"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020
Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020
Δάφνη Ζουρνατζή - Από Μεγάλον Έρωτα
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Στίχοι: Πόλυς Κυριακού
Από το δίσκο «Εντεύθεν»
Από μεγάλον έρωτα,
βγήκαν μεγάλα δέντρα
από χαράδρες και γκρεμούς
και σίδερα και πέτρες
πάνω στο πιο ψηλό βουνό
με μυστικές κρυψώνες
εκεί που οι καρδιές ξυπνούν
και ξενυχτάνε μόνες
Ότι αγαπώ, θα τα κρατώ
και ότι ποθώ θα το ζητώ
Από μεγάλον έρωτα
φύγαν κρυφά καράβια
αφηνιασμένα αλογά
με γκέμια σαν δοξάρια
έντυσαν με τα σύννεφα την ομορφιά του κόσμου
και φέραν με τα κύματα τη μυρωδιά του δυόσμου
Ότι αγαπώ...
Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020
Τρίτη 25 Αυγούστου 2020
Δάφνη Ζουρνατζή - Από Μεγάλον Έρωτα
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Στίχοι: Πόλυς Κυριακού
Από το δίσκο «Εντεύθεν»
Από μεγάλον έρωτα,
βγήκαν μεγάλα δέντρα
από χαράδρες και γκρεμούς
και σίδερα και πέτρες
πάνω στο πιο ψηλό βουνό
με μυστικές κρυψώνες
εκεί που οι καρδιές ξυπνούν
και ξενυχτάνε μόνες
Ότι αγαπώ, θα τα κρατώ
και ότι ποθώ θα το ζητώ
Από μεγάλον έρωτα
φύγαν κρυφά καράβια
αφηνιασμένα αλογά
με γκέμια σαν δοξάρια
έντυσαν με τα σύννεφα την ομορφιά του κόσμου
και φέραν με τα κύματα τη μυρωδιά του δυόσμου
Ότι αγαπώ...
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑΝ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ Β'1 Μέρος: Επιλογές από έργα του συνθέτη
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΙΑΝ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ Β' Μέρος: Επιλογές από έργα του συνθέτη
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας, όπου στην ερμηνεία τη σκυτάλη πήραν οι Λάκης Χαλκιάς, Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Δάφνη Ζουρνατζή και Γεωργία Φασουλάκη
Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020
Τρίτη 11 Αυγούστου 2020
Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020
Μαλεβίτσης / Ἡ τραγωδία τῆς ἱστορίας
Dimitris Pallis προς Χρήστος Μαλεβίτσης
3 ώρες ·
Ὁ κριτικὸς διάλογος ἔχει ἀπὸ καιρὸ ὑπερβῆ τὰ ὅριά του. Τοῦτο ἐπιβάλλεται νὰ κατανοηθῆ ἐπειγόντως. Ἀρκετὰ ἐκρίναμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Τώρα ὀφείλομε νὰ ἀγαπήσωμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ ἐδῶ εἶναι ἀκριβῶς ποὺ θὰ κριθοῦμε! Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχομε διαβληθῆ τόσο πολύ, ποὺ χάσαμε τὴν ἐκτίμηση στοὺς ἑαυτούς μας. Κάτω ἀπὸ τὸ ψυχρὸ ἀνα-κριτικὸ φῶς φαντάξαμε μικρόνοες, μικρόψυχοι, ζωώδεις, συμφεροντολόγοι, γελοῖοι – ἀλλὰ καὶ ἄρρωστοι.
Ἡ ὑπερβολὴ τῆς κριτικῆς ἐρήμωσε τὴν ἱστορία καὶ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἐρημία νὰ πλήσση τὰ ζωτικὰ κέντρα μας. Ἡ χωρὶς ὅρια κριτικὴ κατάντησε ὀλετήρια ἀκρισία. Ὑπερέβη τὰ φράγματά της καὶ ξεχύθηκε στὴ γεωργημένη χώρα, ποὺ καλλιεργήθηκε ἀπὸ φιλόπονα καὶ ἀγαπητικὰ πνεύματα...
Στὸ φάσμα τῶν δραστηριοτήτων τῆς συνείδησης ἡ ζώνη τῆς κριτικῆς ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν περιοχὴ ὅπου ὡς ἀλήθεια ἰσχύει ἡ «ἐξωτερική», «ἀντικειμενικὴ» ἀπόδειξη. Ὅσο ἡ ὕπαρξη ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς χώρους ποὺ ἰσχύει αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, ἄλλο τόσο καὶ ἡ κριτικὴ λειτουργία χάνει τὴν ἰσχύ της, τὸν λόγο της καὶ τὸ προβάδισμά της. Ὑπάρχει ἡ ἐντεῦθεν τοῦ ὁρίου τῆς κριτικῆς ἀκρισία, ὅπου βέβαια ἡ ἄκριτη διαγωγὴ εὐνοεῖ τὴν μηδαμινότητα καὶ τὴν μετριότητα καὶ τὴν χθαμαλότητα. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ἐκεῖθεν τοῦ ὁρίου τῆς κριτικῆς «ἀκρισία», ὅπου ἡ κριτικὴ δράση καταντάει ὕβρις καὶ λεηλασία τῶν ἱερῶν τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτὴ τὴν ἱεροσυλία τὴν ἄσκησε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καθ’ ὑπερβολήν. Δὲν εἶχε ἀντιληφθῆ ὅμως πὼς στὰ ἀδειασμένα ἱερὰ ἐγκαθίστανται οἱ δαίμονες. Καὶ αὐτοὶ δὲν ἀφήνονται στὴν καταλυτικὴ ἐπενέργεια τῆς κριτικῆς, ὅπως μεγάθυμα ἀφήνεται ἡ ἱερότητα.
