Share

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Ζωή Δικταίου- Μονόλογος.

Συκοφαντημένη σκιά στα χαλάσματα, περιφέρεται
ερημοπούλι μαύρο
με το φεγγάρι ν’ αρμενίζει στα μεγάλα της μάτια
και το κεχριμπάρι δεμένο σε Γιαννιώτικο ασήμι στα μαλλιά.
Στο Bλαχομαχαλά στο Φιλιάτι
στις ώχρες τού μεσημεριού όταν η πέτρινη οδύνη μετριέται
στην ελεημοσύνη της θύμησης και στη σιωπή,
στην παλινόστηση της περιπλάνησης
με την προφητεία της απωθημένης αγάπης
και τής προδομένης έγνοιας στο άσωτο βλάστημα τού βάτου,
Μπούμπααλ, με τον αστείρευτο μετανιωμό
και το σβησμένο φανάρι στο χέρι,
με τον άσπρο κρουσταλλένιο λαιμό πριν τον χαράξει το μαχαίρι,
Μπούμπααλ, με την κεντημένη φλαμουριά στο φουστάνι
Μπούμπααλ, με τη φιλιωμένη ερημιά στο βλέμμα
και το φιλί στο μαντήλι.
 
Αμφιβάλλεις ακόμα,
ακόμα και τώρα που χτενίζει ο καιρός το αλάτι στα βλέφαρα
ακόμη και τώρα που τα αρχαία πεπρωμένα βρίσκουν φωνή,
εσύ κρέμασες τα παλιά κονίσματα πίσω απ’ την πόρτα
τώρα που οι άνθρωποι σου πεθαίνουν σε απλοχωριά
και οι φίλοι φεύγουν μαζί με τους καρβουνιασμένους ίσκιους
εκεί που ξαπολύθηκαν οι άνεμοι φαρμακωμένοι στις κορφές,
εκεί που σπαταλήθηκαν οι μέρες
και οι νύχτες σοδειασμένες αντιφεγγίζουν στα πράσινα χαλκώματα
διάχρυσες τύψεις.
Λίγο πιο κάτω στη ρεματιά, αλλιώτικα κυλάει ο χρόνος,
κυλάει στο νερό,
ένας θρήνος, ένα ξεχασμένο μοιρολόι, ένα τραγούδι της ξενιτιάς
κι άλλο ένα μολυβένιο παράπονο της αγάπης
αλάργεψε στ’ αγνάντεμα,ώρα που μαραγκιάζει η καρδιά
και οι σκέψεις πετούν σκλήθρες και σπίθες πάνω στ’ αγκάλιασμα.
Ασύνηθα οι λέξεις χωρίζονται στα δυο,
ασύνηθα η γλώσσα ξεχασκίζει φόβους και κρίματα
ορφανεμένο το παράπονο στην κάψα της ξερολιθιάς
με τη μοσχοβολιά της κουμαριάς ατρύγητη
στην καταφρονεμένη αθωότητα,
και τους αιώνιους μισεμούς να παραμονεύουν στ’ ανήλιαγα περάσματα.
Στα ερείπια δυο πεύκα κατάφεραν να υψώσουν ανάστημα
στην πίσω πλευρά, στην κατηφόρα πάνω από το χάνι
τ’ ακούς να μιλούν μερώνοντας τον άνεμο
είναι οι ψυχές τους λένε…
Οι δάφνες με τους πικρούς καρπούς
και οι μυρτιές με τα κεντημένα φύλλα
καλούν τις σκιές κι εκείνον που τις κυβερνά
να σπάσει το σταμνί και το ρόδι στο καλντερίμι.
Μια τριμμένη κλωστή κρατά το μανδραγόρα στο πόρτεγο
δεμένες οι πληγές, δυο δυο φιλεύουν την αλήθεια.
Συντόμεψαν κάποιες ζωές, κρίμα κι άδικο,
μόνο οι στάχτες, λένε,
κάποιες φορές καπνίζουν στην ανοιγμένη καμινάδα
