικὸ
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα χωρὶς
τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ ἔστω
καὶ γιὰ τὰ μεγάλα•
ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συνήθισε
ν' ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ' ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ περιβόλι στὸ
κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν' ἀλλάζει σχῆμα,
νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει•
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πόθου μας
καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς κόσμου
ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε σωστὴ
κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα πού μας ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.
Κάϊρο, 20 Ἰουνίου '42
ΠΗΓΗ
http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/seferis_gerontas.html
Ithaca by C.P.Cavafy (with Sean Connery & Vangelis)
ΙTHACA [1910, 1911]
As you set out for Ithaca
hope that your journey is a long one,
full of adventure, full of discovery.
Laistrygonians and Cyclops,
angry Poseidon-don't be afraid of them:
you'll never find things like that on your way
as long as you keep your thoughts raised high,
as long as a rare sensasion
touches your spirit and your body.
Laistrygonians and Cyclops,
wild Poseidon-you won't encounter them
unless you bring them along inside your soul,
unless your soul sets them up in front of you.
Hope that your journey is a long one.
May there be many summer mornings when,
with what pleasure, what joy,
you come into harbors you're seeing for the first time;
may you stop at Phoenician trading stations
to buy fine things,
mother of pearl and coral, amber and ebony,
sensual perfume of every kind-
as many sensual perfumes as you can;
and may you visit many Egyptian cities
to learn and learn again from those who know.
Keep Ithaka always in your mind.
Arriving there is what you're destined for.
But don't hurry the journey at all.
Better if it lasts for years,
so that you're old by the time you reach the island,
wealthy with all you've gained on the way,
not expecting Ithaca to make you rich.
Ithaca gave you the marvelous journey.
Without her you would have not set out.
She has nothing left to give you now.
And if you find her poor, Ithaca won't have fooled you.
Wise as you will have become, so full of experience,
you'll have understood by then what these Ithacas mean.
Σπύρος Ποταμίτης
Την άλλη αίσθηση που σε εμπεριέχει
εξαλείφουν οι μέρες
η βαριά νάρκη της ακινησίας βλέμμα
υπομνήσεων ζωής
και το ζητούμενο εικασία αυτοσαρκαστική
που κλέβει το χρόνο...
Σταγόνα – σταγόνα θάνατου η λύτρωση!
5-9-2014
εξαλείφουν οι μέρες
η βαριά νάρκη της ακινησίας βλέμμα
υπομνήσεων ζωής
και το ζητούμενο εικασία αυτοσαρκαστική
που κλέβει το χρόνο...
Σταγόνα – σταγόνα θάνατου η λύτρωση!
5-9-2014
Σπύρος Ποταμίτης- Διαδρομές
Μικρή αφήγηση
Έτσι χάθηκε αυτός ο άνθρωπος:
Μ΄ ένα τυφλό κλειδί στο χέρι
κάπου στην έρημη πόλη περπατώντας.
Τίποτα δεν κρατούσε μαζί του. Τα χείλη
που τον βάσταγαν τα έριχνε στους στεναγμούς.
Σώματα δωρισμένα της μουσικής -έλεγε-
για να ζηλεύει η μοναξιά. Τίποτα άλλο.
Έτσι χάθηκε κι αυτός ο άνθρωπος:
Μ’ όλα τα χρώματα της σκοτεινιάς αναμειγμένα
σ’ ένα τυφλό κλειδί… Τίποτα άλλο.
Ένα χαμόγελο σε τριγυρίζει
Ένα χαμόγελο σε τριγυρίζει απόψε άστο να σκύψει
έτσι κι αλλιώς δεν περιμένεις τίποτα.
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
καθώς αλλάζει χρώματα η μέρα
κι εσύ χαμένος περπατάς ακούμπησε
το φόρτο του μεσημεριού
και γείρε κάτω απ’ το σοφό πλατάνι
που βλάστησε μες στην ερημιά.
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
καθώς το φύσημα τ’ αγέρα στέγνωσε
το χυμένο ποτάμι που ξέκοψε
τη μοίρα του απ’ τη θάλασσα
κι επιστρέφει στην πηγή του
να ξεδιψάσει.
