[Ευλογήσω τον κύριον εν παντί καιρώ] Του Αντώνη Αντωνάκου
Όσο καθαρότερα βλέπουμε τόσο πιο αγνότερα ζούμε. Η όραση είναι περίπλοκη υπόθεση.
Μες στην κοινή ψηφιακή λούμπα αδυνατούμε να δούμε όσους εκφράζουν τη συνείδηση των καιρών. Όσους βάζουν το μέσο να δουλέψει αλλιώς.
Μες στα ποικίλα ερεθίσματα και την προγραμματική δυστοπία, οι εχθροί του Κράτους είναι τα γεννητικά μας όργανα, διότι πλέον κράτος δεν είναι το μόρφωμα γραφειοκρατίας και σκοτοδίνης που ξέραμε.
Το Κράτος είναι σήμερα ο τοποτηρητής της πληροφορίας και ο διαχειριστής του κοινού τόπου διήθησής της στις συλλογικές αυταπάτες.
Αυτό που φαίνεται να είναι τζάμπα είναι πανάκριβο. Ο διαφημιστής έχει τρυπώσει πίσω από κάθε οικογενειακή σέλφι, εκεί όπου ο μπαμπάς και η μαμά με όλο τον παιδεραστικό τους οίστρο φωτογραφίζουν τα παιδάκια τους για να τα δει ο γείτονας και ο καμαρότος σχολιογράφος της ψηφιακής ζωής.
Η υποκρισία είναι η μετρική του κυβερνοχώρου. Χωρίς υποκρισία δεν υπάρχει επικοινωνία εξ’ αποστάσεως. Μέσα στο έρεβος του ναρκισσισμού ίπτανται ποικιλοτρόπως η ιερή βλαχιά και η αγία μαλακία.
Κανένα Κράτος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς χαφιέδες. Έτσι κι αυτό το ασύνορο ψηφιακό Κράτος από φάτσες και κωμικοτραγικά βιογραφικά όπου ο καθένας μπορεί να πουλήσει τη μάπα του, χρειάζεται χαφιέδες.
Μόνο που οι χαφιέδες εδώ δεν είναι στρατολογημένοι υπάλληλοι ή πράκτορες αλλά οι ίδιοι οι χρήστες του μέσου. Κι αυτό είναι το μεγαλείο του, μπορεί να κάνει τον καθένα χαφιέ.
Μέσα στην ιριδίζουσα λεωφόρο γνήσιας και απόλυτης αχρειότητας πριμοδοτείται ο καλοθελητής. Ο ερωτισμός πρέπει να είναι κυβισμένος στην πλήρως ελεγχόμενη τηλεοπτική αισθητική και οι ιδέες θα πρέπει να ανήκουν στο κλειστό διάστημα μεταξύ αριστεράς και δεξιάς για να είναι αποδεκτές.
Ο αστράγαλος του Αγίου Πολυκάρπου και η κλείδα της αγίας Βαρβάρας δεν είναι πορνογραφία και κακή αισθητική, σε αντίθεση με το μουνί που μας γέννησε και το οποίο κάθε φορά που εμφανίζεται σ’ έναν μη ευλογημένο ψηφιακό τοίχο το κατασπαράσσει ο αλγόριθμος της λογοκρισίας.
Οι διαφημιστές απευθύνονται σε νοικοκυραίους μικροαστούς. Κι οι νοικοκυραίοι μικροαστοί θέλουν μόνο την οικογένεια και το τομάρι τους σε πρώτο πλάνο. Τη σκατόφατσά τους σε άπειρες εκδοχές. Το κόμμα, την εκκλησία, τις καλές δήθεν πράξεις και τον ξεθυμασμένο ρομαντισμό. Τα άλλα τα κρύβουν κάτω απ’ το χαλάκι.
Κάθε αξιοπρεπής νοικοκύρης δεν ανέχεται στον τοίχο του αιδοία και ψωλές, μα κυρίως δεν ανέχεται τις ιδέες των άλλων, αλλά στο διπλανό παράθυρο της ψευτοζωής του μπορεί να τον παίζει βλέποντας ένα βιασμό ή μια ευλογημένη τσόντα απ’ τον κύριο ημών καπιταλιστή.
Ζούμε σε καιρό πολέμου. Όλοι οι καιροί είναι καιροί πολέμου. Πολεμάμε τους πολέμους κάθε είδους.
Όταν ο Νικόλαος Κάλας ρώτησε τον Αντρέ Μπρετόν τι θα πρέπει να κάνει ένας ποιητής σε καιρό πολέμου:«να γράφει ερωτικά ποιήματα» του απάντησε.
Οι συγγραφείς γνωρίζουν κάλλιστα πως θεωρούνται περιττοί απ’ το χριστεπώνυμο πλήθος και τους ανθρωποδιορθωτές. Ακριβώς γι’ αυτό ταυτίζουν τα ιδεώδη με τα πεπρωμένα τους, γράφοντας τους ηθικολόγους στα παπάρια τους.