Χρῆστος Μαλεβίτσης / Ἡ τραγωδία τῆς ἱστορίας (σ.σ. 260, 261)
Ὁ κριτικὸς διάλογος ἔχει ἀπὸ καιρὸ ὑπερβῆ τὰ ὅριά του. Τοῦτο ἐπιβάλλεται νὰ κατανοηθῆ ἐπειγόντως. Ἀρκετὰ ἐκρίναμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Τώρα ὀφείλομε νὰ ἀγαπήσωμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ ἐδῶ εἶναι ἀκριβῶς ποὺ θὰ κριθοῦμε! Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχομε διαβληθῆ τόσο πολύ, ποὺ χάσαμε τὴν ἐκτίμηση στοὺς ἑαυτούς μας. Κάτω ἀπὸ τὸ ψυχρὸ ἀνα-κριτικὸ φῶς φαντάξαμε μικρόνοες, μικρόψυχοι, ζωώδεις, συμφεροντολόγοι, γελοῖοι – ἀλλὰ καὶ ἄρρωστοι.
Ἡ ὑπερβολὴ τῆς κριτικῆς ἐρήμωσε τὴν ἱστορία καὶ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἐρημία νὰ πλήσση τὰ ζωτικὰ κέντρα μας. Ἡ χωρὶς ὅρια κριτικὴ κατάντησε ὀλετήρια ἀκρισία. Ὑπερέβη τὰ φράγματά της καὶ ξεχύθηκε στὴ γεωργημένη χώρα, ποὺ καλλιεργήθηκε ἀπὸ φιλόπονα καὶ ἀγαπητικὰ πνεύματα...
Στὸ φάσμα τῶν δραστηριοτήτων τῆς συνείδησης ἡ ζώνη τῆς κριτικῆς ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὴν περιοχὴ ὅπου ὡς ἀλήθεια ἰσχύει ἡ «ἐξωτερική», «ἀντικειμενικὴ» ἀπόδειξη. Ὅσο ἡ ὕπαρξη ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς χώρους ποὺ ἰσχύει αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, ἄλλο τόσο καὶ ἡ κριτικὴ λειτουργία χάνει τὴν ἰσχύ της, τὸν λόγο της καὶ τὸ προβάδισμά της. Ὑπάρχει ἡ ἐντεῦθεν τοῦ ὁρίου τῆς κριτικῆς ἀκρισία, ὅπου βέβαια ἡ ἄκριτη διαγωγὴ εὐνοεῖ τὴν μηδαμινότητα καὶ τὴν μετριότητα καὶ τὴν χθαμαλότητα. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ἐκεῖθεν τοῦ ὁρίου τῆς κριτικῆς «ἀκρισία», ὅπου ἡ κριτικὴ δράση καταντάει ὕβρις καὶ λεηλασία τῶν ἱερῶν τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτὴ τὴν ἱεροσυλία τὴν ἄσκησε ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καθ’ ὑπερβολήν. Δὲν εἶχε ἀντιληφθῆ ὅμως πὼς στὰ ἀδειασμένα ἱερὰ ἐγκαθίστανται οἱ δαίμονες. Καὶ αὐτοὶ δὲν ἀφήνονται στὴν καταλυτικὴ ἐπενέργεια τῆς κριτικῆς, ὅπως μεγάθυμα ἀφήνεται ἡ ἱερότητα.
Χρῆστος Μαλεβίτσης / Ἡ τραγωδία τῆς ἱστορίας (σ.σ. 260, 261)
Τρίτη 4 Αυγούστου 2020
Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020
Κυριακή 2 Αυγούστου 2020
Σπύρος Ποταμίτης 21 ώρες · Για όσους ξενυχτάνε ακόμα…
Στην κουπαστή μιας γαλέρας θαρρούσα αποκοιμήθηκα,
ώσπου ξύπνησα σε γαλάρια στήθη νιας ομορφογυναίκας
με το χείλι που σπάραζε στο ρωγοβύζι της, γυμνό από
ενοχές. Λεβέντρα κόρη καραβοκύρη, Αυγουστιανή,
απ’ του μπάτη το παιχνίδισμα στον αφρό της ήβης,
θεά γυναίκα με του πελάγου τον γλαρό τον κόρφο,
αμάλαγη απ’ της ξενιτιάς το χέρι, καλέστρα μάνα
στων φιλιών μου τ’ αποπαίδια, δροσόκορφου αίνου
μάλαμα και της αγαπησιάς ντόμπρε δεσμώτη, θεά
απ’ ανθρώπου σάρκα που μυροβολάει ζωής ανάγκη,
ανεμοθώρητη πάνω στα ξάρτια της άστερης νυχτιάς
δες πώς γονυπετής μπροστά σου, δούλος της ομορφιάς,
πλανιέμαι για των νησιών σου τ’ απάτητα ακρογιάλια…
Πίσω μη δεις τη συμφορά μας, λαός της πλάκας τρέχει
σ’ αφηνιασμένα καταφύγια να κρυφτεί ο συρφετός, ωιμέ
που ήταν γονατιστός κάτω από σημαίες ξένες της δόξας
τάχα, ίσως χρυσά κουτάλια, ίσως πλούτοι, μα να η κατάντια!
