Share

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

Κώστας Τσιαντής: Ανήμερα της Παναγιάς

 

23 Αυγούστου 2019 
Κοινοποιήθηκε στους εξής: Δημόσια
Δημόσια
Ανήμερα της Παναγιάς της σύναξης το θαύμα
κι όλα τα μονοπάτια από μέρες ανοιχτά για να περάσουν
προσκυνητές και πανηγυριώτες (πώς να τους ξεχωρίσεις;):
ξενιτεμένοι, αδέλφια, φίλοι, συγγενείς, απόκληροι, παρίες, μωρά παιδιά στην αγκαλιά της μάνας τους.
Έρχονται απ' όλες τις μεριές -κάποτε πέντε ώρες δρόμο με τα πόδια- πρόσωπα κάθε ηλικίας ντυμένα τα γιορτινά τους
την εικόνα της Παναγιάς για να προσκυνήσουν κι έπειτα ευχές να ανταλλάξουν και κεράσματα, μέχρι να πάνε πέρα κάτω απ΄τα πλατάνια το μεσημέρι
για να φάνε, να πιούν και να γλεντήσουν με βιολιά και κλαρίνα
ως να νυχτώσει.
Με την καρδιά ανοιχτή νικήσαμε τον Αδη
και με τη Χάρη της Παναγιάς
ουσία κάναμε τ' ανούσια και
φως γιορτινό το σκοτάδι.
Μ' αλλάξαν απρόσμενα οι καιροί κι έχασαν το δρόμο τους τ' άστρα.
Τα μονοπάτια έκλεισαν απ' τα βάτα και τις τσαπουρνιές,
κι έμεινε η εκκλησιά δίχως θεό
κι ο λόγος δίχως αγάπη.

Την ερημιά μου ανέλαβα.

Ώρα δώδεκα,
μεσημέρι Δεκαπενταύγουστου,
κάτω απ΄τη γέρικη συκομουριά,
έκανα σταυρό μοναχός.
Όλες οι αντιδράσεις:
Εσείς και Παύλος Χρήστου

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

ΚΟΙΤΑ ΚΙ ΕΜΕΝΑ. Μια σύνθεση του Κώστα Τσιαντή


ΚΟΙΤΑ ΚΙ ΕΜΕΝΑ
Ήρθανε άγριοι καιροί που μας ρημάξαν τη ζωή και χελιδόνι δεν περνά ούτε καράβι στ’ ανοιχτά. Κοίτα και μένα ρε ζωή στην Ψέριμο έρμο δεντρί κοίτα κι εμένα ρε ζωή Πριν να με χάσεις μια αυγή. Όλα μας τά’ δωσε ο Θεός μ’ αλλιώς θελήσανε τα μπος σαν γίναμε όλοι θεατές πλήθος απόξενες ψυχές. 21/8/2024

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

Νίκος Μαμαγκάκης - Το τραγούδι του τρελού | Official Audio Release


Ο Τρελός

Μπροστά πολύ πολύ από το τρομαγμένο πλήθος προχωρεί
χορεύοντας και τραγουδώντας ένας που τρελάθηκε.

Είχα γυναίκα, είχα και ζα,είχα μια Βάσω με βυζά,μα προκοπή δεν είχα.Σε ποιό χαρέμι να παχαίνει5στα μαξιλάρια ξαπλωμένημασώντας τη μαστίχα.

Μ’ αν κυλίσει μια ο τροχόςκαι στην Πόλη μπούμε,σκλάβες χανουμόπουλα10πὄχει να τραβούμε.

Άι! με το γύφτικο ζουρνά,με νταγερέ, που κουδουνά,σύρε σκοπόν αντάμικο.Εστράβωσα τη φέσα μου,15έρωτας που ’ναι μέσα μουγια να χορέψω τσάμικο.

Κάνε θάμα, πλόσκα μου,ξύλο τσιμισίρι,γίνε βρύση γάργαρη20με χιλιάδες πείροι.

