Share

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ (http://users.sch.gr/kassetas/scri0Theodor2.htm)

Τα καλύτερα του Μίκη
      Οι στίχοι

1. Χάθηκα           Γιάννης Θεοδωράκης

Χάθηκα μέσα στους δρόμους που έζησα για πάντα
Μαζί με τα σοκάκια  μαζί με τα λιμάνια
Χάθηκα
Γιατί δεν είχα τα φτερά  Γιατί είχα εσένα  Κατινιώ
Γιατί είχα όνειρα πολλά
Και το λιμάνι  ήταν μικρό
Γιατί ήμουν πάντα μόνος
Και θα ‘μαι πάντα μόνος

2. Δρόμοι παλιοί     Μανόλης Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή 
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανέναν κι ούτε
Κανένας με γνώριζε

3. Ροδιά τετράκλωνη    Πάνος Κοκκινόπουλος

Αχνά χαράματα, σιγά σαν τρεμοπαίζει η Πούλια
θα μαραθούν τα γιασεμιά θα μαραθούν τα γιούλια.
Μα εσύ θα είσαι μοναχή γερμένη στο περβάζι
και θα θωρείς τη χρυσαυγή τα πέπλα της ν’ αλλάζει.
Ροδιά μου εσύ τετράκλωνη στολίδι της αυλής μου
ανάπαυση της προσμονής νεράκι της πληγής μου.
Θα ’ρθείς στο σπίτι μας ξανά μ’ εμέ  να σμίξεις πάλι
και δυό κρινάκια τ’ Απριλιού να βάλεις στ’ ανθογυάλι.
Στα χέρια μου σε σήκωσα  σ’ ανύψωσα ως τ’ αστέρια
και σμάρια να φτερούγισαν  στα στήθια περιστέρια.
Με της χαράς το ξύπνημα με της φυγής τον πόνο
κι από τα τότε καρτερώ   το γυρισμό σου μόνο.

 
4. Όμορφη πόλη        Γιάννης Θεοδωράκης

 
Όμορφη πόλη φωνές μουσικές απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου
Η νύχτα έφτασε τα παράθυρα κλείσαν η νύχτα έπεσε οι δρόμοι χαθήκαν

5. Βοριάς χτυπάει τη πόρτα μου Δημήτρης Χριστοδούλου

Ξημέρωμα σε γύρεψα   το δειλινό  το δειλινό σε βρήκα
και στη καρδιά σου μίλησα στη μαύρη μοί- στη μαύρη μοίρα μπήκα
Βοριάς χτυπάει στη πόρτα μου και στη ψυχή μου αγιάζι
και στα πικρά τα μάτια μου στιγμή στιγμή στιγμή στιγμή βραδιάζει
Τα μάτια σου εγύρεψα    στο φως να πε-   στο φως να περπατήσω
να κάνω όνειρο γλυκό   καημούς παλιούς  καημούς παλιούς να κλείσω
Βοριάς χτυπάει στη πόρτα μου και στη ψυχή μου αγιάζι
και στα πικρά τα μάτια μου στιγμή στιγμή,  στιγμή στιγμή βραδιάζει

6. Nύχτα μαγικιά    Γιάννης Θεοδωράκης

Νύχτα μαγικιά μια σκιά περνά
σκέψου τώρα τη φωνή που σου 'λεγε
ποτέ, ποτέ μαζί
Βάδιζα σκυφτός, ήσουν ουρανός
με των άστρων τη μουσική μου τραγουδάς
ποτέ, ποτέ μαζί
Μάγισσα χλωμή το στερνό σου φιλί
ξεχασμένη μουσική μια μαχαριά
ποτέ, ποτέ μαζί
 
8. Μέρα Μαγιού μου μίσεψες Γιάννης Ρίτσος

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες  μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιέ που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά   τα ωραία θαν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας

9. Οι στίχοι αυτοί    Μανόλης Αναγνωστάκης

Οι στίχοι αυτοί, μπορεί και νά ναι οι τελευταίοι
Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δεν ζούνε  πια
Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι
Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά
Σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα
Και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις
Στα  θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς οι νέοι

10. Στράτα τη στράτα   Νίκος Γκάτσος

Σ' αυτό το δρόμο που διάλεξες να πας κοίτα  να προφτάσεις τον καιρό
που 'ναι σαν το κύμα τ' αλμυρό
Στράτα τη στράτα σου το 'χω πει φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή
Σ' αυτό το δρόμο που διάλεξες να πας πέρασα κι εγώ κάποια βράδια
για του φεγγαριού την αμμουδιά
Στράτα τη στράτα σου το 'χω πει φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή


11. Αστέρι μου φεγγάρι μου

Αστέρι μου φεγγάρι μου της άνοιξης κλωνάρι μου κοντά σου θα 'ρθω πάλι
 κοντά σου θα 'ρθω μιαν αυγή για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι

Αγάπη μου αγάπη μου η νύχτα θα μας πάρει τ' άστρα κι ο ουρανός το κρύο το φεγγάρι

Θα σ' αγαπώ θα ζω μες το τραγούδι θα μ' αγαπάς θα ζεις με τα πουλιά
θα σ' αγαπώ θα γίνουμε τραγούδι θα μ' αγαπάς θα γίνουμε πουλιά

12. Κράτησα τη ζωή μου    Γιώργος Σεφέρης

Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα
κατά το πλάγιασμα της βροχής
Σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στην κορυφή τους
βραδιάζει
Κράτησα τη ζωή μου

13.Σε πότισα ροδόσταμο  Νίκος Γκάτσος

Στον άλλο κόσμο που θα πας κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κοίτα μη γίνεις σύννεφο κι άστρο πικρό της χαραυγής
και σε γνωρίσει η μάνα σου που καρτερεί στην πόρτα
Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο της ερημιάς γεράκι
Πάρε μια βέργα λυγαριά μια ρίζα δεντρολίβανο
μια ρίζα δεντρολίβανο και γίνε φεγγαροδροσιά
να πέσεις τα μεσάνυχτα στη διψασμένη αυλή σου
Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο της ερημιάς γεράκι

14. Το παλικάρι έχει καημό  Μάνος Ελευθερίου

Το παλικάρι έχει καημό κι εγώ στα μάτια το κοιτώ
και το κοιτώ και δε μιλώ        απόψε απόψε που έχει τον καημό
Βδομάδα πάει χωρίς δουλειά κι έξω χιονίζει και φυσά
χωρίς τσιγάρο και δουλειά      απόψε απόψε μου σκίζει την καρδιά
Το παλικάρι έχει καημό μα όταν κοιτάει τον ουρανό
τα μάτια του είναι δύο πουλιά     απόψε απόψε το δάκρυ μου κυλά

15. Είχα φυτέψει μια καρδιά  Νίκος Γκάτσος

Με τ' αστεράκι της αυγής στο παραθύρι σου να βγεις
κι αν δεις καράβι του νοτιά να 'ρχεται από την ξενητειά
στείλε με τ' άσπρα σου πουλιά γλυκά φιλιά
Κι αν δεις καράβι του νοτιά να 'ρχεται από την ξενητειά
στείλε με τ' άσπρα σου πουλιά χίλια γλυκά φιλιά
Είχα φυτέψει μια καρδιά στου χωρισμού την αμμουδιά
μα τώρα που 'ρθα να σε βρω με δαχτυλίδι και σταυρό
είναι του κόσμου και του κόσμου η ξαστεριά
Κι απ' το παλιό μας το κρασί δώσ' μου να πιω και πιες κι εσύ
να μείνω αγάπη μου για πάντα στη πικρή στεριά

16. Το παράπονο  Δημήτρης Χριστοδούλου

Τι θέλεις απ' τα νιάτα μου που είναι πικραμένα
δεν ξέρεις τι θα πει καημός τι θέλεις από μένα
Εγώ περπάτησα γυμνός εγώ βαδίζω μόνος
μου 'γινε ρούχο ο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος
Δεν ξέρεις τι 'ναι παγωνιά   καρδιά που κλαίει τη νύχτα
όσα τραγούδια σου 'γραψα στη κρύα νύχτα ρίχτα
Εγώ περπάτησα γυμνός εγώ βαδίζω μόνος
μου 'γινε ρούχο ο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος


17. Μαρίνα    Οδυσσέας Ελύτης\


Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω, Λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ’αυτά να σε φιλήσω, και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια, των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ’ αστέρια, και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα, στην άλλη άκρη τ’ουρανού
Και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα, σαν αδελφή του αυγερινού
 Μαρίνα πράσινο μου αστέρι Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι Και κρίνο του καλοκαιριού

18. Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές   Γιώργος Σεφέρης

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση
Όλα σκληρά σαν τα κοχύλια μπορείς να τα κρατήσεις
μες στη παλάμη σου
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
Μέρες ολόκληρες σε κοίταζα μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δεν σε γνώριζα μήτε με γνώριζες

19. Γωνιά γωνιά   Δημήτρης Χριστοδούλου

Γωνιά γωνιά σε καρτερώ γωνιά γωνιά σε ψάχνω
ψάχνω να βρω τα μάτια σου
κι απ' τον καημό κι απ' τον καημό τα χάνω
Παντού απλώνεται δροσιά παντού χιονιάς σφυρίζει
και τ' όνειρο που χάνεται πάει και δεν γυρίζει
Γωνιά γωνιά σε ζήτησα γωνιά γωνιά σε βρήκα
σου φίλησα τα μάτια σου και στους καημούς
και στους καημούς σου μπήκα
Παντού απλώνεται δροσιά παντού χιονιάς σφυρίζει
και τ' όνειρο που χάνεται πάει και δεν γυρίζει

