- Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού'ναι οι τόποι σας,
πού'ναι τα χειμαδιά σας;
- Γκρεμνά'ναι εμάς οι τόποι μας,
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τετάρτη 20 Μαΐου 2015
Δημοτικό (Κρήτης)
Τρίτη 19 Μαΐου 2015
Νίκος Καββαδίας- Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει.
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.
Δευτέρα 18 Μαΐου 2015
ΑΡΧΕΙΟ : ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ Πηγή: rembetiko.gr
σπιράγια
Η προσπάθεια αποδελτίωσης των γλωσσικών στοιχείων που απαντούν στο λαϊκό μας τραγούδι παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, επειδή δεν έχουν μελετηθεί έως τώρα συστηματικά ούτε οι αστικές (κοινωνικές) διάλεκτοι ούτε η γλωσσική...
FRACTALART.GR
Κυριακή 17 Μαΐου 2015
Πάμπλο Νερούδα (μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα και απ' τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα και απ' τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο -- μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο -- μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις
Πάμπλο Νερούδα (μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)
Τρίτη 12 Μαΐου 2015
Δευτέρα 11 Μαΐου 2015
Κώστας Βάρναλης – ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ελεύθερος Κόσμος
http://www.sarantakos.com/kibwtos/pol/barnalhs_ek.html
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Γράφε, Ιστορία, τα ψέματά σου αράδα
και βλόγα το Φονιά, βρίζε το θύμα!
Κι Αρετή, των δρομάκων σουσουράδα,
τον κάθε σωματέμπορά σου τίμα.
Και συ, Νόμε, των άνομων ασπίδα,
σαν τη μαϊμού από κλώνο σ' άλλον πήδα
κι απ' την κορφή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέπει ο Λαός τα πισινά σου.
Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου,
σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι.
Και συ, ρηγάτο του Κενού, τ' αψήλου
κάμνε το σκλάβο ρήγα, άμα πεθάνει!
Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,
της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,
του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!
Και συ, Πατριώτη Αγνέ, τη μάσκα φόρα
κι απ' τ' αδέρφια σου, αραδαριά μπροστά σου,
διάλεγε, Γιούδα πάντοτες και τώρα,
για τον ξένο Μολώχ τα θύματά σου.
Αθάνατη και θεία και πεμπτουσία
του βούρκου, χαίρε ώ! χαίρε Προδοσία!...
Φως το χέρι, το πόδι προχωρεί
στον κάμπο κι ό,τι θέλει το μπορεί!...
Κατάγυμνη χορέβει (όλα της φόρα!)
στον τάφο σου, Πατρίδα! Φαλλοφόρα
τουρλώνεται κι ουρλιάζ': «Είναι δικός μου
αφτός ο βούρκος του Ελευθέρου Κόσμου».
ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ
Ποιος;... Πού;... Και πότε; Εξήντα χρόνια τώρα!
Κι όλα μάτσο δεν κάνουνε μιαν ώρα!
Τότε κάθε μου γνώμη κ' έργο, νίκη.
Τώρα κουτσοπηδάω με δεκανίκι.
Κι αφτός, που τόνε πάνε από το χέρι
τυφλόν, ποιος είναι; Μηδ' αφτός το ξέρει!
κι ας βίγλιζεν απ' την κορφή του Αιώνα
τα μελλούμεν', αφτός κοσμοκολόνα!
Και τούτ' η σιχαμένη στρίγγλα ποια ναι;
Μάτια και μύτη κι ακροχείλια στάνε.
Ντυμένη την αστεία, παμπάλαιη μόδα,
η αλλοτινή νεράιδα ανεμοπόδα...
Είχα τον ένα πλάι μου στα θρανία,
τον άλλο άσσο στη γραφομανία
κ' η πρώτη αγάπ', η μυγδαλιά μου η Μάγια...
Ολοι στο πέλαο της ζωής ναβάγια.
Τι γράφει το χαρτί στον τοίχο πέρα;
«Τον λατρευτόν μας σύζυγον, πατέρα,
πάππον και θείον κηδεύομεν»... Ας γράφει!
Ο ξένος πόνος όνειρο — κ' οι τάφοι.
Κειός που διάβασες είναι ο εαφτός σου
κι ο θάνατος κεινού ναι ο θάνατός σου.
Ξεχασμένοι, πριχού πεθάνουν, όλοι
και πριχού ζήσουν, πεθαμένοι, ασβόλη!
Κοπάδια νιοι και γέροι προσπερνάνε...