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
καθώς το τραγούδι πέτρωσε
στην επανάληψη της προσμονής
για μια αγάπη που χάθηκε
για μια αγάπη που δε γύρισε
ξεχασμένη στην ανοιχτή θάλασσα.
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
καθώς ο νους βαραίνει τη σκέψη
και ψάχνει άχρηστες να βρει δικαιολογίες
μ’ όλα τα «πως» και τα «γιατί»
στων αλλονών τα λάθη.
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
καθώς στερεύει το φιλί
κι ένα αηδόνι αλλοτινό κοντάει να ξεψυχήσει…
Ο δρόμος που τελειωμό δεν έχει…
Ένα χαμόγελο σε τριγυρίζει απόψε άστο να σκύψει
έτσι κι αλλιώς κανείς δεν περιμένει.
Είναι καιρός
Είναι καιρός να πηγαίνουμε
το βράδυ μας κούρασε αμίλητο
με τις φωνές που δρασκελώντας απ’ τον άλλο κόσμο
ζητούσαν μέλη ενσάρκωσης
σαν τις αδύναμες φλόγες να τις φουντώσει ο άνεμος.
Ξέρω ένα μοναχικό πεύκο στη θάλασσα
ένα γυρογιάλι με νοτισμένη αμμουδιά
κι έναν απάνεμο βράχο που τα συντροφεύει.
Κάποια φορά ξενύχτησα μαζί του κουβεντιάζοντας
και το ξημέρωμα τον είδα να φεύγει κλαμένος.
Είναι καιρός να πηγαίνουμε
γι’ αυτό το μοναχικό πεύκο που μας κράτησε στη σιωπή
αναζητώντας το βράχο του
γι’ αυτό το γυρογιάλι.
Πολύ αργά
Είναι πολύ αργά μες στη νύχτα να περιμένω
ο κόσμος όπου λάτρεψα σκοτείνιασε εδώ
η μολυβιά που έσβησε τον ήλιο του κορμιού σου
βάρυνε την ανασαιμιά της θύμησης και με πληγώνει.
Όχι, δε θέλω να σε θυμάμαι.
Τα χέρια μου ρωτούν χωρίς απόκριση
που πήγες και γιατί
φωτιές της νύχτας ήρθανε
τα μαύρα χελιδόνια με τα μηνύματα της λησμονιάς
και τα ’ριξαν νεκρά μέσα στη θάλασσα.
Όχι, δε θέλω να σε θυμάμαι.
Καθώς τριγύρω φτερουγίζει η άνοιξη γέρμα τ’ Απρίλη
μια χαρακιά στα χείλη μου βαραίνει το φιλί σου
κι η πέτρα που μου χάρισες τυφλή με το ’να μάτι
με κοιτάζει απορημένη.
Όχι, δε θέλω να σε θυμάμαι.
Είναι πολύ αργά μες στη νύχτα να περιμένω
την Τρίτη άνοιξη της ερημιάς.
ΠΗΓΗ http://anagnoseispoiiton.blogspot.gr/2014/01/blog-post.html
ΕΛΕΝΗ ΒΙΤΑΛΗ ''ΤΟ ΔΙΧΤΥ''
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Κάθε φορά που ανοίγεις δρόμο στη ζωή,
μην περιμένεις να σε βρει το μεσονύχτι.
Έχε τα μάτια σου ανοιχτά βράδυ πρωί
γιατί μπροστά σου πάντα απλώνεται ένα δίχτυ.
Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς,
κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει,
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι.
Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα βαριά
επτασφράγιστο που είναι γραμμένα σ 'κιτάπι.
Άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά
κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη.
Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς,
κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει,
μονάχος βρες την άκρη της κλωστής
κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι.
Τα Ρω του Ερωτα ~ Οδυσσέας Ελύτης ~ Ελευθερία Αρβανιτάκη ~
Τα Ρω του έρωτα ~ Όλα τα πήρε το καλοκαίρι ~
Του Οδυσσέα Ελύτη
Ερμηνεία: Ελευθερία Αρβανιτάκη
Μελοποίηση: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ' άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία...
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι...
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι...
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα...
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα...
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι...
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ' άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)