20. Σαββατόβραδο   Τάσος Λειβαδίτης

Μοσχοβολούν οι γειτονιές  βασιλικό κι ασβέστη
παίζουν τον έρωτα κρυφά   στις μά- στις μάντρες τα παιδιά
Σάββατο βράδυ μου έμορφο ίδιο Χριστός ανέστη
κι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κλαίει κάπου μακριά
Πάει κι απόψε τ' όμορφο τ' όμορφο τ' απόβραδο
από Σαββάτο βράδυ πίκρα και σκοτάδι
αχ να 'ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο 
κι ο Χά- κι ο Χάρος να 'ρχονταν μια Κυριακή μια Κυριακή το βράδυ
Οι άντρες σχολάν απ' τη δουλειά και τον βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε στο  υπόγειο καπηλιό
Και το φεγγάρι ντύνει λες με τ' άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται στο  φτωχοπλυσταριό
Πάει κι απόψε τ' όμορφο τ' όμορφο τ' απόβραδο
από Σαββάτο βράδυ πίκρα και σκοτάδι
αχ να 'ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο

21. Δυο γιους είχες μανούλα μου   Μίκης Θεοδωράκης

Δυο γιους είχες μανούλα μου δυο δέντρα δυο ποτάμια
δυο κάστρα Βενετσιάνικα δυο δυόσμους δυο λαχτάρες
Ένας για την ανατολή κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή μιλάς ρωτάς   τον ήλιο
Ήλιε που βλέπεις τα βουνά  που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας και τις φτωχές μανούλες
Αν δεις τον Παύλο φώναξε και τον Ανδρέα πες μου
μ' ένα καημό τ' ανάστησα μ' ένα λυγμό  τα 'γέννου
Μα 'κείνοι παίρνουνε βουνά διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε για ν' αλληλοσφαγούνε
Κι εκεί στο πιό ψηλό βουνό στην πιό ψηλή ραχούλα
σιγά κοντά πλαγιάζουνε κι όνειρο ί ίδιο βλέπουν
Στης μάνας τρέχουνε κι οι δυο το νεκρικό κρεβάτι
μαζί τα χέρια δίνουνε της κλείνουνε τα μάτια
Και τα μαχαίρια μπήγουνε βαθιά μέσα στο χώμα
κι απ' έκει ανάβλυσε νερό να πιεις να ξεδιψάσεις

22. Καημός        Δημήτρης Χριστοδούλου

Είναι μεγάλος ο γιαλός είναι μακρύ το κύμα
είναι μεγάλος ο καημός  είναι πικρό το κρίμα
Ποτάμι μέσα μου πικρό το αίμα της πληγής σου
κι από το αίμα πιο πικρό στο στόμα το φιλί σου
Δεν ξέρεις τι 'ναι παγωνιά βράδια χωρίς φεγγάρι
να μη γνωρίζεις ποια στιγμή ο πόνος θα σε πάρει
Ποτάμι μέσα μου πικρό το αίμα της πληγής σου
κι από το αίμα πιο πικρό στο στόμα το φιλί σου

23. Βρέχει στη φτωχογειτονιά  Τάσος Λειβαδίτης

Μικρά κι ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στη καρδιά μου
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά ω π' άναψες το καημό μου
είσαι μικρός και δεν χωράς τον αναστεναγμό μου
Οι συμφορές αμέτρητες δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά σαν τις βροχής τις στάλες

24. Μαργαρίτα Μαγιοπούλα  Ιάκωβος Καμπανέλης

Είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά που την εζήλευε όλη η γειτονιά
που την εζήλευε όλη η γειτονιά είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά
Πρωί πρωί την πότιζα φιλιά το δειλινό την πήραν τα πουλιά
το δειλινό την πήραν τα πουλιά πρωί πρωί την πότιζα φιλιά
Αχ Μαργαρίτα Μαγιοπούλα αχ Μαργαρίτα μάγισσα

25. Άνθη της πέτρας    Γιώργος Σεφέρης

Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ' αργό ψιχάλισμα
Άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν
όταν κανένας δεν μιλούσε και μου μίλησαν
που μ' άφησαν να τις αγγίξω ύστερα από την σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια

26. Σ' αυτή τη γειτονιά  Μάνος Ελευθερίου

Σ' αυτή τη γειτονιά (3)    και βράδυ και πρωί
περάσαμε και χάσαμε ολόκληρη ζωή
Σ' αυτή τη γειτονιά (3)   μέσ' στο μικρό στενό
χαθήκαμε και ζήσαμε μακριά κι απ' τον Θεό
Σ' αυτή τη γειτονιά (3)  μας πήραν οι καημοί
μας πήραν και μας πρόδωσαν για μια μπουκιά ψωμί

27. Δραπετσώνα  Τάσος Λειβαδίτης

Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός                κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά              εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το 'δερνε αγέρας κι η βροχή                        μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το  γεράνι μας στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά     στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός     κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Μα όταν ερχόταν η βραδιά         μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το  γεράνι μας  στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

29. Νύχτα μέσα στα μάτια σου     Γιάννης Θεοδωράκης

Ξάφνου μέσα στο σκοτάδι άναψε ένα φως
χερουβείμ, σεραφείμ σ' έφεραν στη Γη
το φεγγάρι αρμενίζει στων ματιών σου την πηγή
Νύχτα μέσα στα μάτια σου νύχτα και στην καρδιά σου
ο έρωτας κοιμήθηκε μέσα στην αγκαλιά σου
Καταπράσινα τα φύλλα τώρα σε φιλούν
χερουβείμ, σεραφείμ γλυκοτραγουδούν
είσαι ο πόνος ο μεγάλος, τύραννός μου και καημός

31. Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου    Νίκος Γκάτσος

Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου
δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά
τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου
μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά

Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου
σε περιμένω να 'ρθεις
μ' ένα τραγούδι του δρόμου να ρθεις όνειρό μου
το καλοκαίρι που λάμπει τ' αστέρι με φως να ντυθείς

32. Δακρυσμένα μάτια   Γιάννης Θεοδωράκης

 
Δακρυσμένα μάτια νυσταγμένοι κήποι
όνειρα κομμάτια ας ήτανε να ζω
στους μεγάλους δρόμους κάτω απ' τις αφίσες
στα χιλιάδες χρώματα ας ήταν να βρεθώ

Να 'ταν η καριδά μου λαμπερό αστέρι
να 'ταν η ματιά μου δίκοπο μαχαίρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι

33. Όταν μιαν άνοιξη    Μανόλης Αναγνωστάκης

 Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει   θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ’ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου            παλιέ μου φίλε
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,      ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας      και τα όνειρά μας
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες   μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου     παλιέ μου φίλε

35. Κοιμήσου αγγελούδι μου Κώστας Βίρβος

Κοιμήσου αγγελούδι μου παιδί μου νάνι νάνι
να μεγαλώσεις γρήγορα σαν τ' αψηλό πλατάνι
Να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό
και να 'σαι πάντα μες στο δρόμο τον καλό
Κοιμήσου αγγελούδι μου γλυκό 'ναι το τραγούδι μου
Κοιμήσου περιστέρι μου να γίνεις σαν ατσάλι
να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού μεγάλη
Για να μη πεις μες στη ζωή σου δεν μπορώ
κι αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις και σταυρό
Κοιμήσου αγγελούδι μου γλυκό 'ναι το τραγούδι μου

36. Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι    Μίκης Θεοδωράκης

Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ' έχουν κλείσει στο σφαγείο   σήμερα εσύ αύριο εγώ
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ' τον τοίχο πάλι θα 'μαστε παρέα τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
Που πάει να πει σ' αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά
Μες στις καρδιές μας αρχιναέι το πανηγύρι τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ' τον τοίχο πάλι θα 'μαστε παρέα τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
Που πάει να πει σ' αυτή τη γλώσσα τη βουβή βαστάω γερά, κρατάω καλά
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό

37. Άσμα ασμάτων    Ιάκωβος Καμπανέλλης 

Τι ωραία που είναι η αγάπη μου με το καθημερινό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Άουσβιτς, του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,  δεν είχε πιά το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.
Τι ωραία που είναι η αγάπη μου, η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ' αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Μαουτχάουζεν, κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε στην παγερή πλατεία μ' έναν αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.
Τι ωραία που είναι η αγάπη μου, η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ' αδελφού της τα φιλιά. Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία

38. Μενεξεδένια ήταν τα βουνά    Γιάννης Θεοδωράκης

Μενεξεδένια ήταν τα βουνά  μενεξεδένια τα φιλιά
μενεξεδένια ήταν τα μάτια σου κατάμαυρη είναι η μοναξιά.
Το τρένο αυτό που σε ξερίζωσε μου σκίζει πάντα την καρδιά
το σφύριγμά του είναι για μέ λυγμός το πέρασμά του είναι καημός.
Ήμουν για σένα ο διαβάτης που περνά ήσουν για μένα το νερό και η φωτιά.
Σε κράτησα μέσα στα χέρια μου σα νά 'σουνα μικρό πουλί
με την αυγή γλυκοκελάηδησες το δειλινό είχες χαθεί.
Κι εγώ στα δάση τώρα τριγυρνώ μετρώ τα κίτρινα κλαδιά
μετρώ τα φύλλα που ξεράθηκαν την άμετρη μετρώ ερημιά.

