"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014
Κυριακή 15 Ιουνίου 2014
Γ Καμπούρογλου - Γραικός, Γενίτσαρος και Βενετσιάνος
Γραικός, Γενίτσαρος και Βενετσιάνος
ΠΗΓΗ http://pythagorass151.blogspot.gr/2010/03/blog-post_1542.html
Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα. Φωνή καμιά! Κανένα ζωντανό δεν έβγαζε φωνή στα ρημαγμένα μέρη. Και αν κάπου κάπου κανένα τριζόνι έκανε πως θα αρχίσει το παραπονιάρικο σκοπό του, ως κι αυτό σώπαινε από το φόβο του.
Μακριά ακούστηκε και ένα πετεινάρι να λαλεί πίσω από κάτι χαλάσματα, μα και αυτού η φωνή τρομαγμένη πνίγηκε στο λαρύγγι του.
Οι Τούρκοι κλεισμένοι στο Κάστρο. Οι Βενετσιάνοι τριγυρίζουν σαν τα’ αγρίμια στην χώρα. Οι Αθηναίοι είναι τρυπωμένοι στα σπίτια τους. βρισκόμαστε στα 1687.
Σβηστό ήταν το καντήλι της Αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι, κοντά στην Αθήνα. Κανείς δεν πηγαίνει να προσκυνήσει. Και μόνο το κυπαρίσσι της εκκλησίας, που το φυσούσε ο άνεμος, πήγαινε και ερχότανε, και ο ίσκιος του στον τοίχο έμοιαζε σαν καλόγηρος τυλιγμένος στο ράσο του.
Το αγιασμένο νερό κατρακυλούσε μουρμουρίζοντας τον κατήφορο και πότιζε ότι εύρισκε στο δρόμο του.
Να, να και από κάτω από της όμορφης εκκλησιάς το δρόμο κάποιος προβάλλει.
Φτάνει σε κάτι χαλάσματα, βγάζει βαθύ αναστεναγμό, και ακούει πέρα από τον βράχο τον αντίλαλο του μόνο.
Έρχεται γύρω γύρω από τα χαλάσματα, κουνώντας λυπημένα το κεφάλι του.
Ποιος άλλος από σένα, άμοιρε Αθηναίε, θα μπορούσε να γνωρίση το σπίτι του;
Χαϊδεύει το αγιόκλημα, που είχε φυτεμένο με την δύστυχη την αδελφή του, σκύβει, παραμερίζει τις πέτρες σαν κάτι να γυρεύη. Ύστερα φεύγει από κεί. Πάει κατά την εκκλησία, στέκεται, γονατίζει σε έναν τάφο εμπρός και φιλεί το μάρμαρο του.
Χορτάριασε του γονιού ο τάφος!
-Μα γιατί κλαίς σαν μικρό παιδί: τάχα θα ζης και συ αύριο;
Τα αγριολούλουδα χύνουν γύρω την μυρωδιά τους. ξαπλώνεται στη γη, ακουμπά το κεφάλι του στον τάφο και, κοιτάζοντας τον ουρανό, ρωτά τι έφταιξε και έμεινε έρημος και μοναχός στον κόσμο!
Αίφνης από τα Τουρκοβούνια κάποιος άλλος προβάλει. Οι νυχτερίδες τρελά φτερουγίζουν και τρίζουν γύρω του. Κατεβαίνει μονοπάτι μονοπάτι, πηδά έναν έναν τους βράχους και κοιτάζει παντού σαν κάτι να ζητή.
Η αγριεμένη όψη του φαίνεται πιο άγρια μέσα στο σκοτάδι. Αλίμονο σ’ εκείνον που θα τον βρει στο δρόμο του! Μα όσο πλησιάζει στην εκκλησιά κοντά, τόσο μερώνει.
-Γιατί κιτρίνισες και τρέμεις σαν κορίτσι, άγριε Γενίτσαρε;
Σε λίγο βλέπει ένα μαύρο πράγμα να έρχεται από το κάτω μέρος. βαθυ σκοτάδι και δεν διακρίνει τι να είναι. Μα σε μια ξαφνική αστραπή βλέπει πως ήταν άνθρωπος. Ήταν Βενετσιάνος!
Ο Γενίτσαρος έγινε πάλι Γενίτσαρος, βγάζει το χατζάρι του και χύνεται καταπάνω του. Μα να, και ο Βενετσιάνος δεν χωρατεύει. Πιάνει με το αριστερό χέρι του το δεξί του Γενίτσαρου. Σκουντιούνται σαν αγρίμια και με τα πολλά έρχονται κοντά στον τάφο.
Πετιέται ο Αθηναίος με το σπαθί στο χέρι και βρίσκεται μπροστά τους.
-Εμένα βοήθα, πατριώτη, φωνάζει ελληνικά ο Βενετσιάνος, να σκοτώσουμε τον Τούρκο τον άπιστο!
