Share

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Σπύρος Ποταμίτης- Ποιητική συλλογή «Εδίθ»

Τ Ο Υ Τ Ο Σ     Ο     Κ Ο Σ Μ Ο Σ

α΄

Ήχο και φως -είπε- η λάμψη αθώρητη
σαλπιγγική της φωτιάς μοίρα του ήλιου το πρόσωπο
ά β α τ η  σάρκα τον ίσχαιμο νου με τη ρομφαία
και το αίμα πορφυρό στους αιώνες έτρεξε!

ΤΟΥΤΟΣ  Ο  ΚΟΣΜΟΣ

γενιά των από πάντα άστρων και του άφαντου βυθού
μελλούμενος του θανάτου και μάταιος
ο καιρός της προσμονής -που ήρθε- έστρεψε
κατ΄ αλλού την αγάπη και κατ΄ αλλού το μίσος.
Αυτή η γη κι αυτή η θάλασσα -πάντα- να μέλλει!

Κρωγμοί σείοντας σχήματα των ουρανών
κι η κόρη δίσεκτος του μέλλοντος
τη δυσγενεσία μου αποκάλυψαν και

τη μύχια φωνή της ντροπής του ανθρώπου αυτού
που μου έμελλε και δεν τον απαρνήθηκα.

ΤΟΥΤΟΣ  Ο  ΚΟΣΜΟΣ

ο προπάντων της ψευτιάς και του πένθους
αρνούμενος τη ζωή και χλευαστικός
κι ο καιρός της προσμονής πέρασε
άλλος την αγάπη λατρεύοντας κι άλλος το μίσος.

Αυτή η   α λ ή θ ε ι α  πάντα πικρή έμελλε!

Φωνή κραδαίνοντας στην έσχατη πλάνη
και το νου το σκοτεινό
γοερά το βρέφος -κλαίω- που αναζήτησα
και το φως αίμα πορφυρό στους αιώνες!

Αυτή τη  ζ ω ή  και το  θ ά ν α τ ο !

β΄

Με τετράκοπο άνεμο πλεύρισε την καρδιά μου  φ ω ς
που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Πηγή της ανατολής με το στόμα ακόμα γλυφό
του βορρά ύστερα συντροφικό Άστρο
Νησί του νοτιά που με γέννησε
και Μάτι από πάντα δακρυσμένο της δύσης.

Κοιτάζω το άγνωστο και πλανάται η ψυχή μου
απ΄ το Ιόνιο με το αεράκι και το απαλό το κύμα
ταξιδεύοντας τα πέρατα.
Αγγίζω την ηλιαχτίδα κι ημερεύω τα ζώα που υπηρετώ
μέσα μου της φωτιάς το πρόσωπο σίδερο και μπαρούτι
μοιρασμένο στην όρθια φωνή που δρασκελίζει τον κόσμο.
Αστράφτει ο ουρανός τα φτερά των αγγέλων
στο μαύρο σύννεφο κι η καταιγίδα
πλημμυρίζει το στόμα μου.

ΚΑΝΕΙΣ λέω δε θέρισε το θάνατο και σαπίζει στο χώμα!

γ΄

Αναλήφθηκα στους ουρανούς απ΄ τη χρυσή βροχή
και το δάκρυ μου έσταξε των φύλλων το χρώμα
δροσιά ήρθε στο καμίνι της ερήμου
κι οι κόκκοι της άμμου κιτρίνισαν.

ΑΥΤΗ τη γη λέω έσπειραν με ρόδα
και θερίζουν τον άνεμο!

Αναγγέλλομαι μέσα απ΄ το θειάφι
κι έπειτα στεριώνω το σανίδι στο παράθυρο
και την πόρτα κλειδώνω.
Απ΄ το καρφί κρεμάω τη φωνή μου τα φωνήεντα χωριστά
και τα σύμφωνα στον κήπο μου θάβω.
Τώρα σκαρίζει το χώμα κι ένα φύλλο μ΄ απειλεί
απ΄ το λουλούδι που μαραίνονται τα μάτια μου.
ΠΟΣΟ μας έλειψε άραγε η ευδαιμονία των κήπων;

Αναγεννιέμαι απ΄ τη φωτιά και στο χείλι μου στάζει
το όπιο της γνώσης όμως δε μου φτάνει ο χρόνος
στην αρχή να γυρίσω της σιωπής.
Σηκώνω τον αθώο μου λόγο: ότι μ΄ αγάπησε
αν το χέρι δε του άπλωσα -πάντα-
μοναδικό μου χρέος να με κυριεύει!

