Share

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Μιχάλη Σταφυλά - "Ευρυτανία" (1962)



"Ποτέ δεν απόσωσες ακέριο
εν΄ άσπρο καρβέλι χαράς
στη ζωή σου
κι’ η ξερή μπομπότα της πίκρας σου
έδωσε το χρώμα της στα παιδιά σου.

Σε ποιο βράχο απίθωσες τα όνειρά σου
και ξέχασες το μονοπάτι που σ’ οδήγησε ;
Σε ποια κρυόβρυση του βουνού σου
πλένεις τις λαβωματιές σου με τις πετροπέρδικες
και δεν αφίνουν σημάδια
τα αίματά σου ;
Σε ποιο πηγάδι της καρδιάς σου
βυθίζεις τον πόνο σου
για να δείχνεις ήσυχος σαν το γιαλό
που καρτεράει Γενάρη ν’ αγριέψει ;

Βοήθεια ! Βοήθεια ! Βοήθεια !
Αυτό δεν είναι κραυγή που ζητάει
ένα χέρι σωτηρίας
είναι μια πανάρχαιη επίκληση
του τόπου σου
που κόλλησε στις στουρναρόπετρες
και μπαίνει στα θεμέλια των σπιτιών
στις φωνές των τσοπάνων
και στα τραγούδια των γεωργών
που σπρώχνουν το σιδερένιο υνί
του παρελθόντος
ίσια στην καρδιά του μέλλοντος…

Βοήθεια ! Φωνάζουν τα νηογέννητα
που στριφογυρίζουν αλευρωμένα
στην ανάποδη ενός σαμαριού.
Βοήθεια ! Τα μαθητούδια που γράφουν
με τον κοντυλοφόρο του μνημονικού τους.
Βοήθεια ! Τα παιδιά που κινάνε
να ξενοδουλέψουν στις πολιτείες
μ’ έναν τρουβά γιομάτον νοσταλγία
και ξερό ψωμί
Βοήθεια ! Αυτοί που μένουν. Αυτοί που φεύγουν
για την ξενητειά ή για τον κάτω κόσμο

Βοήθεια ! Βοήθεια ! Βοήθεια !
Μπήκε στο αίμα τους και κυλάει η επίκληση.
Μπήκε στην καρδιά τους και χτυπάει ρυθμικά
ταξιδεύει με το υπομονετικό γαϊδουράκι
γκρεμίζεται στις σάρες και τις γιδόστρατες
πέφτει απ’ τα δέντρα που κόβει κορφάδες
για τα ζωντανά
χάνεται στα ξένα αναζητώντας
ένα φτηνό μεροκάματο
Μπαίνει στα γράμματα και σφραγίζεται
με το βουλοκέρι της πίκρας :
«υγείαν έχω
μα δεν έχω να στείλω λίγη καφοζάχαρη
για τη βάβω...

Μ’ όλα αυτά, αδερφέ μου ευρυτάνα σκύβεις μονάχα
να πιείς το νερό της πηγής
ή για να βάλεις τ’ αυτί σου στο χώμα
και ν’ αφουγκραστείς
το περπάτημα των Νέων Καιρών
που έρχονται
μες απ’ τις αντάρες της φτώχειας σου.
Κυτάζεις τον ήλιο
μες απ’ τα φυλλώματα του γεροπλάτανου
που κάποτε κρέμαγες τ’ άρματά σου
για να χτυπήσεις τον τύραννο.
Κυτάζεις τον κόσμο απ' το ξάγναντο
της σκέψης σου
και κρατάς στα ροζιασμένα σου χέρια
το βοσκοράβδι και την τιμή της πατρίδας.
Κρατάς τα παράσημα των αγώνων σου
και τις πίκρες των διωγμών σου.
Τυλίγεις τα λαμπερά μετάλλια
εξαίρετων πράξεων
στα «εντάλματα συλλήψεως
δι’ οφειλάς προς το δημόσιον»

Σ’ εσένα κανένας δεν οφείλει τίποτα.

Κρατάς τα ξέφτια των ελπίδων σου
ραμένα στα κουρέλια των παιδιών σου.
Κρατάς τη σημαία της Λευτεριάς
περασμένη μες απ΄ τα κάγκελα
της αόρατης φυλακής σου.