Να ’στε γεροί, να ’στε καλάμε τα τσαπράζια τα πολλάκαι τα μεγάλα ονόματα,κοτζαμπάσηδες όλοι πρώτης25και με τους διάκους ο δεσπότης— τζιλβέδες και καμώματα!

Χίλια χέρια κι άρματανα ’χα να σας φράξω,να ’χα και δυο κέρατα30τον οχτρό να σκιάξω!

Για να βαστάξει, όσο μπορεί,το μακελειό, να ’στε γεροί,της Πένας αντρειωμένοι!Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,35σύντας η Δόξα μελετά μαςτα σκελετά γερμένη.

Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,για να μας θαμπώνει,με λειρί στο κούτελο,40με φωνή τρομπόνι!

Σου φτάνουν σένα τα χωριάτης Ρούμελης και του Μοριάκαι να ’ν’ πολλά σου τα έτη!Μα η Έγριπο με το μπουγάζι,45που πλήθιο ψάρι κατεβάζει,δικό μου βιλαέτι!

Έχω τρύπα στο βρακί,λίγδα στην καπότα μου,έχω ψείρα σαν κουκί50και βρομούν τα χνότα μου.

Έχω νοήματα σοφά!Σ’ αγιονορίτικο σοφάστα λάδια και στα πάχηκολύμπησα, μα πάντα μένει55άδεια η κοιλιά και τουρλωμένη— ανεμογκάστρι θα ’χει!

Τί λαμπρός που ’ν’ ο καιρός,πόσο εγώ ’μαι ωραίος!Έφαγα έναν πόντικα,60δόξα να ’χει ο θέος!

Η σάρκα και τα κόκαλα,λάσπη πολλή και φρόκαλα,Πατρίδα μου, χαλάλι σου!Σαν είν’ οι αφέντες σου δικοί,65θα ’ναι κι η ζήση σου γλυκήκι ανέγνιο τα κεφάλι σου!

Το χαράτσι, τα παιδιά,μοναχός να κρίνεις,άλλο να σ’ τα παίρνουνε70κι άλλο ναν τα δίνεις.

Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,μαύρη ζωή, όλη πίκρα.Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά,75αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,σαν θα περάσω Αντίκρα.

Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,δράκο με χοντρόλαιμο,σέρτικο κι αράθυμο,80για να κάνει πόλεμο!

Άμποτε λίγο να δυνόμουνγια μια στιγμή να τρελαινόμουν,ο σαλεμένος νουςκαι τα κλεισμένα τσίνορα85να μην ξαμώνουν σύνορακαι χώριους ουρανούς!

Να ιδώ τον κόσμο ανάποδατον αδερφό μου ξένοκαι τον οχτρόν αδέρφι μου90αδικοσκοτωμένο.

Μια μπάλα στο κούτελο τον πάει ίσα Αντίκρα, στο βασίλειο
της Λευτεριάς, της Αλήθειας και της Ομορφιάς! Δεν
πρόφταξε να ιδεί τον κόσμο ανάποδα.

 

Ο Τρελός

Μπροστά πολύ πολύ από το τρομαγμένο πλήθος προχωρεί
χορεύοντας και τραγουδώντας ένας που τρελάθηκε.

Είχα γυναίκα, είχα και ζα,είχα μια Βάσω με βυζά,μα προκοπή δεν είχα.Σε ποιό χαρέμι να παχαίνει5στα μαξιλάρια ξαπλωμένημασώντας τη μαστίχα.

Μ’ αν κυλίσει μια ο τροχόςκαι στην Πόλη μπούμε,σκλάβες χανουμόπουλα10πὄχει να τραβούμε.

Άι! με το γύφτικο ζουρνά,με νταγερέ, που κουδουνά,σύρε σκοπόν αντάμικο.Εστράβωσα τη φέσα μου,15έρωτας που ’ναι μέσα μουγια να χορέψω τσάμικο.

Κάνε θάμα, πλόσκα μου,ξύλο τσιμισίρι,γίνε βρύση γάργαρη20με χιλιάδες πείροι.

