Share

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Σπύρος Πταμίτης- Από την ποιητική συλλογή «Διαδρομές»

 Αδιέξοδο

Τ΄ απόβραδο έφτασε ακάλεστο κι αμίλητο.
Αχ και να σ΄ είχα στην αγκαλιά μου
να μοιράσω τη μοναξιά σε τέσσερες παλάμες
τη νύχτα σε τέσσερα μάτια και το φιλί
σε δυό στόματα.
Βάρυνε η φωνή και το αλφαβητάρι
δε φτάνει να φτιάξω μια λέξη διαφυγής.
Τα μάτια σου … που είναι τα μάτια σου;
να δραπετεύσω στο άπειρο.

Στενή φυλακή τ΄ απόβραδο και το στρώμα
ακόμα νοτισμένο απ΄ την προηγούμενη μοναξιά.


Διαβάστε περισσότερα: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ.

Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου 2014 ( Όλο το έργο )

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Ηέλτιος- ΧΤΥΠΑΣ-

Σα νά’ μαι από σίδερο  μου μιλάς,
κι όπου βρεθείς χτυπάς
με φωτιές και βαριοπούλες  να με μεταμορφώσεις,
κι’ έπειτα πάλι
όλο κρίσεις και επικρίσεις είσαι
και σε τίποτα δε σου κάνω!

Ω αν μ’ ήξερες!
θα μ’ άγγιζες στα σείστρα του ανέμου,
θα με μύριζες σε κάθε ρόδο,
θα μ’ άκουγες σε κάθε κελάιδισμα του αηδονιού
και στον πηλό που πλάθεις και κολλάει στα χέρια σου
θά’ βλεπες  κάθε στιγμή τη μορφή ενός μικρού παιδιού  
μπροστά στην κρήνη όπου έπινες νερό
να σου χαμογελάει!


Nietzsche on the Human Tendency to Ossify Metaphors and Christ Who Shatters All Columbaria