Λεβέντρα κόρη πνίξε με κάλιο, μα μη γυρίσεις πίσω να δεις!
Σπύρος Ποταμίτης- Υποδοχή του Αυγούστου…
Απ’ το αργυρόνημα της μισής σελήνης κρατιέμαι Ερμιόνη.
Πέρα απ’ το νανούρισμα του φλοίσβου, πλέω ή βουλιάζω
καθώς βαρύ το σκάφανδρο που μου έλαχε κι ασήκωτο
ναρκοθετεί τις παλίρροιες των ονείρων μου. Εσύ κόρη
της τρανής απαχθείσας κι εγώ ο μετά από αιώνες ξένος
στον ορυμαγδό της δόξας μ΄ ενός δαδιού φως, ιλαρό,
να εξορύσσω απ’ το σκοτάδι τους φαιούς του μανδύες
να ντυθούν οι αλησμονημένοι πεινασμένοι του κόσμου.
Πόσο λίγος, ο πολύς χρόνος των αιώνων, μας έδεσε
ν’ αγγιζόμαστε πισθάγκωνα ψέμα κι αλήθεια στων Τρώων
την υπερήφανη ήττα για της μάνας σου τα καπρίτσια
και της δικής μου την ευγενική ψυχή που καίω για να υπάρξω.
Πόσο λίγος, ο απέραντος έρωτας, για κείνο το φιλί
που οι άνθρωποι νομίζουν πως βρέθηκαν εδώ με χείλη!
Απ’ το αργυρόνημα μιας ολόκληρης φωνής που δε σώπασα!
[Καλό Αύγουστο να έχουμε ❤️ ]
Στέλλα Τεργιακή · Αυγουστιάτικες θύμησες
Από μικρή ήθελα ν’ ατενίζω τ’ αστέρια ν’ ανατέλλουν
πάνω στους καυτούς Αυγουστιάτικους ουρανούς
σιμά με τα ολόφωτα λαμπερά φεγγάρια,
γράφοντας ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη
που συμπορεύονται…
Πάντα μου άρεσε ν’ αγναντεύω σκεπτόμενη
απ’ τα μπαλκόνια της ζωής
τους έναστρους ιριδίζοντες ουρανούς,
τους υποταγμένους ανθρώπους
τις ανυπότακτες ψυχές,
τις προκαταλήψεις των σθεναρών αντιδράσεων…
στο καλό κ’ αγαθό.
Ήθελα ν’ αφουγκράζομαι τα τζιτζίκια
να τρυγούν τις ακτίνες στο μεσημεριάτικο ήλιο,
τα νερά που τρέχουν αχόρταγα
να ξεδιψάσουν τις χίμαιρες
και τις γαλάζιες θάλασσες
ω … τις απέραντες γαλάζιες θάλασσες του Αιγαίου
που έκλεβαν με τόση μαεστρία το βλέμμα μου…
Πάντα μου άρεσε να εναποθέτω τη ματιά μου
πάνω στ’ αμέτρητα αστέρια τα βράδια
που ακούγεται στο λαγκάδι δίπλα
να τραγουδά το τριζόνι
και να αναμετρώμαι με τον εαυτό μου
σκεφτόμενη την συναισθηματική νοημοσύνη
του κόσμου…
Τα χρόνια πέρασαν
κι οι μέρες δεν αντιστέκονται πια
στο κατρακύλισμα των καιρών!
Όμως εκείνα τ΄ Αυγουστιάτικα φεγγάρια της νιότης μου
πάντα θα γεμίζουν με θαλπωρή την Ψυχή μου.
© Στέλλα Τεργιακή
27.7.2020
( Απ’ την νέα μου υπό έκδοση ποιητική συλλογή «Αέναη γνώση»)
Κυριακή 26 Ιουλίου 2020
Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020
Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020
Κυριακή 19 Ιουλίου 2020
ΚΟΡΑΣΙΟΝ ΕΤΡΑΓΟΥΔΑΓΕ - Μικρασιάτικα τραγούδια (Προποντίδα)
Kοράσιον ετραγούδαγε σ' ένα ψηλό παλάτι
κι επήρ' αγέρας τη φωνή στα πέλαγα την πάει.
Kι όσα καράβια τ' άκουσαν όλα πανιά εμαϊνάραν.
[Kι ένα καράβι της φιλιάς, καημένο της αγάπης
ούτε μαϊνάρει τα πανιά ούτε τα παίρνει κάτου
τα μπάσο μούδο τα'ριξε και στη φωνή πηγαίνει.]
- Kόρη μ' άλλαξε το σκοπό [και πες άλλο τραγούδι.]
- Kαι πως ν' αλλάξω το σκοπό, να πω άλλο τραγούδι,
εγώ κι αν ετραγούδησα για μοιρολόι το 'πα:
έχω άντρα στην ξενιτιά, έχω αδελφό στα ξένα
κι ο άντρας μ' βαριαρρώστησε και γιατρικά γυρεύει,
θέλει νερό απ' τον τόπο του και μήλ' απ' τη μηλιά του,
σταφύλι από το κλήμα του οπο' 'χει στην αυλή του.
