Καθισμένος με τις ώρες στη σκιά του πρίνου,
χωρίς να μαλώνει πια τον εαυτό του,
μετρούσε και ξαναμετρούσε
τη μια τα δάχτυλα,
και τους ρόζους στο γέρικο κορμό,
κι άλλοτε, μέσα στα δαχτυλίδια του καπνού
μαζί με τα ενήλικα σημάδια,
και τα αδέσποτα λάθη,
τις έκπτωτες, τις ξέμπαρκες μέρες.
Ολόκληρη η ζωή του, μια κούπα αλισάχνη
που είχε πιει ως τον πάτο,
άπλωσε το χέρι, κάπως δισταχτικά,
έκοψε ένα χαμομηλάκι,
το έφερε στη μύτη, το μύρισε,
μετά στα χείλη,
κάπως γλύκαινε ο κόσμος του.
Από καφενείο, σε καφενείο,
«φίλε μου», του έλεγαν,
και στο δρόμο, και στην αγορά, το ίδιο,
το χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά,
«φίλε μου», ή «Κωστή μου»
κι ας μην υπήρχε κανένα γνώρισμα φιλίας,
το ένιωθε,
η υποκρισία εξωραϊσμένη σε όλο της το μεγαλείο,
χωρούσε σ’ ένα «μου»,
ορκιζόταν στη ναυτοσύνη
η φουρτουνιασμένη φύση του, δεν το άντεχε.
«Μου», μ’ ένα μορφασμό αηδίας,
«μου», δεύτερη φορά σαρκάζοντας,
«τα χάλια σας, ανάθεμά, μούντζες που θέλετε».
Θέλανε, τους λίγους παράδες
που είχε μαζέψει τόσα χρόνια στα μπάρκα,
τους είχαν βάλει πολλοί στο μάτι,
φίλοι, συγγενολόι, σκυλολόι,
πάντα θα υπάρχει
ένας παππάς που ονειρεύεται
μνημόσυνα, ευχέλαια, και παχυλές δωρεές,
«έχεις φωτοστέφανο Κωστή, φίλε μου»,
τονισμένο το «μου»,
ένας πρόεδρος που ζητά ευεργεσίες,
ένας γείτονας,
που ψάχνει συνέταιρο,
σε κάτι μεσοβέζικες βρομοδουλειές,
ένας πολιτικάντης που τάζει.
Βασάνιζε το μυαλό του,
αυτό το «μου», τόσο ψεύτικο,
στην προσποιητή οικειότητα,
ξανάρχονταν κύματα οι θύμησες,
η ψυχή, ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από αυτή,
φορτωμένη αλισάχνη, και ματαιώσεις,
κι όμως να ανυψώνεται σε διαρκή αναζήτηση.
Ελεύθερος, χωρίς αδυναμίες τώρα πια,
χωρίς και την πλάνη της ευτυχίας
αναγνώριζε
σχεδόν όλες τις φαύλες πρακτικές,
σαπουνόφουσκες που περίμενε να σκάσουν.
Στον απόηχο της ζωής
πλησιάζοντας στη στερνή πράξη,
τελευταία αίσθηση
η άρνηση να συνεχιστεί η παρωδία, τού «μου».
Το κατακόκκινο θολό βλέμμα
αντιφέγγιζε παλιές και καινούργιες φλόγες,
ανάμεσά τους κάποιες εικόνες,
φράσεις λειψές, ναι, μα ολόκληρες αλήθειες,
εκεί, στα φανερά και στα κρυφά,
μέχρι να ειπωθούν τα ανείπωτα,
χωρίς «μου».
Δίχως τέλος,
συνειδήσεις ράθυμες, βολεμένες,
καιροσκόποι, κόλακες, συμφεροντολόγοι,
πιασμένοι από ένα, «μου»,
χαμογέλασε πικραμένα,
φτενή η Μοίρα,
σε μια άγονη προσκόλληση
να εξαργυρώσουν τις εύκαιρες ώρες,
αγίνωτο προζύμι τούτες οι σχέσεις,
κι αυτός, στεριανός πια,
αιώνια πιστός στην ουτοπία της τιμής
θυμόταν, που όταν έπιαναν λιμάνι
έγραφε πάνω στο νερό ονόματα
με τη δόξα της νοσταλγίας.
