"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019
Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019
Νικηφόρος Βρεττάκος ποίηση 1.
Ποίηση: Νικηφόρος Βρεττάκος
Απαγγελία: Ανέστης Κιουρκτσίδης Mουσικός αυτοσχεδιασμός στο πιάνο: Δημήτρης Δημητρίου
Επιμέλεια ήχου: Νίκος Νικολαϊδης
Τὸ παιδὶ μὲ τὴ σάλπιγγα
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου. Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ. Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων.
Ἐγὼ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!
Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!
Σοῦ στήνω μία καλύβα
Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς,ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι, μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,
νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019
Σεπτέμβριος • Ορφέας Περίδης
Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
το φεγγάρι ονειρόπολο σ' ένα κρύσταλλο, ένα θολό
Γελαστοί θεατές του αόρατου θιάσου
στην ηχώ των ποιημάτων, στην αυλή είναι των θαυμάτων
Τραγουδάει ο χορός έναν ήλιο φωτεινό
το τραγούδι λέει των άστρων, των απόρθητων των κάστρων
Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
είναι οι ψυχές κρατήρες, οι αποταμιευτήρες
το φεγγάρι ονειρόπολο σ' ένα κρύσταλλο, ένα θολό
Γελαστοί θεατές του αόρατου θιάσου
στην ηχώ των ποιημάτων, στην αυλή είναι των θαυμάτων
Τραγουδάει ο χορός έναν ήλιο φωτεινό
το τραγούδι λέει των άστρων, των απόρθητων των κάστρων
Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
είναι οι ψυχές κρατήρες, οι αποταμιευτήρες
Ανδρέας Εμπειρίκος…«Η πόρτα»
«Άνοιξε η πόρτα κι έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οί-
κίσκου εφώναξαν “Ποιος είναι;”. Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε
εισέλθει και ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε-
κύκλιζε τον προ ολίγον στάσιμον αέρα- σαν να κτυ-
πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτε-
ρούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα-
νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
τόπος αγιότητας, σαν τόπος αγιωσύνης.»
κίσκου εφώναξαν “Ποιος είναι;”. Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε
εισέλθει και ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε-
κύκλιζε τον προ ολίγον στάσιμον αέρα- σαν να κτυ-
πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτε-
ρούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα-
νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
τόπος αγιότητας, σαν τόπος αγιωσύνης.»
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)
Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019
ΤΟΥ ΑΙΓΑΓΡΟΥ Α. Εμπειρίκος - Απαγγελία Α. Εμπειρίκος
Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το σουβλερό κεντρί του, βαρείς οι ογκώδεις όρχεις του κουνάνε σαν σήμαντρα μιας τηλαυγούς, μιας απολύτου ορθοδοξίας.
Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες.
Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει, σαν μέσα από πηγάδι βαθύ, μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων που ασθμαίνουν.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις».
Ο αίγαγρος κοιτάζει ακόμη και αφουγκράζεται. Όμως καθόλου δεν νοιάζεται για όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του και κάθε τόσο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν να βρισκόταν σε στιγμές οχείας.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθείς και να μας σώσεις. Θα σε λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θα’ σαι ο τράγος ο χρυσός! Και ακόμη, θα σου προσφέρουμε τα πιο καλά, τα πιο ακριβά μανάρια μας... Για δες!».
Και λέγοντας οι άνθρωποι του κάμπου, έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.
Ο αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα. Έπειτα, ξαφνικά, σηκώνει το κεφάλι του και αφήνει ένα βέλασμα, που αντηχεί επάνω από τους λόγγους σαν γέλιο λαγαρό.
Γεια και χαρά σου Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσεις του κάμπου τις κατσίκες; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι παραπάνω, κάτι που, μα τους Θεούς, δεν ήκμασε ποτέ στους κάμπους κάτω - έχεις εδώ την Λευτεριά.
Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο μέγας ταγός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων, αυτοί και ακόμη λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά μήπως τους φάει ο κάμπος, αυτοί που τα βουνά λιμπίστηκαν σαν επιβήτορες κυρίως, δοξολογούν τον οίστρο σου και το ζεστό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος σηκώνεται κάθε πρωί ανάμεσα στα κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος του Δία, κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας ψώλων, και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.
Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019
El Condor Pasa - Paul Simon & Garfunkel
El Condor Pasa (If I Could)
I'd rather be a sparrow than a snail,
yes I would, if I could, I surely would.
Away, I'd rather sail away
like a swan that's here and gone.
A man gets tied up to the ground,
he gives the world its saddest sound,
its saddest sound.
I'd rather be a hammer than a nail,
yes I would, if I only could, I surely would.
Away, I'd rather sail away
like a swan that's here and gone.
A man gets tied up to the ground,
he gives the world its saddest sound,
its saddest sound.
I'd rather be a forest than a street,
yes I would, if I could, I surely would.
Away, I'd rather sail away
like a swan that's here and gone.