Όσο να πάγω για νερό να φέρω και το μήλο,
ο άντρας μου ξαρρώστησε κι άλλη αγάπη πήρε.
Κάνω να τον καταραστώ και πάλι τον λυπούμαι.
Από ψηλά να γκρεμιστεί στα χαμηλά να πέσει
κι γης ξουράφια να γενεί και να τον πετσοκόψει.
Κι εγώ διαβάτης να γενώ κι από 'κει να περάσω.
Καλώς τα κάνετε γιατροί, καλώς τα πολεμάτε,
'κονίστε τα μαχαίρια σας, κόφτε και μη λυπάστε.
Έχω πανί στον αργαλειό σαράντα πέντε πήχες,
τις δέκα τ'ς έχω για ξαντό, τις δέκα για φιτίλι
και τ'ς άλλες τ'ς αποδέλοιπες να δένει τις γιαράδες.
μούδο: ναυτικός όρος, τα ρεγουλάρισε μισοχωρίζοντάς τα
ξαντό: σάβανο
γιαράδες: πληγές
Σάββατο 18 Ιουλίου 2020
Νικηφόρος Βρεττάκος -Απ'την ποιητική συλλογή "Το βάθος του κόσμου"
Με αόρατα νήματα κυβερνά το φεγγάρι τη θάλασσα.
Κατεβαίνει βαθιά, τη δένει απ'τις ρίζες, της αλλάζει το
χρώμα, της ορίζει τα κύματα. Η όψη σου είναι ένα φεγγάρι.
Έχω κι εγώ μια θάλασσα μέσα μου Ώρες-ώρες κυλά, προχωρεί στ'αχανές,
γαλαζώνεται ανήσυχη, τρεμουλιάζει.
Κατεβαίνει βαθιά, τη δένει απ'τις ρίζες, της αλλάζει το
χρώμα, της ορίζει τα κύματα. Η όψη σου είναι ένα φεγγάρι.
Έχω κι εγώ μια θάλασσα μέσα μου Ώρες-ώρες κυλά, προχωρεί στ'αχανές,
γαλαζώνεται ανήσυχη, τρεμουλιάζει.
Σα να'ναι ένα ατσάλινο δίχτυ το φως
σου που μέσα του η θάλασσα μπλέκεται ολόκληρη.
Και πάλι της δίνεις γαλήνη κι ανάπαυση.
Πάνω της παίζουν γλυκιές αποχρώσεις.
Γιομίζει παιχνίδια. Το φεγγάρι κι η θάλασσα.
Τι παράξενο πρόσωπο τούτος ο κόσμος.
Όμοια πάνω μου ο δείχτης του χεριού σου
περνά σαν καμπύλη ουρανού.
Και σκεπάζει τη θάλασσα.
Νικηφόρος Βρεττάκος -Απ'την ποιητική συλλογή "Το βάθος του κόσμου"
σου που μέσα του η θάλασσα μπλέκεται ολόκληρη.
Και πάλι της δίνεις γαλήνη κι ανάπαυση.
Πάνω της παίζουν γλυκιές αποχρώσεις.
Γιομίζει παιχνίδια. Το φεγγάρι κι η θάλασσα.
Τι παράξενο πρόσωπο τούτος ο κόσμος.
Όμοια πάνω μου ο δείχτης του χεριού σου
περνά σαν καμπύλη ουρανού.
Και σκεπάζει τη θάλασσα.
Νικηφόρος Βρεττάκος -Απ'την ποιητική συλλογή "Το βάθος του κόσμου"
Τρίτη 14 Ιουλίου 2020
Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020
Ζωή Δικταίου- Μονόλογος.
Συκοφαντημένη
σκιά στα χαλάσματα, περιφέρεται
ερημοπούλι
μαύρο
με
το φεγγάρι ν’ αρμενίζει στα μεγάλα της
μάτια
και
το κεχριμπάρι δεμένο σε Γιαννιώτικο
ασήμι στα μαλλιά.
Στο
Bλαχομαχαλά στο Φιλιάτι
στις
ώχρες τού μεσημεριού όταν η πέτρινη
οδύνη μετριέται
στην
ελεημοσύνη της θύμησης και στη σιωπή,
στην
παλινόστηση της περιπλάνησης
με
την προφητεία της απωθημένης αγάπης
και
τής προδομένης έγνοιας στο άσωτο βλάστημα
τού βάτου,
Μπούμπααλ,
με τον αστείρευτο μετανιωμό
και
το σβησμένο φανάρι στο χέρι,
με
τον άσπρο κρουσταλλένιο λαιμό πριν τον
χαράξει το μαχαίρι,
Μπούμπααλ,
με την κεντημένη φλαμουριά στο φουστάνι
Μπούμπααλ,
με τη φιλιωμένη ερημιά στο βλέμμα
και
το φιλί στο μαντήλι.
Αμφιβάλλεις
ακόμα,
ακόμα
και τώρα που χτενίζει ο καιρός το αλάτι
στα βλέφαρα
ακόμη
και τώρα που τα αρχαία πεπρωμένα βρίσκουν
φωνή,
εσύ
κρέμασες τα παλιά κονίσματα πίσω απ’
την πόρτα
τώρα
που οι άνθρωποι σου πεθαίνουν σε απλοχωριά
και
οι φίλοι φεύγουν μαζί με τους
καρβουνιασμένους ίσκιους
εκεί
που ξαπολύθηκαν οι άνεμοι φαρμακωμένοι
στις κορφές,
εκεί
που σπαταλήθηκαν οι μέρες
και
οι νύχτες σοδειασμένες αντιφεγγίζουν
στα πράσινα χαλκώματα
διάχρυσες
τύψεις.