δ΄

Κατακλύστηκα απ΄ τους ουρανούς κι η βροχή μεστή έπεσε
το χνώτο της φίλησε την πηγή δροσερό
και στο χώμα έλαμψε η πληγή
που μ΄ οδηγεί στη θάλασσα.

Γαλάζιο το αίμα μου χύθηκε
η γοργόνα κολύμπησε μες στον αφρό του
και τα πανάρχαια μαλλιά της άγγιξαν τον ήλιο.
Στη μεγάλη τη θάλασσα χάθηκα ψάχνοντας
το βυθό και τους ύφαλους -τη μόνη άκρη που βρήκα-
τραβώ απ΄ τα βάθη της αβύσσου.
Έσφαλα και πληρώνω γι΄ αυτό. Ότι αγάπησα
τώρα με πληγώνει
τα τρία άστρα νεκρά μες στα χέρια μου
η ζωή, ο θάνατος κι η ανταμοιβή
σβήνουν τον ήλιο κι οδηγούν στα σκοτεινά το τραγούδι μου.

Ανασηκώθηκα ταπεινά απ΄ το χώμα, μύριες φορές,
με το απαλό το χάδι της ελπίδας
το σχήμα της που μέσα μου κρατούσε.
Ότι έδωσα κανείς δε το γύρισε
ορφανό το βήμα που με φέρνει εδώ
κι αυτό -ίσως- το οφείλω από πάντα.
Σηκώνω τον αθώο μου λόγο:
Όλα τ΄ αγάπησα!

ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΜΕ ΔΙΩΚΕΙ !


Διαβάστε περισσότερα: http://spyros-potamitis.κντ

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΓΚΑΝΑΣ, ΛΕΚΚΑΣ - πως να ξεχάσω



Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας, «ΑΣΙΚΙΚΟ ΠΟΥΛΑΚΙ», 1996.

Απ' τη ζωή μου δε θα βγεις ποτέ,
ζωή δική μου και ζωή μου δυο φορές,
χαρά στη λύπη μου και λύπη στις χαρές,
πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω...

Τα μεγάλα μάτια που με χάιδεψαν,
τα ζεστά σου χέρια που με άγγιξαν
και τα τόσα λόγια που δεν πρόλαβα,
σε βαθύ πηγάδι θα το πω, πόσο σ' αγαπώ.

Απ' το κορμί μου δε θα βγεις ποτέ,
δικό μου σώμα και κορμί μου δυο φορές,
χαρά στον πόνο μου και τραύμα στις χαρές,
πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω...

You are never going to get out of my life,
my own life you are and twice life of mine,
joy to my sadness and sadness to my joys
how to forget, how to forget... 

The big eyes that caressed me tenderly,
your warm hands that touched me
and all the words that I didn't make to say
I shall voice to a deep well, how much I love you 

You will never get out of my body,
oh my own body and body of mine twice
joy to my pain and wound to my joy,
how to forget, how to forget...

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Γιώργος Ανδρέου: Ζωή δεν είναι - Χρήστος Θηβαίος





Στίχοι: Γιώργος Ανδρέου
Μουσική: Γιώργος Ανδρέου
Πρώτη εκτέλεση: Χρήστος Θηβαίος


Δεν είναι η ζωή να παίζεις μαζί της
δεν είναι πουτάνα δεν είναι αγία
δεν δίνει ρεπό δεν κάνει απεργία
η ζωή

Φεύγουν οι μέρες μα εσύ δεν τις βλέπεις
στο βήμα σου νάρκες τα θαύματα σκάνε
αυτά που σου λέει ν' ακούς κι ας πονάνε
η ζωή