Να ’στε γεροί, να ’στε καλάμε τα τσαπράζια τα πολλάκαι τα μεγάλα ονόματα,κοτζαμπάσηδες όλοι πρώτης25και με τους διάκους ο δεσπότης— τζιλβέδες και καμώματα!

Χίλια χέρια κι άρματανα ’χα να σας φράξω,να ’χα και δυο κέρατα30τον οχτρό να σκιάξω!

Για να βαστάξει, όσο μπορεί,το μακελειό, να ’στε γεροί,της Πένας αντρειωμένοι!Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,35σύντας η Δόξα μελετά μαςτα σκελετά γερμένη.

Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,για να μας θαμπώνει,με λειρί στο κούτελο,40με φωνή τρομπόνι!

Σου φτάνουν σένα τα χωριάτης Ρούμελης και του Μοριάκαι να ’ν’ πολλά σου τα έτη!Μα η Έγριπο με το μπουγάζι,45που πλήθιο ψάρι κατεβάζει,δικό μου βιλαέτι!

Έχω τρύπα στο βρακί,λίγδα στην καπότα μου,έχω ψείρα σαν κουκί50και βρομούν τα χνότα μου.

Έχω νοήματα σοφά!Σ’ αγιονορίτικο σοφάστα λάδια και στα πάχηκολύμπησα, μα πάντα μένει55άδεια η κοιλιά και τουρλωμένη— ανεμογκάστρι θα ’χει!

Τί λαμπρός που ’ν’ ο καιρός,πόσο εγώ ’μαι ωραίος!Έφαγα έναν πόντικα,60δόξα να ’χει ο θέος!

Η σάρκα και τα κόκαλα,λάσπη πολλή και φρόκαλα,Πατρίδα μου, χαλάλι σου!Σαν είν’ οι αφέντες σου δικοί,65θα ’ναι κι η ζήση σου γλυκήκι ανέγνιο τα κεφάλι σου!

Το χαράτσι, τα παιδιά,μοναχός να κρίνεις,άλλο να σ’ τα παίρνουνε70κι άλλο ναν τα δίνεις.

Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,μαύρη ζωή, όλη πίκρα.Μα θα χαρώ σε, Λευτεριά,75αιώνια Αλήθεια κι Ομορφιά,σαν θα περάσω Αντίκρα.

Να ’χαμ’ ένα βασιλιά,δράκο με χοντρόλαιμο,σέρτικο κι αράθυμο,80για να κάνει πόλεμο!

Άμποτε λίγο να δυνόμουνγια μια στιγμή να τρελαινόμουν,ο σαλεμένος νουςκαι τα κλεισμένα τσίνορα85να μην ξαμώνουν σύνορακαι χώριους ουρανούς!

Να ιδώ τον κόσμο ανάποδατον αδερφό μου ξένοκαι τον οχτρόν αδέρφι μου90αδικοσκοτωμένο.

Μια μπάλα στο κούτελο τον πάει ίσα Αντίκρα, στο βασίλειο
της Λευτεριάς, της Αλήθειας και της Ομορφιάς! Δεν
πρόφταξε να ιδεί τον κόσμο ανάποδα.

Νίκος Μαμαγκάκης - Η μάνα του Χριστού | Official Audio Release

Νίκος Μαμαγκάκης - Το τραγούδι του Ιούδα | Official Audio Release

Νίκος Μαμαγκάκης - Πόσοι οι άνθρωποι είναι μόνοι | Official Audio Re...