Failure to recognize this state of affairs is, for Nietzsche, one of the central problems with the scientist or rational human being in contrast with the artist or intuitive person. That is, the scientist, who, of course, also constructs metaphors, takes his metaphors to be the truth, the way things really are.  According to Nietzsche, the scientist takes his metaphors too seriously; he ossifies them, whereas the artist recognizes their fluidity and transiency.  To be sure, these metaphors do serve practical and pragmatic purposes.  They help us to affirm ourselves and aid in our self-preservation to some degree.  However, when we forget about their provisional nature, we come to believe that our conceptual edifices are immovable.  When this occurs, the metaphors harden, they ossify-rather, we ossify them, and turn them into columbaria.   (A columbarium is a Roman vault for funeral urns!)  So the rational human being has lost touch with the metaphorical origins of human knowledge and lives his life constructing conceptual systems that display “the regularity of a Roman columbarium” (112).  According to Nietzsche, our (rationalistic) tendency to forget the earthy, metaphorical rootedness of human knowledge, moves us to increasing levels of abstraction-abstractions which we then take to be reality.  These systems of abstractions are likened to a columbarium; they are life-denying and lead to death.  (By the way, I think his critique of the scientist also applies to the philosopher and the theologian).
Clearly, Nietzsche values the flow of life and wants us to remain close to our, so to speak, humble origins.  His warnings against taking our conceptual edifices to be the reality and the one and only way to truthfully describe and explain the world are compelling and worthy of our reflection.  Part of his critique also involves cautioning against pride and calling us to acknowledge our finitude-two points that Christians ought to take seriously.  Yet, as a Christian, there are certain matters, which are central to the Christian narrative and understanding of reality, which Nietzsche fails to consider.  For example, according to the Christian tradition, the created order is now not as it originally was.  In fact, St. Paul, employing a number of earthy metaphors, tells us that creation has been subjected to futility and eagerly awaits its eschatological renewal.
The creation waits with eager longing for the revealing of the children of God; for the creation was subjected to futility, not of its own will but by the will of the one who subjected it, in hope that the creation itself will be set free from its bondage to decay and will obtain the freedom of the glory of the children of God.  We know that the whole creation has been groaning in labor pains until now; and not only the creation, but we ourselves, who have the first fruits of the Spirit, groan inwardly while we wait for adoption, the redemption of our bodies.  For in hope we were saved. Now hope that is seen is not hope. For who hopes for what is seen? But if we hope for what we do not see, we wait for it with patience (NRSV, Rom 8:19-25).
So there is a sense in which, for the Christian, life and the world as now experienced involves a struggle against the natural world-a natural world, which groans and awaits a final release from its dislocation and disintegration.  In other words, something more than a return to the flow of life or even a recognition of the metaphorical origins of knowledge is needed to overcome the prideful tendencies of which Nietzsche speaks.  According to the Christian narrative, a kind of cosmic redemption is needed-a redemption that not only saves us from our pride but also transforms and renews the present state of creation itself.  This is of course precisely what St. Paul claims Jesus’ crucifixion and resurrection accomplished and is accomplishing.  St. Paul doesn’t deny that our life in-between Christ’s advents is a life of eschatological tension both within ourselves and with creation as a whole.
In addition to St. Paul’s use of metaphors, we should also consider the use of metaphor and mythical language in the Genesis creation account.  For example, the author of Genesis speaks of a solid dome upon which fixed stars hang (the raqia).  This mythical description, of course, doesn’t square with contemporary science and our current understanding of the sky, stars etc.  Nonetheless, God chose to condescend to the then-current conceptual categories and to use this mythical language to speak of his creation, as his point wasnot to give us a scientific account of the universe but to proclaim himself as the Creator.  So perhaps we could say that God himself is more like the artist, who plays with metaphor and recognizes its inherent limitations.  Yet, he is unlike the artist (at least the artist in Nietzsche’s description) in that he is in fact trying to teach us something about reality itself, the reality that he himself brought into being and the reality which he is.
Lastly, perhaps participating in liturgical life provides a way to properly acknowledge our finitude and to combat modernity’s “columbaric” tendencies which Nietzsche so aptly describes.  For example, in the Ash Wednesday liturgy of the Anglican/Episcopal Church, as the priest marks our foreheads with ashes, s/he says, “Remember that you are dust, and to dust you shall return.” (Of course, for those in Christ, there’s more to story. We, who are in Christ, shall be resurrected in glorified bodies).  In addition, participation in the Eucharist reminds us through humble material means (bread and wine) of our need for spiritual nourishment, that is, our need to be nourished by Christ’s resurrection life. Confession of sin reminds us of our weakness, our proclivity to idolatry and our continual, moment-by-moment need for God’s grace and forgiveness.  The preaching of the word keeps us rooted in the Christian story and challenges us to submit to God’s, as it were, “interpretation” of reality.
How fitting on this Easter Sunday to allow Nietzsche to teach us about the power and relevance of the Christ-event.  Whether ancient, stone columbariua or modern, conceptual columbaria, neither are able to contain Christus Victor.  He is risen!  He is risen indeed!
Notes

[1] All citations are taken from an anthology edited by Lawrence E. Cahoone, From Modernism to Postmodernism:  An Expanded Anthology, 2nd edition, (Wiley-Blackwell, 2003).
- See more at: http://percaritatem.com/2009/04/12/nietzsche-on-the-human-tendency-to-ossify-metaphors-and-christ-who-shatters-all-columbaria/#sthash.BhB9vQyh.dpuf