Κλόουν κι ακροβάτες ανάβουνε φώτα
γυναίκες γυμνές κατοικούν το κορμί σου
δάκρυα βρέχουν σημαίες σκισμένες
φωνές μουσικές στη φλέβα γιορτάζουν
Είν' ωραία η ζωή είν' ωραία
Έχει κόκκινο χρώμα μυρίζει σαν αίμα
Είν' ωραία η ζωή είν' ωραία
Δεν το χόρτασα ακόμα το μεγάλο της ψέμα

Δεν είναι η ζωή σελίδα σκισμένη
βιτρίνα σπασμένη σταθμός λεωφορείου
δεν είναι η άσπιλη φωνή του Κυρίου
η ζωή

Ζωή γεννημένη στην τύχη από λάσπη
με σκόνη απ' αστέρια και σπέρμα πλασμένη
δικό σου κουμάντο ψυχή πλανεμένη
ζωή

ΚΑΒΑΦΗΣ- Ηρώδης Αττικός


Α του Ηρώδη του Αττικού τί δόξα είν’ αυτή.
Ο Αλέξανδρος της Σελευκείας, απ’ τους καλούς μας σοφιστάς,φθάνοντας στας Αθήνας να ομιλήσει,βρίσκει την πόλιν άδεια, επειδή ο Ηρώδης5ήταν στην εξοχή. Κι η νεολαίαόλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει.Ο σοφιστής Αλέξανδρος λοιπόνγράφει προς τον Ηρώδη επιστολή,και τον παρακαλεί τους Έλληνας να στείλει.10Ο δε λεπτός Ηρώδης απαντά ευθύς,«Έρχομαι με τους Έλληνας μαζί κι εγώ». —
Πόσα παιδιά στην Αλεξάνδρεια τώρα,στην Αντιόχεια, ή στην Βηρυτό(οι ρήτορές του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός),15όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζιαπου πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια,έξαφν’ αφηρημένα σιωπούν.Άγγιχτα τα ποτήρια αφήνουνε κοντά των,20και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη —ποιός άλλος σοφιστής τ’ αξιώθηκεν αυτά; —κατά πού θέλει και κατά πού κάμνειοι Έλληνες (οι Έλληνες!) να τον ακολουθούν,μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,25μήτε να εκλέγουν πια, ν’ ακολουθούνε μόνο.
[1912*]

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΗΕΛΤΙΟΣ- Η ΟΜΟΡΦΙΑ

Η ομορφιά

Απαλό το βλέμμα, σαν τ’ αυγινό φως˙ 
κοιτάζει τα πράγματα και βλέπει πίσω απ’ αυτά
κάτι που συμβαίνει μακριά - 
σ’ άστρο ανέσπερο που έχει εμπιστευτεί 
σ’  άνεμο αιγαιοπελαγίτικο την καρδιά του..

Μανώλης Αλυγιζάκης- Υπεράνθρωπος

ubermensch cover







Επωδός

Εμείς οι ηγέτες κι εμείς που ακολουθούμε 
οι τυφλοί φονιάδες και τα τυφλά θύματα

Εγώ ο άθεος κι εγώ ο ευλαβής 
ο πλούσιος και ο αποθαρρυμένος

Εμείς οι εγωϊστές κι εμείς οι ταπεινοί 
οι σύμμαχοι και οι αντίπαλοι

Εγώ η γνώση κι εγώ η άγνοια 
ο μεγαλοπρεπής κι ο άθλιος

Εμείς οι ονειροπόλοι εμείς κι οι ονειρομάντες 
οι αιώνεια περιπλανώμενοι και οι οικόσιτοι

Εγώ το σπουδαίο σύμφωνο εγώ και το φωνήεν
ο αχανής ωκεανός και το κρυφό ακρογιάλι

Εμείς οι πρίγκιπες κι εμείς οι επαίτες 
οι μισαλλόδοξοι κι οι αλτρουϊστές

Εγώ ο ήρωας κι εγώ ο προδότης 
ο ερπόμενος κι ο αετός

Εμείς τα πρόβατα εμείς και τα λιοντάρια 
οι κοινωνικοί κι οι ασκητές

Εγώ το ελεύθερο πνεύμα κι εγώ ο φανατικός 
ο ορθοστατών κι ο σκούληκας

Εμείς οι ανθρωποκεντρικοί και τ’ ανθρωποειδή 
οι αυταρχικοί κι οι μαριονέττες

Εγώ του Θεού παιδί και συγγενής διαβόλου 
ο επίμοχθος εργάτης κι ο τεμπέλης

Εμείς οι μύστες κι εμείς οι μυημένοι 
εμείς οι σχοινοβάτες κι εμείς οι Υπεράνθρωποι.


ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

      Νωρίς το καταλάβαμε ήταν πολύ αργά για μας, τόπο δεν
είχαμε για ν’ αποδώσουμε τιμές στους άγιους νεκρούς μας.
Πώς να ξεχωρίσεις ποιον να μαστιγώσεις και ποιον
να ανταμείψεις με την εφήμερη τη φήμη, ενώ
μας χτύπαγε η οργή της δεξιάς; Πανσέληνος μάρτυρας
τραγωδίας και μέτρων μιαρών, αφάνταστη χαρά πνευματικού
που επίσης γαλήνευε τη φλογερή μας φύση, «προσπάθησα
ξανά προσεκτικά να δω το τέλος μα ήταν αδύνατο», μας είπε
κι ο φόβος, άχραντος φόβος που τόσο βάραινε τη νειότη μας
και το ταξίδι συνεχίσαμε σε μέρες φωτεινές και σ’ ενοχής
σκοτάδι κι ετραγουδήσαμε το θάρρος μας να ενθαρρύνουμε,
που πέθανε ο θεός, οι μέρες του Υπερανθρώπου αρχίσανε.

Ascertainment

     Early on we understood it was too late for us. There was
no place left where we could honor our saintly dead. Ηow
with lashes to discern who to punish and who to reward
with ephemeral fame while we got flogged by the wrath
of the right? Full moon witnessed tragedies and measures,
unimaginable delight of the confessor who tried to calm down
our resolve, ‘I looked at the impossible end’ he told us and fear,
unblemished fear, how heavy you weighted down onto
our lives as we kept marching in sunny days and in the darkness
of our guilt and we sang courage to give to our courage and
to accept that god was dead the days of the Ubermensch
had commenced.

ΠΗΓΕΣ
Ubermensch, Ekstasis Editions, Victoria, BC, spring 2013, Υπεράνθρωπος, ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη, Μάτριος 2014, τηλ 2310-833665
http://www.libroslibertad.ca/
Αλέξανδρου Ακριτίδη https://www.academia.edu/κντ.
http://apostaktirio.gr/κντ.
http://homouniversalisgr.blogspot.gr/2014/06/blog-post_3.html

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗΣ.



ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ,ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗ

ΑΡΓΥΠΝΙΑ

Γριές γυναίκες ξαγρυπνούσαν
δίχως έγνοια καμιά
το σπίτι να σκουπίσουν

να ξεσκονίσουν γυαλικά
στο μπουφέ του έρημου σπιτιού
με τα μισάνοιχτά του παραθύρια

την παραμελημένη αυλή
που οι άλλοι θάψανε
τον ποιητή μιας άλλης εποχής

των συγγενών μας τα κόκκαλα ξεχνώντας
και καν χωρίς μια σκέψη
για τα βρώμικα τους νύχια

στωικά περίμεναν
καθάρια επανάσταση
κι έσκαβαν τάφους
για τους μελλοντικούς νεκρούς

VIGIL

Old women vigilant
with no concern

to dust their coronals
to mop the floor
to rearrange their glassware
in the hatch of the decrepit house

half open windows
neglected yard
where they’ve buried
the poet of another era

bones of their relatives
forgotten, neglected
dirty fingernails

though stoically they wait
for a diaphanous revolution
preparing burial sites
for their future dead