Γύρω μου ζητώ ένα χέρι, ένα χέρι,  να με σφίξει, να το σφίξω,  άνδρες και παιδιά και γέροι το τραβούν, ας τους αγγίξω,  ένας τον άλλον δεν ξέρει. Πόσο οι άνθρωποι είναι μόνοι,  πόσο οι άνθρωποι είναι μόνοι,  σαν ο φόβος τους ενώνει,  σαν ο φόβος τους ενώνει. Τα ματάκια μου κλειδώνω και στην άβυσσο απολιέμαι,  με είδε φόβο, μα είδε πόνο, μα είδε πόνο,  νιώθω πια και συλλογιέμαι τι πολύ μακριά ξαπλώνω. Αν η τύχη μας φυλάξει,  αν η τύχη μας φυλάξει,  μοναχά ο οχτρός θ’ αλλάξει,  μοναχά ο οχτρός θ’ αλλάξει.
Εμφάνιση λιγότερων

ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ: Ποίηση Κώστας Βάρναλης, Μουσική Νίκος Μαμαγκάκης. Ήσουν ωρα | Official Audio Release

το ποιημα εδω

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Κώστας Τσιαντής : Ξένος εγώ ειμί

 

Ξένος εγώ ειμί
της αυγής οδοιπόρος σ' έρημο μονοπάτι.
Υιός πατρός αυτοπάτωρος
και επιγενόμενων κόσμων υφάντισμα ηλιοφόρο
στη ράχη του ταύρου επιδέξια ακροβατώ
και σε γκρεμούς απάτητους μετατοπίζω
την ξυπόλητη φτέρνα μου.
Στις ακρώρειες του κόσμου
με του ακροβάτη τη μπάρα στο χέρι ισορροπώ
της παρουσίας σου ευχαριστιακά δεξάμενος
το θαύμα.
26-7-2019

Μ. Αλυγιζάκης- Κ.Τσιαντής : ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

Ζωή Δικταίου: Απάνεμα από ψέμα και πλάνη

 

Απάνεμα από ψέμα και πλάνη

Θέρος, ακρυλικά 50χ70, Ιωάννα Παληοκώστα


Συνήθιζε να μένει μόνος,

απάνεμα από ψέμα και πλάνη

περιόριζε επιθυμίες, ανάγκες

κολοσσιαία σχέδια,

ένα ποτάμι αδάμαστο,

γνώριζε την αξία της συγκίνησης

που έχει η ανατολή

σε μια άγρια, απάτητη κορφή,

ένα θεριεμένο κύμα στ’ ανοιχτά,

στο σεληνόφωτο,

κέρδιζε, σε ελευθερία,

χωρίς ποτέ να ζητά

μήτε να καταδέχεται τα ψίχουλα,

που του πετούσε

εκείνη, η αστή, η μη μου άπτου,

η δήθεν καλλιεργημένη,

έμενε όπως πάντα, αδιάφορη,

μακριά από τα γεγονότα

να υπολογίζει συμφέροντα

να ονειρεύεται τιμές

να κρύβει τα άπρεπα του βίου της

να κρύβεται σε ψεύτικα χαμόγελα,

να μετράει λάφυρα και τρόπαια

κοροϊδεύοντας τον αλλιώτικο κόσμο του

αυτόν που πάσκιζε

να δημιουργήσει,

τον εντελώς καινούργιο.

Ο δικός της, κραυγαλέος

σε ματαιοδοξία, έπαρση και είδωλα φθαρτά

ο πόθος για ένοχες χαρές ακόρεστος,

έχοντας ζήσει το πλέον της ζωής,

έτσι έμελλε,

γι’ αυτό τα μάτια της, μάτια φθόνου

αιματηρά,

έστηναν παγίδες, λάγνα βλέμματα

σε εικόνες εφήμερες

έταζαν δόξες εξαργυρώνοντας

το μαζί και το πάντα

σε φαύλα λόγια κολακείας

στην καλύτερη περίπτωση,

όταν δεν ήταν περιφρόνησης

χωρίς ποτέ να δίδει εξηγήσεις

για όσα, εκείνη μόνο, έκανε πως είχε ξεχάσει.