Λίγο
πιο κάτω στη ρεματιά, αλλιώτικα κυλάει
ο χρόνος,
κυλάει
στο νερό,
ένας
θρήνος, ένα ξεχασμένο μοιρολόι, ένα
τραγούδι της ξενιτιάς
κι
άλλο ένα μολυβένιο παράπονο της αγάπης
αλάργεψε
στ’ αγνάντεμα,ώρα που μαραγκιάζει η
καρδιά
και
οι σκέψεις πετούν σκλήθρες και σπίθες
πάνω στ’ αγκάλιασμα.
Ασύνηθα
οι λέξεις χωρίζονται στα δυο,
ασύνηθα
η γλώσσα ξεχασκίζει φόβους και κρίματα
ορφανεμένο
το παράπονο στην κάψα της ξερολιθιάς
με
τη μοσχοβολιά της κουμαριάς ατρύγητη
στην
καταφρονεμένη αθωότητα,
και
τους αιώνιους μισεμούς να παραμονεύουν
στ’ ανήλιαγα περάσματα.
Στα
ερείπια δυο πεύκα κατάφεραν να υψώσουν
ανάστημα
στην
πίσω πλευρά, στην κατηφόρα πάνω από το
χάνι
τ’
ακούς να μιλούν μερώνοντας τον άνεμο
είναι
οι ψυχές τους λένε…
Οι
δάφνες με τους πικρούς καρπούς
και
οι μυρτιές με τα κεντημένα φύλλα
καλούν
τις σκιές κι εκείνον που τις κυβερνά
να
σπάσει το σταμνί και το ρόδι στο
καλντερίμι.
Μια
τριμμένη κλωστή κρατά το μανδραγόρα
στο πόρτεγο
δεμένες
οι πληγές, δυο δυο φιλεύουν την αλήθεια.
Συντόμεψαν
κάποιες ζωές, κρίμα κι άδικο,
μόνο
οι στάχτες, λένε,
κάποιες
φορές καπνίζουν στην ανοιγμένη καμινάδα
όταν
μια φωνή λεηλατεί τη βροντή μ’ ένα
παράπονο.
Αναβάλλονται
οι χαρές
ξεμακραίνει
η σπορά του Δράκοντα κατά τη Γιτάνη
όλος
ο κόσμος της υπάρχει ακόμη εδώ,
εδώ
ήρθες κεντρισμένη από φόβο την πρώτη
φορά,
συνεχιστέες
θύμησες στην τροχιά των μαχαιριών
με
τα δοκιμασμένα ξόρκια και τ’ απαγορευμένα
πάθη
ανάμεσα
στον ήχο του κλαρίνου και το άλικο αίμα
ένα
ματσάκι γιασεμιά στις ραφές του συνόρου
γλιστρά
η θύμηση,
γλιστρά
και η άμμος μέσα από τα δάχτυλα…
Καλαμάς,κυλάει
αλλιώς τώρα πια, άλλαξε και το ποτάμι,
οι
λυγαριές στις όχθες, οι πέτρες στην
κοίτη
αλλάζουν
όλα μαζί του
οι
γέφυρες, η μνήμη, ο τόπος
θραύσματα
του παλιού καιρού στις καινούριες μέρες
όσο
εσύ μένεις μια ξένη,
όσο
φοβάσαι περισσότερο το μέλλον από το
παρελθόν.
Στα
άδυτα της σκοτεινής ερημιάς
σκεβρωμένα
τα δάκρυα από το λιβάνι της μάνας
στ’
αγάνωτα μπακίρια
ξεθυμαίνουν
και οι αναμνήσεις, μην κλαις,
μην
κλαις,
στην
αναμαρτησία του τίποτα όλα μπορούν να
ραγίσουν.
Καλαμάς,
βάθυναν οι όχθες
θαρρείς
για να προστατεύσουν τα μυστικά της
κοίτης
από
τους απέξω,
εκεί
και το δικό σου μυστικό, Μπούμπααλ,
μια
σταγόνα πετρωμένο αίμα του αρνησίθρησκου
Ισάμ
σε
μια φυλακισμένη φλέβα νερού
εκεί,
στο καθρέφτισμα της αθεΐας σου ανάβει
πύραυνα το φως
εκεί,
στην απόγεια φλόγα της αυγής
δοξολογούν
τα πουλιά το αναγκαίο πάθος
εκεί,
το κριματισμένο παράπονο του παλικαριού
ζεσταίνει
τα φίδια στο παλιό γεφύρι
εκεί,
τα κουρνιασμένα περιστέρια στ’ αρμυρίκια
ματώνουν
την πληγωμένη τους φτερούγα ως το θάνατο.