39. Το τρένο φεύγει στις οχτώ   Μάνος Ελευθερίου

 Το τρένο φεύγει στις οχτώ ταξίδι για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει να μη θυμάσαι στις οχτώ
να μη θυμάσαι στις οχτώ το τρένο για την Κατερίνη Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
Σε βρήκα πάλι ξαφνικά να πίνεις ούζο στου Λευτέρη
νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη να 'χεις δικά σου μυστικά
να 'χεις δικά σου μυστικά και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη
Το τρένο φεύγει στις οχτώ μα εσύ μονάχος σου έχεις μείνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη μεσ' στην ομίχλη πέντε οχτώ
μεσ' στην ομίχλη πέντε οχτώ μαχαίρι στη καρδιά σου εγίνει σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη

40. Προδομένη μου αγάπη Μίκης Θεοδωράκης

Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες προδομένη μου αγάπη
τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας προδομένη μου αγάπη
Νταν νταν νταν νταν νταν σημαίνει νταν το τέλος της αγάπης
δυο πουλιά δυο περιστέρια ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια δυο πουλιά δυο περιστέρια
Τα μεσάνυχτα που 'ναι μακριά ο ήλιος προδομένη μου αγάπη
τα μεσάνυχτα που 'ναι κοντά οι ζωές μας προδομένη μου αγάπη
Νταν νταν νταν νταν νταν σημαίνει νταν το τέλος της αγάπης
δυο πουλιά δυο περιστέρια ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια δυο πουλιά δυο περιστέρια
Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένω προδομένη μου αγάπη
σαν θα φεύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι προδομένη μου αγάπη
Νταν νταν νταν νταν νταν σημαίνει νταν το τέλος της αγάπης
δυο πουλιά δυο περιστέρια ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια δυο πουλιά δυο περιστέρια


41.Από το παράθυρό σου    Ιάκωβος Καμπανέλλης

Είμαι ένα παιδί της νύχτας  ένας ίσκιος μοναχός
ένα δάκρυ από φεγγάρι της αυγής ένας καημός
Σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω να σε βρω, γιατί το ξέρω
σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω το φαρμάκι θα σου φέρω
Από το παράθυρο σου πέρασε το καλοκαίρι
πέρασε κι η συννεφιά  πέρασε όλη μας η αγάπη
πέρασε όλη μας η πίκρα πέρασε και η χαρά
Είμαι μια βροχή στον ήλιο μια φωτιά μες στη βροχή
μια φωνή μες στον αγέρα μια σιωπή μες στη σιωπή
Σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω να σε βρω, γιατί το ξέρω
σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω το φαρμάκι θα σου φέρω

42. Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί (Της ξενητειάς)  
 Ερρίκος Θαλασσινός

 Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες και περπατώ στα ξένα
έιναι το σπιίτι ορφανό αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί ένα χελιδονάκι, να πάει να χτίσει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά δίπλα στο μπαλκονάκι,
στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή
Να πάει στη μάνα υπομονή δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη
 
44. Στο παραθύρι στέκοσουν  Γιάννης Ρίτσος

Στο παραθύρι στέκοσουν κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια την μπασιά τη θάλασσα τις τράτες
Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ' αυτί σου σπίθιζε η γαζία τ' αποσπερίτη
Κι ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο που τ' άστρα ανθίζαν φως μου
Κι ως στέκοσουν και κοίταζες το λιόγερμα ν' ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες κι η κάμαρα καράβι
Και μες στο χλιό και γαλανό το απόβραδο έγια λέσα
μ' αρμένιζες στη σιγαλιά του γαλαξία μέσα
Και το καράβι βούλιαξε κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη

45. Το γελαστό παιδί   Brendan Behan

 Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί
Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί
Μον' να 'ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να 'χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα 'ταν τιμή μου που 'χασα το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη μ' αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ' αξέχαστο γελαστό παιδί

47. Της αγάπης αίματα  Οδυσσέας Ελύτης

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
Στ' ανοιχτά του πέλαγου με καρτέρεσαν με μπομπάρδες τρικάταρτες  και μου ρίξανε
αμαρτία μου να 'χα κι εγώ μιαν αγάπη  μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε    τα μεγάλα μάτια της    μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν  μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

49. Ποιος τη ζωή μου   Μάνος Ελευθερίου

Ποιος τη ζωή μου, ποιος τη κυνηγά         να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
Ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά          σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα
Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά       ποιος τη ζωή μου, ποιος τη κυνηγά;
Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά        στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά          που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

50. Στου κόσμου την ανηφοριά         Νίκος Γκάτσος

Μες στη ζωή περπάτησα         κι είχα τον ήλιο προίκα.
Μόνο που φως δεν κράτησα          παρηγοριά δεν βρήκα.
Στου κόσμου την ανηφοριά      μου στήσανε καρτέρι
κι ήταν ο φίλος πυρκαγιά        ο αδερφός μαχαίρι.
Πήρα δροσιά και πότισα      τα μαραμένα στήθη
μόνο η καρδιά που ρώτησα   ποτέ δεν μ’ αποκρίθη.

51. Βράχο βράχο τον καημό μου Δημήτρης Χριστοδούλου

Είναι βαριά η μοναξιά είναι πικρά τα βράχια
παράπονο η θάλασσα και μου 'πνιξε τα μάτια
Βράχο βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονο μου πότε μάνα θα σε δω
Πάρε με θάλασσα πικρή πάρε με στα φτερά σου
πάρε με στο γαλάζιο σου στη δροσερή καρδιά σου
Βράχο βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονο μου πότε μάνα θα σε δω
Πάρε με να μη ξαναδώ τα βράχια και το χάρο
κάνε το κύμα όνειρο και τη σιωπή σου φάρο
Βράχο βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονο μου πότε μάνα θα σε δω
Γίνε αστέρι κι ουρανός γίνε καινούργιος δρόμος
να μην βαδίζω μοναχός να μην πηγαίνω μόνος

52. Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά    Άκος Δασκαλόπουλος


Στη γειτονιά του φεγγαριού  βγήκα να σεργιανίσω
να ιδώ τα μάτια τ’ ουρανού τα χείλη να φιλήσω.
Μέσα στα μαύρα σου κυρά μου τα μαλλιά φωλιάζουν άστρα,
φωλιάζουν άστρα κι ανοιξιάτικα πουλιά.
Μες στην καρδιά μου ένα πουλί δεν βλέπεις πως σπαράζει
κι αν κελαηδεί κι αν κελαηδεί  το λιώνει το μαράζι.
Είσαι πριγκίπισσα σωστή   και προίκα σου τα μάτια
η αρχοντιά δεν κατοικεί  μες στα χρυσά παλάτια.

53. Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ    Μίκης Θεοδωράκης

Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,  περιστεράκι στον ουρανό...
τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω, βλέπω την πούλια και τον αστερισμό.
Η μάνα σου είναι τρελή και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να'μπω στην κάμαρή σου μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ'η νύχτα, μας βλέπουν τ'άστρα κ'η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ, βαρκούλα στο Σαρωνικό...
Σαρωνικέ μου, τα κυματάκια σου δώσ'μουδώσ'μου τ'αγέριδώσ'μου το πέλαγο.
Η μάνα σου είναι τρελή και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να μπω στην κάμαρή σου μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ' η νύχτα, μας βλέπουν τ' άστρα κι η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ, δεντράκι στο Βοτανικό...
Πάρε το τραμ μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα, πέφτουν οι ώρες, πέφτω, λιποθυμώ.
Η μάνα σου είναι τρελή και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να μπω στην κάμαρή σου μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ' η νύχτα, μας βλέπουν τ' άστρα κι η χαραυγή.

54. Ανατολή σε λέγανε   Μίκης Θεοδωράκης

 
Ήρθες στ' όνειρό μου, άστατο πουλί   μέσα στο σκοτάδι η ανατολή
μέσα στο σκοτάδι η ανατολή ήρθες στ' όνειρό μου, άστατο πουλί.
Ανατολή σε λέγανε κι αγγέλοι σε νταντεύανε κι αγγέλοι σε νταντεύανε ανατολή σε λέγανε.
Σ' άπλωσα το χέρι μου πες δε μπορώ θέλω να πετάξω σ' άλλον ουρανό
θέλω να πετάξω σ' άλλον ουρανό σ' άπλωσα το χέρι μου πες δε μπορώ.
Τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς
στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς.

55. Ένα το χελιδόνι    Οδυσσέας Ελύτης

 Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή   για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς  Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσα στα βουνά  Θε μου Πρωτομάστορα μ' έκλεισες μες στη θάλασσα!
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού  Το 'χουνε θάψει σ' ένα μνήμα του πέλαγου
σ' ένα βαθύ πηγάδι το 'χουνε κλειστό  μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος
Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στίς πασχαλιές και Συ  Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση

57. Με το λύχνο του άστρου    Οδυσσέας Ελύτης


Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ' αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
που να βρώ την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!