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού


Κρύβεις βαθιά στα μάτια σου ανατολή και δύση,
σκορπάς αρώματα σαν μια βραδιά θυελλική,
το φίλημά σου φίλτρο είναι, το στόμα μόσχου βρύση,
που κάνουν τον ήρωα άναντρο κι αντρείο το παιδί.
Από το μαύρο βάραθρο ή απ’ τ’ αστέρια φτάνεις;
Η μοίρα το φουστάνι σου σαν σκύλος ακλουθά,
τον κόσμο πότε μια χαρά πότε ρημάδι κάνεις,
και κυβερνάς τα πάντα Εσύ, δίχως ευθύνη μια.
Πάνω σε πτώματα, Ομορφιά, πατάς και κοροϊδεύεις,
η Φρίκη απ’ τα διαμάντια σου δε λείπει, τα καλά,
κι ο Φόνος, απ’ τα αρεστά στολίδια που μαζεύεις,
χορεύει στην περήφανη κοιλιά σου ερωτικά.
Η αίγλη που γύρω ο θαυμασμός ο εφήμερός σου στέρνει,
σπιθοβολά, φλόγα και λέει: «Ευλογημένη Αυτή!
Κι ο αλαφιασμένος εραστής, πάνω από ‘σε όταν γέρνει,
χαϊδεύεις, λες, τον τάφο του, σαν να ψυχομαχεί.
Ειτ’ έρχεσαι απ’ τον ουρανό, τον Άδη, τι με νοιάζει,
τι, Ομορφιά,, τέρας τρανό, αθώο, φοβερό,
αφού μάτι και γέλιο σου και πόδι σου με βάζει
σ’ άγνωστους κόσμους που αγαπώ χωρίς να τους ιδώ;
Σειρήνα ή Άγγελος, Θεός ή Σατανάς μπροστά μου,
ω, τι με νοιάζει, αφού μ’ αυτήν τη νεραϊδοματιά,
κάνεις- ω φως, ρυθμέ, ευωδιά, μόνη βασίλισσά μου!-
τη γη πιο ωραία και τη στιγμή λιγότερο βαριά;”
(Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, εκδ. γράμματα)

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Πιερ Πάολο Παζολίνι.


Αναρωτιέμαι τι μάνες είχατε.
Εάν σας έβλεπαν τώρα στη δουλειά
σ’ έναν άγνωστο για εκείνες κόσμο,
μπλεγμένους σ’ έναν κύκλο, που ποτέ δεν κλείνει,
από εμπειρίες τόσο διαφορετικές από τις δικές τους,
τι βλέμμα θα είχαν στα μάτια τους;
Εάν ήταν κοντά σας, την ώρα που γράφετε
το άρθρο σας, κομφορμιστές και πομπώδεις,
ή όταν το δίνετε σε συντάκτες που υπέκυψαν
σε κάθε συμβιβασμό, θα καταλάβαιναν άραγε ποιοι είστε;
Μάνες τιποτένιες, με τον αρχαίο φόβο
στο πρόσωπο, εκείνον που σαν κακό αλλοιώνει και θολώνει τα χαρακτηριστικά,
που τα απομακρύνει απ’ την καρδιά,
που τα κλείνει μες στην παλιά ηθική άρνηση.
Μάνες τιποτένιες, οι κακομοίρες, που ανησυχούν μήπως τα παιδιά τους δεν μάθουν καλά το μάθημα του εξευτελισμού: να βρουν μια θεσούλα, να είναι
προσγειωμένα, να μην προσβάλλουν τους προνομιούχους,
ν’ αμύνονται μπροστά στον οίκτο.
Μάνες μετριότητες, που έμαθαν
με κοριτσίστικη ταπεινοσύνη, για μας,
ότι διαθέτουμε ένα μόνο, ξεκάθαρο χαρακτηριστικό,
με ψυχές που μέσα τους ο κόσμος είναι καταδικασμένος να μην προσφέρει ούτε πόνο,
ούτε χαρά.
Μάνες μετριότητες, που δεν είχαν ποτέ
για σας ούτε μια λέξη αγάπης,
παρά μόνο μια αγάπη άθλια άφωνη,
ζωώδη, και μ’ αυτή σας μεγάλωσαν,
αδύναμους μπρος στα πραγματικά καλέσματα της καρδιάς.
Μάνες δουλοπρεπείς, συνηθισμένες από αιώνες να σκύβουν χωρίς αγάπη το κεφάλι,
να μεταδίδουν στο έμβρυό τους το αρχαίο, ντροπιασμένο μυστικό
της ικανοποίησης με τα αποφάγια της γιορτής.
Μάνες δουλοπρεπείς, που σας δίδαξαν
πώς μπορεί να είναι ευτυχισμένος ο δούλος μισώντας όποιον είναι, όπως εκείνος, αλυσοδεμένος, πώς μπορεί να είναι, προδίνοντας, ευτυχισμένος
και σίγουρος, κάνοντας εκείνο που δεν λέει.
Μάνες άγριες, που προσπαθούν να υπερασπιστούν εκείνο το λίγο που σαν αστές κατέχουν,
την ομαλότητα και το μισθό,
με τη λύσσα σχεδόν εκείνου που εκδικείται
ή που τον περιζώνει μια παράλογη πολιορκία.
Μάνες άγριες, που σας δίδαξαν:
Επιβιώστε! Να σκέφτεστε τον εαυτό σας! Μην λυπάστε και μη σέβεστε ποτέ
κανένα, να φωλιάζει μέσα σας το ένστικτο του αρπακτικού!
Να τες, τιποτένιες, μετριότητες, δουλοπρεπείς,
άγριες, οι μάνες σας!
Που δεν ντρέπονται να σας θεωρούν
– με το μίσος σας – πράγματι ανώτερους,
μιας και δεν είναι αυτή εδώ παρά μία κοιλάδα των δακρύων.
Μ’ αυτό τον τρόπο σας ανήκει αυτός ο κόσμος:
παρά τα αντίθετα πάθη σας
ή τις εχθρές σας πατρίδες,
εκείνο που σας κάνει αδέρφια είναι η βαθιά σας άρνηση
να είσαστε διαφορετικοί: να πάρετε την ευθύνη
του άγριου πόνου να είστε άνθρωποι.
1962
Πιερ Πάολο Παζολίνι.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Pia Zadora, When the rain begins to fall -