-Κανέναν δεν βοηθώ ! Τους Τούρκους και τους Βενετσιάνους ας τους αγαπούν οι άμυαλοι λαϊκοί. Εγώ και τους δυό τους ξέρω εχθρούς της πατρίδας μου. Όποιος είναι πιο γερός, ας φάει τον άλλο, και τους δυό ας τους φάνε τα σκυλιά και τα κοράκια. Μα τραβηχτείτε από δω! Δεν θα αφήσω να χυθεί αίμα ανθρώπινο στου πατέρα μου, του γέρο Χωραφά, τον τάφο!
Γιατί με φωνή από δυο στόματα ακούγεται: «Αδελφέ μου!»; Γιατί μεμιάς πέφτουν τα’ άρματα κάτω; Γιατί ανοίγονται τρείς αγκαλιές;
Ποιος το’ λπιζε, ο πρώτος, που μικρό τον πήραν οι Γενίτσαροι, ο δεύτερος, που παιδάκι τον εξαγόρασαν οι Βενετσιάνοι, και ο μικρός, που στάθηκε πιο τυχερός, για πρώτη φορά να σμίξουν, και σαν εχθροί, στου πατέρα τους τον τάφο;
Κοντεύει να ξημερώσει. Τα πουλάκια μέσα στα χαμόκλαδα τινάζουν τα φτερά τους, βγάζοντας χαρωπή λαλιά.
Το νυχτοπούλι κρύφτηκε στα χαλάσματα, να μην το βρει η μέρα. Τα άστρα τρεμοσβήνουν. Η νυχτερίδα έγινε άφαντη.
Πόσο θα σάστιζε ο διαβάτης, αν περνώντας έβλεπε ένα Γραικό, ένα Γενίτσαρο και ένα Βενετσιάνο γονατισμένους σιμα σιμά, να χύνουν μαύρο δάκρυ σ’ ένα τάφου λιθάρι!
Γ. Καμπούρογλου.
Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014
Γέιτς William Butler Yeats (1865 - 1939)
13 ΙΟΥΝΙΟΥ 1865 γεννιέται ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς,
ο πρώτος Ιρλανδός μυθιστοριογράφος και ποιητής, που απέσπασε Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1923
Από τα αγαπημένα μου ποιήματα είναι η
Δευτέρα Παρουσία:
Second Coming:
Turning and turning in the widening gyre
The falcon cannot hear the falconer;
Things fall apart; the centre cannot hold;
Mere anarchy is loosed upon the world,
The blood-dimmed tide is loosed, and everywhere
The ceremony of innocence is drowned;
The best lack all conviction, while the worst
Are full of passionate intensity.
Surely some revelation is at hand;
Surely the Second Coming is at hand.
The Second Coming! Hardly are those words out
When a vast image out of Spiritus Mundi
Troubles my sight: somewhere in sands of the desert
A shape with lion body and the head of a man,
A gaze blank and pitiless as the sun,
Is moving its slow thighs, while all about it
Reel shadows of the indignant desert birds.
The darkness drops again; but now I know
That twenty centuries of stony sleep
Were vexed to nightmare by a rocking cradle,
And what rough beast, its hour come round at last,
Slouches towards Bethlehem to be born?
Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη•
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια• το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται•
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.
Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά•
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου,
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
Κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγανακτισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει• τώρα όμως ξέρω
Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.
Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, 1965
ΠΗΓΗ: enleuko.blogspot.gr
The fish
Although you hide in the ebb and flow
Of the pale tide when the moon has set,
The people of coming days will know
About the casting out of my net,
And how you have leaped times out of mind
Over the little silver cords,
And think that you were hard and unkind,
And blame you with many bitter words.
Το ψάρι
Μπορεί στην πλημμυρίδα και στην άμπωτη να κρύβεσαι
κάποιας χλωμής παλίρροιας, σαν η σελήνη έχει χαθεί,
όμως οι άνθρωποι στο μέλλον θα το μάθουν -
πώς έριχνα τα δίχτυα μου
και πώς εσύ αμέτρητες φορές πηδούσες
πάνω από τα μικρά, τ' αργυρά νήματα,
και ότι ήσουνα σκληρή και άκαρδη θα πουν,
και με πολλά λόγια, πικρά, για σένα θα μιλούν.
ΠΗΓΗ.