όταν μια φωνή λεηλατεί τη βροντή μ’ ένα παράπονο.
Αναβάλλονται οι χαρές
ξεμακραίνει η σπορά του Δράκοντα κατά τη Γιτάνη
όλος ο κόσμος της υπάρχει ακόμη εδώ,
εδώ ήρθες κεντρισμένη από φόβο την πρώτη φορά,
συνεχιστέες θύμησες στην τροχιά των μαχαιριών
με τα δοκιμασμένα ξόρκια και τ’ απαγορευμένα πάθη
ανάμεσα στον ήχο του κλαρίνου και το άλικο αίμα
ένα ματσάκι γιασεμιά στις ραφές του συνόρου
γλιστρά η θύμηση,
γλιστρά και η άμμος μέσα από τα δάχτυλα…
Καλαμάς,κυλάει αλλιώς τώρα πια, άλλαξε και το ποτάμι,
οι λυγαριές στις όχθες, οι πέτρες στην κοίτη
αλλάζουν όλα μαζί του
οι γέφυρες, η μνήμη, ο τόπος
θραύσματα του παλιού καιρού στις καινούριες μέρες
όσο εσύ μένεις μια ξένη,
όσο φοβάσαι περισσότερο το μέλλον από το παρελθόν.
Στα άδυτα της σκοτεινής ερημιάς
σκεβρωμένα τα δάκρυα από το λιβάνι της μάνας
στ’ αγάνωτα μπακίρια
ξεθυμαίνουν και οι αναμνήσεις, μην κλαις,
μην κλαις,
στην αναμαρτησία του τίποτα όλα μπορούν να ραγίσουν.
Καλαμάς, βάθυναν οι όχθες
θαρρείς για να προστατεύσουν τα μυστικά της κοίτης
από τους απέξω,
εκεί και το δικό σου μυστικό, Μπούμπααλ,
μια σταγόνα πετρωμένο αίμα του αρνησίθρησκου Ισάμ
σε μια φυλακισμένη φλέβα νερού
εκεί, στο καθρέφτισμα της αθεΐας σου ανάβει πύραυνα το φως
εκεί, στην απόγεια φλόγα της αυγής
δοξολογούν τα πουλιά το αναγκαίο πάθος
εκεί, το κριματισμένο παράπονο του παλικαριού
ζεσταίνει τα φίδια στο παλιό γεφύρι
εκεί, τα κουρνιασμένα περιστέρια στ’ αρμυρίκια
ματώνουν την πληγωμένη τους φτερούγα ως το θάνατο.
Νερό, πολύχρωμες συλλαβές το παραμιλητό
«ένα ιμαρέτ είναι ο κόσμος ολόκληρος…»
Νερό, το ποτάμι ολόκληρο ένα κελάρυσμα, ένα κάλεσμα
κόντρα στην ανθρώπινη φύση με τη μαύρη τρύπα στη σάρκα
κι ας θυμάται
εκείνη την ξέφρενη φαντασία της ανεξίθρησκης νιότης
να σκαρφαλώνει στα πλατάνια
να ξαποσταίνει στις κλαίουσες ιτιές
να πέφτει μελιχρή θλίψη στην παγίδα του έρωτα,
εκείνη η νιότη η άλαλη, μαλακός πηλός
σε λαμπαδηδρομίες ασέληνης νύχτας
στον ήχο της αέναης ροής του ποταμού
μαυλίζοντας με τ’ άνανθα της αιωνιότητας
την αστραπή και τα νυχτοπούλια της Μουργκάνας
πριν τα χείλη σβήσουν τη δίψα
αυτόπτες μάρτυρες στο άλφα της αγάπης
και στο ωμέγα της ζωής.
  

Κέρκυρα 30 Ιουνίου 2020

POIEIN.GR
Συκοφαντημένη σκιά στα χαλάσματα, περιφέρεται ερημοπούλι μαύρο με το φεγγάρι ν’ αρμενίζει στα μεγάλα της μάτια και το κεχριμπάρι δεμένο σε Γιαννιώτικο ασήμι ...

