Share

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ - ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ / ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ


http://www.antifonies.gr/κντ.
Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ

1          Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ: Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
           
2          Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΟΥ  
            ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, τραγούδι: Γιάννης Δημητράς
3          ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ
            ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, τραγούδι: Μαρία Κάτηρα
4          ΣΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ
            ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, τραγούδι: Μαρία Κάτηρα
5          ΚΡΙΣΗ  
            ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, τραγούδι: Γιάννης Δημητράς
6          ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
           
7          ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ: ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ 
            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Ευτύχιος Χατζηττοφής
8          ΕΠΕΤΕΙΟΣ
            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Φερενίκη Βαλαρή
9          Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ  
            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Εύα Καναβαράκη - Φερενίκη Βαλαρή
10        Ο ΤΡΕΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Ευτύχιος Χατζηττοφής
11        ΟΡΑΜΑΤΑ
            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Εύα Καναβαράκη - Φερενίκη Βαλαρή
12        Ο ΦΟΒΟΣ

            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Ευτύχιος Χατζηττοφής

Γιώργης Παυλόπουλος, Ανθολόγιο Ποιημάτων (Εισαγωγή-Ανθολόγηση:Στάθης Κουτσούνης)

ΣΕΠ29

Κατηγορία: Ακαδημία ΠοιείνΝέοι Ποιητές, καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας
(Περιοδικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ #1, Αύγουστος 2006)
Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος, 1924) εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1943 με τη δημοσίευση του ποιήματός του «Ο νεκρός Γ. Π.» στο τεύχος 4 του περιοδικού ‘Οδυσσέας’, που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα τις ποιητικές συλλογές: , Ερμής 1971, , Κέδρος 1980, , Στιγμή 1988, , Στιγμή 1990, , Νεφέλη 1997, , Κέδρος 2004. Με έξι μόλις βιβλία σε μια ποιητική διαδρομή 60 χρόνων γίνεται αντιληπτό ότι ο ποιητής είναι ολιγογράφος, αν και χαρακτηριστικός και σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του, της Α΄ Μεταπολεμικής. 
Στο σύνολό της σχεδόν η ποίηση του Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται από μια ήπια και κατασταλαγμένη δραματικότητα. Μια δραματικότητα που πηγάζει εν γένει από την απώλεια: συντρόφων, φίλων και συναγωνιστών, αγαπημένων γυναικών, της νεότητας αλλά και της ζωής γενικά που μεταβάλλεται και φεύγει, του έρωτα που αμβλύνεται και παρέρχεται. 
Η γραφή του είναι αισθαντική και διάχυτα μελαγχολική, εκφραστική και λιτή, ευανάγνωστη και διαυγής στην επιφάνεια, ωστόσο πολυσήμαντη και ενίοτε σκοτεινή στο βάθος της, βιωματική, αφηγηματική και με διάθεση φιλοσοφική, με εικόνες εναργείς που κινούνται διαλεκτικά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Στη θεματογραφία του εξέχουσα θέση κατέχουν η μνήμη για όσα οδυνηρά βίωσε τόσο σε σχέση με τη δύστροπη εποχή στην οποία ανδρώθηκε (Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, ψυχροπολεμική μετεμφυλιακή περίοδος) όσο και σε σχέση με την προσωπική του ζωή, ένας διαβρωτικός –άλλοτε ορατός και άλλοτε αδιόρατος– φόβος, η διάψευση των οραμάτων και των ελπίδων, ο θάνατος, οι εν Άδη καταβάσεις και οι νεκροί, οι αλλεπάλληλες και διαρκείς μεταμορφώσεις, μια εναγώνια μέχρις οδύνης επιθυμία αυτοπροσδιορισμού, τα όνειρα, ο έρωτας –ως αντιστάθμισμα, εκτός των άλλων, στα επαχθή της ζωής του γεγονότα– και, κυρίως, η αγάπη η αναλλοίωτη. 
Εμφανή στην ποίησή του είναι ακόμη η ερωτοτροπία με θέματα και πρόσωπα από την αρχαιοελληνική λογοτεχνική παράδοση, η υιοθέτηση ορισμένες φορές τρόπων του δημοτικού τραγουδιού, καθώς και μια έντονη αυτοαναφορικότητα, ένας αγωνιώδης προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική –κυρίως στις συλλογές και τα ποιήματα ποιητικής αφθονούν. Πάντως, σε κάθε περίπτωση η σχέση του Παυλόπουλου με την ποίηση είναι αναμφισβήτητα ερωτική. 
Το παρόν Ανθολόγιο με τον περιορισμένο αριθμό ποιημάτων από το σύνολο του ποιητικού corpus του δημιουργού έγινε με γνώμονα δύο κριτήρια: Πρώτον, την αντιπροσωπευτικότητα σε συνδυασμό με την ποιότητα· από τα καλύτερα δηλαδή ποιήματά του ανθολογήθηκαν τα πιο αντιπροσωπευτικά, με σκοπό την ανάδειξη των κύριων χαρακτηριστικών της παυλοπουλικής ποίησης και ποιητικής. Δεύτερον, επελέγησαν ποιήματα που να αποτελούν κλειδιά στην προσέγγιση και κατανόηση του όλου έργου. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι η επιλογή των ποιημάτων αντικατοπτρίζει το γούστο του ανθολόγου και την προσωπική ανταπόκρισή του στο έργο του ποιητή. Και η ανταπόκριση του καθενός έχει να κάνει με την ψυχοσύνθεση, αλλά και με ένα σύνολο κοινών τόπων, αντιλήψεων ή βιωμάτων. Η υποκειμενικότητα επομένως έπαιξε το ρόλο της και στην παρούσα ανθολόγηση.