ο πρώτος Ιρλανδός μυθιστοριογράφος και ποιητής, που απέσπασε Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1923
ΤΡΊΤΗ, 20 ΑΠΡΙΛΊΟΥ 2010
Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς: 7 ποιήματα
Ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (Δουβλίνο 1865 - Ροκμπρίν Γαλλίας 1939) υπήρξε μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές περιπτώσεις του περασμένου αιώνα. Ο «μεγαλύτερος ποιητής του καιρού μας» σύμφωνα με τον Τ. Σ. Έλιοτ, ο Γέιτς δημιούργησε επίσης, ως θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, ιδρυτής του εθνικού ιρλανδικού θεάτρου και μέλος της πρώτης ιρλανδικής γερουσίας. Τα ποιήματά του περιέγραψαν, και σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσαν, τον τρόπο με τον οποίο η Ιρλανδία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Οι ρυθμοί, οι τόνοι και η μουσικότητα του στίχου του, ένα σπάνιο επίτευγμα λυρισμού και ποιητικής ουσίας, διηγήθηκαν με τρόπο μοναδικό το καλλιτεχνικό του σύμπαν: η ιρλανδική μυθολογία, ο θεοσοφισμός και η μεταφυσική που αργότερα μετατράπηκαν σε προσωπική φιλοσοφία και εσωτερικό σύστημα, η ταυτότητα και η προσπάθεια της Ιρλανδίας για ανεξαρτησία, αλλά και συμβάντα της καθημερινής ζωής, όπως ο απελπισμένος έρωτας, η προσπάθεια του ανθρώπου ενάντια στη φθορά, η αισθητική ανάταση και η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, αποτέλεσαν ψηφίδες ενός έργου πολλαπλού αλλά και συμπαγούς ταυτόχρονα. Η λογοτεχνική διαδρομή του Γέιτς περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τη μετάβαση από τον γερασμένο ρομαντισμό και την παλαιά εποχή, στη νέα ποίηση και το μοντερνισμό που θα επιβληθούν από τις δύο επόμενες λογοτεχνικές γενεές (Έλιοτ, Πάουντ, Όντεν, Σπένσερ). Πάνω απ‘ όλα, το παράδειγμα του Γέιτς, υπογραμμίζει τη σημασία της τέχνης στον προσδιορισμό της ανθρώπινης διάστασης και κυρίως το ιδανικό της ποιητικής ζωής.
Το παλτό
Στο τραγούδι μου έφτιαξα παλτό
Από παλιές μυθολογίες βγαλμένο
Με στολίδι καλυμμένο
Από τη φτέρνα ως το λαιμό.
Μα άντρες ανόητοι τ’ αρπάξαν
Στου κόσμου τα μάτια φορέσαν το παλτό
Και σαν να το κέντησαν εκείνοι προχωρούν
Τραγούδι μου, άσε τους να το φορούν
Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ
Γυμνός να περπατάς.
Ο βιολιστής
του Ντούνει
Όταν το βιολί μου στο Ντούνει παίζω
Οι γύρω μου σαν της θάλασσας χορεύουνε το κύμα
Ο ξάδερφός μου στο Κίλβαρεντ είναι παπάς,
Παπάς στο Μουχάραμπι ο αδελφός μου.
Αδερφό και ξάδερφο εγώ έχω ξεπεράσει:
Σελίδες με προσευχές διαβάζουνε εκείνοι
σελίδες με τραγούδια διαβάζω εγώ
που από του Σλάιγκο αγόρασα το πανηγύρι.
Το τέλος του χρόνου σαν θα ‘ρθει
μπροστά στου αγίου Πέτρου θα σταθούμε, τη μορφή
Στις τρεις κουρασμένες μας ψυχές θα χαμογελάσει
μα πρώτο από την πύλη εμένα θα περάσει
Γιατί οι καλοί είναι πάντα οι χαρούμενοι
Εκτός εάν η δύσκολη η τύχη τους προλάβει
Και οι καλοί αγαπούνε το βιολί
Και οι καλοί αγαπούνε το χορό
Και όταν από τις μορφές ο κόσμος τη δική μου ξεχωρίσει
Όλοι σε εμένα θε να ρθούνε
«ο βιολιστής του Ντούνει» θε να πούνε
και σαν της θάλασσας θα χορέψουνε το κύμα.
Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει το θάνατό του
Γνωρίζω πως τη μοίρα μου θα συναντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα.
Αυτούς που πολεμώ δεν τους μισώ
δεν αγαπώ αυτούς που προστατεύω
Πατρίδα μου το σταυροδρόμι του Κίλταρταν
Και συγγενείς μου του Κίλταρταν οι φτωχοί
Κανένα αποτέλεσμα δε θα τους έφερνε χαρά
ή λύπη περισσότερη από πριν
Ο αγώνας μου δεν υπακούει σε νόμους, καθήκοντα,
πρόσωπα δημόσια ή κραυγές του πλήθους
Μια μοναχική παρόρμηση χαράς
Με έφερε σε αυτή την καταιγίδα πάνω από τα σύννεφα
Καλά τα υπολόγισα, τα πάντα έφερα στο νου
Τα χρόνια που έρχονται μοιάζουν ξοδεμένη ανάσα
σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
με εκείνη που φεύγει τη ζωή.
Σε έναν σκίουρο
στο Kyle-na-no
Έλα μαζί μου να παίξεις
Γιατί μακριά μου να τρέξεις
μέσα στων δέντρων την ταραχή
Σαν όπλο νά χα
θέλοντας να σου ρίξω τάχα
Μια και το μόνο που θέλω εγώ
είναι να σου χαϊδέψω το λαιμό
και να σε αφήσω να φύγεις μακριά.
