"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019
ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης **
Μουσική - Ερμηνεία: Μίκης Θεοδωράκης
Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.
Παλληκάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.
Παλληκάρι χλωμό
σ' ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π' αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.
Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019
Ο πειρασμός, του Πιερ Πάολο Παζολίνι
Βλέπω τη ζωή που έζησα
κάτω από το σημάδι μιας αλήθειας άγνωστης
έτσι, που όλη χάνεται
κι όλη πάνω μου θα ξαναπέσει…
Ήρθα από μακριά
από το άγνωστο, σχεδόν στην καρδιά
στον χρόνο, σχεδόν αισθάνομαι ήδη
τον τρόμο εκείνου που πεθαίνει…
Κι είναι ανέγγιχτη ακόμα η ζωή μου.
Ακόμα την ονειρεύομαι, τη χάνω.
Από άγνωστο σε άγνωστο είναι ατέλειωτη
η φυγή στον χρόνο της νεότητας
σ’ έναν άκτιστο χρόνο που σκορπίζει
στις μέρες που έζησα στο όνειρο.
Στο όνειρο που ο αγνός το νομίζει
για παιχνίδι με το κακό και τη συγχώρεση.
Ήρθα αγνός στη ζωή.
Όσο περισσότερο αμάρτησα, τόσο πιο άδολος
κι άφοβος έπαιξα την παρτίδα.
Χαμένη ή κερδισμένη, άλλο τόσο επιμένω.
κάτω από το σημάδι μιας αλήθειας άγνωστης
έτσι, που όλη χάνεται
κι όλη πάνω μου θα ξαναπέσει…
Ήρθα από μακριά
από το άγνωστο, σχεδόν στην καρδιά
στον χρόνο, σχεδόν αισθάνομαι ήδη
τον τρόμο εκείνου που πεθαίνει…
Κι είναι ανέγγιχτη ακόμα η ζωή μου.
Ακόμα την ονειρεύομαι, τη χάνω.
Από άγνωστο σε άγνωστο είναι ατέλειωτη
η φυγή στον χρόνο της νεότητας
σ’ έναν άκτιστο χρόνο που σκορπίζει
στις μέρες που έζησα στο όνειρο.
Στο όνειρο που ο αγνός το νομίζει
για παιχνίδι με το κακό και τη συγχώρεση.
Ήρθα αγνός στη ζωή.
Όσο περισσότερο αμάρτησα, τόσο πιο άδολος
κι άφοβος έπαιξα την παρτίδα.
Χαμένη ή κερδισμένη, άλλο τόσο επιμένω.
Μετάφραση Κωνσταντίνος Μούσσας από τα άπαντα του Παζολίνι Bestemia
(Poesie Disperse σελ. 1657)
Μαρία Φαραντούρη - Antonito El Camborio 1 - Μ. Θεοδωράκης
Ποίηση: Federico Garcia Lorca.
Ποιητική απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Κάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς και στη Σεβίλλια πάει.
Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαμψός από του φεγγαριού το φως.
Κάποτε λίγο σταματά, κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει και να το χρυσαφώσει.
Εκεί στης ακροποταμιάς το μονοπάτι να, τον φτάνουν
κάτω απ' τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.
Αποβραδίς η ώρα οχτώ τον σέρνουν σε κελί μικρό
απέξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί και βλαστημάνε.
Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019
Ηέλτιος- Α1
Βαθιά άκρατα μεσάνυχτα.
Πάνω λαμπυρίζουν τ’ άστρα κι απλώνεται γαλακτόχρωμος ο ουράνιος
ποταμός.
Αίφνης κατακόρυφα,
πάνω από το μνήμα του Εμπειρίκου*
μυστήρια ταραχή ταρακουνάει τ' άστρα κι οξύ βέλασμα βγάζει
ο Μέγας Κριός.
Πάνω λαμπυρίζουν τ’ άστρα κι απλώνεται γαλακτόχρωμος ο ουράνιος
ποταμός.
Αίφνης κατακόρυφα,
πάνω από το μνήμα του Εμπειρίκου*
μυστήρια ταραχή ταρακουνάει τ' άστρα κι οξύ βέλασμα βγάζει
ο Μέγας Κριός.
Μακάριοι οι αγρυπνούντες και ακούσαντες
ότι αυτοί σωθήσονται.
Το πρωί, όσοι κίνησαν ν’ ανεβούν τον Όλυμπο
και σκέφτηκαν την ανηφόρα κοντοστάθηκαν
κι είπαν να μείνουν στις ταβέρνες χαμηλά, τα καφέ
και τα σφαγεία.
ότι αυτοί σωθήσονται.
Το πρωί, όσοι κίνησαν ν’ ανεβούν τον Όλυμπο
και σκέφτηκαν την ανηφόρα κοντοστάθηκαν
κι είπαν να μείνουν στις ταβέρνες χαμηλά, τα καφέ
και τα σφαγεία.
24-10-2019
*''εν βέλασμα που όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα''.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Το Μέγα Βέλασμα
*''εν βέλασμα που όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα''.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Το Μέγα Βέλασμα
Anna Magnani - Dicitencello Vuje
You tell her this
Tell it to her, to this friend of yours
that I lost my sleep and my thoughts,
that I'm always thinking of her
that she’s my whole life,
and there’s something I’d like to tell her myself
but I don't know how to tell her
[Refrain:]
I love her a lot,
I love her more than a lot.
You tell her this
I won’t ever forget her,
she’s a passion,
stronger than a chain
that torments my soul
and doesn’t let me live
Tell her that she’s a rose of May,
that is much more beautiful than a sunny day.