Όπως η άμμος μπορεί να γλιστρήσει
ανάμεσα από τα δάχτυλά σου
έτσι μπορούν και όλες οι μέρες σου
Καθώς αυτές οι μέρες περνούν θα με έχεις εκεί
να σε βοηθάει να βρίσκεις το δρόμο
Ο τρόπος που νιώθω με εσένα
ξέρω πως πρέπει να κρατήσει για πάντα
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα πιάσεις το ουράνιο μου τόξο στον ουρανό
και θα σε πιάσω αν πέσεις
ποτέ δεν θα χρειαστεί να με ρωτήσεις γιατί
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα είμαι η λιακάδα στην ζωή σου
ξέρεις πως μπορούμε να τα έχουμε όλα
και όλα θα είναι καλά.
Ο χρόνος περνά τόσο γρήγορα
πρέπει να έχεις ένα όνειρο
απλά για να κρατιέσαι από αυτό
όλα τα όνειρα αγάπης μου ξεκίνησαν
με την πραγματικότητά σου
εσύ και εγώ πιστεύουμε
ότι όλα τα όνειρά μας θα κρατήσουν για πάντα
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα πιάσεις το ουράνιο μου τόξο στον ουρανό
και θα σε πιάσω αν πέσεις
ποτέ δεν θα χρειαστεί να με ρωτήσεις γιατί
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα είμαι η λιακάδα στην ζωή σου
ξέρεις πως μπορούμε να τα έχουμε όλα
και όλα θα είναι καλά.
Μολονότι ο ήλιος μπορεί να κρυφτεί
ακόμη μπορούμε να δούμε
το φως που λάμπει για εσένα και για μένα
θα είμαστε μαζί όλα όσα μπορούμε να είμαστε
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα πιάσεις το ουράνιο μου τόξο στον ουρανό
και θα σε πιάσω αν πέσεις
ποτέ δεν θα χρειαστεί να με ρωτήσεις γιατί
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα είμαι η λιακάδα στην ζωή σου
ξέρεις πως μπορούμε να τα έχουμε όλα
και όλα θα είναι καλά
 Pia Zadora, When the rain begins to fall -