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Βασίλης Λέκκας - Εσπερινό (Official Audio Release HQ)

THE KING OF ASINE (Part 1) G.Seferis -C.Tsiantis ; ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΙΝΗ ΤΟΥ ΣΕ...

Βασιλική Μόφορη - Δε σε ξέρει κανείς ~ Official Lyric Video





Στίχοι:


Ρωτάω για σένα τον αέρα ,τις ρωγμές
των πέτρινων χειλιών σου,
τα κουρασμένα αμπραγιάζ των τόσων εκδρομών σου.
Μιλάω για σένα στις φωτιές
των άσκοπων παροξυσμών σου
στα προδομένα στα γδαρμένα όρια των σ’ αγαπώ σου.

Δε σε ξέρει κανείς .
Δε σε ξέρει κανείς τελικά .
Για έναν όχλο αδαή
ρώσικη ρουλέτα η καρδιά.
Ένα μπαμ της σιωπής να νομίζεις πως ζεις .
Δες !Δε βλέπει κανείς .Δε σε ξέρει κανείς ...

Ρωτάω για σένα πεταλούδες και πουλιά
που στοίχειωναν στο φως σου.
Τα ξεχασμένα στα κολάζ τα γέλια των εχθρών σου.
Ζητάω εσένα στους καπνούς ,
στα μπαρ του νου,στον πανικό σου,
στα ηττημένα στα δειλά τα όχι των συμβιβασμών σου.

Δε σε ξέρει κανείς .
Δε σε ξέρει κανείς τελικά .
Για έναν όχλο αδαή
ρώσικη ρουλέτα η καρδιά.
Ένα μπαμ της σιωπής να νομίζεις πως ζεις .
Δες !Δε βλέπει κανείς .Δε σε ξέρει κανείς ...

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΡΙΖΟΣ - ΤΙ ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ



Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης
Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης Δεν πετάει φτερό στο πέλαγο Και μαντάτο απ' την Αθήνα Τι να θυμηθώ απ' τα μάτια σου Που 'χω να τα δω ένα μήνα Στ' άγρια σοκάκια της ψυχής Ψάχνω μα δε σ' ανταμώνω Α να κοιμηθώ να σ' ονειρευτώ Που με ξέχασες και λιώνω Ούτε που σαλεύει το νερό Ούτε μου μιλούν οι γλάροι Μου άργησες πολύ, πες μου πως θα 'ρθεις Πριν να σβήσουνε οι φάροι.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Σπύρος Ποταμίτης- «Η αναδυόμενη Αφροδίτη κι ο Κοντορεβιθούλης»