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί.
Απ’ τ’ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ο ήλιος μέσ’ στη συννεφιά
σα Λάζαρος με σάβανο.
Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων
το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια
όλα τ’ ανώφελα των ενταφιασμών
και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.
Τώρα τους βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος
απλώνοντας τ’ αδύναμα χέρια τους
ν’ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα
αυτόν που ανασαίνουμε.
Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν·
γυρίζουν αφηρημένοι εκεί
κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμούνται.
*
Δεν είναι πόνος, μήτε ξεκούραση καν·
μονάχα σα να σε κατεβάζουν προσεχτικά απ’ το πρωί
χωρίς να τους δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις
καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί
ώσπου μένουν τα τέσσερα σημεία στον άνεμο
γυμνά, ματωμένα.
(Το κατώγι)

ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ
Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
μέσ’ στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τάσκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους σύντροφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.
(Το κατώγι)

()ΤΟ ΣΑΚΙ
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
(Το σακί)

ΚΑΤΑΒΑΣΗ
Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Το ποτάμι να φεύγει όπως ο πεθαμένος
γύρω γονατισμένα τα βουνά
εκείνο το κουρέλι
μαύρο ανεμίζοντας στα σύρματα
και κοντά στα βούρλα μια λιωμένη αρβύλα.
Κι ανάμεσα σε τούτες τις εικόνες
πάλι τα πολυβόλα στην καταχνιά
πάλι ο θάνατος η ακρίδα
πηδώντας από κορμί σε κορμί
πάλι να χάνω τον τόπο
να μην ξέρω πού βρίσκομαι
εδώ ή εκεί
στο άλλο ποτάμι σε τούτα τα βουνά
σε τούτο το χαντάκι σε κείνα τα πλατάνια
εδώ ή εκεί
ακούγοντας κάποιον να μου φωνάζει
απ’ την αντικρινή όχθη
χωρίς να ξεχωρίζω
μήτε τη φωνή μήτε τον άνθρωπο.
Ποια φωνή και ποιος άνθρωπος;
Αυτός που τον σκοτώνουν;
αυτός που μας σκοτώνει;
Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Κατεβαίνοντας τώρα
εκεί που δεν ήταν τίποτε
να κοιτάξουμε.
(Το σακί)

