Κεντούσε με λέξεις στον παλιό μαυροπίνακα
το καινούριο χρυσάφι του ήλιου
και το μάλαμα του φεγγαριού
στην άβυσσο του σύγχρονου κόσμου για να έχουν ουρανό τα χελιδόνια
και ανοικτό ορίζοντα τα παιδιά .
Ήταν δασκάλα. Το όνομα της ήταν…
Κανείς δεν θυμάται…
κι όμως είχε γίνει πρωτοσέλιδο φρίκης.
Ψιθύριζε, τραγούδια τις νύχτες και προσευχές
για να χτυπήσει ρόδινη η αυγή το τζάμι
για να σταθεί ένας έρωτας φως στο φεγγίτη
πήρε μαζί το καρδιοχτύπι της και την κραυγή.
Την έλεγαν Αγάπη.
Ζύμωνε, με τα χέρια της ροζιασμένα,
με κόπο, κάτι μεγάλα σταρένια ψωμιά
σαν τσέρκια βαρελιού στρογγυλά
πίστευε σ’ ένα κόσμο αγνό
εκεί που κανείς δεν πειράζει κανέναν
αχνιστά ψωμιά, τα στόλιζε με μαύρο πιπέρι κι αλάτι
να χορτάσουν μάτια και στόματα.
Τη φώναζαν Ελπίδα στη γειτονιά. Τη φώναζαν…
Όταν άνοιγε την αγκαλιά της
ξόρκιζαν το φόβο τ’ αρσενικά
κι ονειρεύονταν να γίνουν άντρες τ’ αγόρια
η Φυλάνθη δε γέρασε ποτέ, δεν πρόλαβε
κάποιος, για μια χούφτα κέρματα
πήρε μαζί με τη χαρά της ηδονής και την ψυχή της.
Μιλούσε, όχι με τη φωνή της αλλά με τον τρόπο της,
μιλούσε με τα δέντρα και τα νερά κι έβλεπε αγγέλους
ποτέ δεν είχε ενοχλήσει η Ερμοφίλη
ζωγράφιζε παντού καρδιές, στην άμμο, στον αέρα,
στα τσαλακωμένα χαρτάκια, στους γκρεμισμένους τοίχους
ακόμη και στην πόρτα της, είχε ζωγραφίσει
μια τεράστια κατακόκκινη καρδιά
όμως, καμιά καρδιά δε στάθηκε ικανή
να στηρίξει τα περιορισμένα της όρια
κι ο θάνατος της, πόσο άδικο, κανέναν δε λιγόστεψε.
Φορέματα στο χρώμα της φλόγας
κρεμασμένα στους φανοστάτες του δρόμου
και στα δέντρα της πόλης και στην αγορά,
κόκκινα απλωμένα φορέματα, υπενθύμιση των γυναικών
που χάθηκαν, θύματα της ανείπωτης βίας.
Είναι μια βαθιά λύπη, μα πόσοι έμειναν να αισθάνονται
κι όμως αυτό το μούδιασμα, αυτό το φόβο
θα τον έχεις μόνο εσύ γυναίκα,
γυναίκα με το κόκκινο αέρινο φόρεμα στη φαντασία μου
γιατί είναι σκληρό να δεχτώ το δικό σου
αυτό που έβαψε κόκκινο το αίμα.
Την απουσία σου, την έλλειψη σου, ποιος νοιάστηκε,
η κοινωνία θα την προσπεράσει με συνοπτικές διαδικασίες
όπως τα περισσότερα εγκλήματα εξ’ άλλου
το συνηθίζει, γιατί ανήκουμε όλοι
σ’ ένα, στον ίδιο αρρωστημένο πολιτισμό
που μεγεθύνει την ένδεια, το φόβο, την υποκρισία
που πάσχει από απώλειες, πολλές απώλειες
συνείδησης , ηθικής, πνεύματος, καθήκοντος.
Γυναίκα εσύ, που σε καταδιώκει ο αρχαίος καιρός
που προσπάθησες ελεύθερη να είσαι κάπου
σε μια οικογένεια, σε μια φιλία, σε μια συντροφιά
και ξέχασες να ονειρευτείς για εσένα
μια ζωή, μια βροχή, μια θάλασσα
εσύ που ύψωσες την ψυχή σου
στο φθαρμένο ιστό μιας κοινωνίας που παραπαίει
και τώρα η ανάμνηση σου λιώνει σ’ ένα άσπρο κερί
είσαι όλα, όσα όλοι, έχουν ξεχάσει
αυτόν τον κόσμο τον προστατεύει η λήθη να ξέρεις
κι αν ρωτήσεις εκεί έξω, θα σου πουν πολύ απλά
« η ζωή συνεχίζεται ».
Στη μνήμη σου περπάτησα σήμερα μ’ ένα κόκκινο φόρεμα,
θέλω να συνεχίσω να πιστεύω στην αγάπη,
να αισθάνομαι την καλοσύνη,
έκπτωτη της παρακμής και της ματαιοδοξίας
να μάχομαι για εκείνους που απελπίζονται με το άδικο
για εκείνους με τις μαγεμένες παλάμες
που απομακρύνονται
από τη μοίρα και τις κοσμικές εκκρεμότητες
μιλώντας τη γλώσσα των παιδιών.
Αύριο, εν ονόματι της Αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 4 Οκτωβρίου 2015
Αφιερωμένο στις χαμένες γυναίκες