Ταλάντευση
Τα πενήντα χρόνια μου ήρθανε και φύγαν
Και έκατσα, ένας άνθρωπος μονάχος,
μέσα στη βοή των μαγαζιών του Λονδίνου,
Μ‘ ένα βιβλίο ανοιχτό και ένα φλιτζάνι άδειο
Στο μαρμάρινο τραπέζι μπρος μου
Καθώς ατένιζα το μαγαζί, το δρόμο,
το σώμα μου ξάφνου ένιωσα να φλέγεται
και για περίπου είκοσι λεπτά
μου φάνηκε από την τόση ευτυχία
πως είχα ευλογηθεί
και πως μπορούσα να ευλογήσω.
Ένα τραγούδι
του ποτού
Το στόμα αγκαλιάζει το ποτό,
τον έρωτα τα μάτια.
Την αλήθεια μόνο αυτή
πριν φύγω θα γνωρίσω.
Στο στόμα φέρνω το ποτήρι
στη σιωπή μέσα σε κοιτώ.
Θάνατος
Ούτε το φόβο, ούτε την ελπίδα περιμένει
ένα ζώο καθώς πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος πλησιάζει
πάντα φοβάται και πάντα ελπίζει
Πολλές φορές έχει πεθάνει
φορές πολλές ξανά έχει ανθίσει.
Μα του μεγάλου ανθρώπου η περηφάνεια
τον χλευασμό της μεγάλο ορθώνει
Όταν σε αγνώστους μπροστά γεμάτους φόνο
η τελευταία ανάσα του παγώνει.
Τον θάνατο γνωρίζει μέχρι τα κόκαλά του,
ο άνθρωπος δημιουργός είναι του θανάτου.
Στο τραγούδι μου έφτιαξα παλτό
Από παλιές μυθολογίες βγαλμένο
Με στολίδι καλυμμένο
Από τη φτέρνα ως το λαιμό.
Μα άντρες ανόητοι τ’ αρπάξαν
Στου κόσμου τα μάτια φορέσαν το παλτό
Και σαν να το κέντησαν εκείνοι προχωρούν
Τραγούδι μου, άσε τους να το φορούν
Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ
Γυμνός να περπατάς.
Ο βιολιστής
του Ντούνει
Όταν το βιολί μου στο Ντούνει παίζω
Οι γύρω μου σαν της θάλασσας χορεύουνε το κύμα
Ο ξάδερφός μου στο Κίλβαρεντ είναι παπάς,
Παπάς στο Μουχάραμπι ο αδελφός μου.
Αδερφό και ξάδερφο εγώ έχω ξεπεράσει:
Σελίδες με προσευχές διαβάζουνε εκείνοι
σελίδες με τραγούδια διαβάζω εγώ
που από του Σλάιγκο αγόρασα το πανηγύρι.
Το τέλος του χρόνου σαν θα ‘ρθει
μπροστά στου αγίου Πέτρου θα σταθούμε, τη μορφή
Στις τρεις κουρασμένες μας ψυχές θα χαμογελάσει
μα πρώτο από την πύλη εμένα θα περάσει
Γιατί οι καλοί είναι πάντα οι χαρούμενοι
Εκτός εάν η δύσκολη η τύχη τους προλάβει
Και οι καλοί αγαπούνε το βιολί
Και οι καλοί αγαπούνε το χορό
Και όταν από τις μορφές ο κόσμος τη δική μου ξεχωρίσει
Όλοι σε εμένα θε να ρθούνε
«ο βιολιστής του Ντούνει» θε να πούνε
και σαν της θάλασσας θα χορέψουνε το κύμα.
Ένας Ιρλανδός αεροπόρος προβλέπει το θάνατό του
Γνωρίζω πως τη μοίρα μου θα συναντήσω
Κάπου ανάμεσα στα σύννεφα.
Αυτούς που πολεμώ δεν τους μισώ
δεν αγαπώ αυτούς που προστατεύω
Πατρίδα μου το σταυροδρόμι του Κίλταρταν
Και συγγενείς μου του Κίλταρταν οι φτωχοί
Κανένα αποτέλεσμα δε θα τους έφερνε χαρά
ή λύπη περισσότερη από πριν
Ο αγώνας μου δεν υπακούει σε νόμους, καθήκοντα,
πρόσωπα δημόσια ή κραυγές του πλήθους
Μια μοναχική παρόρμηση χαράς
Με έφερε σε αυτή την καταιγίδα πάνω από τα σύννεφα
Καλά τα υπολόγισα, τα πάντα έφερα στο νου
Τα χρόνια που έρχονται μοιάζουν ξοδεμένη ανάσα
σκόρπια ανάσα τα χρόνια που περάσαν
Και ο θάνατος που πλησιάζει σε αρμονία
με εκείνη που φεύγει τη ζωή.