Νερό,
πολύχρωμες συλλαβές το παραμιλητό
«ένα
ιμαρέτ είναι ο κόσμος ολόκληρος…»
Νερό,
το ποτάμι ολόκληρο ένα κελάρυσμα, ένα
κάλεσμα
κόντρα
στην ανθρώπινη φύση με τη μαύρη τρύπα
στη σάρκα
κι
ας θυμάται
εκείνη
την ξέφρενη φαντασία της ανεξίθρησκης
νιότης
να
σκαρφαλώνει στα πλατάνια
να
ξαποσταίνει στις κλαίουσες ιτιές
να
πέφτει μελιχρή θλίψη στην παγίδα του
έρωτα,
εκείνη
η νιότη η άλαλη, μαλακός πηλός
σε
λαμπαδηδρομίες ασέληνης νύχτας
στον
ήχο της αέναης ροής του ποταμού
μαυλίζοντας
με τ’ άνανθα της αιωνιότητας
την
αστραπή και τα νυχτοπούλια της Μουργκάνας
πριν
τα χείλη σβήσουν τη δίψα
αυτόπτες
μάρτυρες στο άλφα της αγάπης
και
στο ωμέγα της ζωής.
Κέρκυρα
30 Ιουνίου 2020
Κυριακή 12 Ιουλίου 2020
Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020
Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020
Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020
Κυριακή 5 Ιουλίου 2020
Τρίτη 30 Ιουνίου 2020
Σάββατο 27 Ιουνίου 2020
Βασιλική Μόφορη - Δε σε ξέρει κανείς ~ Official Lyric Video
Στίχοι:
Ρωτάω για σένα τον αέρα ,τις ρωγμές
των πέτρινων χειλιών σου,
τα κουρασμένα αμπραγιάζ των τόσων εκδρομών σου.
Μιλάω για σένα στις φωτιές
των άσκοπων παροξυσμών σου
στα προδομένα στα γδαρμένα όρια των σ’ αγαπώ σου.
Δε σε ξέρει κανείς .
Δε σε ξέρει κανείς τελικά .
Για έναν όχλο αδαή
ρώσικη ρουλέτα η καρδιά.
Ένα μπαμ της σιωπής να νομίζεις πως ζεις .
Δες !Δε βλέπει κανείς .Δε σε ξέρει κανείς ...
Ρωτάω για σένα πεταλούδες και πουλιά
που στοίχειωναν στο φως σου.
Τα ξεχασμένα στα κολάζ τα γέλια των εχθρών σου.
Ζητάω εσένα στους καπνούς ,
στα μπαρ του νου,στον πανικό σου,
στα ηττημένα στα δειλά τα όχι των συμβιβασμών σου.
Δε σε ξέρει κανείς .
Δε σε ξέρει κανείς τελικά .
Για έναν όχλο αδαή
ρώσικη ρουλέτα η καρδιά.
Ένα μπαμ της σιωπής να νομίζεις πως ζεις .
Δες !Δε βλέπει κανείς .Δε σε ξέρει κανείς ...
Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020
Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΡΙΖΟΣ - ΤΙ ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ
Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης
Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης Δεν πετάει φτερό στο πέλαγο Και μαντάτο απ' την Αθήνα Τι να θυμηθώ απ' τα μάτια σου Που 'χω να τα δω ένα μήνα Στ' άγρια σοκάκια της ψυχής Ψάχνω μα δε σ' ανταμώνω Α να κοιμηθώ να σ' ονειρευτώ Που με ξέχασες και λιώνω Ούτε που σαλεύει το νερό Ούτε μου μιλούν οι γλάροι Μου άργησες πολύ, πες μου πως θα 'ρθεις Πριν να σβήσουνε οι φάροι.
Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020
Σπύρος Ποταμίτης- «Η αναδυόμενη Αφροδίτη κι ο Κοντορεβιθούλης»
Αυτό το παιδάκι που θα μας μαρτυρούσε στο θεό
φαίνεται πως τελικά δεν πήγε στον Παράδεισο…
φαίνεται πως τελικά δεν πήγε στον Παράδεισο…
Ίσως και να μην είχε τα ναύλα…
………………………………………………….
Δεν είμαι Ελύτης εγώ. Γι’ αυτό δε θέλω
να σας δείξω τις αντικριστές αμμουδιές
μήτε τα τόσα ευλαβικά μπλε του Αιγαίου.
Τα φιλιά της αρμπαρόριζας και της ελιάς
τ’ αρχαία σκαριά ποτέ δε με ταξίδεψαν.
Ούτε τη γλώσσα του Ομήρου κατέχω
για να νοώ τους θρήνους της Σαπφούς.
Γεννήθηκα ενός ταπεινού Ιονίου βράδυ
πασπαλισμένος με τ’ άστρα της Ιθάκης
και του Διονυσίου Σολωμού τα δάκρυα.
Κι ως δεν αποσύνδεσα ποτέ την Ελλάδα
στην ψυχή μου, δεν ξέρω από ξαρχής
να την ξαναφτιάξω ‘με μια ελιά, ένα
αμπέλι κι ένα καράβι’, εγώ ο δόλιος
που φύτρωσα σ’ ένα κοχύλι απάνω
να περιμένω εκεί τη θάλασσα ξανά
για όταν θελήσει κάποτε να με πάρει.
………………………………………………..
να σας δείξω τις αντικριστές αμμουδιές
μήτε τα τόσα ευλαβικά μπλε του Αιγαίου.
Τα φιλιά της αρμπαρόριζας και της ελιάς
τ’ αρχαία σκαριά ποτέ δε με ταξίδεψαν.
