προς το κυανό διάστημα
για να περιπατείς τα βράδια
χαμογελώντας πλάι στην Ευρυδίκη
κάτω απ’ τους έναστρους θόλους
του άφθαρτου θέρους.
Όμως, αδελφή μου,
δε δύναμαι άλλο.
Το άπειρο συνέτριψε
το στιλπνό του τόξο
στο μέτωπο μου
και στροβιλίζομαι
στην άπειρη Στιγμή
θρυμματισμένος και αδαής.
Η φωνή μου ναυάγησε.
Η σκέψη μου μάδησε
τα τελευταία της άνθη.
Μονάχα με λυγμούς
αρθρώνω το άσμα σου.
Δεν τολμούν
μήτε ο πόνος μήτε η έκσταση
με ματωμένα χείλη να ψελλίσουν
τ’ όνομα σου.
Πάνω στη χλόη τ’ ουρανού
η Ρούθ γονατίζει
για να προσευχηθεί στα πόδια σου.
Τα λευκά περιστέρια
των παιδικών ονείρων
χαμοπετούν στους κάμπους
του δικού σου χαμόγελου.
Οι ρεμβασμοί των σοφών
δεν αναρριχήθηκαν ποτέ
ως τα κράσπεδα
του σεπτού μεγαλείου σου.
Οι ποιητές που ατμίστηκαν στο φως
Αναγνωρίζουν στο φως του προσώπου σου
των στίχων τη μηδαμινότητα.
Μόνο η μεγάλη Σιωπή
μ’ ένα κρίνο στα χέρια
θωπεύει την κυρτή σου ράχη
που ύψωσε ως τον κόρφο του Θεού
τους οικτιρμούς των ανθρώπων,
ενώ οι γαλάζιες νύχτες
ακινητούν σε κατάνυξη
δακρύζοντας άστρα.
Αδελφή μου,
διπλώνω τα φτερά μου
λυγίζω το σώμα
για ν’ ασπασθώ
τις άκρες των γυμνών ποδιών σου.
Ευδόκησε να πραϋνθεί το πνεύμα μου
για να ψάλω τον ύμνο που αρμόζει
σε σένα, αδελφή μου,
αδελφή όλου του κόσμου.
ΤΑ ΛΕΥΚΑ χέρια σου
που άλειφαν μύρα τις πληγές μας
τώρα σφαδάζουν δεμένα πισθάγκωνα
στο σταυρό του κορμιού σου
σα νάταν, αδελφή μου,
χέρια ληστών.
Το λιγνό σώμα σου περιτυλίγεται
τον τεφρό μανδύα της αλλοφροσύνης.
Τα μάτια σου απομείνανε
δυό πύργοι γυάλινοι, ακατοίκητοι
και μέσα τους γυρνούν αδέσποτες
οι σκιές του παρελθόντος.
Αδελφή μου,
πως μ’ εγκατέλειψες τα μεσάνυχτα
να ψάχνω δίχως λύχνο
ν’ ανακαλύψω τα ίχνη
των απωλεσμένων βημάτων σου;
Βύθισε με και μένα
στο ίδιο σκότος
να μην ακούω τις σάλπιγγες
των κραυγών σου
που μετρούν τους αμέτρητους τάφους.
Ανατίναξε στο άπειρο
τους βολβούς των ματιών μου
για να μη βλέπω
τα δεμένα σου χέρια.
Στρέφω την όψη παντού
και θωρώ μόνο εσένα.
Επικαλούμαι
της ομορφιάς την καλοσύνη
να μ’ ελεήσει μια στάλα δροσιάς.
Όμως κανείς δεν αποκρίνεται
στις παρακλήσεις
των ηττημένων λαών....
{..................}
ΑΔΕΛΦΗ μου, σούχα τάξει
να σου φέρω τ’ αθάνατο νερό.
Σούχα τάξει να ρίξω τον ήλιο
στην ποδιά σου.
Τώρα κραυγάζεις:
«Αδελφέ μου, διψώ′
πούναι τ’ αθάνατο νερό
να ξεδιψάσω;
Αδελφέ μου, κρυώνω′
πούναι ο ήλιος
να ζεστάνω τα χέρια μου;»
Και μένω ασάλευτος κι ανήμπορος.
Εγώ που περιπλανήθηκα
στους ουρανούς
δε δύναμαι να διατρέξω
μια σπιθαμή γης.
Κάτω απ’ το χιόνι ακούω
τις ρίζες του παλιού μας κήπου
να με δένουν στο χώμα.
Κ’ έχω ξεχάσει να βαδίζω.
Σκύβω πάνω απ’ το χάος
της ψυχής σου
γεμάτος δέος.
Τ’ άστρα συγκρούονται
στους βυθούς των ματιών σου
κ’ οι μάχες των θεών
ματώνουν τα σπλάχνα σου.
Πώς να πλάσω την πυρκαϊά σου
σε ψυχρή προτομή νηνεμίας;
Είχα πιστέψει κάποτε στον ουρανό,
μα εσύ μούδειξες
τα βάθη της θάλασσας
με τις νεκρές πολιτείες
με τα λησμονημένα δάση
με τους πνιγμένους θορύβους
Και τώρα ο ουρανός βυθίστηκε
-πληγωμένος γλάρος-
μέσα στη θάλασσα.
Το χέρι μου που σούχτιζα
γεφύρι της αβύσσου
γκρεμίστηκε.
Κοίταξε με,
πόσο γυμνός και πόσο αθώος
κείτομαι εμπρός σου.
Κρυώνω, αδελφή μου.
Ποιος θα μας φέρει πια τον ήλιο
να ζεστάνουμε τα χέρια μας;
Σωπαίνω κι αφουγκράζομαι.
Κανείς δεν περνά
στο νύχτιο δρόμο.
Τ’ άστρα ναυάγησαν
στα σκουριασμένα μάτια
του μαδημένου αετού
που ταλαντεύεται στο χείλος
των σκοτεινών επάλξεων.
Τα δεμένα σου χέρια
φράζουν την έξοδο.
Μόνο η φωνή σου περιτρέχει
τους διαδρόμους της νύχτας
χτυπώντας το μακρύ της ξίφος
πάνω στις πλάκες.
ΠΗΓΗ
https://tipota3.blogspot.gr/2013/07/28-1937-1936-23-tanea.html