Αυτό το παιδάκι που θα μας μαρτυρούσε στο θεό
φαίνεται πως τελικά δεν πήγε στον Παράδεισο…
Ίσως και να μην είχε τα ναύλα…
………………………………………………….
Δεν είμαι Ελύτης εγώ. Γι’ αυτό δε θέλω
να σας δείξω τις αντικριστές αμμουδιές
μήτε τα τόσα ευλαβικά μπλε του Αιγαίου.
Τα φιλιά της αρμπαρόριζας και της ελιάς
τ’ αρχαία σκαριά ποτέ δε με ταξίδεψαν.
Ούτε τη γλώσσα του Ομήρου κατέχω
για να νοώ τους θρήνους της Σαπφούς.
Γεννήθηκα ενός ταπεινού Ιονίου βράδυ
πασπαλισμένος με τ’ άστρα της Ιθάκης
και του Διονυσίου Σολωμού τα δάκρυα.
Κι ως δεν αποσύνδεσα ποτέ την Ελλάδα
στην ψυχή μου, δεν ξέρω από ξαρχής
να την ξαναφτιάξω ‘με μια ελιά, ένα
αμπέλι κι ένα καράβι’, εγώ ο δόλιος
που φύτρωσα σ’ ένα κοχύλι απάνω
να περιμένω εκεί τη θάλασσα ξανά
για όταν θελήσει κάποτε να με πάρει.
………………………………………………..
Γι’ αυτό δε βρίζω τον κόσμο με ‘άξιον εστί’
εγώ ο ανάξιος να τεντώσω το δάχτυλο
δείχνοντας ένα σημείο του ορίζοντα.
Και πώς… αφού δεν κοίταξα τον ουρανό
από το μέσο πελάγου, αλλά απ’ ολούθε
για να συλλέξω το μπλε πέπλο του νου
το τόσο διάφανο που να φαίνονται οι θεοί
και να μας βλέπουν καθώς αγγιζόμαστε
ο ένας στην αγκαλιά του θανάτου του άλλου.
Γι’ αυτό τα σήμαντρα του δικού μου Πάσχα
δε σήμαναν ποτέ σε ξωκλήσια και ναούς
παρά μόνο στα πλευρά του ανθρώπου
που έγερνε το κορμί, όχι για να προσευχηθεί,
αλλά να γονατίσει μπροστά στους νεκρούς
για τη σωτηρία της εφήμερής του ύπαρξης.
Δες πως κουδουνίζουν οι μαργαρίτες
όταν ανάβει ο ήλιος την πλαγιά του λόφου
και φαίνονται οι σταυροί που φυτεύτηκαν
για ν’ αφήσουν τόπο στη ζωή και χωράφι
να βρίσκει σπόρο το παιδί να μεγαλώσει.
Άκου το μαράζι της θάλασσας στο κύμα
για τα παιδιά που πνίγηκαν ψάχνοντας
έναν τόσο δα κόκκο άμμου δικό τους
για να’ χουν κάπου να κρατηθούν ξανά
αφού το ιερό του σπιτιού τους, το άβατο,
τους το γκρέμισαν γυρεύοντας πλούτη.
Κάψου απ’ τις αμαρτίες των αρετών σου
όπως η λαμπάδα που κρατάς, Ανάσταση
να φωτίσεις ενός κόσμου ξένου, μακρινού,
εξορισμένου κάπου στους γαλαξίες ή ίσως
ντουφεκισμένου μπροστά στους τοίχους
των μοναστηριών που άγιασαν το θάνατο.
Γι΄ αυτό δε φυτεύω τα δειλινά με ‘αμήν’
και των αυγών τα ‘δόξα σοι’ με φιλιά Ιούδων.
Μόνο στον ίσκιο της ροδακινιάς σηκώνω πανί
για το άρωμα του γινομένου φρούτου, όπως
το φουστάνι μιας εγκυμονούσας να φανεί
ο θεός της σωτηρίας ή του χαμού του κόσμου.
………………………………………………….
Συγχωρήστε μου λοιπόν αυτή τη λύπη
να είμαι και κάπου - κάπου άνθρωπος,
εξόν από ποιητής, κι απλά περαστικός
που μπορεί να γνέφει ακόμα καλημέρα…
…………………………………………………..
[Αποσπάσματα απ’ το ανέκδοτο ποιητικό έργο:
«Η αναδυόμενη Αφροδίτη κι ο Κοντορεβιθούλης»]

Θυμήσου το Σεπτέμβρη - Έλλη Λαμπέτη

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Pyx Lax - Epapses Agaph Na Thimizeis



Ο καφές σου έχει κρυώσει

και το ράδιο κλειστό τώρα για μέρες
σε θυμάμαι είχες ξαπλώσει
στου μονού μου κρεβατιού τις καλημέρες
Το ξέρω πως δεν το διάλεξα
αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις
μα ακόμα δεν κατάλαβα
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
Υπάρχουν το νιώθω υγρά μονοπάτια
υπάρχουν κομμάτια από φως στη σιωπή
τραγούδια που ‘γίναν με δάκρυα στα μάτια
τραγούδια που ‘γίναν απλά η αφορμή
Το ξέρω πως δεν το διάλεξα
αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις
μα ακόμα δεν κατάλαβα
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
Το ξέρω πως δεν το διάλεξα
αν έπρεπε τη σκέψη μου να ορίζεις
μα ακόμα δεν κατάλαβα
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις
Στίχοι για το τραγούδι Επαψες αγάπη να θυμίζεις  του έτους  σε στίχους  και σύνθεση  από το album .

Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Bob Dylan ‐ Gates of Eden (Live at Hollywood Bowl 1965)



Of war and peace the truth just twists
Its curfew gull just glides
Upon four-legged forest clouds
The cowboy angel rides
With his candle lit into the sun
Though its glow is waxed in black
All except when 'neath the trees of Eden

The lamppost stands with folded arms
Its iron claws attached
To curbs 'neath holes where babies wail
Though it shadows metal badge
All and all can only fall
With a crashing but meaningless blow
No sound ever comes from the Gates of Eden

The savage soldier sticks his head in sand
And then complains
Unto the shoeless hunter who's gone deaf
But still remains
Upon the beach where hound dogs bay
At ships with tattooed sails
Heading for the Gates of Eden

With a time-rusted compass blade
Aladdin and his lamp
Sits with Utopian hermit monks
Side saddle on the Golden Calf
And on their promises of paradise
You will not hear a laugh
All except inside the Gates of Eden

Relationships of ownership
They whisper in the wings
To those condemned to act accordingly
And wait for succeeding kings
And I try to harmonize with songs
The lonesome sparrow sings
There are no kings inside the Gates of Eden

The motorcycle black Madonna
Two-wheeled gypsy queen
And her silver-studded phantom cause
The gray flannel dwarf to scream
As he weeps to wicked birds of prey
Who pick up on his bread crumb sins
And there are no sins inside the Gates of Eden

The kingdoms of experience
In the precious wind they rot
While paupers change possessions
Each one wishing for what the other has got
And the princess and the prince
Discuss what's real and what is not
It doesn't matter inside the Gates of Eden

The foreign sun, it squints upon
A bed that is never mine
As friends and other strangers
From their fates try to resign
Leaving men wholly, totally free
To do anything they wish to do but die
And there are no trials inside the Gates of Eden

At dawn my lover comes to me
And tells me of her dreams
With no attempts to shovel the glimpse
Into the ditch of what each one means
At times I think there are no words
But these to tell what's true
And there are no truths outside the Gates of Eden


Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Γιώργος Καλογήρου ("Roadtrip" - ΡΙΚ 1 - 9/2/2019)

Γιώργος Καλογήρου - Η νεράιδα και το δέντρο





Μουσική: Γιώργος Καλογήρου

Στίχοι: Μάνος Ορφανουδάκης
Ερμηνεία: Γιώργος Καλογήρου

Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ
στη νεράιδα με το ξωτικό

Μπρος στην Ακρόπολη, στον ίσκιο μίας μάντρας
κάποτε θάφτηκε μονάχος ένας άντρας
για μια νεράιδα που είχε αγαπήσει
όμως δεν μπόρεσε στον κόσμο να κρατήσει.

Λένε πως έσκυψε τα χείλη της να νιώσει
τον ουρανό, για μια στιγμή, να τον κλειδώσει.
Τα είπαν όλα και την έκλεψε το κρύο
μ’ ένα φιλί, το «σ’ αγαπώ» και το «αντίο».

Ό,τι αγάπησε του έσβησε στα χέρια
κι ο νους του ψήλωσε δυο πήχες προς τ’ αστέρια.
Έβγαλε φύλλα και κλαδιά, έγινε δέντρο
πήγε και ρίζωσε βαθιά, στης γης το κέντρο.

Τις νύχτες βγάζει τα τσιμέντα απ’ τ’ αφτιά του
και το φεγγάρι κατεβάζει στα κλαριά του
για τη νεράιδα να μάθει το ρωτάει
αν τη συνάντησε στα μέρη που γυρνάει.

Μα το φεγγάρι απαντάει λυπημένο
μ’ ένα τραγούδι από εκείνη χαρισμένο.
Στα λόγια λέει: «Να μην κλαις για μένα φως μου
σε περιμένω στη συντέλεια του κόσμου».