Ούτε τη γλώσσα του Ομήρου κατέχω
για να νοώ τους θρήνους της Σαπφούς.
Γεννήθηκα ενός ταπεινού Ιονίου βράδυ
πασπαλισμένος με τ’ άστρα της Ιθάκης
και του Διονυσίου Σολωμού τα δάκρυα.
Κι ως δεν αποσύνδεσα ποτέ την Ελλάδα
στην ψυχή μου, δεν ξέρω από ξαρχής
να την ξαναφτιάξω ‘με μια ελιά, ένα
αμπέλι κι ένα καράβι’, εγώ ο δόλιος
που φύτρωσα σ’ ένα κοχύλι απάνω
να περιμένω εκεί τη θάλασσα ξανά
για όταν θελήσει κάποτε να με πάρει.
………………………………………………..
Γι’ αυτό δε βρίζω τον κόσμο με ‘άξιον εστί’
εγώ ο ανάξιος να τεντώσω το δάχτυλο
δείχνοντας ένα σημείο του ορίζοντα.
Και πώς… αφού δεν κοίταξα τον ουρανό
από το μέσο πελάγου, αλλά απ’ ολούθε
για να συλλέξω το μπλε πέπλο του νου
το τόσο διάφανο που να φαίνονται οι θεοί
και να μας βλέπουν καθώς αγγιζόμαστε
ο ένας στην αγκαλιά του θανάτου του άλλου.
Γι’ αυτό τα σήμαντρα του δικού μου Πάσχα
δε σήμαναν ποτέ σε ξωκλήσια και ναούς
παρά μόνο στα πλευρά του ανθρώπου
που έγερνε το κορμί, όχι για να προσευχηθεί,
αλλά να γονατίσει μπροστά στους νεκρούς
για τη σωτηρία της εφήμερής του ύπαρξης.
Δες πως κουδουνίζουν οι μαργαρίτες
όταν ανάβει ο ήλιος την πλαγιά του λόφου
και φαίνονται οι σταυροί που φυτεύτηκαν
για ν’ αφήσουν τόπο στη ζωή και χωράφι
να βρίσκει σπόρο το παιδί να μεγαλώσει.
Άκου το μαράζι της θάλασσας στο κύμα
για τα παιδιά που πνίγηκαν ψάχνοντας
έναν τόσο δα κόκκο άμμου δικό τους
για να’ χουν κάπου να κρατηθούν ξανά
αφού το ιερό του σπιτιού τους, το άβατο,
τους το γκρέμισαν γυρεύοντας πλούτη.
Κάψου απ’ τις αμαρτίες των αρετών σου
όπως η λαμπάδα που κρατάς, Ανάσταση
να φωτίσεις ενός κόσμου ξένου, μακρινού,
εξορισμένου κάπου στους γαλαξίες ή ίσως
ντουφεκισμένου μπροστά στους τοίχους
των μοναστηριών που άγιασαν το θάνατο.
Γι΄ αυτό δε φυτεύω τα δειλινά με ‘αμήν’
και των αυγών τα ‘δόξα σοι’ με φιλιά Ιούδων.
Μόνο στον ίσκιο της ροδακινιάς σηκώνω πανί
για το άρωμα του γινομένου φρούτου, όπως
το φουστάνι μιας εγκυμονούσας να φανεί
ο θεός της σωτηρίας ή του χαμού του κόσμου.
εγώ ο ανάξιος να τεντώσω το δάχτυλο
δείχνοντας ένα σημείο του ορίζοντα.
Και πώς… αφού δεν κοίταξα τον ουρανό
από το μέσο πελάγου, αλλά απ’ ολούθε
για να συλλέξω το μπλε πέπλο του νου
το τόσο διάφανο που να φαίνονται οι θεοί
και να μας βλέπουν καθώς αγγιζόμαστε
ο ένας στην αγκαλιά του θανάτου του άλλου.
Γι’ αυτό τα σήμαντρα του δικού μου Πάσχα
δε σήμαναν ποτέ σε ξωκλήσια και ναούς
παρά μόνο στα πλευρά του ανθρώπου
που έγερνε το κορμί, όχι για να προσευχηθεί,
αλλά να γονατίσει μπροστά στους νεκρούς
για τη σωτηρία της εφήμερής του ύπαρξης.
Δες πως κουδουνίζουν οι μαργαρίτες
όταν ανάβει ο ήλιος την πλαγιά του λόφου
και φαίνονται οι σταυροί που φυτεύτηκαν
για ν’ αφήσουν τόπο στη ζωή και χωράφι
να βρίσκει σπόρο το παιδί να μεγαλώσει.
Άκου το μαράζι της θάλασσας στο κύμα
για τα παιδιά που πνίγηκαν ψάχνοντας
έναν τόσο δα κόκκο άμμου δικό τους
για να’ χουν κάπου να κρατηθούν ξανά
αφού το ιερό του σπιτιού τους, το άβατο,
τους το γκρέμισαν γυρεύοντας πλούτη.
Κάψου απ’ τις αμαρτίες των αρετών σου
όπως η λαμπάδα που κρατάς, Ανάσταση
να φωτίσεις ενός κόσμου ξένου, μακρινού,
εξορισμένου κάπου στους γαλαξίες ή ίσως
ντουφεκισμένου μπροστά στους τοίχους
των μοναστηριών που άγιασαν το θάνατο.