ΣΩΣΙΑΣ 

Σίγουρα δεν ήμουνα εγώ
που έτρεχα χθες βράδυ στο προάστιο
με το πουκάμισο ολάνοιχτο
σαν ξεχασμένη ευσπλαχνία
με την καρδιά περιφραγμένη
στο γαλανό του αιθέρα λιόγερμα
σαν όνειρο που ξέχασε από πού ήρθε
δεν ήμουνα εγώ αλλά ο σωσίας μου
μες το σακκίδιο που έκρυβε
παλιά φωτογραφία δυο αστεριών
που κολυμπούσαν στο λιμνάκι
δίδυμα πρόσωπα ματιά μες στον καθρέφτη
κι εκεί μια στάλα παραπέρα
στεκόσουν εσύ και με παρώτρυνες
στην αγκαλιά σου να λουφάξω
το κόπο μου να ξεκουράσω
μα `γώ κρατούσα πάνω μου σφιχτά
εκείνο το μικρό το αντικλείδι
έτοιμος να το βάλω στην οπή
ν’ ανοίξω σαν τραντάφυλλο τον κόσμο


Certainly it wasn’t I who
last night jogged amid
the suburb houses
with my shirt unbuttoned
like forgotten piety
with my heart encompassed
by the auspices
of the orange dusk
a dream forgetful of its origin
it wasn’t I but my double
who in his bag had hidden
old picture of two stars
swimming in a crystal pond
twin faces, one mirror’s glance
and further on: a single drop
you stood coaching me
to hide in your arms
my tiredness to release though
I tightly held the little master key
ready to place it in the hole and
open the world like a bloomed rose


ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ, Salonica, Greece, spring 2014


Φωτογραφία: Το ποίημα "ΑΓΡΥΠΝΙΑ" από το βιβλίο μου "ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ", προς έκδοση από το ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ.
Παραθέτω το ποίημα και στα αγγλικά για τους αγγλόφωνους φίλους μου.

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Γριές γυναίκες ξαγρυπνούσαν
δίχως έγνοια καμιά
το σπίτι να σκουπίσουν

να ξεσκονίσουν γυαλικά
στο μπουφέ του έρημου σπιτιού 
με τα μισάνοιχτά του παραθύρια 

την παραμελημένη αυλή 
που οι άλλοι θάψανε   
τον ποιητή μιας άλλης εποχής

των συγγενών μας τα κόκκαλα ξεχνώντας 
και καν χωρίς μια σκέψη 
για τα βρώμικα τους νύχια 

στωικά περίμεναν 
καθάρια επανάσταση  
κι έσκαβαν τάφους 
για τους μελλοντικούς νεκρούς

VIGIL

Old women vigilant
with no concern

to dust their coronals
to mop the floor
to rearrange their glassware
in the hatch of the decrepit house

half open windows
neglected yard
where they’ve buried 
the poet of another era

bones of their relatives 
forgotten, neglected 
dirty fingernails

though stoically they wait
for a diaphanous revolution
preparing burial sites 
for their future dead
ΑΓΡΥΠΝΙΑ" από το βιβλίο ,"ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ", 


ΑΡΝΗΣΗ

Δισταχτικά το φεγγαρόφωτο
θρονιάζεται στο κομοδίνο 
περίγραμμα του φλογισμένου της κορμιού
στο έρημο κρεβάτι απλωμένο

σαν ασύστολος επιδρομέας
η χινοπωριάτικη αύρα κλεφτά
ορμά απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο
τις γάμπες της να δει, που απαλά
τρίβονται η μια πάνω στην άλλη

τα δυο της δάχτυλα κυλούν
αργά πάνω στην υγρή της ήβη

ακούσια συνωμοσία ανέμου
και παραθυρόφυλλου, δημιουργούν
ένα τρίξιμο θλιμμένο
που στην πραγματικότητα τη φέρνει

παλμοί καρδιάς ανακλώνται
στου καθρέφτη την ανταύγεια
και πέφτοντας στο πάτωμα νεκροί
κραυγάζουν “άδικη μοίρα κι αυτήν ακόμα
του ονείρου τη χαρά μου αρνήθηκες”.

DENIAL

Hesitant moonlight enters
to sit on the night table
outline of her conflagrated body
laid on the deserted bed

shameless raider
the autumn breeze sneaks through
the half open window
to observe her two thighs
softly rubbing against each other

two fingers travel over
her wet mound

involuntary conspiracy of wind
and window shutter
create sorrowful creak
that brings her to consciousness

heart beats bounce off
the gleaming mirror to fall
dead onto the carpet crying
“unfair life even this dreamy
pleasure you deny me.”
Manolis Aligizakis

(Απ' το νέο βιβλίο ποίησης που εκδίδεται εδώ στη Β. Αμερική 
στα ελληνικά και στα αγγλικά.)