Σε έναν σκίουρο
στο Kyle-na-no
Έλα μαζί μου να παίξεις
Γιατί μακριά μου να τρέξεις
μέσα στων δέντρων την ταραχή
Σαν όπλο νά χα
θέλοντας να σου ρίξω τάχα
Μια και το μόνο που θέλω εγώ
είναι να σου χαϊδέψω το λαιμό
και να σε αφήσω να φύγεις μακριά.
Ταλάντευση
Τα πενήντα χρόνια μου ήρθανε και φύγαν
Και έκατσα, ένας άνθρωπος μονάχος,
μέσα στη βοή των μαγαζιών του Λονδίνου,
Μ‘ ένα βιβλίο ανοιχτό και ένα φλιτζάνι άδειο
Στο μαρμάρινο τραπέζι μπρος μου
Καθώς ατένιζα το μαγαζί, το δρόμο,
το σώμα μου ξάφνου ένιωσα να φλέγεται
και για περίπου είκοσι λεπτά
μου φάνηκε από την τόση ευτυχία
πως είχα ευλογηθεί
και πως μπορούσα να ευλογήσω.
Ένα τραγούδι
του ποτού
Το στόμα αγκαλιάζει το ποτό,
τον έρωτα τα μάτια.
Την αλήθεια μόνο αυτή
πριν φύγω θα γνωρίσω.
Στο στόμα φέρνω το ποτήρι
στη σιωπή μέσα σε κοιτώ.
Θάνατος
Ούτε το φόβο, ούτε την ελπίδα περιμένει
ένα ζώο καθώς πεθαίνει.
Ο άνθρωπος το τέλος πλησιάζει
πάντα φοβάται και πάντα ελπίζει
Πολλές φορές έχει πεθάνει
φορές πολλές ξανά έχει ανθίσει.
Μα του μεγάλου ανθρώπου η περηφάνεια
τον χλευασμό της μεγάλο ορθώνει
Όταν σε αγνώστους μπροστά γεμάτους φόνο
η τελευταία ανάσα του παγώνει.
Τον θάνατο γνωρίζει μέχρι τα κόκαλά του,
ο άνθρωπος δημιουργός είναι του θανάτου.
ΑΝΑΡΤΉΘΗΚΕ ΑΠΌ GROUCHO MARXISM ΣΤΙΣ 5:16 Π.Μ.
Δευτέρα Παρουσία:
Second Coming:
Turning and turning in the widening gyre
The falcon cannot hear the falconer;
Things fall apart; the centre cannot hold;
Mere anarchy is loosed upon the world,
The blood-dimmed tide is loosed, and everywhere
The ceremony of innocence is drowned;
The best lack all conviction, while the worst
Are full of passionate intensity.
Surely some revelation is at hand;
Surely the Second Coming is at hand.
The Second Coming! Hardly are those words out
When a vast image out of Spiritus Mundi
Troubles my sight: somewhere in sands of the desert
A shape with lion body and the head of a man,
A gaze blank and pitiless as the sun,
Is moving its slow thighs, while all about it
Reel shadows of the indignant desert birds.
The darkness drops again; but now I know
That twenty centuries of stony sleep
Were vexed to nightmare by a rocking cradle,
And what rough beast, its hour come round at last,
Slouches towards Bethlehem to be born?
Γυρίζοντας ολοένα σε κύκλους που πλαταίνουν
Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια το γερακάρη•
Τα πάντα γίνουνται κομμάτια• το κέντρο δεν αντέχει.
Ωμή αναρχία λύθηκε στην οικουμένη,
Απ΄το αίμα βουρκωμένος λύθηκε ο ποταμός, και παντού
Η τελετή της αθωότητας πνίγεται•
Οι καλύτεροι χωρίς πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι
Είναι γεμάτοι από την ένταση του πάθους.
Σίγουρα κάποια αποκάλυψη θα είναι κοντά•
Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία θα είναι κοντά.
Η Δευτέρα Παρουσία! Δεν πρόφταξα να σώσω αυτό το λόγο
Και μια μεγάλη εικόνα γέννημα του Spiritus Mundi
Θολώνει τη ματιά μου: κάπου στην άμμο της ερήμου
Μορφή με σώμα λιονταριού και το κεφάλι ανθρώπου,
Ένα άδειο βλέμμα κι αλύπητο σαν ήλιος,
Κινείται με μηρούς αργούς, καθώς τριγύρω
Στροβιλίζουνται ίσκιοι αγανακτισμένων πουλιών.
Το σκοτάδι ξαναπέφτει• τώρα όμως ξέρω
Πώς είκοσι βασανισμένοι αιώνες πετρωμένου ύπνου
Κεντρίστηκαν από ένα λίκνο λικνισμένο κατά το βραχνά,
Και ποιο ανήμερο θεριό, μια που ήρθε τέλος η ώρα του,
Μουντά βαδίζει για να γεννηθεί προς τη Βηθλεέμ.
Μετάφραση: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, 1965
ΠΗΓΗ: enleuko.blogspot.gr
The fish
Although you hide in the ebb and flow
Of the pale tide when the moon has set,
The people of coming days will know
About the casting out of my net,
And how you have leaped times out of mind
Over the little silver cords,
And think that you were hard and unkind,
And blame you with many bitter words.