Πόσοι, λες, απ' αφτούς ανθρώποι νά ναι;
Που δεν προδίνει, αρπάζει κι αδικεί,
του Νόμου οχτρός κ' ισόβια φυλακή.
Κι όσο τ' αψήλου αναπηδάει κανένας
(του Παρά και Σπαθιού, Σταβρού και Πένας)
τόσο και πιο μισεί κάκιστα τρία:
Μάθηση και Λαό κ' Ελεφτερία!
Μακριά και πέρ' αστράφτ' η θάλασσά μου
κι απάν' ουράνι' ατέρμονα. Και χάμου
δυο μέτρα μες το χώμα τάφοι. Κι όμως
πάνου απ' τους τάφους θα περάσει ο δρόμος.
Η «ΑΓΝΩΣΤΗ» ΑΤΙΜΙΑ
(Αγνωστοι, στο Βόλο, γράψανε στον ομαδικό Τάφο
των εκτελεσμένων από τους Γερμανούς πατριωτών
αγκυλωτούς σταβρούς και τη φράση: «Καλά σας κάναν»)
Δεν είτανε κατάμαβρη νυχτιά κακού χειμώνα,
πού χε καρφώσ' η παγωνιά τ' αργά νερά στη χούνη
και μανιασμένος ο θρακιάς ξερίζωνε τα δέντρα.
Ούτε κι ουρλιάζαν πεινασμένοι στα φαράγγια οι λύκοι
κι όλα, μεγάλα και μικρά, τα ζωντανά ζαρώναν
στα καταφύγια κ' οι φτωχοί στ' αχεροκάλυβά τους
κ' έτσι, να πεις, την ατιμία δεν είδε ανθρώπου μάτι!
Τέτοι' ατιμία, που ξεπερνά και την κορφή τ' Ολύμπου,
ψηλότερ' από την κορυφαία τιμή σου, Μεσολόγγι!
Είτανε μήνας Αλωνάρης, ντάλα μεσημέρι,
που ξεφαντώνανε στα κλώνια ασίγαστα τζιτζίκια,
στη θάλασσα των αμπελιών μελώναν τα σταφύλια
και βίγλιζε στη δεμοσιά με χίλια μάτια ο ήλιος
κι από τον ήλιο πιότερο λαμπάδιαζεν ο τάφος.
Κι άξαφνα εράγ' η Κόλαση και ξέρασε ποτάμι
όση βρωμιά χε κατακάτσει μέσα της αιώνες
και χύθηκεν ακράταγη να καταπιεί τον τάφο
κι όλην φαρμάκωσε την πλάση και την Ιστορία!
Κ' η Μάνα, η μεγαλόψυχη στον πόνο και στηδόξα,
σαν έγειρε και διάβασε όσα δε λέει το στόμα:
«καλά σάς κάναν», έχασε το φως των ομματίων της.
Τυφλή αντικρίζει τ' αβριανά, τυφλή τα περασμένα.
Δεν είταν ένας μήτε δυο, παρ' όλ' η Προδοσία!
Κι αν δεν βαριέσαι, βάλε την να πιάσει τον εαφτό της.
ΤΑ 4 ΛΑΘΗ «ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ»
Πρώτο σου λάθος: από κούνια νά σαι δούλος.
Δέφτερο, δούλος σε κατάδουλη εποχή.
Τρίτο, δεν είσουν μόνο δέρμα, αλλά ψυχή.
Τέταρτο, δεν πουλήθηκες στον ξένο μούλος.
Αν είσουν ως τα κόκκαλα ραγιάς και σάπιος,
δεν θά σουν τώρα σκοτωμένος, αλλά «κάποιος».
Κι ο τελεφταίος δε θα σουν «άγνωστος» μπατίρης,
μα πρώτος και γνωστός, ακόμα και βεζίρης!
Μηδέ θα σε κορόιδεβαν οι λαοπλάνοι,
ντόπιοι και ξένοι, μ' ένα ψέφτικο στεφάνι·
μα δήμιος του λαού και μάβρος με τους μάβρους,
θα κολυμπούσες τώρα στους μεγαλοστάβρους!
(Από το τεύχος 13 του περιοδικού Πολιτιστική)
Γιάννης Ρίτσος, από τα Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας, αφιέρωμα
http://dhmotikomousikh.blogspot.gr/2012/06/blog-post_16.html
Κυκλάμινο κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις
Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα
Κυριακή 10 Μαΐου 2015
10 ποιήματα για τη μητέρα
http://www.lifo.gr/team/miteres/48290
Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Προς την μητέρα μου (1873)
Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκυρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.