ΨΩΝΙΑ

Η ξανθιά κοπέλα στο ταμείο με κοίταξε καχύποπτα 
και περίμενε να πληρώσω το λογαριασμό. Την τελευταία 
φορά που εξομολογήθηκες πόσο σου ζήτησε ο παπάς, 
αναρωτήθηκα κι αφήνοντας τις δυο σακούλες με τα ψώνια 
άρχισα νευρικά τις τσέπες μου να ψάχνω ενώ ο γέρος
πίσω μου γέλασε μια μπόχα κρασιού ανακατεμένη με
καλοσύνη που η ματιά της ξανθιάς με είχε κιόλας
αναλύσει και μ’ είχε βρει πτωχό. Κι εγώ συνέχισα
το ψάξιμο λέγοντας στον γέρο πίσω μου,
‘κάθε φορά το ίδιο μου συμβαίνει’, τόσο απλό χαμόγελο
κι απλή η δυσωδία αλκοόλ κι η καλωσύνη και καν
δεν ήξερα ο άνθρωπος πίσω μου πως ήτανε κωφάλαλος
όμοια με τη συννεφιασμένη μέρα.

~Μου αρέσουν όλοι όσοι περιφρονούν τα πάντα, γιατί αυτοί
λατρεύουν και ποθούν το πέρασμα στην άλλη όχθη.

ΨΩΝΙΑ Απ' το βιβλίο :"ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ"


O Μανώλης Αλυγιζάκης γεννήθηκε στο χωριό Κολυμπάρι δυτικά απο τα Χανιά της Κρήτης το 1947. Όταν ήταν σε παιδικη ηλικία η οικογένεια του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη πρώτα και μετα στην Αθήνα όπου εσπούδασε παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών απο το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία για δυο χρόνια και το 1973 μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Καναδα όπου ζει. Παρακολούθησε μαθήματα αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα ("Στρατής ο Ρούκουνας", εκδ. Μαυρίδης, 1981, "Petros Spathis"-στα αγγλικά, Libros Libertad, 2008, και "The Circle"-στα αγγλικά, Libros Libertad, 2011), περισσότερα από δεκαπέντε βιβλία ποίησης, που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Manolis, αρκετά άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά που έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες. Επίσης, έχει μεταφράσει στα αγγλικά ποίηση των Κ.Π. Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου. Μετά απο χρόνια δουλειάς ως βοηθός σιδηρουργού, εργάτης στα τρένα, ταξιτζής και χρηματιστής, πήρε σύνταξη και τώρα ζει σε προάστιο του Βανκούβερ στον Καναδά όπου ασχολείται με το γράψιμο, τον κήπο του και με ταξίδια. Το 2006 ίδρυσε τον εκδοτικο οίκο Libros Libertad με σκοπό την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων. Ποιήματα του απο την ανέκδοτη συλλογή "Νόστος και άλγος" απέσπασαν το δεύτερο βραβείο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ του οργανισμού του Ωδείου Φουντούλη του 2011 και διήγημά του με τίτλο "Γενέθλια" απέσπασε το τρίτο βραβείο του ίδιου διαγωνισμού.




ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗΣ-ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ  ΜΑΝΩΛΗ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗ
19359_1105223451337_1849316128_203685_202097_n
Της Κωνσταντινας Σκανδάλη.

ΚΑΒΑΦΗΣ- A marvellous piece from Cavafy OST , composed by Vangelis.



"Κρυμμένα

Απ΄ όσα έκαμα κι απ΄ όσα είπα
να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν.
Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε
τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου.
Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με
πολλές φορές που πήγαινα να πω.
Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα --
από εκεί μονάχα θα με νοιώσουν.
Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί
τοση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν.
Καθότι -- στην τελειωτέρα κοινωνία --
κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα
βέβαια θα φανεί κ' ελεύθερος θα κάμει. "

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1908)

Picture : Cavafy's poem Κρυμμένα ("Krimmena", Hidden Things) painted on a building in Leiden, Netherlands. ( http://en.wikipedia.org/wiki/Cavafy )