"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τετάρτη 13 Απριλίου 2022
Τρίτη 12 Απριλίου 2022
Georgios Manos : Σαν σήμερα 12 Απριλίου 1204 Η Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους
«Ακούστε τώρα και θαμάστε! Ο Αλέξιος ο Άγγελος γκρέμισε απ’ το θρόνο τον αδερφό του Ισαάκιο και γένηκε αυτός βασιλιάς. Ο Αλέξιος ο Γ΄. Και επειδή δεν το σήκωνε η καρδιά του να σκοτώσει τον αδερφό του, τον τύφλωσε και τον έκλεισε σε μοναστήρι. Δεν ακούτε που λέμε, έβγαλαν τα μάτια τους αναμεταξύ τους; Ο γιος του Ισαάκιου, Αλέξιος κι αυτός, ορκίστηκε να εκδικηθεί το θείο του και να γίνει βασιλιάς ο ίδιος. Αλέξιος ενάντια σε Αλέξιο. Ανεψιός ενάντια σε θείο.
»Και τι κάμνει, που λέτε, ο ανεψιός! Μια και δυο παγαίνει στον πάπα και γυρεύει βοήθεια! Αυτό κι αν ήτανε κατάντημα! Ο πάπας, που δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί φανερά στη φαγωμάρα, τόνε στέλνει στους σταυροφόρους. Αυτοί ήτανε στρατιώτες με αλόγατα και όπλα, απ’ ούλη την Ευρώπη. Είχανε, λέει, άγιο σκοπό. Να λευτερώσουνε τα Γεροσόλυμα απ’ τους μουσουλμάνους. Άλλες τρεις φορές το δοκίμασαν παλιότερα, μα και δεν τα κατάφεραν. Μα και σ’ αυτουνούς, κουμάντο έκαμνε ο πάπας με τους Βενετούς. Πάει, λοιπόν, ο Άγγελος ο ανεψιός στους Βενετούς, τον Απρίλη του 1203, και τι τους λέει!
“Αντίς να πάτε στα Γεροσόλυμα να διώξετε τους Τούρκους, δεν περνάτε πρώτα απ’ την Πόλη να διώξετε το θείο μου απ’ το θρόνο; Χαμένοι δε θα βγείτε. Οι στρατιώτες σας θα καλοπλερωθούνε. Για τον άγιο πατέρα, τον πάπα, θα κάμω ό,τι είναι μπορετό, να σμίξουνε οι εκκλησίες μας με αρχηγό τον ίδιο. Όσο για σας και τον τιμημένο δόγη σας, σας τάζω πως μονάχα εσείς θα κάμνετε κουμάντο στο εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας”.
»Αυτοί άλλο που δεν ήθελαν. Ήρθε η ώρα να βγάλουνε το άχτι τους για την Πόλη, που ήτανε καρφί στα μάτια τους. Αρμάτωσαν στρατό, μπήκανε στα καράβια και κίνησαν. Όντας ζύγωσαν και αντίκρισαν την Κωνσταντινούπολη, απόμειναν με το στόμα ορθάνοιχτο. Τι ήτανε αυτό που έβλεπαν! Ποτές δεν φαντάζονταν τέτοιαν εμορφιά. Ούλα τούς φαίνονταν σαν βγαλμένα από παραμύθι. Τα αψηλά της κάστρα με τους μεγάλους κουλάδες, τα θεόρατα παλάτια κι οι μεγάλες εκκλησιές της, όπως καθρεφτίζουνταν στη θάλασσα, τους μάγεψαν. Είχανε ακουστά για τις εμορφιές της Πόλης, μα αυτό που έβλεπαν δεν το έβαζε ο νους τους! Η ζούλεια φούντωσε πιότερο μέσα τους και την έζωσαν από στεριά και θάλασσα. Νε* να μπεις νε να βγεις.
»Σαν είδε ο Αλέξιος ο Γ΄, πως ο στρατός του δε θα βαστήξει, μαζώνει απ’ το παλάτι ούλους τους θησαυρούς και μια νύχτα του Αλωνάρη (1203) φεύγει κρυφά σαν κλέφτης για τη Θράκη. Το πρωί, όντας μαθεύτηκε πως ο βασιλιάς έφυγε, τρέχει στο παλάτι ο ανεψιός και αρπάζει το θρόνο. Έτσι, αποβραδίς είχαμε βασιλιά τον Αλέξιο τον Γ΄, το θείο, και το πρωί τον Αλέξιο τον Δ΄, τον ανεψιό.