Πηγή: www.lifo.gr
Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Προς την μητέρα μου (1873)
Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει,
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη,
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκυρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.
Πηγή: www.lifo.gr
Σάββατο 9 Μαΐου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΝΑΥΑΓΟΙ
«Χώρες του ήλιου που δεν μπορείτε ν’
αντικρύσετε τον ήλιο
χώρες του ανθρώπου που δεν μπορείτε ν’
αντικρύσετε τον άνθρωπο».
Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ
Έναστρο στερέωμα
στο φινιστρίνι,
αρμονία της συμπαντικής νομοτέλειας
-της γένεσης, της λάμψης και του θανάτου-
με το διαστημικό σκάφος ιχνηλατώντας να εντοπίζει
μαύρες τεράστιες τρύπες στο διάστημα,
που καμπυλώνουν το χωρόχρονο
κι αιχμαλωτίζουν το φως.
αρμονία της συμπαντικής νομοτέλειας
-της γένεσης, της λάμψης και του θανάτου-
με το διαστημικό σκάφος ιχνηλατώντας να εντοπίζει
μαύρες τεράστιες τρύπες στο διάστημα,
που καμπυλώνουν το χωρόχρονο
κι αιχμαλωτίζουν το φως.
Για τα εδώ λόγος δε
γίνεται˙
τη μέρα σε τυφλώνει του Ήλιου το φως
τη νύχτα χάνεσαι μες το σκοτάδι.
Μα τότε που καθισμένος στην ακτή ανοίγεις το κοχύλι κι ανακαλύπτεις μέσα του να λείπει ο ουρανός,
τότε που βλέπεις το Θεώρημα και συλλογιέσαι τον ίσκιο
τη μέρα σε τυφλώνει του Ήλιου το φως
τη νύχτα χάνεσαι μες το σκοτάδι.
Μα τότε που καθισμένος στην ακτή ανοίγεις το κοχύλι κι ανακαλύπτεις μέσα του να λείπει ο ουρανός,
τότε που βλέπεις το Θεώρημα και συλλογιέσαι τον ίσκιο
που περνά πάνω στο
χώμα,
τότε που διαβάζεις
τον κόσμο βουστροφηδόν και φεύγεις για τον Άθω-
αφήνοντας πίσω σου όλα τα υπάρχοντα,
τότε μπορείς να κοιτάξεις και να δεις:
αφήνοντας πίσω σου όλα τα υπάρχοντα,
τότε μπορείς να κοιτάξεις και να δεις:
τη μαύρη τρύπα, την
άπατη, που άνοιξε ο νους,
το λείψανο του
ανθρώπου πούκαψε ο κεραυνός,
την ύβρη της
δύναμης που η δύνη της
περιστρέφει τα εγκόσμια
και καταβροχθίζει η ζωή.
περιστρέφει τα εγκόσμια
και καταβροχθίζει η ζωή.
Αλυχτούν τα σκυλιά
και για ένα κόκαλο επιτίθενται
σε όποιον αντιμιλήσει στον αφέντη τους.
και για ένα κόκαλο επιτίθενται
σε όποιον αντιμιλήσει στον αφέντη τους.
Κι εμείς στου ήλιου
τις στερνές αχτίνες,
απ’ τα επιπλέοντα συντρίμμια κατάφορτων καραβιών ακόμα γραπωμένοι,
το μήνυμα πέμπουμε ηλεκτρονικά των τελευταίων ναυαγών,
απ’ τα επιπλέοντα συντρίμμια κατάφορτων καραβιών ακόμα γραπωμένοι,
το μήνυμα πέμπουμε ηλεκτρονικά των τελευταίων ναυαγών,
καθώς βουλιάζουμε στα σκοτεινά νερά της Μεσογείου.
Παρασκευή 8 Μαΐου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ:ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ -ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Απέναντι τα βουνά,
καθώς βυθίζονται στο τελευταίο φως˙
απέναντι κι ο εχθρός, με τις
κάνες του υψωμένες,
κι ο θεός απέναντι, στις οθόνες,
μαζί με το
σωματίδιο του Higgs.
Όλα απέναντι το ένα στ’ άλλο
κι εκεί όπου
ήταν η Μυρτώ:
τα πράγματα άθικτα στη θέση που τ’ άφησε,
το παράθυρο ανοιχτό
κοιτάζοντας τη θάλασσα,
το κενό που ο πόνος
του μίλησε με τα χείλη
του άστρου που
τρεμοσβήσει,
το κλεισμένο χάδι στο χέρι που απλώθηκε
και δε σε βρήκε,
το δάκρυ που έσταξε
και στέρεψε ο κόσμος.