Γι΄ αυτό δε φυτεύω τα δειλινά με ‘αμήν’
και των αυγών τα ‘δόξα σοι’ με φιλιά Ιούδων.
Μόνο στον ίσκιο της ροδακινιάς σηκώνω πανί
για το άρωμα του γινομένου φρούτου, όπως
το φουστάνι μιας εγκυμονούσας να φανεί
ο θεός της σωτηρίας ή του χαμού του κόσμου.
………………………………………………….
Συγχωρήστε μου λοιπόν αυτή τη λύπη
να είμαι και κάπου - κάπου άνθρωπος,
εξόν από ποιητής, κι απλά περαστικός
που μπορεί να γνέφει ακόμα καλημέρα…
…………………………………………………..
να είμαι και κάπου - κάπου άνθρωπος,
εξόν από ποιητής, κι απλά περαστικός
που μπορεί να γνέφει ακόμα καλημέρα…
…………………………………………………..
[Αποσπάσματα απ’ το ανέκδοτο ποιητικό έργο:
«Η αναδυόμενη Αφροδίτη κι ο Κοντορεβιθούλης»]
«Η αναδυόμενη Αφροδίτη κι ο Κοντορεβιθούλης»]
Τρίτη 16 Ιουνίου 2020
Pyx Lax - Epapses Agaph Na Thimizeis
Ο καφές σου έχει κρυώσει
και το ράδιο κλειστό τώρα για μέρες
σε θυμάμαι είχες ξαπλώσει
στου μονού μου κρεβατιού τις καλημέρες
σε θυμάμαι είχες ξαπλώσει
στου μονού μου κρεβατιού τις καλημέρες
Το ξέρω πως δεν το διάλεξα
αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις
μα ακόμα δεν κατάλαβα
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις
μα ακόμα δεν κατάλαβα
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
Υπάρχουν το νιώθω υγρά μονοπάτια
υπάρχουν κομμάτια από φως στη σιωπή
τραγούδια που ‘γίναν με δάκρυα στα μάτια
τραγούδια που ‘γίναν απλά η αφορμή
υπάρχουν κομμάτια από φως στη σιωπή
τραγούδια που ‘γίναν με δάκρυα στα μάτια
τραγούδια που ‘γίναν απλά η αφορμή
Το ξέρω πως δεν το διάλεξα
αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις
μα ακόμα δεν κατάλαβα
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις
μα ακόμα δεν κατάλαβα
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
Το ξέρω πως δεν το διάλεξα
αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις
μα ακόμα δεν κατάλαβα
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις
μα ακόμα δεν κατάλαβα
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
Στίχοι για το τραγούδι Επαψες αγάπη να θυμίζεις Πυξ Λαξ του έτους 1998 σε στίχους Βλαχοπούλου Όλγα, Παπαγεωργίου Νίκος, Πλιάτσικας Φίλιππος και σύνθεση Πλιάτσικας Φίλιππος από το album STILBI.
Κυριακή 7 Ιουνίου 2020
Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020
Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020
Τρίτη 2 Ιουνίου 2020
Bob Dylan ‐ Gates of Eden (Live at Hollywood Bowl 1965)
Of war and peace the truth just twists
Its curfew gull just
glides
Upon four-legged
forest clouds
The cowboy angel
rides
With his candle lit
into the sun
Though its glow is
waxed in black
All except when
'neath the trees of Eden
The lamppost stands
with folded arms
Its iron claws
attached
To curbs 'neath
holes where babies wail
Though it shadows
metal badge
All and all can only
fall
With a crashing but
meaningless blow
No sound ever comes
from the Gates of Eden
The savage soldier
sticks his head in sand
And then complains
Unto the shoeless
hunter who's gone deaf
But still remains
Upon the beach where
hound dogs bay
At ships with
tattooed sails
Heading for the
Gates of Eden
With a time-rusted
compass blade
Aladdin and his lamp
Sits with Utopian
hermit monks
Side saddle on the
Golden Calf
And on their
promises of paradise
You will not hear a
laugh
All except inside
the Gates of Eden
Relationships of
ownership
They whisper in the
wings
To those condemned
to act accordingly
And wait for
succeeding kings
And I try to
harmonize with songs
The lonesome sparrow
sings
There are no kings
inside the Gates of Eden
The motorcycle black
Madonna
Two-wheeled gypsy
queen
And her
silver-studded phantom cause
The gray flannel
dwarf to scream
As he weeps to
wicked birds of prey
Who pick up on his
bread crumb sins
And there are no
sins inside the Gates of Eden
The kingdoms of
experience
In the precious wind
they rot
While paupers change
possessions
Each one wishing for
what the other has got
And the princess and
the prince
Discuss what's real
and what is not
It doesn't matter
inside the Gates of Eden
The foreign sun, it
squints upon
A bed that is never
mine
As friends and other
strangers
From their fates try
to resign
Leaving men wholly,
totally free
To do anything they
wish to do but die
And there are no
trials inside the Gates of Eden
At dawn my lover
comes to me
And tells me of her
dreams
With no attempts to
shovel the glimpse
Into the ditch of
what each one means
At times I think
there are no words
But these to tell
what's true
And there are no
truths outside the Gates of Eden
Κυριακή 31 Μαΐου 2020
Σάββατο 30 Μαΐου 2020
Παρασκευή 29 Μαΐου 2020
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)