»Ο καινούργιος βασιλιάς πιάνει τη φαμίλια του θείου του, τη φυλακώνει και φεύγει για τη Θράκη, να κυνηγήσει το θείο του. Μέχρι το Νοέμβρη του 1203 δεν κατάφερε να τον πιάσει. Σαν γύρισε απ’ τη Θράκη, βρήκε τους σταυροφόρους ξεσηκωμένους να γυρεύουνε τα ταμένα. Πού να τα βρει όμως! Κλέψε ο ένας, φάε ο άλλος, δεν απόμεινε τίποτα. Μάζωξε από δω κι από κει ό,τι μπόρεσε, μα ήτανε πολύ λίγα. Δεν έφταναν. Τους γύρεψε να κάμουνε υπομονή ως την άνοιξη, που θα μάζωνε τους φόρους. Αυτοί αγρίεψαν και ξέσπασαν στα χωριά τρόγυρα απ’ την Πόλη. Άρπαζαν ό,τι ήθελαν, σαν το χειρότερο οχτρό. Ο κοσμάκης αγανάχτησε. Μια νύχτα του Γενάρη του 1204, ένας συγγενής του ανεψιού, Αλέξιος κι αυτός, μπαίνει κρυφά στο παλάτι, παίρνει το κεφάλι του βασιλιά και γένεται αυτός βασιλιάς. Είναι ο Αλέξιος ο Ε΄. Απ’ τον τρίτο, φτάσαμε, εμέν εμέν*, στον πέμπτο.
»Ούλα αυτά τα ανέβα κατέβα των βασιλιάδων δεν άρεσαν στους σταυροφόρους. Έβλεπαν πως δεν πρόκειται να τους πλερώσει κανείς τα ταμένα και αποφάσισαν να τα πάρουνε μοναχοί τους.
Ο Αλέξιος ο Ε΄, για να γλιτώσει, μαζώνει ό,τι είχε απομείνει στο παλάτι και φεύγει, νύχτα κι αυτός, για τη Θράκη. Όπως βλέπετε, πέσαμε σε νοικοκυραίους!
»Έτσι, ξημέρωσε εκείνη η μαύρη μέρα. Ήτανε 12 τ’ Απριλιού, στα 1204, όντας μπήκανε στην Πόλη οι οχτροί. Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να χωρέσει ούλο το κακό που έκαμαν. Χριστιανοί, ντεμέκ, που θα λευτέρωναν τα Γεροσόλυμα απ’ τον αλλόπιστο, φέρθηκαν δέκα φορές χειρότερα απ’ τον Τούρκο! Έπεσαν σαν τα λυσσασμένα σκυλιά σε μιαν ανήμπορη πολιτεία και τη μακέλεψαν. Σκότωσαν γέρους, γυναίκες και παιδιά. Ντρόπιασαν μικρά κορίτσια, γυναίκες και γριές. Τις εκκλησιές τις ξεγύμνωσαν. Άρπαξαν άγια λείψανα, κονίσματα, τάματα, κειμήλια, μαλάματα κι ασήμια και τα κουβάλησαν ούλα στον Άγιο Μάρκο της Βενετιάς και σ’ εκκλησιές της Φραγκιάς. Έβαλαν φωτιά κι έκαψαν ολάκερους μαχαλάδες. Απ’ τη μανία τους δε γλίτωσαν μήτε τα αγάλματα. Όσα ήτανε βαριά και δεν μπορούσαν να τα κουβαλήσουν στα καράβια, τα γκρέμισαν και τα κομμάτιασαν.
»Μέρες βάστηξε αυτός ο χαλασμός. Κι όντας έπεσε ο πυρετός τους κι αποκαμωμένοι αποτραβήχτηκαν στα καράβια τους να μετρήσουνε τα καζάντια τους, φάνηκε η μεγάλη συφορά. Τρόμος κι ερήμωση, απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ ούλην την Πόλη. Παντού χαλάσματα κι αποκαΐδια. Καπνοί, ανακατωμένοι με τη μυρωδιά απ’ τα καμένα, ταξίδευαν με τον αγέρα ως αντίκρυ στη Μικρασία, φέρνοντας ίσαμε εκεί το μαύρο μαντάτο. Οι δρόμοι αδειανοί. Οι ζωντανοί χαμένοι. Μονάχα αδέσποτα σκυλιά, κι αυτά φοβισμένα, τριγύριζαν ανάμεσα στα άψυχα κορμιά, που κείτουνταν ακήδευτα μέρες στα σοκάκια. Όσοι γλίτωσαν μανταλώθηκαν στα σπίτια τους και δεν κόταγαν να βγούνε όξω.
»Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήτανε κι αυτή αποθαμένη και ακήδευτη. Τήνε κήδεψαν ύστερις από λίγες ημέρες, όντας ανέβασαν στο θρόνο Φράγκο βασιλιά και Φράγκο πατριάρχη».
Γεώργιος Μάνος
ΧΡΟΝΟΙ ΔΙΣΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΜΗΝΕΣ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ
Ιστορικό αφήγημα
Εκδόσεις Λόγος & Εικόνα
Απόσπασμα
Οι φωτογραφίες από το διαδίκτυο.
257Δέσποινα Στεφανίδου, Κοσμιδης Μακης και 255 ακόμη
57 σχόλια
41 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση
Επιτραπέζιο (Καθιστικό) - Ελληνική Παράδοση - Μακεδονία
Ακου πως γειτόνευαν κι έσμιγαν τα πάθια κι οι καημοί των διαρκώς δοκιμαζόμενων Ελλήνων σε συνθέσεις υπερβατικής συγκίνησης και ομορφιάς
Δευτέρα 11 Απριλίου 2022
Ηέλτιος- αν ένοιωθες
ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ, ΚΑΛΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΕΛΛΑΔΑ...
Τον πόνο και τη θυσία Του άν ένοιωθες λίγο
αδελφέ, αν έμπαινες λίγο στην καρδιά του
που νίκησε την έχθρα και πάλλεται για σένα,
Δε θάχες τώρα εσύ να υποφέρεις
Και στους πολέμους να χάνεις τη ζωή
Και τα παιδιά σου.
Αλλά σε τούτες τις πόλεις
Με τα καταφύγια και τα κλειστά παράθυρα
Ποιός ένοικος θ' ανοίξει τα παραθυρόφυλλα
Τον ήλιο ν’ αντικρύσει;
Την κάθε αλήθεια η εξουσία
Την παραποιεί και όπλο της την κάνει
Τον πόλεμο για να συντηρεί
Και τα αισχρά της κέρδη.
11-4-2017
Πέμπτη 7 Απριλίου 2022
Σάββατο 2 Απριλίου 2022
Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022
Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022
Κυριακή 27 Μαρτίου 2022
Σάββατο 26 Μαρτίου 2022
Κυριακή 20 Μαρτίου 2022
Σάββατο 19 Μαρτίου 2022
Εαρινή συμφωνία |Γιάννης Ρίτσος -- Από Αλεξία Κατσαβού
Ι
Θ’ αφήσω
την λευκή χιονισμένη κορυφή
που ζέσταινε μ’ ένα γυμνό χαμόγελο
την απέραντη μόνωσή μου.
Θα τινάξω απ’ τους ώμους μου την χρυσή τέφρα των άστρων
καθώς τα σπουργίτια
τινάζουν το χιόνι απ’ τα φτερά τους.
τινάζουν το χιόνι απ’ τα φτερά τους.
Έτσι σεμνός άνθρωπος ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος
θα περάσω κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες των χαδιών σου
και θα ραμφίσω το πάμφωτο τζάμι του έαρος.
θα περάσω κάτω απ’ τις ανθισμένες ακακίες των χαδιών σου
και θα ραμφίσω το πάμφωτο τζάμι του έαρος.
Θα ‘μαι το γλυκό παιδί
που χαμογελάει
στα πράγματα και στον εαυτό του
χωρίς δισταγμό και προφύλαξη.Σαν να μην γνώρισα τα χλωμά μέτωπα των χειμωνιάτικων δειλινών
που χαμογελάει
στα πράγματα και στον εαυτό του
χωρίς δισταγμό και προφύλαξη.Σαν να μην γνώρισα τα χλωμά μέτωπα των χειμωνιάτικων δειλινών
τις λάμπες των άδειων σπιτιών
και τους μοναχικούς διαβάτες
κάτω απ’ τη σελήνη του Αυγούστου.
κάτω απ’ τη σελήνη του Αυγούστου.
Ένα παιδί.
ΙΙ
Είχα κλείσει τα μάτια
για ν’ ατενίζω το φως.
Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν’ αναπνέω.
Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής
κ’ η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.
Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.
Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.
Κ’ ήρθες εσύ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)