58. Του μικρού βοριά    Οδυσσέας Ελύτης

 
Του μικρού βοριά παράγγειλα, να ’ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι
Γιατί στο σπίτι π’ αγρυπνώ, η αγάπη μου πεθαίνει
και μες στα μάτια την κοιτώ, που μόλις ανασαίνει
 Γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές
Γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάμποι κι οι ξανθοί γιαλοί
Γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί
 Με πνίγει το παράπονο, γιατί στον κόσμο αυτόνα
τα καλοκαίρια τα ’χασα κι έπεσα στον χειμώνα
Σαν το καράβι π’ άνοιξε τ’ άρμενα κι αλαργεύει
βλέπω να χάνονται οι στεριές κι ο κόσμος λιγοστεύει

59. Άνοιξε λίγο το παράθυρο   Brendan Behan

Άνοιξε σιγά την πόρτα                        κλείσ’ τη για να μην τραβάει
όλη τη ζωή μου χύνω δάκρυα, δάκρυα     το στόμα μου δεν ξέρει να γελάει
Άνοιξε λίγο το παράθυρο               κι ας’ το φυρό για το Χριστό,
Έμπα και κάτσε κι ύστερα                θα σου το πω το μυστικό
Μόν’ μια φορά σαν έπεσε η εικόνα     κι άφησε τη γριά τη βάβω μου ξερή
κει που’ λεγε παλιό ιρλανδέζικο τραγούδι   πως πούλησαν προδότες τον οδηγητή
Άνοιξε λίγο το παράθυρο       κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα  θα σου το πω το μυστικό
Από τους μπάσταρδους τους ξένους     κρύψε, καλή μου, το χάλι σου
εμείς λιοντάρι και λυκόρνιο     και ρόδο στο κεφάλι σου
Άνοιξε λίγο το παράθυρο       κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα      θα σου το πω το μυστικό

63. Ο Αντώνης    Ιάκωβος Καμπανέλλης

Εκεί στη σκάλα την πλατειά στη σκάλα των δακρύων
στο Βιλεγκράμπεν το βαθύ   το λατομείο των θρήνων
Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν
Βράχο στην πλάτη κουβαλούν βράχο σταυρό θανάτου
 Εκεί ο Αντώνης στη φωνή φωνή, φωνή ακούει
ω καμαράντ, ω καμαράντ βόηθα ν' ανέβω τη σκάλα
 Μα κει στη σκάλα την πλατειά και των δακρύων τη σκάλα
τέτοια βοήθεια είναι βρισιά τέτοια σπλαχνιά κατάρα
 Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί και κοκκινίζει η σκάλα
και συ λεβέντη μου έλα εδω βράχο διπλό κουβάλα
 Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό μένα με λεν Αντώνη
κι αν είσαι άντρας έλα εδώ στο μαρμαρένιο αλώνι

64. Τ’ όνειρο καπνός    Νίκος Γκάτσος

 Έσπειρα στον κήπο σου χορτάρι να 'ρχονται το βράδυ τα πουλιά
τώρα ποιο φεγγάρι σ’ έχει πάρει κι άδειασε τού κόσμου η αγκαλιά
Στης νύχτας το μπαλκόνι παγώνει ο ουρανός
κι είν' η αγάπη σκόνη και τ’ όνειρο καπνός
Κύλησαν τα νιάτα στο ποτάμι κι έγινε ο καιρός ανηφοριά
Ήμουνα στον άνεμο καλάμι        κι ήσουνα στην μπόρα λυγαριά

68. Στρώσε το στρώμα σου    Ιάκωβος Καμπανέλλης

Ο δρόμος είναι σκοτεινός ώσπου να σ’ ανταμώσω ξεπρόβαλε μεσοστρατίς το χέρι να σου δώσω
Στρώσε το στρώμα σου για δυο για σένα και για μένα ν’ αγκαλιαστούμε απ’ την αρχή να’ ν’ όλα αναστημένα
Σ’ αγκάλιασα  μ’ αγκάλιασες μου πήρες και σου πήρα  χάθηκα μες στα μάτια σου  και στη δική σου μοίρα
Μέσα στις ίδιες γειτονιές έρημος ζητιανεύω ό,τι  μαζί σου σκόρπισα  γυρνώ και το γυρεύω

69. Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ    Οδυσσέας Ελύτης

 Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ     και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη            λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά          στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά    στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό     τα γυρίζω πίσω απ' τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ   με φοβέρες και μ' αίματα

72. Η μπαλάντα του Αντρίκου  Κώστας Βάρναλης

Είχε τη τέντα ξομπλιαστή η βάρκα του καμπούρη Αντρέα
γερμένος πλάι στην κουπαστή ονείρατα 'βλεπεν ωραία
Η Κατερίνα και η Ζωή τ' Αντιγονάκι η Ζηνοβία
ώ! τι χαρούμενη ζωή χτυπάς φτωχή καρδιά με βία
Τα μεσημέρια τα ζεστά την βάρκα παίρναμε τ' Αντρέα
για να μας πάει στ' ανοιχτά όλες μαζί τρελή παρέα
Η Κατερίνα και η Ζωή τ' Αντιγονάκι η Ζηνοβία
ώ! τι χαρούμενη ζωή χτυπάς φτωχή καρδιά με βία

Μα ήρθ' ο χειμώνας ο κακόςκαι σκόρπισε η τρελή παρέα
και σένα βήχας μυστικόςσ' έριξε χάμω μπάρμπα Αντρέα
Η Κατερίνα και η Ζωή τ' Αντιγονάκι η Ζηνοβία
ώ! τι χαρούμενη ζωή χτυπάς φτωχή καρδιά με βία


70. Απρίλη μου    Μίκης Θεοδωράκης

 
Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ-
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές
 Γιομίζ' η γειτονιά τραγούδια και φιλιά
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ, μα το ’χω μυστικό
Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο
Στο γαϊτανο-, στο γαϊτανοφρυδό σου κρεμάστηκε η καρδιά μου σαν το πουλάκι στο ξόβεργο
 Γιομίζ' η γειτονιά . . . .
 Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα 'ρθω
στη μάνα σου, στη μάνα σου θα 'ρθω να πάρω την ευχή της και το ταίρι που αγαπώ
Γιομίζ' η γειτονιά . .  . .

74. Βασίλεψες αστέρι μου        Γιάννης Ρίτσος

 
Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά ουδέ σε παρατάει.
Την άχνα απ' την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως στο βάθος πλέει του δρόμου.
Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη.
Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μου στο σπλάχνο μου έχει δράμει.
Και να που ανασηκώθηκα, το πόδι στέκει ακόμα.
Φως ιλαρό λεβέντη μου μ' ανέβασε απ' το χώμα.

Σημαίες τώρα σε ντύσανε, παιδί μου εσύ κοιμήσου.
Κι εγώ τραβώ στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

75. Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις   Γιάννης Ρίτσος

 Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις  εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο
Νάτη πετιέται απο ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό  με το καμάκι του ήλιου

76. Μάνα μου και Παναγιά      Τάσος Λειβαδίτης

Ο ήλιος ήσουν κι η αυγή             της νύχτας το φεγγάρι
της μάνας μου ήσουν η ευχή            της Παναγιάς η χάρη
Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα           κλαίνε τ' άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα               κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά
Στον πυρετό ήσουνα δροσιά                  κερί μες στο σκοτάδι
άστρο στην κοσμοχαλασιά                          βασιλικός στον Άδη
Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα   κλαίνε τ' άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα     κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά

77. Λίγο ακόμα                 Γιώργος Σεφέρης

 Λίγο ακόμα θα ιδούμε Λίγο ακόμα θα ιδούμε
Τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν    τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν    τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
 Λίγο ακόμα θα ιδούμε Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν, να λάμπουν στον ήλιο κι η θάλασσα να κυματίζει
 Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε  λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα

78. Χρυσοπράσινο φύλλο   Λεωνίδας Μαλένης 

Γη της λεμονιάς, της ελιάς γη της αγκαλιάς, της χαράς
γη του πεύκου, του κυπαρισσιού των παληκαριών και της αγάπης
Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο
Γη του ξεραμένου λιβαδιού γη της πικραμένης Παναγιάς
γη του λίβα, τ' άδικου χαμού τ' άγριου καιρού, των ηφαιστείων
Χρυσοπράσινο φύλλο  ριγμένο στο πέλαγο
Γη των κοριτσιών που γελούν γη των αγοριών που μεθούν
γη του μύρου, του χαιρετισμού Κύπρος της αγάπης και του ονείρου
Χρυσοπράσινο φύλλο  ριγμένο στο πέλαγο

80. Πέντε πέντε δέκα  Βάρκα στο γιαλό    Μίκης Θεοδωράκης

Πέντε πέντε δέκα     δέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά
για τα δυο σου μάτια   για τις δυο φωτιές
που όταν με κοιτάζουν    νιώθω μαχαιριές.
Βάρκα στο γιαλό      βάρκα στο γιαλό γ  λάστρα με ζουμπούλι και βασιλικό.
Πέντε πέντε δέκα    δέκα δέκα θα σου δίνω τα φιλιά.
Κι όταν σε μεθύσω    κι όταν θα σε πιω θα σε νανουρίσω  με γλυκό σκοπό.
Πέντε πέντε δέκα      δέκα δέκα κατεβαίνω τα σκαλιά
φεύγω για τα ξένα   για την ξενιτιά    και μην κλαις για μένα αγάπη μου γλυκιά.

Κι ακόμα
Πάλης ξεκίνημα   Αλέκος Παναγούλης

 Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες             Οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί.
Όχι άλλα δάκρυα, κλείσαν οι τάφοι         Λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί.
Λουλούδι φωτιάς βγαίνει στους τάφους         Μήνυμα στέλνουν οι πρώτοι νεκροί.
Απάντηση θα πάρουν ενότητα κι αγώνα          Για να ‘χουν ανάπαυση οι πρώτοι νεκροί.

Μην ξεχνάς τον Ωρωπό    Μίκης Θεοδωράκης

 Ο πατέρας εξορία και το σπίτι ορφανό ζούμε μες στην τυραννία, στο σκοτάδι το πηχτό
Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Κλαίει κι η μάνα τώρα μόνη, κλαιν τα δέντρα, τα πουλιά στην πατρίδα μας νυχτώνει, ορφανή η αγκαλιά
Κι έσυ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό
Μες στα σύρματα κλεισμένοι, μα η καρδιά μας πάντα ορθή πάντα ο ίδιος όρδος μένει, λευτεριά και προκοπή
Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό

Η Μάγια   Οδυσσέας Ελύτης

Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά  μέσ' απ' τους ουρανούς περνά.
 Κάποτε λίγο σταματά στο φτωχικό μου και κοιτά.
-Γειά σας τι κάνετε; Καλά;-Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά τα  τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.
-Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά, δε μου τα φέρνεις εδωνά;
-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά θα σου τη φάνε τη σοδειά.
-Δώσε μου καν την πιο μικρή  τη Μάγια την αστραφτερή.
 Λάμπουνε γύρω τα βουνά,  τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
 Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά  φεύγει και μ' αποχαιρετά.