A man gets tied up to the ground,
he gives the world its saddest sound,
its saddest sound.
I'd rather feel the earth beneath my feet,
yes I would, if I only could, I surely would.
Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019
Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019
Γράμμα σ' έναν ποιητή • Ζερβουδάκης & Παπακωνσταντίνου
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Δημήτρης
Ζερβουδάκης
Ξέρω εγώ κάτι που
μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει
Κάτι που πάντα βρίσκεται
σε αιώνια εναλλαγή
Κάτι που σκίζει τις
θολές γραμμές των οριζόντων
Και ταξιδεύει αδιάκοπα
την ατελείωτη γη
Κάτι που θα `κανε γοργά
να φύγει το κοράκι
Που του γραφείου σου
πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά
Να φύγει κράζοντας
βραχνά χτυπώντας τα φτερά του
Προς κάποια ακατοίκητη
κοιλάδα του νοτιά
Μακριά πολύ μακριά να
ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους
να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να
καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να
πίνω Whiskey
Οι πολιτείες ξένες να
μας δέχονταν
οι πολιτείες οι πιο
απομακρυσμένες
Κι εγώ σ’ αυτές απλά
να σε εσύσταινα
σαν σε παλιές γλυκές
μου αγαπημένες
Κάτι που θα `κανε τα
υγρά παράδοξα σου μάτια
Που αβρές μαθητριούλες
τ `αγαπούν και σιωπηροί ποιητές
Χαρούμενα και προσδοκία
γεμάτα να γελάσουνε
Με κάποιο τρόπο που
όπως λεν δε γέλασαν ποτέ
Γνωρίζω κάτι που μπορούσε
βέβαια να σε σώσει
Εγώ που δε σε γνώρισα
ποτέ για σκέψου εγώ
Ένα καράβι να σε πάρει
Καίσαρ να μας πάρει
Ένα καράβι που πολύ
μακριά θα τ οδηγώ
Μακριά πολύ μακριά να
ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους
να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να
καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να
πίνω Whiskey
Και μια βραδιά στην
Μπούρμα ή στην Μπατάβια
Στα μάτια μιας Ινδής
που θα χορέψει
Γυμνή στα 17 στιλέτα
ανάμεσα
θα δείτε την Γκρέτα να
επιστρέψει
Ηέλτιος-6 (απόσπασμα)
Υπεράνω
των γεωμετριών ίπταται η
ψυχή
και
υπεράνω των αλγορίθμων υψώνεται το
δέντρο
όπου
τραγουδά μεσάνυχτα τ' αηδόνι
κι
υψώνεται ο μέγας κόσμος, ο κυνηγημένος
ερωδιός
και
της μαργαρίτας ο μίσχος.
Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019
Νεράϊδες - Δημήτρης Ζερβουδάκης
Στίχοι: Δημήτρης Ζερβουδάκης & Γιάννης Μήτσης
Μουσική: Δημήτρης
Ζερβουδάκης
1. Δημήτρης Ζερβουδάκης
Τριγύρω μου χορεύουνε
ολόλευκες νιφάδες
τον ύπνο μου επισκέπτονται
παράξενες κυράδες
Νεράιδες του λευκού
χιονιού, παλιές μου αγαπημένες
μα όταν στα μάτια τις
κοιτώ φαντάζουν Θεέ μου ξένες
Αναρωτιέται το μυαλό
και την καρδιά ρωτάει
πώς γίνεται και η ζωή
το όνειρο απατά ει
Χιόνιζε κάποτε παλιά,
πάντα στα παραμύθια
μα γλίστρησε απ’ τα
χέρια μας και χάθηκε η αλήθεια
Χίλια φιλιά και μιαν
αρχή
μες στην υγρή ματιά σου
μες στη σιωπή, γλυκιά
πνοή
τα τόσα μυστικά σου
Τριγύρω μου χορεύουνε
τα βήματα του κόσμου
κι απ’ των ματιών σου
τις πηγές ήρθα να κλέψω φως μου
Νεράιδες, κλέψτε μας
κι εμάς, κλέψτε μας τα καμένα
σηκώστε μας σ’ ένα χορό
με τα φτερά ανοιγμένα
Αναρωτιέμαι πια κι εγώ
κι εσένανε ρωτάω
νύχτες πώς ξελογιάζομαι,
στ’ όνειρο σεργιανάω
Νόμιζα πως στο πουθενά
φωλιάζει η αλήθεια
μα χιόνισε, κι αρχίσαμε
ξανά τα παραμύθια
Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019
Ηέλτιος-5 (απόσπασμα)
Τη
φθορά και το θάνατο στεγάζω ο θνητός
επί
γης μετεώρου
και
στο δρεπάνι πούρχεται καταπάνω μου
την
αντίστασή μου προβάλλω Λακεδαίμονα
και
φτερά στο στενό τούτο πέρασμα επινοώ ώστε να μπορέσω
ψηλά
να πετάξω
για νάχω να πέσω από ψηλά
φτηνά στο
βρόντο να μην πάω.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)