ΑΣΚΗΣΗ
Άρχισε τότε να βγάζει προσεχτικά τα φτιασίδια
Η μορφή του σαν του πνιγμένου
κάτω από το νερό
κυμάτιζε περνώντας ολοένα
μέσα στον καθρέφτη
χωρίς να βουλιάζει
Σιγά-σιγά φανερωνόταν
πιο καθαρά το πρόσωπό του
Ξαφνικά το είδε
να πλησιάζει γρήγορα μικραίνοντας
και πάλι γρήγορα να μεγαλώνει
καθώς χανότανε σβησμένο
σε μια καταχνιά
Έκλεισε τα μάτια και στα τυφλά
πήγε ν’ αγγίξει το κρύσταλλο
μα δεν ήταν εκεί κανένας καθρέφτης
Τρομαγμένος ψηλάφισε τον αέρα
ψάχνοντας για το πρόσωπό του
φώναξε δυνατά ν’ ακούσει τη φωνή του
και η φωνή δεν έβγαινε από πουθενά.
Τότε κατάλαβε πως βρισκότανε πάλι
σε μιαν αόρατη σκηνή
χωρίς να τους βλέπει και χωρίς να τον βλέπουν
έτοιμος ν’ αρχίσει
υπολογίζοντας τώρα στην τέλεια παράσταση.
(Το σακί)

()ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ
Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.
Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.
(Τα αντικλείδια)

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ
Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη

Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
(Τα αντικλείδια)

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και πού πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.
(Τα αντικλείδια)

ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
(Τα αντικλείδια)
13
Να θέλω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.
(Τριαντατρία Χαϊκού)
24
Ουρά παγονιού
σε πισινό μαϊμούς
τούτος ο κόσμος.
(Τριαντατρία Χαϊκού)
33
Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ’ ένα ποίημα.
(Τριαντατρία Χαϊκού)

Η ΣΙΩΠΗ
Στην Αυγή - Άννα Μάγγελ

Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
(Λίγος άμμος)

ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ
Στην Ανθή
Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κι’ αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.
(Λίγος άμμος)

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ
Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου
Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.
(Που είναι τα πουλιά;)

ΠΗΓΗ http://www.poiein.gr/archives/361

Λειβαδίτης -Καραμπέτη Ο αιώνιος διάλογος

Λειβαδίτης - Καραμπέτη Τα μοναχικά βήματα

Τάσος Λειβαδίτης - Μια γυναίκα

Αλκυόνη Παπαδάκη


http://mypreciousblog26.blogspot.gr/2013/09/blog-post_6397.html
https://www.tumblr.com/search/.ΚΝΤ