Η νήσος των Αζορών    Μέντης Μποσταντζόγλου

Ένα πλοίον ταξιδεύον με υπέροχον καιρόν
αιφνιδίως εξοκείλει ανοιχτά των Αζορών.
Κι ένας νέος με μιαν νέα, ωραιότατα παιδιά
φθάνουν κολυμβών γενναίως εις πλησίον αμμουδιά.
Ζώντας βίον πρωτογόνου και ο νέος με την κόρη
κοίταζαν και κάπου κάπου εάν έρχεται βαπόρι.
Αλλά φθάσαντος χειμώνος και μη φθάνοντος βαπόρι
απεβίωσεν ο νέος και απέθανεν η κόρη.
Αργότερα αργότερα πλησίασαν δυο κότερα
ήρθε κι ένα βαπόρι ματαίως ψάχνον για να βρει
ματαίως ψάχνον για να βρει τον νέον και την κόρη.
Κατηραμένη νήσος, νήσος των Αζορών,
που καταστρέφεις νέους και θάπτεις των κορών.
Να πέσει τιμωρία από τον ουρανόν
να λείψεις απ’ τους χάρτας και των ωκεανών.
 
 
 





Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Άννα Τσεκούρα : Μαζί-χωριστά


Άννα Τσεκούρα : Μαζί-χωριστά


  
Σε βλέπω. Με βλέπεις.
Σε κοιτάζω στην ψυχή.
Κοιτάς στην δική μου.
Περνάς δίπλα μου.
Στέκομαι για να αγγίξει η άκρη από το φόρεμά μου το σακάκι σου.
Περνώ πίσω από την πλάτη σου.
Μένεις ακίνητος για να αισθανθείς την αύρα μου.
Μερικές φορές σε συναντώ.
Όχι στα όνειρα μόνον και εκτός.
Μερικές φορές με καλείς.
Όχι φανερά, ενδόμυχα.
Με φιλάς στο στόμα μα νιώθω πως με φιλάς παντού.
Σου φιλώ τα χέρια, μα νιώθω, πως φιλώ τα πιο σημαντικά,
τούτου του κόσμου του ασήμαντου.
Ωχ!
Βλασφημώ.
Βλασφημία είναι όμως και η πράξη της αναγκαστικής
απομάκρυνσης του ενός από τον άλλον.
Βλασφημία είναι και η υποχρέωσή μας στην σιγή.
Να μην μιλάμε για τα που μας καίνε.
Να μην αγγίζουμε εκείνα που μας ματώνουν.
Κανείς δεν μας ρώτησε εμάς, πόσο τα θέλουμε
τούτη την πυρπόληση και τούτη την αιμορραγία.
Και τι τους νοιάζει αυτούς, αν εμείς έχουμε αποφασίσει,
να βασανιζόμαστε για όσο ζούμε;
Τι τους νοιάζει;
Σε αισθάνομαι.
Με φοράς εσώρουχο, χάδι, οργή.
Με περικυκλώνεις.
Σε φορώ ουρανό, ατμόσφαιρα, σύμπαν μου.
Συνυπάρχουμε σε απόσταση.
Συμβιώνουμε Μαζί- Χωριστά, στο Άπειρο…
Μην πάψεις ούτε λεπτό να με αγαπάς.
Σε χρειάζομαι.
Δεν θα σταματήσω ούτε μια στιγμή,
να εκρήγνυμαι στο Γαλαξία σου. Με χρειάζεσαι.

Μαζί-Χωριστά, στο Άπειρο…
Ετικέτες: 
Πρώτη εμφάνιση: 08 Μαρτίου, 2013
http://www.korifogrami.gr/prosopika-keimena/annatsekoyramazixorista/
See more at: http://www.korifogrami.gr/prosopika-
eimena/annatsekoyramazixorista/#sthash.608eKbwt.dpuf

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ


Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες τη Χώρα.
             
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ, Η Φλογέρα του Βασιλιά (Πρόλογος)


…εν βέλασμα που όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα.

ΑΝΔΡΕΑΣ  ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Το Μέγα Βέλασμα


Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γνώση.
…………………………………………………
Kαι βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος

ΟΔΥΣΣΕΑΣ  ΕΛΥΤΗΣ,  Άξιον Εστί (Τα Πάθη, σ.35, 59).



Ο ήλιος αυτός ήταν δικό μας˙ τον κράτησες ολόκληρο
δε θέλησες να μ’ ακολουθήσεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΣΕΦΕΡΗΣ, Ο Δικός μας Ήλιος.

 Και συ τσούλα των δημίων επιστήμη,
της αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και συ πρόστυχη πένα και μολύβι,
του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Εμείς δε θέλαμε ποτέ να πεθάνουμε
Εμείς μπορούσαμε να πεθάνουμε μονάχα για τη ζωή.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ  Οι Γειτονιές του Κόσμου (σ.124,137).



Τους παραπλάνησαν την ψυχή με πανουργίες, τους θόλωσαν το
μυαλό ώσπου βλέπανε αλλαντάλλω τα μάτια τους.
Και τους ρίχναν στον αλληλοσκοτωμό.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη.




Στο σκελετό του πέτρινου σπιτιού
πάνω στο βορεινό  παράθυρο, εκεί όπου έβγαινε ο ήλιος,
κάθεται, με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό, κι’ αγναντεύει το ποτάμι
που  περνάει σα φίδι μεάα απ'  τα βουνά.
Κι άλλο σπίτι πιο κει γυμνό, με γυρτό καμένο  το μεσοδόκι
               και τον  κισσό ν’ απλώνεται πάνω στ ’ αποκαΐδια.

Αστράφτει του αλόγου το πέταλο  στο καλντερίμι
κι ανάβει  το καντήλι κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
ρίχνοντας φως ιλαρό στη νυχτωμένη μνήμη.

Δεξιά κι αριστερά, στις ράχες και τα διάσελα, οι αντίπαλοι στρατοί
σημαδεύοντας την καρδιά ο ένας του άλλου -όπως οι ξένοι το θελήσαν-,
στ’ όνομα της Ελευθερίας  και της Δικαιοσύνης- καημένη πατρίδα-,
ενώ το αίμα ποτίζει το χώμα και φουσκώνουν τα ρέματα
κι οι  γύπες ψηλά, γυροφέρνοντας,
σαπίμι οσμίζονται και χαμηλοπετάνε.
Εμφύλιος!


Περήφανα υψώνονταν  τα έλατα
την κατακόρυφο δείχνοντας που πότισε το αίμα
των αδελφών που   ξαστόχησαν κι αλληλοσφάχτηκαν,
γιατί  μας σκότωσαν τον Όμηρο και τον Οδυσσέα
και  μείναμε δίχως τρόπο να συνεννοηθούμε.

                                                                          

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ»

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ»


Φίλε Οπενχάιμερ,

λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κ' οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν, σ' όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.
Και μεις, άνθρωποι απλοί, όπως κάνουμε πάντοτε,
γνωρίζοντας πως ο πόνος κατοικείται από το Θεό
σηκωθήκαμε ορθοί και κρατήσαμε
σιγή πέντε λεπτών μπρος στη θλίμη σας,
με σκυμμένα τα πρόσωπα
και σταυρωμένα τα χέρια μας.

Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι·
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ' ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.
Σε τι θα ωφελούσε ν' αφήσουμε τώρα
την καρδιά μας αδέσποτη κάτω απ’τα δάκρυά σας;
Σε τι θα ωφελούσε να κάτοσυμε δίπλα σας
αντίκρυ στο σύμπαν; Σας παραδίνουμε στη
μακροθυμία των αιώνων κι ευχόμαστε
ν' αξιωθείτε τη χάρη της.

Τι να σας κάνουμε; Πού
να σας κρύψουμε; Όπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.

Δεν είναι στο χέρι μας.
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δε θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί, που ο Θεός μας γυρίζει τα φύλλα
           των ημερών,
που λογαριάζουμε τη ζωή μας με την ανατολή του ηλίου,
που υπογράφουμε στην καθαρή μας καδριά
             τα πεπραγμένα μας με τη δύση του,
σας εγκαλούμε: Εν ονόματι
της χρυσής άμμου των ουρανών
και της πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;
Δε είχατε δάκρυα να μετρήσετε;
Δεν σας φτάναν οι αριθμοί για την εξίσωση της αλήθειας;
Ποτέ δεν σταθήκατε, μόνος προς μόνον, αντίκρυ στα μάτια μας
κι αντίκρυ στο θαύμα του χεριού τ' αδερφού σας;

Πώς σας διέφυγε,
φίλε Οπενχάιμερ,
- ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα - ο άνθρωπος;

Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα
           του σύμπαντος. Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ;

Χωρίς συγκατάθεση
είσαστε όλοι παράνομοι
κάτω απ' τον ήλιο...
[...]
Φίλε Οπενχάιμερ, βάζοντας τ' αυτί σας στο χώμα,
στο βάρος, στο βάρος, στο βάρος που υπάρχει σ' ένα ψίχουλο
            άμμου, θ' ακούσατε
τη διπλή του βοή. Μοιρασμένο το φως και το σκότος
            στα βάθη του,
το καθένα τους χωριστά, περιμένουν. Το φως
περιμένει το χέρι μας. Το σκότος το λάθος μας.
«Προσέξετε! φίλοι προσέξετε!»
                                    Δεν ακούσατε, φίλε Οπενχάιμερ,
που σας φώναζε κάποιος; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ; Δεν
γνωρίσατε τη φωνή της αγάπης;
Κ' έτσι γίνατε θάνατος! Κι έτσι γίνατε τρόμος!

Μάνα μας! Μάνα μας!

                                  Θεέ μου,
τι την ήθελες πλάι στην καρδιά την προδοσία του Πνεύματος;
* * *
«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»

Δεν έχετε ούτε τη δύναμη
να φωνάξτε, παρών;

Σήκω απάνω κατηγορούμενε!

Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες.
Καταδικάστηκες τελεσίδικα:
Να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ως
το τελευταίο λυκόφως.
[...]
Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα 'χω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει.
Τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δεν μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, νάχει ένα όνομα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρόμπερτ, δε με γνώρισες; ο αδελφός σου
           Ρόμπερτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα 'δωσα όλα,
που σας έχτισα τ' αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ' εσείς, αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ' τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες
            συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής
            κ' έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες τα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι.
[...]
Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.

Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ' το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα-δώθε...
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, τρίζουν
τα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, ενώ
ένα κοπάδι καρκίνοι, με μαύρες δαγκάνες,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.
* * *
Τόσο ψηλά που ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ' τον καιρό
           της φωτιάς,
σ' εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας
             το σκοτάδι,
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ' τον πηλό, την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχεια και σεις,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους μας, τα λουριά μας,
            τις χύτρες μας.
Τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα. Δεν είδατε, φίλε
              Οπενχάιμερ,
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος; Δεν είδατε
τα σεβάσμια του γένια που πήγιαναν κι έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του;
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι; Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω
           απ' την πρώτη σας έκρηξη;

Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ.
Το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.
[...]
Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά μέσα στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Η Αγία Τράπεζα
της Επιστήμης σκεπασμένη κάτω από το μέλλον
μ' ένα μακρύ κατάμαυρο πανί·
[...]
Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια, δε θα σε βασανίσω περισσότερο.
Αν μπορείς να κοιμηθείς, κοιμήσου.
Αν μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο, κοίταξέ τον.
[...]
Μόνος σας, πρόσωπο με πρόσωπο, κριθείτε με το σύμπαν.
Οσο χτυπά η καρδιά σας, μείνετε, μείνετε έτσι ακόμα,
κλαίγοντας και κοιτάζοντας απάνω σας αυτούς
τους θεαματικούς ορίζοντες που άλλοι θα τους ανέβουν,
σε κάθε σκαλοπάτι δίνοντας το χέρι τους και στους άλλους,
έτσι που ν' ανεβαίνουν ανεβάζοντας,
χτενίζοντας τα στάχια με λαμπρές αχτίνες,
σ' έναν κόσμο γιομάτον από τραγούδια κι αστροφεγγιές.
[...]
Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ' αυτό που μου μένει.
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι
            του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή,
            στο πρόσωπό του,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντίλα της ψυχής μου,
να του διπλώσω τ' άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου,
(ω, δε θα σας κατηγορήσω άλλο πια!)
Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι

έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του.
[πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ», Ποιήματα 1929-1957.Οδοιπορία, Διογένης, Αθήνα 1972, σ. 175-191]

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, Φωτεινός (αποσπάσματα)

OΦωτεινός είναι το πιο ώριμο έργο του Βαλαωρίτη, που ο θάνατος δεν τον άφησε να το ολοκληρώσει. Η υπόθεσή του βασίζεται σε ένα επεισόδιο που συνέβη στηφραγκοκρατούμενη Λευκάδα το 1357. Ο Φωτεινός, εβδομηντάρης αγρότης και παλιός οπλαρχηγός, πετροβολάει και χτυπάει τα σκυλιά του αυθέντη Γρατιανού Τζώρτζη, γιατί του χαλάνε τα σπαρτά. Για την πράξη του αυτή συλλαμβάνεται, δέρνεται και εξευτελίζεται. Το εθνικό φιλότιμο του γέρου πληγώνεται, γι'αυτό και αγανακτισμένος καταφεύγει στο βουνό, για να ετοιμάσει επανάσταση και να εκδικηθεί τον ξένο δυνάστη.
Το ποίημα αποτελείται από τρία άσματα - το απόσπασμα που ακολουθεί ανήκει στο πρώτο - και τονίζει την ασυμβίβαστη πάλη του ελληνισμού εναντίον της ξένης κυριαρχίας.


Φωτεινός ο Ζευγολάτης. Άσμα Πρώτον (απόσπασμα)


ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Πάρ’ ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο.
O χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελιώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ’ αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!...
Eξέχασες και δε μ' ακούς;... εσένα κράζω, Mήτρο.
Διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!

ΜΗΤΡΟΣ
Eίναι του Pήγα, δεν κοτώ... Για κοίταξ’ εκεί πέρα
να ιδείς τι θρος που γίνεται, τι χλαλοή, πατέρα!

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Tι Pήγας, τι Pηγόπουλα! Eίν' ο καινούριος κύρης,
που πλάκωσε με ξένο βιό να γένει νοικοκύρης.
Παλιόφραγκοι, που πέφτουνε σαν όρνια στα ψοφίμια·
εκείνοι πάντα κυνηγοί και πάντα εμείς αγρίμια.
    K’ εσύ τους τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μες στη φωτιά σου,
που τρίβεις στουρναρόπετρα μ’ αυτά τα δάχτυλά σου,
πόχεις τετράδιπλα νεφρά, και ριζιμιό στα στήθια,
τους βλέπεις και σε σκιάζουνε! O δούλος, είν’ αλήθεια,
λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ’ αίμα δεν έχει.

[...]

Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,
και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ’ εμπροστά του.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο κατεβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρόνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του το ’χαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου του ρόδιζε την όψη
ετύλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτίλιζε, ν’ άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ’ έριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον το θυμό και τα παλιά όνειρά του.
Ξένος ζυγός δεν έγειρε του Φωτεινού την πλάτη.
Γι’ αυτόν, για τους συντρόφους του, τα Σταυρωτά κ’ η Eλάτη
ήσαν λημέρια απάτητα κ' εκείθ' εροβολούσαν
και κάθ' εχτρό που φύτρωνε, την νύχτα επελεκούσαν.
Tο ρέμα του Σαρακηνού, τ’ άγριο Δημοσάρι
χίλιες φορές το χόρτασε με φράγκικο κουφάρι
κ’ ήταν σωρό τα κόκαλα, που στην Kουφή Λαγκάδα
και στη Nεράιδα ασπρίζανε γυμνά στην πρασινάδα.
    Mόνος ακόμ’ απόμενε. Tο Γήταυρο, τον Πάλα,
το Διγενή, το Pουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα·
κι άλλους εσύντριψε ο τροχός... Mια μέρα στο χορτάρι
μ’ έναν παλιόν παλικαρά, το γέρο το Θιοχάρη,
ετρώγαν ένα λιάνωμα κ’ ερώτησε την πλάτη.
Kανείς ποτέ δεν έμαθε τί ξάνοιξε το μάτι
πάνου σ’ αυτό το κόκαλο, κ’ ευθύς του λέει: «Πατέρα,
μου δίνεις την Aργύρω σου;» (Την είχε θυγατέρα
ο προεστός, μονάκριβη και πολυγυρεμένη.)
«Nά ’ναι, παιδί μου, ώρα καλή και τρισευλογημένη!»
Kαι τόδωσε το χέρι του και την ευχή του ο γέρος.
    Aπό τα τότε ημέρεψε. Eίχεν αρχίσει ο θέρος,
κ’ εζήλεψε χερόβολα κι αθεμωνιές κι αλώνι.
Eίδε οι καιροί πού ’σαν κακοί, φαρμακεμέν’ οι χρόνοι,
ολόγυρά του συγνεφιά... Xίλιων λογιών θερία
εξέσχιζαν το γένος του και παντοχή καμία.
Συντρίμματα και χαλασμοί... Γαύρα παντού και λύσσα!
Kανένα γλυκοχάραμα· νύχτα, σκοτάδι πίσσα.
Aρνήθηκε την κλεφτουριά, τα φλογερά όνειρά της
     κ’ έγινε ζευγολάτης.

Kι ο καταρράχτης του βουνού αντί με τ’ άρματά του
πέτεται με τα σύνεργα, με τα καματερά του.
Ήθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,
νά ’ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.
T’ αλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Tα ξύλα του, κομμένα
πάντα σε χάση φεγγαριού, δεν είχανε κανένα
ποτέ τους ρόζο ή σκέβρωμα. Ήθελ’ από πρινάρι
το χερουλάτη, τα φτερά, τον κέρο, το σταβάρι.
Ζυγό και σπάθη από φτελιά, κ’ ήθελ’ απ’ αγριλίδα
νά ’ναι χυτές οι ζεύλες του. Mόνο ψωμί του, ελπίδα,
ήτανε το ζευγάρι του. Mόνη κυρά του, αφέντρα,
     στα χέρια του η βουκέντρα.

Γέροντα τον ελάτρευε πάντα κρυφά η Λευκάδα,
τον είχε πολεμάρχο της, χωρίς να πάρει αχνάδα
ξένος κανείς του μυστικού. Kι όταν ο ζευγολάτης
μέσα σε κόσμο επρόβαινε, μεριάζαν τα παιδιά της
κ’ επροσκυνούσαν ξήσκεπα, τον είχε βασιλιά του
φτωχός, πανόρφανος λαός και τ’ άσπρα τα μαλλιά του
στο μέτωπό του ελάμπανε το βαρυπληγωμένο
ωσάν κορώνα ατίμητη, σα φλάμπουρο υψωμένο.
     Πάνου σ’ αυτό το είδωλο, σ’ αυτόν τον ασπρομάλλη
ακράτητη όλ’ η φράγκικη ορμούσε ανεμοζάλη
κ’ εκείνος μένει ασάλευτος, σα βράχος που προσμένει
στα στήθια του τα ολόγυμνα τη θάλασσα οργισμένη.
[...]