Το ψάρι
Μπορεί στην πλημμυρίδα και στην άμπωτη να κρύβεσαι
κάποιας χλωμής παλίρροιας, σαν η σελήνη έχει χαθεί,
όμως οι άνθρωποι στο μέλλον θα το μάθουν -
πώς έριχνα τα δίχτυα μου
και πώς εσύ αμέτρητες φορές πηδούσες
πάνω από τα μικρά, τ' αργυρά νήματα,
και ότι ήσουνα σκληρή και άκαρδη θα πουν,
και με πολλά λόγια, πικρά, για σένα θα μιλούν.
ΠΗΓΗ.
Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014
ΦΡΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ
"Τα σονέτα του σκοτεινού έρωτα" του Λόρκα..
"Ανάμεσα στο μ'αγαπάς και σ'αγαπώ,
άνεμος απ'τα αστέρια και σύγκρυο λουλουδιών,
σύννεφο από ανεμώνες σηκώνει
με σκοτεινό ολολυγμό έναν ολάκερο χρόνο"
"Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου.
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά, μα πιότερο λυπάμαι
το που δεν έχω τον άνθό, πόλφο ή πηλό,
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.
Αν είσαι συ ο κρυμμένος μου θησαυρός,
αν είσαι ο σταυρός κι ο πόνος μου ο υγρός,
αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου,
μη μ'αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα απ'το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο."
"Αγάπη των σπλάχνων μου, ζωντανέ θάνατε,
μάταια περιμένω το γραφτό λόγο σου,
και σκέφτομαι, με το λουλούδι που μαραίνεται,
πως αν είναι να ζήσω δίχως μου προτιμώ να σε χάσω.
[...]
Γέμισε, λοιπόν, με λόγια την τρέλα μου
ή άσε με να ζήσω μες στη γαλήνια
νύχτα μου της ψυχής, παντοτινά ολοσκότεινη."
"Θέλω να κλάψω τον πόνο μου και στο λέω
για να μ' αγαπήσεις και να με κλάψεις
κάποιο απόβραδο αηδονιών
μ' ένα στιλέτο, με φιλιά και με σένα."
"Εμένα με θυμήθηκες σαν ανηφόριζες
τη σιγαλιά που τυρανάει το φίδι
αιχμάλωτο στους φρύλους και στ'απόσκια;
Δεν είδες μέσα απ'τον αγέρο το διάφανο
μια ντάλια από καημούς κι από χαρές
που σου 'στειλε η φλογερή καρδιά μου;"
"Έτσι κι η καρδιά μου, νύχτα και μέρα,
δέσμια στη φυλακή του σκοτεινού έρωτα,
κλαίει, δίχως να σε βλέπει, τη μελαγχολία της."
"Ποτέ σου δεν θα καταλάβεις πόσο σ' αγαπώ
γιατί κοιμάσαι μέσα μου κι είσαι αποκοιμισμένος,
εγώ σε κρύβω κλαίγοντας, κυνηγημένος
από μια φωνή από διαπεραστικό ατσάλι."
"Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο,
εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες.
Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός, τα δικά μου παράπονα
στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα."
Mια διαφορετική μετάφραση των σονέτων..
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΖΗΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΝΑ ΤΟΥ ΓΡΑΨΕΙ
Θάνατε ζωντανέ, εσύ, ερωτά μου,
μάταια περιμένω να μου γράψεις.
Και συλλογίζομαι, καθώς το άνθος μαραίνεται,
πως αν ζω χωρίς εμένα θέλω να σε χάσω.
Ο αέρας είν' αθάνατος. Η ακίνητη πέτρα
ούτε γνωρίζει τη σκιά ούτε την αποφεύγει.
Βαθιά καρδιά δεν έχει ανάγκη
από του φεγγαριού το παγωμένο μέλι.
Αλλά εγώ υπόφερα. Άνοιξα τις φλέβες μου,
τίγρης και περιστέρι, πάνω στη μέση σου
σε μια μονομαχία από δαγκανιές και κρίνους.
Γέμισε, λοιπόν, την τρέλα μου με λέξεις
ή άσε με να ζω μες στη γαλήνια νύχτα
της ψυχής μου που είναι για πάντα μαύρη.
ΣΟΝΕΤΟ
Μη μ' αφήσεις να χάσω αυτό το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου, ούτε τον τόνο
που τη νύχτα ακουμπάει στο μάγουλό μου
το μοναχικό ρόδο της αναπνοής σου.
Με θλίβει να είμαι εδώ, σ' αυτή την όχθη,,
κορμός δίχως κλαδιά και να υποφέρω
που δεν έχω χυμό, ούτε πηλό ούτε άνθη
για το σαράκι που κατατρώει τα σωθικά μου.
Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος θησαυρός μου,
αν είσαι ο σταυρωμός και ο νωπός μου πόνος,
αν είμαι το σκυλί της επικράτειάς σου,
μη μ' αφήσεις να χάσω αυτό που κέρδισα
και που στολίζει τα νερά του ποταμού σου
με νεκρά φύλλα απ' το φθινόπωρό μου.
Όταν τελείωσα το διάβασμά τους... το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως θα ήθελα να διαβάσω όλη τη συλλογή.. είναι τόσο άδικο που ο Λόρκα δεν πραγματοποίησε το ονειρό του για τα 100 σονέτα..
Παρέθεσα λίγους στίχους, κάποια ολοκληρωμένα.. είναι τόσο λατρευτά μέσα μου πια.. Μουάφησαν κάτι άγριο.. κάτι έντονο.. ένιωσα σα να μου σκίζεται η καρδιά και να ψοφάω να ζήσω έναν σκοτεινό έρωτα.. Όμως αυτά δεν τα επιλέγεις.. σε βρίσκουν.. και ενίοτε σου ματώνουν την καρδιά..
Νιώθω πως ότι και αν γράψω, δεν μπορώ να ντύσω με λέξεις αυτά τα υπέροχα σονέτα ... ωστόσο.. είναι ότι πιο υπέροχο έχω διαβάσει πρόσφατα, ότι πιο ταξιδεμένο.. με πήγαν αλλού.. με φέραν σε σένα.. εσένα που βρήκα μέσα μου και σ'έχασα..
Λοιπόν.. καλό μήνα..
ΠΗΓΗ- http://palomita-in-stars.blogspot.gr/2012/12/blog-post.html
Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014
Μανος Ελευθεριου
Στις ανθισμένες κερασιές
θα βρεις την κιβωτό σου.
Τέσσερις τοίχοι στις φωτιές
θα ταξιδέψουν τις νυχτιές
και το παράπονό σου.
Πάρε μια λέξη για να ζεις
και στρώσε τη ζωή σου.
Και φώναζε ολονυχτίς
που βρίσκει ο βασανιστής
νερό του παραδείσου.
Και πάρε χάντρες του Μαγιού,
πηλό της Ρωμιοσύνης
τάμα δεκαπενταύγουστου,
την όψη την κρυφή σπαθιού
και της δικαιοσύνης.
Και πάρε δεντρολιβανιά,
μυρτιά και πικροδάφνη.
Του Μακρυγιάννη τον καημό
και δεκαπεντασύλλαβο
να βρεις αρχή και άκρη.
Και πες τα λόγια τα παλιά
κι απ' όλους τους αγώνες.
Και πες αυτά που είναι θηλιά
κι ήταν μαράζι και σκαλιά
στους δίκοπους αιώνες.
Μανος Ελευθεριου
θα βρεις την κιβωτό σου.
Τέσσερις τοίχοι στις φωτιές
θα ταξιδέψουν τις νυχτιές
και το παράπονό σου.
Πάρε μια λέξη για να ζεις
και στρώσε τη ζωή σου.
Και φώναζε ολονυχτίς
που βρίσκει ο βασανιστής
νερό του παραδείσου.
Και πάρε χάντρες του Μαγιού,
πηλό της Ρωμιοσύνης
τάμα δεκαπενταύγουστου,
την όψη την κρυφή σπαθιού
και της δικαιοσύνης.
Και πάρε δεντρολιβανιά,
μυρτιά και πικροδάφνη.
Του Μακρυγιάννη τον καημό
και δεκαπεντασύλλαβο
να βρεις αρχή και άκρη.
Και πες τα λόγια τα παλιά
κι απ' όλους τους αγώνες.
Και πες αυτά που είναι θηλιά
κι ήταν μαράζι και σκαλιά
στους δίκοπους αιώνες.
Μανος Ελευθεριου
Κυριακή 1 Ιουνίου 2014
ΣΕΦΕΡΗΣ
H περίφημη φωτογραφία της γενιάς του '30. H «ιστορική φωτογράφιση» έλαβε χώρα στο σπίτι του Γιώργου Θεοτοκά. Όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Hλίας Bενέζης, Oδυσσέας Eλύτης, Γιώργος Σεφέρης, Αντρέας Kαραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας και Γιώργος Θεοτοκάς. Kαθισμένοι: Άγγελος Tερζάκης, K. Θ. Δημαράς, Γιώργος Kατσίμπαλης, Kοσμάς Πολίτης και Ανδρέας Eμπειρίκος.
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/george_seferis/various.htmhttp://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata_giorgos_seferis.html
http://darefemale1988.blogspot.gr/2011/03/blog-post_21.html
Παρασκευή 16 Μαΐου 2014
ΔΥΟ ΑΣΤΡΟΣΚΟΝΕΣ ΑΝΑΠΟΛΟΥΝ
ΔΥΟ ΑΣΤΡΟΣΚΟΝΕΣ ΑΝΑΠΟΛΟΥΝ
Θυμάσαι τι
τραβήξαμε στης Γαίας το ψυχιατρείο
τότε που
ζούσαμε σε ανθρώπινο σαρκίο,
αναπολούν δύο
κόκκοι αστρόσκονης
πριν τους
χτυπήσει ο κεραυνός του Δία
όταν τυχαία
συναντήθηκαν σε κάποια άκρη
του μακρινού
μας Γαλαξία.