Βοήθεια ! Για να σταθείς στα πόδια σου
και ν΄ αντικρύζεις τον ήλιο
για να κρατήσεις το ταμπούρι σου
για να κρατήσεις την Ιστορία σου
για να κρατήσεις……

Θέλω να μιλήσω για σένα
αδερφέ μου
μα το μολύβι μου σκοντάφτει
στη σκληρή σου απόφαση
και στη σκληρή σου ζωή.

Το αίμα αχνίζει ακόμα
και σηκώνεται με τις πρωινές ομίχλες
οι καπνοί των εμπρησμών
φουσκώνουν
τα πλεμόνια των ανθρώπων.

Τα σπίτια πέφτουν
οι καρδιές πέφτουν
οι μέρες πέφτουν
τα ελάτια μένουν μονάχα όρθια.
Είδαν πολλά και ξέρουν
πως ο ήλιος δε θα πάψει
να βγαίνει απ’ την ψηλότερη κορφή
του Βελουχιού.
Είδαν πολλά
κι οι σφαίρες απ’ τα καρυοφύλλια
τους γκράδες και τα τόμιγκαν
ειν’ ακόμα καρφωμένες απάνω τους.
Στις ρίζες τους κουλουριάστηκαν
φωνές θριάμβου
και φωνές απόγνωσης.
Οι ρίζες τους ποτίστηκαν
με πολλή βροχή και με πολύ αίμα…

Πως να μιλήσω λοιπόν αδέρφια μου
που με πνίγει το παράπονο
για τις μέρες που πέρασαν
αρματωμένες
και τράβηξαν για νάβρουν καταφύγιο
σαν τις θεές στον καινούργιο τους Όλυμπο;
Πως να μιλήσω που με πνίγει
το παράπονο
σα βλέπω τα γιατάκια των κλεφτών
πεντάρφανα
κι ούτε δυο πέτρες σωριασμένες
πουθενά
-που να βρεθεί λίγο μάρμαρο
και λίγη στοργή ; -
κι ούτε μια πλάκα
μ' ένα όνομα και μια ημερομηνία
για τόσους ήρωες που πέθαναν
χορτασμένοι από μπαρούτι
κι Αγώνα

Δεν ήτανε τούτοι δώ οι χωριάτες
από τζάκια
κι’ ούτ’ είχανε φλουριά κι’ ονόματα
μια καρδιά είχαν
και την έδωσαν στην πατρίδα
Μιά δύναμη
και την άφησαν να τρέξει
απ’ τις λαβωματιές τους.
Κι’ έτσι δε μόλεψε η πατούσα του τυράννου
τον τόπο που έμειν’ Άγραφος
για πάντα…

Όσο θυμάμαι τα παληά
μωρές αδέρφια μου
ψηλώνω σαν τις βουνοκορφές
βλέπω τον κόσμο με περηφάνεια
η καρδιά μου ξεπετάγεται
απ’ το στήθος μου
και γίνεται πολεμική σημαία
καρφωμένη στο κοντάρι της Ελπίδας.

Εδώ πάνω θάθελα να πεθάνω
-σαν έρθ’ η ώρα-
ατενίζοντας τον κόσμον από μακρυά
στη ρίζα ενός θεόρατου ελατιού
φτάνει να βλέπω τ’ άρματα του Κατσαντώνη
κρεμασμένα στα κλαριά του,
που φαίνουνται σα θεώρατα χέρια
ενώ προσπαθούν ν’ αγκαλιάσουν
τους ανθρώπους…

Εδώ ο βοσκός αποκοιμιέται
με τραγούδια και παραμύθια
που ξεπετάγουντ' απ' τον τόπο γύρα
κι απ' την καρδιά του
και πλημμυρίζουν το καλύβι του
ως γέρνει να ξαποστάσει
αφήνοντας δίπλα στο γωνολίθι
τις έγνιες του
που τον βαραίνουν ολοχρονίς.
Εδώ, ο τόπος διηγιέται ιστορίες
σαν το γεροπαπούλη
που κρατάει τ' αγγόνι του
στα γόνατά του
και λέει για τη ζωή του την παληά
πιότερο για να θυμηθεί πως έζησε...