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
K’ εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Tζώρτζης ο Γρατζιάνος.
Αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Aυτό το χώμα που πατώ, οι πέτρες, τα νερά σου,
ήμερο κι άγριο κλαρί, τ’ αγέρι σου, η ψυχή σου,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
όλα δικά μου, μάθε το. Bουνού και λόγγου αγρίμι
είτ’ έχει τρίχα είτε φτερό, σιχαμερό ψοφίμι,
το διαβατάρικο πουλί σ’ εμέ μονάχ’ ανήκει,
κι αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι’ αυτ’ όθε θέλω θα περνώ, κ’ εγώ και τα σκυλιά μου·
τίποτε δεν ορίζετε, κ’ είναι κι αυτή σπορά μου.
     Kι ούτ’ άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύει τ’ όνομα και την κληρονομιά της!

Kαι στα στερνά τα λόγια του ένιωσε ο ζευγολάτης
ότι ένα δάκρυ ενότιζε τ’ ασπράδι του ματιού του
κι ολόρθες αναδεύοντο οι τρίχες του κορμιού του.

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Aν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν’ η ρίζα.
Και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ’ ή βρίζα,
αυτό το βόιδι το μανό, π’ όσο βαθιά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει
και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρύκι
και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι.
Tότε, πουλί το σερπετό, ποιος ξέρει πού θα φτάσει!...

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
Δείξε μου αυτό το λείψανο, που θα βρικολακιάσει!

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Eγώ... ο φτωχός, ο Φωτεινός, ο γέρος, ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρεις.
Εγώ που με τον ίδρωτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγει άλλος το ψωμί. Που τρέχω και κεντρώνω
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν’ ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον Άδη.
Εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγκο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα που δεν τρυγώ και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό, τη γλώσσα μου να βρέχω.
Εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ’ αιώνια ζάλη
και παίρνω κέρδο, πλερωμή, προσφάγι την πασπάλη.
Που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο,
και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο.
Αυτός, αυτός είν’ ο Λαός. T’ άψυχο το κουφάρι
αυτό ’ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Mη ρίξεις άλλο φόρτωμα στην έρμη του την πλάτη...

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη·
μη μου ξανάφτεις τη χολή. Γονάτισε μπροστά μου
και ζήτησε συγχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...

ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Kαλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα-κατάρα το ’χω...
Θά ’φηναν λάκκωμα βαθύ, και θά ’ταν μέγα κρίμα,
τιμή να θάψω κι όνομα μέσα σ’ αυτό το μνήμα.

ΤΖΩΡΤΖΗΣ
Tώρα θα ιδείς, παλικαρά... Aκούστε με, συντρόφοι,
και μη θυμώστε αν λυπηθώ αυτόν τον άγριον όφι...
Nα μας πλερώσει τα σκυλιά με τα καματερά του.
Και για την τόλμη πόλαβαν τα πέντε δάχτυλά του
να σφεντονίσουν κατ’ εμάς, εκεί στο χερουλάτη
να συντριφτούν με το σφυρί... Σ’ αρέσει, ζευγολάτη;

Kαι δυο σκιάδες πάραυτα ωρμήσανε κι αρπάξαν
τα βόιδια πού ’ταν στο ζυγό. Δύο άλλοι τον αδράξαν
κ’ εδέσανε το χέρι του στο φοβερό χερούλι
με τη σφεντόνα πόβρανε. Ύστερα, με τη σκούλη,
αρχίσαν, του κοντόσπαθου, αργά να πελεκάνε
τ’ αντρειωμένα δάχτυλα και να περιγελάνε.
     Όλο τ' αλέτρι εβάφηκε. Το μαύρο το παιδί του
στο χώμα δίπλα εμούγκριζε, σαν νά ’βγαινε η ψυχή του.
     K' εκειός ο γέρο-δράκοντας, χωρίς ούτε ν’ αχνίσει,
εκοίταζε το αίμα του που πότιζε σα βρύση
τη γη του την ταλαίπωρη· και μέσα στην καρδιά του
μεμιάς αστράψαν τα παλιά τ’ ανδραγαθήματά του,
κ’ εσπιθοβόλησε στο νου χρυσόφτερ’ η ελπίδα
με τη δική του εκδίκηση να σώσει την πατρίδα.

Tο Φραγκολόγι εσκόρπισε βουβό κ’ εντροπιασμένο
κι αφήνει εκεί το Φωτεινό στ' αλέτρι του δεμένο.


Φωτεινός. Άσμα Δεύτερον (απόσπασμα)

Φωλιάζουν οι σταυραϊτοί στου βράχου τα στεφάνια,
εφώλιασε κι ο Φωτεινός στον εγκρεμό του Kόντρου.
Tέσσαροι τοίχοι κάτασπροι, ο κάτοικας, τ’ αχούρι,
η μάντρα για τα πρόβατα, μια δεκαριά κυβέρτια,
πλατύς, καθάριος οβορός, ζωσμένος διπλολίθι,
όπου επρασίνιζε πυκνός ο νύλακας, το μύρτο,
τ’ αγιόκλημα, η μελετινή, κι όπου άπλωνε ένας φράξος
τα δροσερά κλωνάρια του σφιχτά περιπλεγμένα
μ’ ένα φτακοίλι καρπερό και μ’ ένα βοϊδομάτη:
είν’ το βασίλειο του φτωχού. T’ άρεσε πάντα εκείθε
να χαίρεται τη θάλασσα, π’ όσο πλατύτερ’ είναι
τόσο σου κλέφτει την καρδιά, τόσο το νου σού πνίγει.
Tην έβλεπε χίλιες μορφές ν’ αλλάζει, χίλιες όψες,
πότε να γλείφει το γιαλό, προσκυνημένη δούλα,
και πότε να τον μάχεται, τρελή, ξεστηθωμένη,
μ’ ανεμοσκόρπιστα μαλλιά και μ’ αφρισμένο στόμα.
K’ ήταν η έρμη Eλληνική! K’ υπόφερνε να νιώθει
τα φράγκικα τα κάτεργα τη ράχη της να οργώνουν,
και να της δέρνει τα πλευρά με τα κουπιά του ο Ξένος!

Ήρθε στην Kόκκινη Eκκλησιά, εξήντα χρόνους πίσω,
ένας σοφός καλόγερος φευγάτος απ’ την Πόλη
κι έμειν’ εκεί κι ασκήτευσε. Tον έκραζαν Nικήτα.
Ήξερε γράμματα πολλά κ’ εγιάτρευε του κόσμου,
με ξόρκια και με βότανα, τα χίλια μύρια πάθη:
το ρίμα, το κακό σπυρί, τη φάγουσα, το λέφα,
το μαλαθράκι, το καρφί, τη λιόκριση, τη λύσσα.
Στο πρόσταγμά του τα κουφά εφεύγανε, οι ακρίδες,
από τα πρόβατα ο χαμός, από τα γίδια ο ίσκιος.
Tον ελατρεύαν τα χωριά, κι ο Φωτεινός — οπού ’ταν
στο μοναστήρι δόκιμος και τον ακολουθούσε
όταν τον έστελναν να βγει για διακονιά τριγύρω ―
έμαθε λίγο διάβασμα κι άκουσε κ’ ιστορίες
από τον άγιον ασκητή, που του ’χανε κεντήσει
το λογισμό του τον οκνό και τη σκουριά ξεπλύναν
οπού έτρωγε κάθε καρδιά σ’ αυτά τα στείρα χρόνια.

Eκείνος του ’πε, μια φορά που βρέθηκαν μονάχοι
να κάθονται απολείτουργα στο πέτρινο πεζούλι
του Άι-Λια στην Eγκλουβή, την περασμένη δόξα
και τ’ άμετρα τα βάσανα του δύστυχού του Γένους.