Παπαδάκη, Αλκυόνη



Γεννήθηκα στο Νιο Χωριό, πολύ κοντά στα Χανιά. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος. Η μάνα μου, ονειροπόλα... Όσο ήμουνα παιδί, η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες έως τραγικές καταστάσεις. Έτσι, αναγκάστηκα να ψάχνω από τότε τα μονοπάτια της φυγής. Εκείνη την εποχή μιλούσα με τα δέντρα, τις κάργιες που φώλιαζαν στα κυπαρίσσια του κήπου μας, τους θάμνους και τις πέτρες. Μου άρεσε, ακόμη, να φέρνω στο μυαλό μου διάφορες λέξεις και ν' ανακαλύπτω το χρώμα και τη μυρουδιά τους. Τελείωσα τη Γαλλική Σχολή κι ύστερα ήρθα στην Αθήνα με τ' όνειρο ν' αλλάξω τον κόσμο. Άρχισα τις επαναστάσεις και τις ανατροπές και το μόνο που κατάφερα ήταν να σπάω συνεχώς τα μούτρα μου. Ευτυχώς που όλα έγιναν έτσι ακριβώς όπως έγιναν. Χαλάλι. Είδα, έμαθα κι ένιωσα τόσα πολλά! Όταν κατάλαβα πως δεν μπορούσα ν' αλλάξω τον κόσμο, είπα: εντάξει, θ' αλλάξω τον εαυτό μου. Πολύ το διασκέδασα που την πάτησα κι εκεί. Τελικά σκέφτομαι, προς το παρόν δηλαδή γιατί πάντα το ψάχνω, πως επανάσταση είναι να 'χεις τα μάτια της ψυχής σου ανοιχτά· να επιμένεις, ν' αγαπάς τη ζωή και να φροντίζεις να μην τη μολύνεις με το πέρασμά σου. Όσο για το γράψιμο, έγραφα από παιδί. Το πρώτο μου γραφτό ήταν ένα ραβασάκι στο Θεό. Η αλήθεια είναι πως, όταν μεγάλωσα αρκετά, έκανα φιλότιμες προσπάθειες να μην μπλεχτώ στα γρανάζια της λογοτεχνίας. Φοβόμουνα μήπως κάποια μέρα αυτή η ιστορία με καπελώσει. Μάταιος κόπος! Φαίνεται πως μερικοί γεννιούνται με τούτη την περίεργη διαστροφή στο κεφαλάκι τους. Τουλάχιστον με παρηγορεί το γεγονός, πως το καπέλο μου δε μου 'κρυψε ποτέ τα μάτια και τ' αφτιά μου.
Της ίδιας:
- Η μπόρα
- Το κόκκινο σπίτι
- Το χρώμα του φεγγαριού
- Σκισμένο ψαθάκι
- Αμάν... Αμάν!
- Ο κάργιες
- Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα
- Το τετράδιο της Αλκυόνης
- Βαρκάρισσα της Χίμαιρας
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2013)Σ΄ένα γύρισμα της ζωής, Καλέντης
(2011)Τι σου είναι η αγάπη τελικά..., Καλέντης
(2009)Αν ήταν όλα... αλλιώς, Καλέντης
(2007)Το ταξίδι που λέγαμε..., Καλέντης
(2005)Στο ακρογιάλι της ουτοπίας, Καλέντης
(2004)Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή, Καλέντης
(2004)Το τετράδιο της Αλκυόνης, Καλέντης
(2003)Στον ίσκιο των πουλιών, Καλέντης
(2001)Βαρκάρισσα της χίμαιρας, Καλέντης
(1999)Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα, Καλέντης
(1997)Οι κάργιες, Καλέντης
(1995)The Colour of the Moon, Καλέντης
(1995)Αμάν, αμάν, Καλέντης
(1995)Το χρώμα του φεγγαριού, Καλέντης
(1993)Σκισμένο ψαθάκι, Καλέντης
(1991)Die Farbe des Mondes, Καλέντης
(1989)Η μπόρα, Καλέντης
(1988)Το κόκκινο σπίτι, Καλέντης
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2008)Σου γράφω ένα γράμμα, Εμπειρία Εκδοτική
Λοιποί τίτλοι
(1994)Παναγιωτοπούλου, Νικολία, Διψασμένη ορτανσία, Καλέντης [διασκευή]

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Γιάννης Σκαρίμπας


ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ-ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ.










Ο γλάρος

 Ώρα καλή στου απείρου την καρδιά
γλάρε µου βραδινέ πού Φεύγεις- πλοίο,
µετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά µου, ένα Φωσάκι, ένα βιβλίο.

Πηγαίνεις σύ… Εγώ έκπεσµένο αλαργινό
αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω
ένα βιβλίο, Ένα φωσάκι και πονώ
µια καµαρούλα αδέλφι µου υψωμένο.

Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά
στο χώμα δώ πού βρέθηκαν οι καημοί µου,
άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά
κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου.

Κι από άκοντα (µην απορείς και µη ρωτάς)
σιγανά φύγω έχω δουλειά γλάρε µου- πλοίο
ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς
σαν να ‘σαι το ανοιγμένο µου βιβλίο…

