"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020
Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020
Κυριακή 19 Ιουλίου 2020
ΚΟΡΑΣΙΟΝ ΕΤΡΑΓΟΥΔΑΓΕ - Μικρασιάτικα τραγούδια (Προποντίδα)
Kοράσιον ετραγούδαγε σ' ένα ψηλό παλάτι
κι επήρ' αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει.
Kι όσα καράβια τ' άκουσαν όλα πανιά εμαϊνάραν.
[Kι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης
ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου
τα μπάσο μούδο τα'ριξε και στη φωνή πηγαίνει.]
- Kόρη μ' άλλαξε το σκοπό [και πες άλλο τραγούδι.]
- Kαι πως ν' αλλάξω το σκοπό, να πω άλλο τραγούδι,
εγώ κι αν ετραγούδησα για μοιρολόι το 'πα:
έχω άντρα στην ξενιτιά, έχω αδελφό στα ξένα
κι ο άντρας μ' βαριαρρώστησε και γιατρικά γυρεύει,
θέλει νερό απ' τον τόπο του και μήλ' απ' τη μηλιά του,
σταφύλι από το κλήμα του οπο' 'χει στην αυλή του.
Όσο να πάγω για νερό να φέρω και το μήλο,
ο άντρας μου ξαρρώστησε κι άλλη αγάπη πήρε.
Κάνω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπούμαι.
Από ψηλά να γκρεμιστεί στα χαμηλά να πέσει
κι γης ξουράφια να γενεί και να τον πετσοκόψει.
Κι εγώ διαβάτης να γενώ κι από 'κει να περάσω.
Καλώς τα κάνετε γιατροί, καλώς τα πολεμάτε,
'κονίστε τα μαχαίρια σας, κόφτε και μη λυπάστε.
Έχω πανί στον αργαλειό σαράντα πέντε πήχες,
τις δέκα τ'ς έχω για ξαντό, τις δέκα για φιτίλι
και τ'ς άλλες τ'ς αποδέλοιπες να δένει τις γιαράδες.
μούδο: ναυτικός όρος, τα ρεγουλάρισε μισοχωρίζοντάς τα
ξαντό: σάβανο
γιαράδες: πληγές
Σάββατο 18 Ιουλίου 2020
Νικηφόρος Βρεττάκος -Απ'την ποιητική συλλογή "Το βάθος του κόσμου"
Με αόρατα νήματα κυβερνά το φεγγάρι τη θάλασσα.
Κατεβαίνει βαθιά, τη δένει απ'τις ρίζες, της αλλάζει το
χρώμα, της ορίζει τα κύματα. Η όψη σου είναι ένα φεγγάρι.
Έχω κι εγώ μια θάλασσα μέσα μου Ώρες-ώρες κυλά, προχωρεί στ'αχανές,
γαλαζώνεται ανήσυχη, τρεμουλιάζει.
Κατεβαίνει βαθιά, τη δένει απ'τις ρίζες, της αλλάζει το
χρώμα, της ορίζει τα κύματα. Η όψη σου είναι ένα φεγγάρι.
Έχω κι εγώ μια θάλασσα μέσα μου Ώρες-ώρες κυλά, προχωρεί στ'αχανές,
γαλαζώνεται ανήσυχη, τρεμουλιάζει.
Σα να'ναι ένα ατσάλινο δίχτυ το φως
σου που μέσα του η θάλασσα μπλέκεται ολόκληρη.
Και πάλι της δίνεις γαλήνη κι ανάπαυση.
Πάνω της παίζουν γλυκιές αποχρώσεις.
Γιομίζει παιχνίδια. Το φεγγάρι κι η θάλασσα.
Τι παράξενο πρόσωπο τούτος ο κόσμος.
Όμοια πάνω μου ο δείχτης του χεριού σου
περνά σαν καμπύλη ουρανού.
Και σκεπάζει τη θάλασσα.
Νικηφόρος Βρεττάκος -Απ'την ποιητική συλλογή "Το βάθος του κόσμου"
σου που μέσα του η θάλασσα μπλέκεται ολόκληρη.
Και πάλι της δίνεις γαλήνη κι ανάπαυση.
Πάνω της παίζουν γλυκιές αποχρώσεις.
Γιομίζει παιχνίδια. Το φεγγάρι κι η θάλασσα.