Εδώ, ο τόπος δείχνει τις φρέσκες
λαβωματιές του
ανοίγοντάς τες σαν ένα τριαντάφυλλο
που το δίνει να το μυρίσουν
οι γενηές που έρχονται.
Εδώ, οι άνθρωποι
είναι φτωχοί και περήφανοι,
δε ζητιανεύουν
παρά το δικαίωμά τους στη ζωή
μπροστά σε μια κρύα καρδιά
που σφίγγει με θέρμη
το πορτοφόλι της...

Εδώ μιά φτωχιά μάνα
δίνει στα παιδιά της
λίγο γάλα και πολύ αίμα
απ’ το στραγγισμένο της στήθος
την έχουν κλείσει όξω απ’ την πόρτα
του Αιώνα
και προσπαθεί να μπει
από μια κρυφή πορτούλα στο μέγαρό του
αν και της πρέπουνε τιμές
απ’ τις μαρμαρένιες σκάλες.
Εδώ είναι μια μάνα
που αγωνίζεται για όλα τα παιδιά
του κόσμου…

Έχω κλεισμένο στην καρδιά μου
ένα ηλιοβασίλεμα του χωριού
ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα
σαν το χάδι της μάνας μου
ή σαν το κρυφό δάκρυ της αγάπης.

Έχω κλεισμένη στην καρδιά μου
μιάν απόκοσμη βραδυνή σιγαλιά
που την ταράζει μονάχα
το μακρυνό βούϊσμα ενός ποταμιού
καθώς τραβάει ασταμάτητα
το δρόμο του προς τη θάλασσα.
-Είχα πάντα την παραίσθηση
πως είναι φωνές ανθρώπων
που έρχονται ή πνίγονται... -

Έχω ένα απαλό πρωινό
στην καρδιά μου
όντας γυρίζουν οι κοπέλλες του χωριού
απ' το λόγγο
ζαλιγκωμένες ξύλα κι όνειρα.

Έχω μιαν εκκλησσούλα
σε κάποιον Πλατανιά
που ανταμώνουν οι ξενιτεμένοι
με τις αναμνήσεις τους
κάθε δεκαπενταύγουστο,
μπροστά στην πολυκαιρισμένη εικόνα
μιας φτωχιάς Παναγίας...

Η καρδιά μου είναι γιομάτη
από βουνά νοσταλγίας
μέσα στον απέραντο ζεστό κάμπο,
γιομάτη από αναμνήσεις
πλυμένες στις κρυόβρυσες
που χάνονται μέσα στα σύδεντρα
σαν τ' αρνάκια
που κυνηγάνε το χλωρό χορτάρι
στην κάψα του καλοκαιριού.

Μοσχοβολιά ελατίσια
αναδίνουν οι αναμνήσεις μου
καθώς σιγοπερπατάνε
δίπλα στις σάρες που χάσκει ο θάνατος

Τα ροζιασμένα χέρια των αδερφών μου
-χιλιάδες χέρια-
υψώνουνται στο άπειρο
κρατώντας ένα μπουκέτο ελπίδες
ή αδειανά από ελπίδες,
καθώς ενώνουνται ν’ ανεβάσουν
τα βουνά τους ψηλότερα.

Οι καβαλάρηδες τρέχουν πέρα – δώθε
στους πυρπολημένους λόφους
σηκώνουν ένα περιστέρι
στα χέρια τους
σηκώνουν ένα νέο παιδί,
σηκώνουν την αγωνία τους
κεντημένη σ’ ένα άσπρο πανί
που τυλίγουν το λιγοστό ψωμί τους.

Χελιδονάκι μου, καλό μου χελιδόνι
που χτυπάς την πόρτα της άνοιξης
που φέρνεις τη χαρά της ζωής
κι’ ανοίγεις τα φύλλα της καρδιάς μας
στο ζεστόν ήλιο.
Έλα χελιδονάκι της προσδοκίας
να κεντήσεις με το ράμφος σου
ένα σημάδι χαράς
στο σκισμένο πουκάμισο
του αδερφού μου
ένα σημάδι πάνω απ’ το μέρος
της καρδιάς του
που χτυπάει καρτερώντας
μια μέρα δίχως βροχή,
μιαν άσπρη μέρα…"


(Πηγή Vasilis Siorokos
προς ftelia-evrytanias.blogspot.com).