Ο ΓΛΑΡΟΣ - Γιάννη Σκαρίμπα, Σαράντη Κασσάρα

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Σπύρος Ποταμίτης


Στον ίλιγγο της σιωπής ταξιδεύουμε
σύννεφα της καταχνιάς κουβαλώντας
τον ήχο της βροχής πάνω στα φύλλα
που ξαμώνουν την αιθρία της άνοιξης...
Ταξιδεύουμε σαν τα σμήνη των χρόνων
που έχασαν τα φτερά τους κι ο άνεμος
τα παραδέρνει στα ίδια και τα ίδια, σκιές
εκείνων των ανθρώπων που ξεχάστηκαν...
Ταξιδεύουμε στις μέρες σαν τον τυφλό
που ψηλαφεί στο σκοτάδι του λίγο φως
να νιώσει στ΄ ακροδάχτυλα του το χρώμα
που δεν έμαθε η καρδιά του να το διαβάζει...
Ίσως γι΄ αυτό να βάφουμε με τόσο μαύρο
εκείνο το γιασεμί που «ξημερώνει – βραδιάζει»
δεν καταλάβαμε ποτέ γιατί παραμένει λευκό!
26-10-2014

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Χρόνης Μίσσιος- Κεραμίδια στάζουν/ Στα μονοπάτια της ποίησης

Τι είναι ο έρωτας;
Έρωτας είναι το ίπτασθαι οικειοθελώς,
το ωραιάσθαι αενάως,
το εγγίζεσθαι χαιδευτικώς,
το ποθείν καθ'ολοκληρίαν,
το καλλωπίζειν το χώρο,
το φαντάζεσθαι εγχρώμως,
το διαλέγεσθαι μωβ,
το αντι-εξουσιάζεσθαι ανυπερθέτως,
το συνουσιάζεσθαι επαναληπτικώς.
Γενικώς το ευ ζειν...
Το αποπλανάσθαι στην απουσία της μοναξιάς.

Στέλλα Πετκάρη.

Τα μεγάλα λόγια έχουν απαιτήσεις …
θέλουν «ανάστημα» για να γίνουνε πράξεις.
Και ‘γώ ισορροπώ τη ζωή μου μαζί σου
μ’ έναν γίγαντα στη θέση της καρδιάς.
Αναρωτιέμαι τι σου πρόσφερα

για ν΄ αξίζω τόση αγάπη!
Κόσμημα ακριβό, η έννοια σου για μένα …
πανωφόρι στο κρύο μου, η λατρεία στα μάτια σου
άρωμα της μέρας μου, ο χαμογελαστός σου λόγος.
Σιωπηλά, το δύστροπο και μοναχικό μου «εγώ»,
σ’ ευγνωμονεί …
ειδικά για τις στιγμές,
που προσποιείσαι πως δεν το συναντάς.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΚΟΣΜΟΕΙΔΩΛΟ

Τελικά, οι επιστημονικοί υπολογισμοί λένε πως δεν υπάρχω,
πώς μια ψευδαίσθηση είμαστε της ανθρώπινης φυσιολογίας.
είδωλο του τετραδιάστατου χώρου στον πλαστό τρισδιάστατο χώρο των αισθήσεων.
Μα εγώ την αγαπώ αυτή την ψευδαίσθηση,
γιατί σ’ αυτή ζω, σ’ αυτή σε βρίσκω και σε χάνω.
και μέσα απ΄αυτή ανακαλύπτω, ‘’το νόμιμο του ανέλπιστου’’.

CALL FOR PAPERS - 10th International Student Byron Conference

CALL FOR PAPERS - 10th International Student Byron Conference.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ

Ω  τί κακό κι αυτό
εχθρικό το σύμπαν να αποκαλούμε!
κι ας γεννάει  άστρα κι ας πέμπει τη ζωή,
κι ας είναι δική του η  αγκαλιά που μας κρατάει
-κουκούλι ζωής  μες  στ’  αφιλόξενο διάστημα-
γύρω απ’ τον ήλιο να περιφερόμαστε και νά’μαστε εδώ, 
παρόντες, ο ένας απέναντι στον άλλο.

Ω  τι άρρωστος εγωισμός και  τι αντιζηλία
σε διακατέχουν, άνθρωπέ μου,
ώστε συνέπεια λογική να μην έχεις
δεχόμενος  για νοήμονα όντα να μιλάς,
και το σύμπαν που τη νόηση γεννά
ανόητο να νομίζεις!