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΙΩΑΝΝΑ ΦΡΑΓΚΙΑ

ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΝΗ
Από μικρό παιδί ήταν ο καημός του, τα ταξίδια. Δεν είχε λεφτά η οικογένεια κι έκανε υπομονή, να βγάλει δικό του κομπόδεμα, να ταξιδέψει επιτέλους και να το ευχαριστηθεί. Αλλά πότε δεν έφτανε ο χρόνος, πότε δεν ταίριαζε ο τόπος. Ή έβρισκε αυτό που ήθελε αλλά δεν τον ενθουσίαζε η παρέα. Κι όταν όλα έδειχναν πως ήρθε η ώρα, κάποια ατυχία έμπαινε στη μέση που τον τρέλαινε, ξαφνικές υπερωρίες στη δουλειά, μια απροσδόκητη αρρώστια του παιδιού, μια υποχρέωση που δεν έπαιρνε αναβολή.
"Πότε λοιπόν θα ταξιδέψω;" έλεγε, και δεν πίστευε πώς διάολο γινόταν, ενώ ήθελε με όλη του την ψυχή να φύγει έστω για λίγο από όλους κι όλα, να κάνει ένα ταξίδι ονειρεμένο, χαρισμένο στον εαυτό του με τόση λαχτάρα, πώς γινόταν κι η ζωή του έβαζε συνέχεια εμπόδια! Κι έπειτα πάλι έκανε υπομονή, "θα μεγαλώσουν τα παιδιά", έλεγε, "θα πάρω και σύνταξη κι επιτέλους θα ταξιδέψω". Ήρθε κι αυτή η ώρα αλλά πάλι κάτι τύχαινε, θα έπρεπε να φυλάξει το εγγόνι, ή να δώσει τα φυλαγμένα λεφτά για την ικανοποίηση άλλων αναγκών, πιο σοβαρών. Ο χρόνος μίκραινε, ο χώρος στένευε κι εκείνο το ταξίδι δεν έλεγε να φανεί. Γύρω του οι άνθρωποι με χαρές και λύπες, με ανάγκες κι επιθυμίες, με βάσανα μεγάλα αλλά και μ' εκείνη την εξαιρετική τύχη να μπορούν πότε πότε να ταξιδεύουν... Κι αυτός, καρφωμένος λες από τη μοίρα, δεν μπορούσε να φύγει, ποτέ.
Πέρασαν όλα αυτά, λιγόστεψαν, μηδενίστηκαν οι υποχρεώσεις του. Παιδιά κι εγγόνια στη δική τους ζωή, η γυναίκα του στην αιώνια Ανατολή, οι περισσότεροι φίλοι χαμένοι... Κι αυτός, μεγάλος πια, με καλή υγεία, ανεξάρτητη ζωή και κομπόδεμα που έφτανε για πολλά ταξίδια, με κοίταξε παράξενα χθες βράδυ που τον ρώτησα, γιατί επιτέλους δεν ταξιδεύει τώρα, που όλα τα θέματα είναι λυμένα, που κανείς δεν χρειάζεται ούτε αυτόν ούτε τα λεφτά του, που μπορεί επιτέλους να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
"Μα τώρα" είπε γλυκά, "ζω με τις αναμνήσεις μου. Κι αυτές δεν θα φύγουν ούτε στο πιο μακρινό ταξίδι... Όλα πια είναι άυλα, άχρονα. μια σκόνη μέχρι τα αστέρια. Μια αστερόσκονη που με τυλίγει και μου κρατά συντροφιά. Πώς να φύγω απ' αυτές;" 
"Άρα όπου και να πας, θα συνεχίσουν να σου κάνουν παρέα" είπα παραξενεμένη. "Κι όταν γυρίσεις, πάλι μαζί σου θα είναι". 
"Δεν την έχω αυτή τη σιγουριά. Αν εκεί, στα μέρη τα μακρινά, θελήσει κάποια από αυτές να μείνει; Αν παρασύρει μαζί της κι άλλες κι αναγκαστώ να γυρίσω πίσω, μόνος; Πώς θ' αντέξω χωρίς τις αναμνήσεις μου;"
Κάτι στο βλέμμα μου τον έκανε να χαμογελάσει, μ' εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο που σχηματίζεται καμιά φορά στους ηλικιωμένους ανθρώπους.
"'Οχι, δεν έχασα τα λογικά μου, αλλά μη ρωτήσεις τίποτε άλλο. Το ταξίδι έγινε κιόλας, κι ήταν όλη μου η ζωή. Χόρτασα διαδρομές, πήρα όλα τα ρίσκα και τα έβγαλα πέρα, καραβοτσακίστηκα στις υποχρεώσεις και στις απώλιες κι έζησα τις πιο εξαίσιες ανατολές του ήλιου στα χαμόγελα των παιδιών μου. Ανέβηκα στις απάτητες βουνοκορφές κι είδα όλη μου τη ζωή στον κάμπο απλωμένη, πότε στο λιοπύρι και πότε στη χιονοθύελλα. Όλα, φαίνεται, έπρεπε να γίνουν αναμνήσεις για να ζωντανέψει επιτέλους η μαγεία του ταξιδιού"...