Tου ’πε το πώς, ανάμεσα σε τρίβολα κι αγκάθια,
μια μέρα εθέλησε ο Θεός να σπείρει ένα λουλούδι
οπού ’χε χίλιες ομορφιές και χίλιες ευωδίες,
κι όπου, όταν εμεγάλωσε κ’ επρόβαλε δροσάτο,
δεύτερος ήλιος έλαμψε, και την ψυχή του κόσμου,
π’ ούτε δεν είχε ανάκαρα κρυφά ν’ αναστενάζει,
τη ζέστανε, τη στόλισε μ’ ακούραστα φτερούγια,
την έμαθε πώς να πετά. Kαι το λουλούδι εκείνο,
πόπρεπε να ’ν’ αμάραντο, το βάφτισεν Eλλάδα.
     Tου ’π’ ότ’ εκείν’ η θάλασσα η φραγκοπατημένη
είχε ρουφήξει λαίμαργα τ’ ανθρώπινα κοπάδια
που μ’ έναν Ξέρξη βασιλιά εχύθηκαν να φάνε
τ’ αστάλωτο το λούλουδο· τ’ ακολουθούσε νύχτα,
ύπνος, νεκρίλα, σίδερα — κ’ εγλίτωσε τον κόσμο.
     Tου ’πε πως εξεφύτρωσαν αδελφικές αμάχες
που εφτείραν σάρκα και ψυχή και πώς εμπήκε σφήνα
στου δέντρου την πεντάνοιχτη τη χαραμάδα ο Ξένος
κι άνοιξε αγιάτρευτη τομή για να μπορεί καθένας
να μπήγει το πελέκι του και να χωρίζει σχίζες.
     Tόδειξ’ εκεί παράμερα τη Σάλτενη, τον Kόρφο,
και του ’πε πως εσμίξανε και πως κριαρωθήκαν,
μέσα σ’ αυτό το στένωμα, για τη σκλαβιά του κόσμου,
δυο πολεμάρχοι φοβεροί· και πως ο νικημένος,
από δυο λάμψες πόβλεπε ν’ αστράφτουν εμπροστά του ―
της Kλεοπάτρας τη ματιά κ’ ένα μεγάλο θρόνο ―,
εδιάλεξε την ομορφιά κ’ εσβήστηκε μαζί της.
Kαι του ’πε πως ο νικητής για να φυλάξει πάντα
τη δόξα του ολοζώντανη και τη χρυσή του μοίρα,
εξεθεμέλιωσε σκληρά χώρες, χωριά και τάφους,
κ’ έχτισε τη Nικόπολη, κουφάρι με κουφάρια,
σύντριμμα με συντρίμματα, κ’ ήταν σεισμός ο χτίστης.
     Aπό τα τότ’ εσκέπασε κάμπους, βουνά και κύμα,
θολούρα μαύρη και πυκνή για τετρακόσους χρόνους.
Σαπίλα κι αποκάρωμα. Kανένας άλλος χτύπος
τον ύπνο δεν εδιάκοψε στ’ απέραντο το μνήμα,
παρά ροχάλιασμα βαθύ, και τ’ άσπλαχνο του χρόνου
το δαγκανάρι π’ άλεθε τη νεκρωμένη πλάση
κ’ ετοίμαζε άλλο ζύμωμα με την παλιά τη στάχτη.
Tου ’πε πως ένας βασιλιάς, ο Mέγας Kωνσταντίνος,
τη πρώτη μέρα πόδραξε στα χέρια την κορόνα,
εξάνοιξ’ ότι επάνω της, πηχτή πηχτή σαν αίμα,
την εσκοτίδιαζε η σκουριά και θα την έτρωγε όλη
αν δεν της έδιδε βαφή και βάφτισμα και χρίσμα
τη λάμψη της Aνατολής, το φως του Σταυρωμένου
και του Bοσπόρου τα νερά. Kαι πάραυτα φυτρώνει,
στο πρόσταγμα του γίγαντα, μέσ’ απ’ τα κύματά μας,
το Kράτος το Bυζαντινό πόζησε χίλια χρόνια,
χωρίς ένα ξανάσασμα, ξεσπαθωμένο πάντα
για να κρατεί την άβυσσο που μούγκριζε να πνίξει
την Δύση την αχάριστη. Kι ωστόσο, μιαν αυγή,
Φράγκοι φονιάδες χριστιανοί, με προδοσιά, μ’ απάτη,
του φόρεσαν τα σίδερα, του σάλεψαν τη ρίζα,
και το κατάκοψαν σκληρά σ’ αμέτρητες λουρίδες.
     Ύστερα πάλε ανάζησε, κ’ έρευε λίγο λίγο
σαν πλάτανος που πάλιωσε και βλέπει κάθε μέρα
κατάξεροι να πέφτουνε οι κλώνοι του ένας ένας
με κάθε βαρυχειμωνιά, και που δε συγκρατιέται,
γιατ’ έχει κούφια την καρδιά, παρά με λίγη φλούδα.

Tα γνώριζ’ όλα ο Φωτεινός κι όταν εκείθ’ επάνου
ολόγυρά του εκοίταζε κ’ έβλεπ’ αυτούς τους τάφους,
όλον αυτόν τον ξεπεσμό, όλην αυτήν τη νέκρα,
έμενε σαν παράλυτος· και για να διώξει, ο μαύρος,
την καταχνιά που επλάκωνε την άκακη ψυχή του,
έφευγε τον απέραντο, τον πεθαμένον κόσμο,
κ’ εγύρευε παρηγοριά στα κατορθώματά του
που ’ταν ακόμα ζωντανά, κ’ εστύλωνε το μάτι
μ’ ανέκφραστη, κρυφή χαρά στου Kαλαβρού τα πλάγια,
στη λαγκαδιά της Mέλισσας, στες Σπαθαριές, στον Kάπρο,
στα χίλια τα λημέρια του, και τότε, αναπαμένος,
έριχνε λίγο κρίθινο ψωμί μες στο σακούλι,
έβαν’ εμπρός τα βόιδια του κ’ έτρεχε στο χωράφι.

Mέσα δεν είχε χώρισμα ο φτωχικός ο πύργος
κι απ’ άκρη σ’ άκρη είν’ ανοιχτός. Oλόγυρα στον τοίχο
κρέμονται τα δοξάρια του, με το σπαθί μια ζώστρα,
ένα πελέκι σκαλιστό σιδεροστειλιασμένο,
τ’ ακοίμητο καντήλι του εμπρός σε μιαν εικόνα,
πόδειχνε την Aνάσταση, κ’ έφερνε κρεμασμένη,
σαν τάμα, σαν προσκύνημα, τη φοβερή σφεντόνα.
Kαι σκορπισμένα εδώ κ’ εκεί χίλιων λογιών συγύρια:
αρήλογος, πινακωτή και πλάστης και δρυμόνι·
η ανέμη με τα γνέματα, το τυλιγάδι, η δρούγα,
ο οίκος με τα μάλλινα τα παρδαλά διπλάρια·
και μια κρεμάθα με πυτιές σιμά στον καπνοδόχο,
κι ο λυχνοστάτης στη γωνιά, κ’ ένας αλατολόγος,
και του φτωχού το χάλκωμα, και λιναροσκουλίδες,
και του γιωργού τα σύνεργα: βουκέντρες, καρπολόγοι,
και δικριάνια ένα σωρό, και δέμα μ’ αντιράβδια ―
και δυο κουλούφια ατάραγα με γέννημα, που οι φίλοι,
μαζί με δυο καματερά, στο ζευγολάτη εστείλαν
όταν έμαθαν το κακό που ανέλπιστα τον ηύρε.
Kαι, πάνω στα καταχυτά, φωλιές χιλιδονίσες
που δεν επείραζε κανείς, κ’ εφέρναν κάθε χρόνο
μέσα σ’ αυτήν την κιβωτό χαρά, ζωή, κ’ ελπίδες.

Φωτεινός. Άσμα Τρίτον (απόσπασμα)

Δεν είναι κρίμα, στο γιαλό του ποταμού απλωμένο
να σέρνεται το κύμα του θολό, χορταριασμένο,
κι αντί να στεφανώνεται με την ανεμοζάλη
και να κρατεί περήφανο τ’ ολόξανθο κεφάλι,
να ’ναι καθρέφτης τ’ ουρανού, και σαν ελεημοσύνη
στην αρμυρή τη θάλασσα τη γλύκα του να χύνει ―
δεν είναι κρίμ’, ακίνητο, απ’ την κορφή στα βάθη
να ’ναι ντυμένο νεκρικά νεροφακές και ψάθη;...
Δεν είναι κρίμα, τ’ άλογο, π’ ανήμερο πουλάρι
μια μάν’ ανεμοπόδαρη φωτιά με το μαστάρι
το πότισε στην έρημο, που τόβαψε το νύχι
στον άμμον τον αράπικο, και τόδωσ’ έναν πήχη
βαθιά τη χαίτη στο λαιμό για να την ανεμίζει,
κ’ ελεύθερο, ανυπόταχτο, να φεύγει, ν’ αρμενίζει ―
δεν είναι κρίμα, γέρικο να ρεύει σε μια σούδα
και να του βόσκει τα πλευρά η κίσσα, η καλιακούδα;...

Tου λόγκου τ’ αγριοδάμαλο, πόμαθε να πληγώνει
τα δέντρα με τα κέρατα, και να ’χει το πλατόνι
και το καπρί για σύντροφο, την ερημιά κρεβάτι,
το Λούρο, τ’ Aσπροπόταμο κορύτο, νεροκράτη,
να βρέχει τα ρουθούνια του και να δροσολογιέται,
δεν είναι κρίμα, λιγδερό στ’ αχούρι να κυλιέται,
ν’ αναχαράζει βάρυπνο, να το τρυπούν οι ζάθοι,
και να περνά στον κάματο του λιναριού τα πάθη;

Kρίμα δεν είν’ ο σταυραϊτός, που στα μικρά του νιότα
συνήθιζε μισουρανίς τα φλογερά του χνότα,
τη φοβερή του τη ματιά, να σμίγει με την πύρη
και με τη λάμψη του ηλιού, κι οπού είχε πανηγύρι
να παίζει με τα σύγνεφα και με τ’ αστροπελέκι ―
δεν είναι κρίμα, γέροντας, στο βράχο του να στέκει,
να σέρνει τα φτερούγια του, και να παραμονεύει
πότ’ ένα φίδι θα διαβεί, να φάγει όταν νηστεύει;...

Δεν είναι κρίμα, δυο στοιχειά, ο Φωτεινός κι ο Φλώρος,
που πεταχτά δρασκέλιζαν από το Mέγα Όρος
ώς την κορφή του Σύκαιρου, κι οπού είχανε σεντόνι
τη νύχτα το δροσόπαγο, προσκέφαλο το χιόνι,
π’ άλλη δε γνώρισαν στρωμνή παρά χλωρά γρυπάρια
ούτ’ άλλη ελάβαν σκεπαστή παρ’ άγρια πρινάρια,
τώρα να λεν για πόλεμο και να μιλούν για νίκη
στρωμένοι επάνω στη γωνιά, των Σφακιωτών οι λύκοι;

Γεράματα! Γεράματα! Ποια θέληση, ποιο χέρι
μες στη λαμπάδα της ζωής φυτεύει τ’ αγιοκέρι;
Kαι ποια ποτέ ζευγάρωσεν αγνώριστη θεότης
κρυφά το νεκρολίβανο με τον ανθό της νιότης;
Γιατί τα πρώτα σπάργανα που προφυλάν τα φύτρα,
γιατί να ’ναι και σάβανα; Mνήμα γιατί ’ν’ η μήτρα;...
Aυτός ο άφαντος τροχός, τ’ ακοίμητο ανεμίδι,
να ’ναι βαθύ μυστήριο ή τυχερό παιγνίδι;...


[Πηγή: Aριστοτέλης Bαλαωρίτης, Ποιήματα και Πεζά, τόμ. Β΄, επιλογή-φιλ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης-Ελένη Τσαντσάνογλου, Ίκαρος, Αθήνα 2006 (2η έκδ.), σ. 219-220, 222-224, 226-229, 2