From her lips
that are fresher than violets
I still want to hear
That she’s in love with me
(refrain)
A glistening teardrop is about to fall,
tell me for a moment, who do you think of?
With such sweet eyes
thyself alone is staring at me.
Let’s do away with these masks
let us speak the truth
I love you a lot,
I love you more than a lot.
It’s you this chain
that will not ever break.
Gentle dream
my flesh is yearning for,
I seek after you like the air,
I need you in order to live
Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019
Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019
Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019
Νικηφόρος Βρεττάκος ποίηση 1.
Ποίηση: Νικηφόρος Βρεττάκος
Απαγγελία: Ανέστης Κιουρκτσίδης Mουσικός αυτοσχεδιασμός στο πιάνο: Δημήτρης Δημητρίου
Επιμέλεια ήχου: Νίκος Νικολαϊδης
Τὸ παιδὶ μὲ τὴ σάλπιγγα
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου. Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ. Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων.
Ἐγὼ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!
Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!
Σοῦ στήνω μία καλύβα
Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς,ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι, μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,
νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019
Σεπτέμβριος • Ορφέας Περίδης
Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
το φεγγάρι ονειρόπολο σ' ένα κρύσταλλο, ένα θολό
Γελαστοί θεατές του αόρατου θιάσου
στην ηχώ των ποιημάτων, στην αυλή είναι των θαυμάτων
Τραγουδάει ο χορός έναν ήλιο φωτεινό
το τραγούδι λέει των άστρων, των απόρθητων των κάστρων
Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
είναι οι ψυχές κρατήρες, οι αποταμιευτήρες
το φεγγάρι ονειρόπολο σ' ένα κρύσταλλο, ένα θολό
Γελαστοί θεατές του αόρατου θιάσου
στην ηχώ των ποιημάτων, στην αυλή είναι των θαυμάτων
Τραγουδάει ο χορός έναν ήλιο φωτεινό
το τραγούδι λέει των άστρων, των απόρθητων των κάστρων
Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
είναι οι ψυχές κρατήρες, οι αποταμιευτήρες
Ανδρέας Εμπειρίκος…«Η πόρτα»
«Άνοιξε η πόρτα κι έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οί-
κίσκου εφώναξαν “Ποιος είναι;”. Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε
εισέλθει και ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε-
κύκλιζε τον προ ολίγον στάσιμον αέρα- σαν να κτυ-
πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτε-
ρούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα-
νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
τόπος αγιότητας, σαν τόπος αγιωσύνης.»
κίσκου εφώναξαν “Ποιος είναι;”. Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε
εισέλθει και ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε-
κύκλιζε τον προ ολίγον στάσιμον αέρα- σαν να κτυ-
πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτε-
ρούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα-
νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
τόπος αγιότητας, σαν τόπος αγιωσύνης.»
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)
Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019
ΤΟΥ ΑΙΓΑΓΡΟΥ Α. Εμπειρίκος - Απαγγελία Α. Εμπειρίκος
Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το σουβλερό κεντρί του, βαρείς οι ογκώδεις όρχεις του κουνάνε σαν σήμαντρα μιας τηλαυγούς, μιας απολύτου ορθοδοξίας.
Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες.
Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει, σαν μέσα από πηγάδι βαθύ, μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων που ασθμαίνουν.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις».
Ο αίγαγρος κοιτάζει ακόμη και αφουγκράζεται. Όμως καθόλου δεν νοιάζεται για όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του και κάθε τόσο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν να βρισκόταν σε στιγμές οχείας.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθείς και να μας σώσεις. Θα σε λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θα’ σαι ο τράγος ο χρυσός! Και ακόμη, θα σου προσφέρουμε τα πιο καλά, τα πιο ακριβά μανάρια μας... Για δες!».
Και λέγοντας οι άνθρωποι του κάμπου, έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.
Ο αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα. Έπειτα, ξαφνικά, σηκώνει το κεφάλι του και αφήνει ένα βέλασμα, που αντηχεί επάνω από τους λόγγους σαν γέλιο λαγαρό.
Γεια και χαρά σου Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσεις του κάμπου τις κατσίκες; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι παραπάνω, κάτι που, μα τους Θεούς, δεν ήκμασε ποτέ στους κάμπους κάτω - έχεις εδώ την Λευτεριά.
Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο μέγας ταγός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων, αυτοί και ακόμη λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά μήπως τους φάει ο κάμπος, αυτοί που τα βουνά λιμπίστηκαν σαν επιβήτορες κυρίως, δοξολογούν τον οίστρο σου και το ζεστό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος σηκώνεται κάθε πρωί ανάμεσα στα κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος του Δία, κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας ψώλων, και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.
Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019
El Condor Pasa - Paul Simon & Garfunkel
El Condor Pasa (If I Could)
I'd rather be a sparrow than a snail,
yes I would, if I could, I surely would.
Away, I'd rather sail away
like a swan that's here and gone.
A man gets tied up to the ground,
he gives the world its saddest sound,
its saddest sound.
I'd rather be a hammer than a nail,
yes I would, if I only could, I surely would.
Away, I'd rather sail away
like a swan that's here and gone.
A man gets tied up to the ground,
he gives the world its saddest sound,
its saddest sound.
I'd rather be a forest than a street,
yes I would, if I could, I surely would.
Away, I'd rather sail away
like a swan that's here and gone.
A man gets tied up to the ground,
he gives the world its saddest sound,
its saddest sound.
I'd rather feel the earth beneath my feet,
yes I would, if I only could, I surely would.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)