Ιωάννα

















ΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ 

Το φως που τον έλουσε, ποτέ δεν έπεσε επάνω της. Τη νίκη του στον πόλεμο με το τέρας, ποτέ δεν τη μοιράστηκε μαζί της, κι ας ήταν παραπάνω από βέβαιο πως δεν θα γλύτωνε χωρίς τη βοήθειά της. 
Με την πρώτη ματιά, ο έρωτάς της. Οι σκέψεις της γόνιμες, γρήγορες, πώς να τον σώσει, όχι μόνο από τον κατά συρροή δολοφόνο αλλά κι από τον ίδιο της τον πατέρα, που είχε αποφασίσει την καταδίκη του. 
Το ερωτευμένο της βλέμμα δεν κατάλαβε πως ο ευνοημένος της υπηρετούσε μόνο τον εαυτό του. Στις πρώτες γλυκές του ματιές, στις πρώτες υποσχέσεις να την κάνει βασίλισσα, αυτή παραδόθηκε ταγμένη στο πάθος της. 
Κι όταν εκείνος νίκησε χάρη στη συμβουλή της, την έβαλε στο καράβι για Αθήνα κι έπειτα την ξεφορτώθηκε με τον πιο γνωστό τρόπο που έχουν οι απατεώνες από καταβολής κόσμου: "Λυπάμαι, εντολή άνωθεν" της είπε. "Ήρθε στον ύπνο μου ο θεός Διόνυσος, σε θέλει, λέει, για γυναίκα του. Τι να κάνω εγώ, ένας κοινός θνητός;"
Την παράτησε στη Νάξο, έτσι όπως πετάνε τη σαβούρα, για να συνεχίσουν ανάλαφροι το ταξίδι. Τι να το κάνει η Αριάδνη το παράσημο της Ιστορίας; Η φριχτή προδοσία της μαύρισε τη ζωή, μέχρι το τέλος...

Ιωάννα
Η φωτογραφία είναι από : https://elina11.wordpress.com/


ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΓΚΑΚΙ


Τα παγκάκια μου προκαλούν παράξενα συναισθήματα. Μιλούν τη γλώσσα όλων των ανθρώπων που κάποτε φιλοξένησαν. Άβολα, σκληρά, αλλά γι' αυτό ικανά να αντέχουν το βάρος, τις σκέψεις, τους έρωτες και την οδύνη, τη μοναξιά, τον ύπνο και το μεθύσι, την χωρίς ελπίδα προσμονή πως σ' ένα από αυτά, το δικό μου, θα έρθεις κάποτε να κάτσεις κι εσύ. Κι ας μη μιλάς. Τρελαίνομαι κάθε φορά που ακούω τους φίλους μου να λένε πως είναι χειρότερη η μοναξιά όταν ο άλλος είναι δίπλα, παρά η άλλη, η απόλυτη μοναξιά. Δεν ξέρουν τι λένε, στο υπογράφω, το κρύο χέρι της απόλυτης μοναξιάς δεν το έχει ούτε ο πιο βαρύς χειμώνας ανάμεσα σε δυο καρδιές που εξακολουθούν να πάλλονται, άσε που πάντα λαγοκοιμάται η ελπίδα πως, αύριο, ίσως ν' ανέβει λίγο ο υδράργυρος, να πεταχτούν επιτέλους τα νέα μπουμπούκια, σημάδι πώς όλα δεν έχουν ακόμα χαθεί. 


Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως έχω παραιτηθεί, εδώ θα κάθομαι, περιμένοντας τι; Τίποτα. Αλλά ένα παγκάκι στην άκρη της πλατείας είναι από μόνο του φλύαρο. Αυτή η σκληρή κι άβολη παρέα θα μου κρατάει συντροφιά, και τι δεν θα 'χει να εκμυστηρευτεί απ' τη ζωή του...