Κόντευε τα πενήντα

όταν παραδέχτηκε το τέλος του γάμου του,

τα παιδικά καλοκαίρια

καρφωμένα στις άκριες των δαχτύλων

«άλλαξε την ανορθόγραφη ζωή σου» φωνή της λογικής

όρθιος στα σταροχώραφα

καθώς μισόκλεινε τα βλέφαρα

αγιάτρευτα γύρισαν τα όνειρα,

απόφαση ανέκκλητη

διαβούλευση μυστική

η μέσα πατρίδα

αδρή αφή της αλισάχνης.

Στάχυα χρυσά στον ήλιο του μεσημεριού

χόρευαν με το μελτέμι,

πλησίαζε

η ώρα του θερισμού,

τα παρατηρούσε να γέρνουν στο χώμα

μεστωμένα,

τη μια να προσκυνούν τη γη

την άλλη να υψώνονται στο φως

καλώντας τις σιταρήθρες και τις πέρδικες,

και τις νύχτες

όταν χαμήλωνε δρεπάνι το φεγγάρι

το ήξερε, θαρρείς από τη γέννησή του,

πως τα στάχυα

ονειρεύονται θάνατο κι ανάσταση μαζί.



Άπλωσε τα χέρια,

δυο πουλιά πέταξαν

από τη ραχοκοκαλιά της μηλιάς στα σύρματα,

καμιά φορά στο καταμεσήμερο

εφημερεύει μόνο η αγάπη

κι ας είναι σε ένα φτερούγισμα,

είναι που ξεχωρίζει η αμαρτία

από την αρετή.

Μέσα στις παλάμες του

ο νιός καρπός,

η ψυχή παραδομένη

στη λεηλασία της νοσταλγίας,

εδώ, στην ερημιά του προγονικού τοπίου

χόρεψε

με τους Κορύβαντες

στο αλώνι πεντοζάλη,

ναι, ό,τι γεννιέται πεθαίνει

μα η απραξία οξειδώνει

την άγκυρα του νου.

Η αρχαία φλέβα

πετάχτηκε στο λαιμό

στην πρωτόγνωρη γαλήνη

οι τρεις Μοίρες έσκυψαν πάνω απ’ τα στάχυα

δοκιμάζοντας στην κάψα

δρεπάνια,

χέρια, πεπρωμένα,

δυο δρασκελιές μπροστά

η μάνα του, στα κόκκινα,

σύναξη μυθική,

ο άγνωστος προορισμός

ξαφνικά έγινε δρόμος, γνώριμος,

είναι που η ζωή δεν ξέχασε να κλώθει,

είναι που η προδοσία αλλάζει την όραση

ακόμη κι αν αργεί.

Τον έσφιγγε η αλήθεια,

ξέχειλα λυτρωμένος

χάραξε ένα σύμφωνο κεφαλαίο

και δυο φωνήεντα,

Ζωή,

στην άνυδρη πέτρα διόρθωνε

τ’ ανομολόγητα,

είχε συντηρήσει τη ρίζα του,

«δεν έχει άλλες αναβολές», μπορεί και να το ψιθύρισε

ένας ανεμοστρόβιλος πέρασε

με παράφορη οικειότητα το άγγιγμα στον ώμο,

«τα λάθη είναι πάντα χρήσιμα»

δεν χρειάστηκε ούτε να την αποχαιρετήσει

εκείνη,

ένα πυροτέχνημα στη σκέψη του.



Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

Κέρκυρα 15 Ιουλίου 2024 

ennepe-moussa.gr/ 10 ΠΟΙΉΜΑΤΑ

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Γιώργος Βούκανος - Άντα Αθανασοπούλου Η Kυρά της θάλασσας - Εφη Παναγοπο...

Άντα Αθανασοπούλου "Τα Συρτάρια της Ψυχής μου" Γιώργος Βούκανος & Έφη Πα...

Γιώργος Βούκανος - Άντα Αθανασοπούλου "Θαλασσινά Φεγγάρια" Κάστρο Χλεμού...

Γιώργος Βούκανος | Άντα Αθανασοπούλου - Δώρος Δημοσθένους "Σκορπισμένα Χ...

Ζωή Δικταίου-Κώστας Τσιαντής: ΠρώτηΣυλλαβή