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, χαμογελάει, εσωτερικός χώρος

Patmos-Painting Aivazovsky Music C.Tsiantis

Διονύσης Σαββόπουλος - Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν



Μουσική - στίχοι - πρώτη ερμηνεία:
Διονύσης Σαββόπουλος
Δίσκος: Μην πετάξεις τίποτα (1994)
Μέρες καλύτερες θα `ρθούν, το λέει το ένστικτό μου,
αυτό το κάτι μέσα μου, το εντελώς δικό μου.
Χαράζουνε τα πρόσωπα, τα βλέμματα γλυκαίνουν
γιατί ταλαιπωρήθηκαν και τώρα το μαθαίνουν.
Κι αυτοί που μας πληγώσανε, καθώς το φως τελειώνει,
αισθάνονται την μοναξιά που Έλληνες ενώνει
Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους,
το χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους.
Γιατί είν' η αγάπη δόσιμο και δάκρυ που ματώνει
και πόρτα μισοσκότεινη κι απ' έξω μας κλειδώνει
Ώσπου η δόλια η φωνή να βρει τη ρίζα εκείνη
που χάσαμε κι εγώ κι εσύ σαν Φραγκολεβαντίνοι
Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια Δύση πάντα
που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ' το τριάντα,
την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι
στου Καζαντζίδη το λυγμό και στου Παπαδιαμάντη.
Μέρες καλύτερες θα `ρθούν, το νιώθω στ' αεράκι.
Εκείνο το καρύδι σπάει· άκου και τ' αηδονάκι.
Του πάει το ντέρτι κι ο καημός, η λύπη τού ταιριάζει
μα θέλει και το φάρμακο. Ποιος το `χει; Το μοιράζει;
Κι εμείς που αριστερίσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;
Εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος.
Και βούλιαξε στο χείμαρρο, στο δίκιο του πνιγμένο,
και ξάφνου βγήκε απ' τα κλαδιά της πίστης φωτισμένο.
Μέρες καλύτερες θα `ρθούν, τίποτα πια δε σβήνει
τη δίψα, τη λαχτάρα μου, την εμορφιά μου εκείνη
που μου `γινε πατρίδα μου, πόλη μου και θεός μου,
ματιά που με κομμάτιασε να ξαναβρώ το φως μου.
Κι αφού τελειώνει η βραδιά, αντίς για καληνύχτα
μαζί ας ταξιδέψουμε στη φλογισμένη νύχτα,
γελώντας και δακρύζοντας για κείνο το ακρογιάλι
να στρώσω να πλαγιάσουμε κεφάλι με κεφάλι.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ~Αφιέρωμα στον Λίνο Κόκοτο (Τεχνόπολη live)

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

Δημήτρης Παπαδημητρίου - "Συννεφιά" / Dimitris Papadimitriou - "Cloudiness"

Mikis Theodorakis - REQUIEM - Larissa, 28.10.1985

Atomic Love | Ithaka | Official Video

You are with me / V. Tsabropoulos, N. Karantzi / Album "Eleison"


Ψαλμός κβ´ (22ος) - Κύριος ποιμαίνει με 

Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει. 

εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με,

τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. 
ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ· ἡ ῥάβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν. 
ἡτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν, ἐξεναντίας τῶν θλιβόντων με· ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου, καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον.
καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.

VASSILIS TSABROPOULOS The Secret Wish

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019

ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ



Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης **
Μουσική - Ερμηνεία: Μίκης Θεοδωράκης
Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.
Παλληκάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.
Παλληκάρι χλωμό
σ' ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π' αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΜΝΗΜΗ του Ανδρέα Α. Αρτέμη

Guns N' Roses - November Rain HQ

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Ο πειρασμός, του Πιερ Πάολο Παζολίνι