Τώρα, ευχόταν, να μπορούσαν να καταλάβουν
να τον άφηναν ήσυχο,
να κάθεται εκεί μονάχος, να ζητά μια θέση στον ήλιο
με μόνη συντροφιά
ένα ημερολόγιο και τη μαύρη γάτα του.
Άνοιγε ένα – ένα τα κιτρινισμένα γράμματα,
«αγαπημένε μου», διάβαζε,
άλλα πάλι έγραφαν «αγάπη μου»,
ένα «μου», παντοδύναμο,
να τον τρελαίνει.
Ήξερε πως εκείνες οι γυναίκες,
που είχαν γείρει στην αγκαλιά του,
χωρίς παρακάλια,
πολύ απλά, τον είχαν χρησιμοποιήσει,
και αφού εκπλήρωσε τις επιθυμίες τους,
όσες μπόρεσε,
το ίδιο απλά, τον είχαν ξεχάσει.
Έμεναν μόνο κάτι ξεθωριασμένα «μου»
θαρρείς και δεν υπήρχαν άλλες λέξεις,
θαρρείς και όλες οι πληγές
βρισκόταν συγκεντρωμένες, σ’ αυτό το «μου»
να τον καίνε βαθιά,
εφιάλτες στις άναρθρες νύχτες,
βλέπεις, οι αιώνιοι όρκοι δεν είναι συμβόλαια,
είναι λόγια, μόνο λόγια
που παίρνει το ρέμα σαν φύλλα.
Είτε το άκουγε, είτε το διάβαζε,
αυτό το «μου»,
ένα καμπανάκι χτυπούσε μέσα του,
«φυλάξου από τις ομοιότητες», σκεφτόταν,
φυλάξου Κωσταντή,
ένα «μου», μπορεί να σε κάψει,
να σε πνίξει, ή
να σε θάψει,
ένα «μου» Κωσταντή, μια παγίδα,
ένας ύπουλος ύφαλος.
Ζωγράφιζε μενεξέδες η δύση,
μια ματιά μακριά, προς τη μεριά της θάλασσας,
το βλέμμα ίσα που πρόλαβε,
σε αθόρυβη χαμηλή πτήση μια κουκουβάγια,
από τα κεραμίδια στις κουκουναριές.
Ολόλευκη, πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς,
η δική του είχε σφιχτεί,
θυμήθηκε τα εκπληκτικά της μάτια,
είχε κρατήσει την εικόνα της
από τότε που την είχε δει στον ανεμόμυλο,
μεσάνυχτα με φεγγάρι,
πόσος καιρός αλήθεια,
στα ψηλά δώματα της Κρήτης
παιδί ακόμη,
εκείνη η δασκάλα,
με τ’ ανθισμένα δάκρυα στα βλέφαρα,
αινιγματική, ναι αλλιώς δεν θα την θυμόταν.
«Τυτώ λοιπόν, η μυθική,
αυτή που βλέπει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων,
εκεί που οι άλλοι αδυνατούν»,
η ανάμνηση ξέθαψε τα λόγια.
Λες και είχε πετάξει
από το εξώφυλλο τού παλιού αναγνωστικού
λες και ήρθε να τον λυτρώσει,
μια αθώα ανάμνηση ήταν μόνο,
μια αφή σ’ ένα χέρι χλωμό.
«Τυτώ, γιατί η σοφία
μεταγράφει την απλή γνώση, σε βίωμα,
σε καρπό, σε πνεύμα», πρόσθεσε τη δική του εκδοχή,
μακριά από φασαρία και φώτα,
μακριά και από τα κάλπικα «μου»,
στο ανεπαίσθητο θρόισμα της Όστριας,
συλλάβιζε
αλμύρα και ανορθόγραφη ζωή,
ζωή δική του, και όχι μιας μαριονέτας,
όση του έμενε,
μοναχικός, και ασυμβίβαστος,
σ’ ένα κόσμο που όσο εύκολο είναι
να χαρακτηρίζεις κάποιον δικό σου,
προσθέτοντας μόνο ένα «μου»
τόσο, μα τόσο εύκολα
μπορείς και να τον χάσεις.
«Τό ’παμε Κωσταντή, οι εγγυήσεις δεν,
χωράνε σ’ ένα «μου»,
φύσηξε ψηλά τον καπνό.
Σχεδίασμα Β΄