Όλα να τα ιδιοποιηθείς θέλεις, καλέ μου,
και κατά το συμφέρον σου να τα μεταποιείς
και σαν τους αργυραμοιβούς
απ’ όλα  κέρδος να βγάζεις!

Και να που καλά τα καταφέρνεις
και πίσω απ’ τα μάτια μας
κατάληψη έκανες στο σπίτι που σε φιλοξενεί
και τον νοικοκύρη του  ως εχθρό τον παρουσιάζεις,
ώστε τη νόησή του να ιδιοποιηθείς σαν  προϊόν δικό σου 
και στην αγορά να το πουλήσεις.

Νόηση του ξεπεσμού, της υποταγής, αδελφέ,
της προσαρμογής και των κυκλωμάτων,
παραγωγή homo economicus που βρώμισε τον άνεμο--
βελανιδιά που την κλάδεψαν οι αιώνες
και στο κεντρωμένο κλωνάρι της απάνω
σε κρέμασαν και σ’ έγδαραν ζωντανό
σαν το σφαχτάρι.

Του Λόγου δ΄ εόντος κοινού,
ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίας έχοντες φρόνησιν.



27-9-2014

Γρυπάρης Iωάννης- Tο απόβροχο


Tη νύχτ' απόψε ― η θλίψη της μ' ανάστησε η τρανή,
τη θλίψι μας σα να είχε μελετήση―
τη νύχτ' απόψε ανοίξανε οι έβδομοι ουρανοί
και πόντισε νερό κατακλυσμός τη χτίση.

Στα σκοτεινά εξεχείλισαν των θλίψεων οι πηγές
και χύθηκαν οι κρατημένοι οι θρήνοι
κ' ελπίδα πια δεν έμεινε για νέες πάλι αυγές
τη νύχτα, που είπες η στερνή πως θα είχε μείνη.

Mα έδωκε και ξημέρωσε η ανέλπιστη η αυγή
και στη δροσιά του απόβροχου λουσμένη
σα θάμα νέο πεντοβολά κι αναγαλλιάζ' η γη,
όσ' ο χρυσός ο θρίαμβος του Ήλιου προβαίνει.

Στο μυριοθορυβούμενο κ' ηλιόβολο γιαλό
οι ναύτες τα πανιά των πλοίων ανοίγουν
και ιδές! φαντάζουν τ' άρμενα στο κύμα το ψηλό
πως πρίμα καρτερούνε τον καιρό να φύγουν.

Πώς μας πλανεύει το όνειρο της ευτυχίας ξανά
σαν να ήταν μια φορά να μας γελάση!
σε νέα ταξείδια μάς καλούν τα πλοία στα γαλανά
τα κύματα, που ως να ήπιαν φως κ' έχουν χορτάση.

Kι αν τα κρατούνε οι άγκυρες τ' άρμενα εκεί στη γης
κι αν τα τιμόνια στη στεριά βγαλμένα,
κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής
κι ανατριχιάζουν τα φτερά τα διπλωμένα.

K' ήρθε κ' εστάθη η μια ψυχή σ' απόψηλη κορφή
και τις ζυγές φτερούγες δοκιμάζει,
ξεχνόντας που τις λάβωσε ― ψυχή, πικρή αδερφή!
τ' αστροπελέκι το παλιό και το χαλάζι.

http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=394&author_id=82

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΑΓΓΙΓΜΑ


Άγγιξα το χέρι σου, 
χάιδεψα τα μαλλιά γύρω απ’ το λαιμό σου, 
και ένας κύκνος πέρασε στα δάχτυλά μου 
ανεβάζοντας στα σπλάχνα μου την ευφροσύνη.

Μιλούσες και σήκωνε η στιγμή τα φτερά της
και φεύγαν οι σκεπές από τα παραπήγματα 
και φαίνονταν η φωτιά κι η χόβολη
πάνω στην πέτρα.

Ένα αγριοπερίστερο κατέβαινε από ψηλά
και πέρασε κράζοντας ανάμεσα στους καταρράκτες,
όπου μες στη βοή τους ξεχώριζε αχνά
το βέλασμα αμνού που σφάζονταν.