Ιωάννα

ΓΛΥΠΤΙΚΗ
Όλη νύχτα την έπλαθε, πόσο δύσκολο ήταν να σμιλέψει το υπέροχο πρόσωπό της, τα εκφραστικά μάτια, τα φιλήδονα χείλη.... Όλο του ξέφευγε αυτή, κάτι έλειπε, δεν είχε η άμμος την απαραίτητη συνοχή, κι ας είχε βάλει την ιδανική ποσότητα νερού. Κοντά στο ξημέρωμα ένιωσε κούραση αφόρητη, τα δάχτυλά του έτρεμαν, φώναζε η ερημιά του, ακόμα μια αποτυχημένη προσπάθεια να πλάσει τη λατρεμένη μορφή. Ξέσπασε, καλά που δεν έβλεπαν, τι θα έλεγαν, άντρας δυο μέτρα και να κλαίει πάνω από μια μπάλα άμμου... Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν πάνω στο μισοτελειωμένο έργο. Το πρόσωπο της γυναίκας ζωντάνεψε, τα μάτια ανοιγόκλεισαν, τα χείλη μισάνοιξαν και βγήκε πνοή. Πρώτη του φορά ένιωσε πως είχε χαθεί χρόνος πολύτιμος, μην έχοντας ποτέ πριν σκεφτεί πως μια γυναίκα θα ήταν έτοιμη να ζωντανέψει μπροστά στην ειλικρινή, απόλυτη παράδοσή του.
Ιωάννα

EΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Κάτι μέσα στο μαγικό κι εύθραυστο κουκούλι του έρωτα, λες και κυοφορεί το σπέρμα της αθανασίας. "Για πάντα..." λένε τα ερωτευμένα χείλη, αλλά δεν είναι για πάντα. Μια ίωση είναι, θα έλεγαν οι πιο κυνικοί, που άλλοι την περνούν ανάλαφρα κι άλλοι βασανίζονται μέχρι τον θάνατο να την αποτινάξουν, αν τα καταφέρουν.

Είναι όμως κι ο άλλος έρωτας, ο ανεκπλήρωτος. Ολέθριος, τυραννικός, κάνει τα θύματά του να εκλιπαρούν την εκπλήρωση, έστω φευγαλέα, ένα άγγιγμα χωρίς καμία αθωότητα, μια λέξη με ξεκάθαρο νόημα, ένα παθιασμένο φιλί, κάτι χειροπιαστό τέλος πάντων, να βυθιστούν στην άβυσσο της αιωνιότητας... κι ας σβήσουν όλα, μετά. Φτάνει να έχουν επιτέλους καταχωρίσει στο αρχείο πώς κάποτε, κάποιος, τους έκανε να νιώσουν αθάνατοι.

"Για πάντα, δικός σου" έγραφε το σημείωμα που έριξε τυχαία ο άνεμος απ' το ανοιγμένο παράθυρο. Η υπηρέτρια του διάσημου ζωγράφου το κράτησε κι έμεινε ακίνητη. Αν ήταν άλλη, μπορεί να χαμογελούσε ή να παθιαζόταν, ποιος να 'γραψε τέτοια κουβέντα, σε ποια, μήπως στην ίδια; Μήπως ο μεγάλος μαίτρ σκέφτηκε κάτι τόσο ρομαντικό για την εξομολόγησή του; Παιχνίδι του ανέμου ή πεπρωμένο;

Όμως αυτή δεν άφησε τα πόδια της να ξεκολλήσουν απ' τη γη. Δεν επέτρεψε ούτε για μια στιγμή στα βλέφαρά της να κλείσουν και να πλάσουν το ζητούμενο. Γνώριζε πως ο μαίτρ δεν θα γυρνούσε ποτέ να την κοιτάξει, αλλιώς. Κι ούτε κατάλαβε ποτέ, πετρωμένη όπως διάβαζε και ξαναδιάβαζε, πως εκείνος είχε μισανοίξει την πόρτα του ατελιέ και την κοιτούσε χαμογελώντας.
Ιωάννα