Τι παράξενο πρόσωπο τούτος ο κόσμος.
Όμοια πάνω μου ο δείχτης του χεριού σου
περνά σαν καμπύλη ουρανού.
Και σκεπάζει τη θάλασσα.
Νικηφόρος Βρεττάκος -Απ'την ποιητική συλλογή "Το βάθος του κόσμου"
Τρίτη 14 Ιουλίου 2020
Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020
Ζωή Δικταίου- Μονόλογος.
Συκοφαντημένη
σκιά στα χαλάσματα, περιφέρεται
ερημοπούλι
μαύρο
με
το φεγγάρι ν’ αρμενίζει στα μεγάλα της
μάτια
και
το κεχριμπάρι δεμένο σε Γιαννιώτικο
ασήμι στα μαλλιά.
Στο
Bλαχομαχαλά στο Φιλιάτι
στις
ώχρες τού μεσημεριού όταν η πέτρινη
οδύνη μετριέται
στην
ελεημοσύνη της θύμησης και στη σιωπή,
στην
παλινόστηση της περιπλάνησης
με
την προφητεία της απωθημένης αγάπης
και
τής προδομένης έγνοιας στο άσωτο βλάστημα
τού βάτου,
Μπούμπααλ,
με τον αστείρευτο μετανιωμό
και
το σβησμένο φανάρι στο χέρι,
με
τον άσπρο κρουσταλλένιο λαιμό πριν τον
χαράξει το μαχαίρι,
Μπούμπααλ,
με την κεντημένη φλαμουριά στο φουστάνι
Μπούμπααλ,
με τη φιλιωμένη ερημιά στο βλέμμα
και
το φιλί στο μαντήλι.
Αμφιβάλλεις
ακόμα,
ακόμα
και τώρα που χτενίζει ο καιρός το αλάτι
στα βλέφαρα
ακόμη
και τώρα που τα αρχαία πεπρωμένα βρίσκουν
φωνή,
εσύ
κρέμασες τα παλιά κονίσματα πίσω απ’
την πόρτα
τώρα
που οι άνθρωποι σου πεθαίνουν σε απλοχωριά
και
οι φίλοι φεύγουν μαζί με τους
καρβουνιασμένους ίσκιους
εκεί
που ξαπολύθηκαν οι άνεμοι φαρμακωμένοι
στις κορφές,
εκεί
που σπαταλήθηκαν οι μέρες
και
οι νύχτες σοδειασμένες αντιφεγγίζουν
στα πράσινα χαλκώματα
διάχρυσες
τύψεις.
Λίγο
πιο κάτω στη ρεματιά, αλλιώτικα κυλάει
ο χρόνος,
κυλάει
στο νερό,
ένας
θρήνος, ένα ξεχασμένο μοιρολόι, ένα
τραγούδι της ξενιτιάς
κι
άλλο ένα μολυβένιο παράπονο της αγάπης
αλάργεψε
στ’ αγνάντεμα,ώρα που μαραγκιάζει η
καρδιά
και
οι σκέψεις πετούν σκλήθρες και σπίθες
πάνω στ’ αγκάλιασμα.
Ασύνηθα
οι λέξεις χωρίζονται στα δυο,
ασύνηθα
η γλώσσα ξεχασκίζει φόβους και κρίματα
ορφανεμένο
το παράπονο στην κάψα της ξερολιθιάς
με
τη μοσχοβολιά της κουμαριάς ατρύγητη
στην
καταφρονεμένη αθωότητα,
και
τους αιώνιους μισεμούς να παραμονεύουν
στ’ ανήλιαγα περάσματα.
Στα
ερείπια δυο πεύκα κατάφεραν να υψώσουν
ανάστημα
στην
πίσω πλευρά, στην κατηφόρα πάνω από το
χάνι
τ’
ακούς να μιλούν μερώνοντας τον άνεμο
είναι
οι ψυχές τους λένε…
Οι
δάφνες με τους πικρούς καρπούς
και
οι μυρτιές με τα κεντημένα φύλλα
καλούν
τις σκιές κι εκείνον που τις κυβερνά
να
σπάσει το σταμνί και το ρόδι στο
καλντερίμι.
Μια
τριμμένη κλωστή κρατά το μανδραγόρα
στο πόρτεγο
δεμένες
οι πληγές, δυο δυο φιλεύουν την αλήθεια.