Τέτοιο ψέμα,
τόση αδικία, τόση απληστία
δεν την
ανέχεται ο Δίας
η πλουτοκρατία
όλα για την ύλη και καλοπερασία
και τι δεν
έκαναν οι τρισκατάρατοι πρωθυπουργοί
και υπουργοί
εγκλήματα,
κακουργίες, προδοσίες
του Συντάγματος
εκτροπές
ακόμη και
ξεπούλημα της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας
δικαίως ο λαός
ζητούσε να δικαστούν
για εσχάτη
προδοσία .
Ο δικός μου
εξωτερικά φαινόταν χαζός
εβραιόψυχος,
κουτοπόνηρος, κωπηλάτης δεινός,
και μπουρδολόγος
ό,τι τον
διέτασσε το μεγάλο αφεντικό
το κωθώνι
εκτελούσε ευπειθώς και παραλόγως.
Όνομα είχε
βαρύγδουπο και τρανταχτό
το είχε
κληρονομήσει από παππού και πατέρα πρωθυπουργό
με το
νερό της Στυγός τον είχανε ποτίσει
παρότι
ηλίθιος, αγράμματος έγινε τελικά κι αυτός πρωθυπουργός
στο ΔΝΤ την
πατρίδα του για να ξεπουλήσει.
Ο δικός μου
ήταν σοβαροφανής αλλά καταστροφέας
σκότωσε τον
Ελληνισμό και τον συγχωριανό του Πηλέα
βλέπεις η
εξουσία είναι ωραία
στεκόταν
στους ξένους ακόμη και στο τηλέφωνο προσοχή
του λαού όμως
στάθηκε αγριότατος εκδορέας.
Και οι δύο ήταν
ηλίθιοι, δειλοί
τον
Έλληνα αφάνταστα μισούσαν
έλλειμμα είχαν
φρόνησης, ανδρείας, αρετής
σαν παπατζήδες
το λαό εξαπατούσαν.
Στερούνταν
αιδούς, φρόνησης και δικαιοσύνης
την οικογένεια
τους βόλευαν πλουσιότερη να γίνει
στους
ξένους παραδώσαν τη χώρα τους
χωρίς αίσθημα
ευθύνης,
εμείς οι
αστρόσκονες γράφουμε την ιστορία τους
και αυτή θα
μείνει .
Και οι
δυο πίστευαν αθάνατοι θα μείνουν
όμως τα νέφη
σωματιδίων με το χρόνο
και τις κατάρες
σβήνουν
τι κι αν περιουσίες
για δέκα ζωές
στους απογόνους
τους αφήνουν;
τα νέφη
σωματιδίων της δυναστείας τους διαλύουν .
Ο Πλούτων
ήρθε κάποια Κυριακή
με το
δρεπάνι
τους πήρε
το κεφάλι αστρόσκονη τους κάνει
χαρά ο
λαός στις εκλογές η συμμορία χάνει
τώρα η
αστρόσκονη τους εξαφανίζεται από τη χώρα
και δεν φθάνει,
στο
εδώλιο ο λαός τους βάνει.
Κάποιο κοινό
χαρακτηριστικό
τους δύο ενώνει
και οι
δύο εβραϊκών οικογενειών ήταν εκλεκτοί γόνοι
η
εξουσία και τους δύο ανταμώνει
με
Γενοκτονία τον Ελληνισμό η διανδρία
καμακώνει.
Μισούσαν
αφάνταστα τον Ελληνισμό
μακελειό
του έκαναν της εξουσίας οι βαρόνοι
Mission
accomplished είπαν στο μεγάλο αφεντικό
ο Ελληνισμός
νεκρός.
Όμως ο Δίας
στον Όλυμπο είναι ζωντανός
τον Ελληνισμό
προστατεύει
τον Μαμμωνά
βάζει φυλακή
και τον
Ελληνισμό θεριεύει
.
*Αμφικτύων
11/5/2014,
*Αμφικτύων
είναι ο υποστράτηγος ε .α Κωνσταντίνος Χρ. Κωνσταντινίδης,
Συγγραφεύς,
μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Τρίτη 13 Μαΐου 2014
Κατερίνα Γώγου – "είμαστε φτιαγμένοι απο εκρήξεις αυτοκτονημένων αστεριών"
1
“Άσπρη είναι η Άρια φυλή, η σιωπή, τα λευκά κελιά, το ψύχος, το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών, τα νεκροσέντονα, η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα για την αποκατάσταση του μαύρου”
2
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ’ άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας “φασίστες!!”
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
- γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
“έτσι” “αόριστα”
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ’ άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας “φασίστες!!”
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
- γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
“έτσι” “αόριστα”
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)