Ήρθε και στάθηκε μεσ’ την παλάμη μας
κι εκεί ανάλαφρα το ράμφος του κατεβάζοντας,
σπόρους απίθωσε από ηλιοτρόπια και δυόσμο.

Στέλλα Πετκάρη

Κάθε σημείο του κορμιού, μια νότα από οκτάβα
Κι όταν τα δάχτυλα περνούν… μαέστρος, ο ρυθμός!
Ξυπνά σιγά, αρμονικά, η σύνθεση «ανήκω»…
Τη νοιώθεις μες τα σπλάχνα σου… πεθαίνει το «εγώ»!
Και η σονάτα «λύτρωση» κυλιέται μες το χώρο
με τη μορφή του απόλυτου… στην ηδονή του… «ένα»!
Στέλλα Πετκάρη

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Στέλλα Τεργιακή- Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


Αν ήταν να σ' ακολουθήσω
σ' αυτό το φως του φεγγαριού
που ολόγιομο καθρεφτίζεται στο πέλαγος
και δείχνει το δείλι,
θα το 'κανα!
Αν έπρεπε να σ' εύρω
πίσω από κείνη την ακτίνα του ήλιου,
που δείχνει το δρόμο και φεγγοβολά
καλώντας σε στο φως,
θα πήγαινα!
Αν τ' αστέρια της πρώιμης αυγής
που μόλις χάραξε την ημέρα
τρεμόπαιζαν στον ουρανό,
την ώρα που η νύχτα έδινε την θέσης της
κι έγραφαν τ' όνομά σου,
θα τ' άναβα!
Αν η απόσταση που δημιουργεί τους δρόμους
έμπαινε ανάμεσά μας
και δεν μπορούσα να δω την φωτοπλημμύρα
της Θείας ένωσης
την ώρα που δύο ψυχές που αγαπιούνται, μιλούν,
θα την έσβηνα !
Αν έπρεπε να ποτίσω όλα τα ρόδα και τα κρίνα εκείνα
που ανθισμένα όλα μαζί θα έδιναν
σε σένα το σεπτό μύρο τους,
να σ' αγκαλιάσει ευωδιαστό,
θα μάζευα το νερό της βροχής!
Κι αν έπρεπε ακόμα...
Αυτά κι εκείνα
κι ακόμη τόσα
και τόσα άλλα
να τα έκανα για σένα,
όλα θα τα 'κανα,
μπορώ να τα κάνω!
Δεν είναι γιατί το θέλω,
ούτε γιατί πρέπει,
είναι γιατί η δύναμη της αγάπης,
με κάνει να μπορώ !!!
© Στέλλα Τεργιακή
Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου "Φως ανέσπερον", Εκδόσεις Ιωλκός !

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Σπύρος Ποταμίτης- Τι κι αν (από την ποιητική συλλογή ΑΙΘΕΡΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ)

Τι κι αν κοιμήθηκα στις τραχιές πέτρες
στο φως ακούμπησα το πλατύ μου όνειρο
σε φωτεινές αγκαλιές μοιράστηκα τη ζωή
με τη δύναμη του ανέμου μίλησα γιορτινά
τα λόγια της ψυχής μου να με ακούσεις…

Τώρα αγγίζω στ΄ αλέτρια του ήλιου το δάκρυ
σεμνό αναφιλητό του ανθρώπου που πόνεσε
να μην ξεχαστεί η ανάγκη σου ν΄ αγαπηθείς.

Λουσμένος στη φεγγοβολή των αστεριών τη νύχτα
για ότι καθαρό ζωντάνεψε η πλάνη των φεγγαριών
σου έφερα στοργικά χέρια και σιωπηλά φιλιά
να στολίζεις τις μέρες σου με το άρωμα της αγάπης.