Βλέπω τη ζωή που έζησα
κάτω από το σημάδι μιας αλήθειας άγνωστης
έτσι, που όλη χάνεται
κι όλη πάνω μου θα ξαναπέσει…
Ήρθα από μακριά
από το άγνωστο, σχεδόν στην καρδιά
στον χρόνο, σχεδόν αισθάνομαι ήδη
τον τρόμο εκείνου που πεθαίνει…
Κι είναι ανέγγιχτη ακόμα η ζωή μου.
Ακόμα την ονειρεύομαι, τη χάνω.
Από άγνωστο σε άγνωστο είναι ατέλειωτη
η φυγή στον χρόνο της νεότητας
σ’ έναν άκτιστο χρόνο που σκορπίζει
στις μέρες που έζησα στο όνειρο.
Στο όνειρο που ο αγνός το νομίζει
για παιχνίδι με το κακό και τη συγχώρεση.
Ήρθα αγνός στη ζωή.
Όσο περισσότερο αμάρτησα, τόσο πιο άδολος
κι άφοβος έπαιξα την παρτίδα.
Χαμένη ή κερδισμένη, άλλο τόσο επιμένω.
Μετάφραση Κωνσταντίνος Μούσσας από τα άπαντα του Παζολίνι Bestemia
 (Poesie Disperse σελ. 1657)

Μαρία Φαραντούρη - Antonito El Camborio 1 - Μ. Θεοδωράκης



Ποίηση: Federico Garcia Lorca.
Ποιητική απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Κάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς και στη Σεβίλλια πάει.
Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαμψός από του φεγγαριού το φως.
Κάποτε λίγο σταματά, κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει και να το χρυσαφώσει.
Εκεί στης ακροποταμιάς το μονοπάτι να, τον φτάνουν
κάτω απ' τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.
Αποβραδίς η ώρα οχτώ τον σέρνουν σε κελί μικρό
απέξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί και βλαστημάνε.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Ηέλτιος- Α1

Βαθιά άκρατα μεσάνυχτα.
Πάνω λαμπυρίζουν τ’ άστρα κι απλώνεται γαλακτόχρωμος ο  ουράνιος
ποταμός.
Αίφνης κατακόρυφα, 
πάνω από το μνήμα του Εμπειρίκου* 
μυστήρια ταραχή ταρακουνάει τ' άστρα κι οξύ βέλασμα βγάζει
ο Μέγας Κριός.
Μακάριοι οι αγρυπνούντες και ακούσαντες 
ότι αυτοί σωθήσονται.

Το πρωί, όσοι κίνησαν ν’ ανεβούν τον Όλυμπο
και  σκέφτηκαν την ανηφόρα κοντοστάθηκαν
κι είπαν  να μείνουν στις ταβέρνες χαμηλά, τα καφέ
και τα σφαγεία.
24-10-2019

*''εν βέλασμα που όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα''.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Το Μέγα Βέλασμα

Anna Magnani - Dicitencello Vuje



You tell her this

Tell it to her, to this friend of yours
that I lost my sleep and my thoughts,
that I'm always thinking of her
that she’s my whole life,
and there’s something I’d like to tell her myself
but I don't know how to tell her
 
[Refrain:]
I love her a lot,
I love her more than a lot.
You tell her this
I won’t ever forget her,
she’s a passion,
stronger than a chain
that torments my soul
and doesn’t let me live
 
Tell her that she’s a rose of May,
that is much more beautiful than a sunny day.
From her lips
that are fresher than violets
I still want to hear
That she’s in love with me
 
(refrain)
 
A glistening teardrop is about to fall,
tell me for a moment, who do you think of?
With such sweet eyes
thyself alone is staring at me.
Let’s do away with these masks
let us speak the truth
 
I love you a lot,
I love you more than a lot.
It’s you this chain
that will not ever break.
Gentle dream
my flesh is yearning for,
I seek after you like the air,
I need you in order to live
https://lyricstranslate.com

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Νικηφόρος Βρεττάκος ποίηση 1.



Ποίηση: Νικηφόρος Βρεττάκος
Απαγγελία: Ανέστης Κιουρκτσίδης Mουσικός αυτοσχεδιασμός στο πιάνο: Δημήτρης Δημητρίου
Επιμέλεια ήχου: Νίκος Νικολαϊδης
Τὸ παιδὶ μὲ τὴ σάλπιγγα
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου. Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ. Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων.
Ἐγὼ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!
Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!
Σοῦ στήνω μία καλύβα
Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς,ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι, μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,
νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!

Εμπειρίκος-Πυρσός Λαμπρός του Υπερτάτου Φαροδείκτου

Το να είσαι ανοιχτός, δεκτικός και να εκτίθεσαι στους κινδύνους της δημιουργίας της αυτοσχεδιαστικής μουσικής...