Συντόμεψαν
κάποιες ζωές, κρίμα κι άδικο,
μόνο
οι στάχτες, λένε,
κάποιες
φορές καπνίζουν στην ανοιγμένη καμινάδα
όταν
μια φωνή λεηλατεί τη βροντή μ’ ένα
παράπονο.
Αναβάλλονται
οι χαρές
ξεμακραίνει
η σπορά του Δράκοντα κατά τη Γιτάνη
όλος
ο κόσμος της υπάρχει ακόμη εδώ,
εδώ
ήρθες κεντρισμένη από φόβο την πρώτη
φορά,
συνεχιστέες
θύμησες στην τροχιά των μαχαιριών
με
τα δοκιμασμένα ξόρκια και τ’ απαγορευμένα
πάθη
ανάμεσα
στον ήχο του κλαρίνου και το άλικο αίμα
ένα
ματσάκι γιασεμιά στις ραφές του συνόρου
γλιστρά
η θύμηση,
γλιστρά
και η άμμος μέσα από τα δάχτυλα…
Καλαμάς,κυλάει
αλλιώς τώρα πια, άλλαξε και το ποτάμι,
οι
λυγαριές στις όχθες, οι πέτρες στην
κοίτη
αλλάζουν
όλα μαζί του
οι
γέφυρες, η μνήμη, ο τόπος
θραύσματα
του παλιού καιρού στις καινούριες μέρες
όσο
εσύ μένεις μια ξένη,
όσο
φοβάσαι περισσότερο το μέλλον από το
παρελθόν.
Στα
άδυτα της σκοτεινής ερημιάς
σκεβρωμένα
τα δάκρυα από το λιβάνι της μάνας
στ’
αγάνωτα μπακίρια
ξεθυμαίνουν
και οι αναμνήσεις, μην κλαις,
μην
κλαις,
στην
αναμαρτησία του τίποτα όλα μπορούν να
ραγίσουν.
Καλαμάς,
βάθυναν οι όχθες
θαρρείς
για να προστατεύσουν τα μυστικά της
κοίτης
από
τους απέξω,
εκεί
και το δικό σου μυστικό, Μπούμπααλ,
μια
σταγόνα πετρωμένο αίμα του αρνησίθρησκου
Ισάμ
σε
μια φυλακισμένη φλέβα νερού
εκεί,
στο καθρέφτισμα της αθεΐας σου ανάβει
πύραυνα το φως
εκεί,
στην απόγεια φλόγα της αυγής
δοξολογούν
τα πουλιά το αναγκαίο πάθος
εκεί,
το κριματισμένο παράπονο του παλικαριού
ζεσταίνει
τα φίδια στο παλιό γεφύρι
εκεί,
τα κουρνιασμένα περιστέρια στ’ αρμυρίκια
ματώνουν
την πληγωμένη τους φτερούγα ως το θάνατο.
Νερό,
πολύχρωμες συλλαβές το παραμιλητό
«ένα
ιμαρέτ είναι ο κόσμος ολόκληρος…»
Νερό,
το ποτάμι ολόκληρο ένα κελάρυσμα, ένα
κάλεσμα
κόντρα
στην ανθρώπινη φύση με τη μαύρη τρύπα
στη σάρκα
κι
ας θυμάται
εκείνη
την ξέφρενη φαντασία της ανεξίθρησκης
νιότης
να
σκαρφαλώνει στα πλατάνια
να
ξαποσταίνει στις κλαίουσες ιτιές
να
πέφτει μελιχρή θλίψη στην παγίδα του
έρωτα,
εκείνη
η νιότη η άλαλη, μαλακός πηλός
σε
λαμπαδηδρομίες ασέληνης νύχτας
στον
ήχο της αέναης ροής του ποταμού
μαυλίζοντας
με τ’ άνανθα της αιωνιότητας
την
αστραπή και τα νυχτοπούλια της Μουργκάνας
πριν
τα χείλη σβήσουν τη δίψα
αυτόπτες
μάρτυρες στο άλφα της αγάπης
και
στο ωμέγα της ζωής.
Κέρκυρα
30 Ιουνίου 2020
Κυριακή 12 Ιουλίου 2020
Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020
Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020
Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020
Κυριακή 5 Ιουλίου 2020
Τρίτη 30 Ιουνίου 2020
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)