Άνεργος γλύπτης ο
χρόνος πηγαινοέρχεται
αναζητώντας το
πρόσωπό της.
Υποκείμενο και αντικείμενο
κι ανάμεσά τους χάος της Ησιόδειας
νύχτας
όπου περιπλανιέσαι χωρίς σημείο αναφοράς
μ’ ένα σαράκι σαν
υποψία φωτός να τρυπάει μέσα σου
το σκοτάδι,
ενώ παλεύεις απεγνωσμένα για ν’ αγγίξεις
ένα σημείο να πιαστείς
μια αλήθεια να πατήσεις και να βγεις
στο φως της σκηνής
της Επιδαύρου.
Πέμπτη 7 Μαΐου 2015
Τετάρτη 6 Μαΐου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ (6-5-2015)
Όλα απέναντι το ένα στ’ άλλο
κι εκεί όπου
ήταν η Μυρτώ
τα πράγματα άθικτα στη θέση που τ’ άφησε,
το παράθυρο ανοιχτό
κοιτάζοντας τη θάλασσα,
ο αέρας που ξεφυλλίζει
τις σελίδες,
το βάρος της νοσταλγίας
που επιμένει
κι ο χρόνος άνεργος
γλύπτης που πηγαινοέρχεται
ψάχνοντας να βρει το
πρόσωπό της.
Οδυσσέας Ελύτης «Η Μαρίνα των βράχων»
Οδυσσέας Ελύτης «Η Μαρίνα των βράχων»
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Xίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Xίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες;
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο
άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο.
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη
Read more: http://latistor.blogspot.com/2011/04/blog-post.html#ixzz3ZLZgSIFqhttp://latistor.blogspot.gr/2011/04/blog-post.html
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ Άνοιξη μ.Χ.
Άνοιξη μ.Χ.
Πάλι με την άνοιξηφόρεσε χρώματα ανοιχτάκαι με περπάτημα αλαφρύπάλι με την άνοιξη5πάλι το καλοκαίριχαμογελούσε.
Μέσα στους φρέσκους ροδαμούςστήθος γυμνό ώς τις φλέβεςπέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή10πέρα απ’ τους άσπρους γέροντεςπου συζητούσαν σιγανάτί θα ’τανε καλύτερονα παραδώσουν τα κλειδιάή να τραβήξουν το σκοινί15να κρεμαστούνε στη θηλιάν’ αφήσουν άδεια σώματακει που οι ψυχές δεν άντεχανεκεί που ο νους δεν πρόφταινεκαι λύγιζαν τα γόνατα.
20Με τους καινούριους ροδαμούςοι γέροντες αστόχησανκι όλα τα παραδώσανεαγγόνια και δισέγγονακαι τα χωράφια τα βαθιά25και τα βουνά τα πράσινακαι την αγάπη και το βιοςτη σπλάχνιση και τη σκεπήκαι ποταμούς και θάλασσα·και φύγαν σαν αγάλματα30κι άφησαν πίσω τους σιγήπου δεν την έκοψε σπαθίπου δεν την πήρε καλπασμόςμήτε η φωνή των άγουρων·κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά35κι ήρθε η μεγάλη στέρησημαζί μ’ αυτή την άνοιξηκαι κάθισε κι απλώθηκεωσάν την πάχνη της αυγήςκαι πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά40μέσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησεκαι την ψυχή μας τύλιξε.
Μα εκείνη χαμογέλασεφορώντας χρώματα ανοιχτάσαν ανθισμένη αμυγδαλιά45μέσα σε φλόγες κίτρινεςκαι περπατούσε ανάλαφραανοίγοντας παράθυραστον ουρανό που χαίροντανχωρίς εμάς τους άμοιρους.50Κι είδα το στήθος της γυμνότη μέση και το γόνατοπως βγαίνει από την παιδωμήνα πάει στα επουράνιαο μάρτυρας ανέγγιχτος55ανέγγιχτος και καθαρός,έξω απ’ τα ψιθυρίσματατου λαού τ’ αξεδιάλυταστον τσίρκο τον απέραντοέξω απ’ το μαύρο μορφασμό60τον ιδρωμένο τράχηλοτου δήμιου π’ αγανάχτησεχτυπώντας ανωφέλευτα.
Έγινε λίμνη η μοναξιάέγινε λίμνη η στέρηση65ανέγγιχτη κι αχάραχτη.
16 Μαρτίου 1939
|
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)