                                                                                                                                                        6-9-2013

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Σακελλάρης Καμπούρης


η ζωή εδώ στο νησί, είναι τόσο αμφίβια...
όταν ξημερώνει,δρασκελώ την περίφραξη του νου
και στο ανέστιο της ήβης καλπάζω,μικρός πρίγκηπας λες,
που μόλις έκλεισε στις χούφτες της μέρας του
δυό πράσινα στήθη λεμονιάς για ν'ανασαίνει...
δυό ψάρια με ασημένια φτερά ξεγλυστρούν
εκεί που η αγαπημένη μου απαλοχαϊδεύει την άμμο.
ένα μικρό δάχτυλο του δίδυμου βράχου μου
διεισδύει τρυφερά στον αλμυρό της αφρό
και η αίγλη ολόκληρη των αισθήσεων γίνεται γλάρος...
εγώ,δεν παύω να μιλώ στα δέντρα
την ώρα που γέρνουν τα κλαριά τους στο δείλι,να ξαρμυρίσουν.
παύση για λίγο...
ακολουθεί η νύχτα...
τότε ξεκινώ να μετρώ στην ομίχλη,
πόσες φορές σε αγάπησα...
συγχώρα με για τα ορθογραφικά μου λάθη
μα,
η αδιάβαστη ψυχή μου,δεν είναι ουσιαστικό...
είναι ρήμα που ξαποσταίνει σε δειλινά,
δεν διδάσκεται ορθογραφία
και ζει αμφίβια...

Γεράσιμος Ευαγγελάτος- Θέμης Καραμουρατίδης

Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Πρώτη εκτέλεση: Νατάσα Μποφίλιου


Κοίτα εγώ, αν μου επιτρέπεις
δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις
Κι είναι φορές που αναρωτιέμαι
πώς καταφέρνω και κρατιέμαι

Του το κρατάω αυτού του κόσμου
που δε μου ανήκει ο εαυτός μου
Γι' αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω
είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω

Κοίτα εγώ αν θες να ξέρεις
είμαι όλα αυτά που αναφέρεις
Μόνο που κάπου κατά βάθος
όποιος με ξέρει κάνει λάθος

Του το κρατάω αυτού του κόσμου
που δε μου ανήκει ο εαυτός μου
Γι' αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω
είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω

Ανέβηκε στις 21 Φεβ 2011 http://www.youtube.com/watch?v=ra1Si1Ikm1w
http://www.musicpaper.gr/ 
Από τη μουσική παράσταση που παρουσίασε ο
Θέμης Καραμουρατίδης στο θέατρο Κάππα στις 13.10.2010

Θανάσης Παπακωνσταντίνου- Η ουρά του αλόγου

Η ουρά του αλόγου

Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου


Ο καβαλάρης τ' άλογο το 'χε μες στην καρδιά του.
Που να 'βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του.
Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι,
στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι.
Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξύπνιο,
κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ' τον ίσκιο.
Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω,
αστρίτης στραβογάμησε και δίνει δαγκωσιά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες
ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες.
«Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις;
Ας δώσουμε όρκο. Με καιρούς θα σ' εύρω ή θα μ' εύρεις».
Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, σκυφτός την πόρτα ανοίγει,
καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει.
Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν
το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ' αφήσαν.
Περνούσε κι ένας μάστορας που 'μαθε στην Κρεμόνα
να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια.
Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια,
την πήρε κι έφτιαξε μ' αυτή δοξάρια ένα κι ένα.
Δυο μήνες έκανε ο νιος ν' ανοίξει παραθύρι
την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο πανηγύρι.
Εκεί 'ταν λαουτιέρηδες που θέλαν' παρακάλια
ήταν κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια.
«Γεια και χαρά στου βιολιτζή. Χρήμα πολύ θα δώσω.
Θέλω ν' ακούσω απ' τα καλά, μήπως και ξαλαφρώσω».
Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι,
ταιριάζει στο σαγόνι του, τ' όργανο με καμάρι,
και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω,
τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο.
Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει
ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει.

Το κομμάτι "Η ουρά του αλόγου" από την πολυαναμενόμενη συνεργασία του Γιάννη Χαρούλη με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου με τίτλο "Μαγγανείες" που κυκλοφόρησε στις 18 Μαΐου του 2012.http://www.youtube.com/watch?v=SYTX__Dd_nE