1 λεπτό

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Σεπτέμβριος • Ορφέας Περίδης



Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
το φεγγάρι ονειρόπολο σ' ένα κρύσταλλο, ένα θολό

Γελαστοί θεατές του αόρατου θιάσου
στην ηχώ των ποιημάτων, στην αυλή είναι των θαυμάτων

Τραγουδάει ο χορός έναν ήλιο φωτεινό
το τραγούδι λέει των άστρων, των απόρθητων των κάστρων

Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
είναι οι ψυχές κρατήρες, οι αποταμιευτήρες

Ανδρέας Εμπειρίκος…«Η πόρτα»


«Άνοιξε η πόρτα κι έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οί-
κίσκου εφώναξαν “Ποιος είναι;”. Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε
εισέλθει και ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε-
κύκλιζε τον προ ολίγον στάσιμον αέρα- σαν να κτυ-
πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτε-
ρούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα-
νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
τόπος αγιότητας, σαν τόπος αγιωσύνης.»
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

*** TRIUMPH - Music Nikos Ignatiadis *** ( The beauty of nature )

Μέγας Ανατολικός (απόσπασμα)

OKTANA 9 ο/ο 34 - Ανδρέας Εμπειρίκος

ΤΟΥ ΑΙΓΑΓΡΟΥ Α. Εμπειρίκος - Απαγγελία Α. Εμπειρίκος



Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το σουβλερό κεντρί του, βαρείς οι ογκώδεις όρχεις του κουνάνε σαν σήμαντρα μιας τηλαυγούς, μιας απολύτου ορθοδοξίας.

Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες.
Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει, σαν μέσα από πηγάδι βαθύ, μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων που ασθμαίνουν.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις».
Ο αίγαγρος κοιτάζει ακόμη και αφουγκράζεται. Όμως καθόλου δεν νοιάζεται για όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του και κάθε τόσο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν να βρισκόταν σε στιγμές οχείας.
«Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθείς και να μας σώσεις. Θα σε λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θα’ σαι ο τράγος ο χρυσός! Και ακόμη, θα σου προσφέρουμε τα πιο καλά, τα πιο ακριβά μανάρια μας... Για δες!».
Και λέγοντας οι άνθρωποι του κάμπου, έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.
Ο αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα. Έπειτα, ξαφνικά, σηκώνει το κεφάλι του και αφήνει ένα βέλασμα, που αντηχεί επάνω από τους λόγγους σαν γέλιο λαγαρό.
Γεια και χαρά σου Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσεις του κάμπου τις κατσίκες; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι παραπάνω, κάτι που, μα τους Θεούς, δεν ήκμασε ποτέ στους κάμπους κάτω - έχεις εδώ την Λευτεριά.
Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο μέγας ταγός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων, αυτοί και ακόμη λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά μήπως τους φάει ο κάμπος, αυτοί που τα βουνά λιμπίστηκαν σαν επιβήτορες κυρίως, δοξολογούν τον οίστρο σου και το ζεστό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος σηκώνεται κάθε πρωί ανάμεσα στα κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος του Δία, κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας ψώλων, και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.
Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.

GIANNIS STRATIS "PARADISE" MANOLIS ALIGIZAKIS "VORTEX" HD

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

El Condor Pasa - Paul Simon & Garfunkel



El Condor Pasa (If I Could)

I'd rather be a sparrow than a snail,
yes I would, if I could, I surely would.
 
Away, I'd rather sail away
like a swan that's here and gone.
A man gets tied up to the ground,
he gives the world its saddest sound,
its saddest sound.
 
I'd rather be a hammer than a nail,
yes I would, if I only could, I surely would.
 
Away, I'd rather sail away
like a swan that's here and gone.
A man gets tied up to the ground,
he gives the world its saddest sound,
its saddest sound.
 
I'd rather be a forest than a street,
yes I would, if I could, I surely would.
 
Away, I'd rather sail away
like a swan that's here and gone.
A man gets tied up to the ground,
he gives the world its saddest sound,
its saddest sound.
 
I'd rather feel the earth beneath my feet,
yes I would, if I only could, I surely would.
 
https://lyricstranslate.com