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Wolfgang Amadeus Mozart - Exsultate, jubilate KV 165 (KV 158a)

Μ Πέμπτη πρωί 1975 Δόξα εσπερίων και Αποστολικό Ανάγνωσμα ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ ΤΖΕΛΑΣ




Γέννημα ἐχιδνῶν, ἀληθῶς ὁ Ἰούδας, φαγόντων τὸ Μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ γογγυζόντων κατὰ τοῦ τροφέως· ἔτι γὰρ τῆς βρώσεως οὔσης ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, κατελάλουν τοῦ Θεοῦ οἱ ἀχάριστοι, καὶ οὗτος ὁ δυσσεβής, τὸν οὐράνιον Ἄρτον, ἐν τῷ στόματι βαστάζων, κατὰ τοῦ Σωτῆρος τὴν προδοσίαν εἰργάσατο. Ὢ γνώμης ἀκορέστου, καὶ τόλμης ἀπανθρώπου! τὸν τρέφοντα ἐπώλει, καὶ ὃν ἐφίλει Δεσπότην, παρεδίδου εἰς θάνατον, ὄντως ἐκείνων υἱὸς ὁ παράνομος, καὶ σὺν αὐτοῖς τὴν ἀπώλειαν ἐκληρώσατο. Ἀλλὰ φεῖσαι Κύριε, τοιαύτης ἀπανθρωπίας τὰς ψυχὰς ἡμῶν, ὁ μόνος ἐν μακροθυμίᾳ ἀνείκαστος.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Μεγάλη Πέμπτη»

«Μεγάλη Πέμπτη»
Τὸν ἔβλεπα συχνὰ στὸ Βαρδάρι, παρέα μὲ κάτι γέρους κολομπαράδες. Περίπου τριαντάρης, σιωπηλός, μονίμως ἄνεργος, ὄχι πολὺ ἀρρενωπός, πάντα φτωχοντυμένος καὶ ἀξύριστος. Τοῦ πρότεινα παρέα κι ἦρθε. Ἀνηφορίσαμε σιωπηλοὶ γιὰ τὴν περιοχὴ τοῦ ντενεκὲ μαχαλᾶ. Σταθήκαμε στὰ σκοτεινά. Διστάσαμε.
Ἔσβησε τὸ τσιγάρο του. «Γιά στάσου», εἶπε, σὰ νὰ θυμήθηκε κάτι. «Μεγάλη Πέμπτη δὲν εἶναι σήμερα;» «Ναί», εἶπα, «καὶ τί μ’ αὐτό;» «Τί θὰ πεῖ ʺκαὶ τί μ’ αὐτόʺ; Ἡ ἐκκλησία νὰ ψέλνει τὰ δώδεκα εὐαγγέλια, καὶ μεῖς νὰ γαμιόμαστε;» «Καὶ τί θὲς νὰ κάνουμε; νὰ περιμένουμε τὸ Πάσχα;» «Βρέ, θὰ μᾶς κάψει ὁ Θεός, καταλαβαίνεις;» «Ἔ, τότε τί ἤθελες καὶ μὲ κουβάλησες ἐδῶ;» Μαλάκωσε. «Δίκιο ἔχεις. Ἀπὸ βραδὺς τό ‘χα στὸ νοῦ μου ἀλλὰ μετὰ τὸ ξέχασα. Πᾶμε τώρα. Ἄλλη φορά».
Ἔφυγα τσατισμένος. Πιὸ πολὺ μὲ τὸν ἑαυτό μου. Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἕνας ἀλήτης νὰ μοῦ δώσει τέτοιο μάθημα, ἐμένα πού ‘ξερα τὰ δώδεκα εὐαγγέλια ἀπέξω!

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ "ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΩ ΤΡΟΠΟ"

Mikis Theodorakis - 3rd SYMPHONY,(3rd movement) Adagio- Andante

Ορφέας Περίδης - «Βαλς του Covid-19»

Μικης Θεοδωρακης - Εαρινη Συμφωνια (Γιαννη Ριτσου)

Μεγάλη Τετάρτη ~ Μυσταγωγών σου ~ Byzantine Hymns ~ Holy Week



«Μυσταγωγών σου Κύριε τους Μαθητάς, εδίδασκες λέγων. Ω φίλοι, οράτε, μηδείς υμάς χωρίσει μου φόβος· ει γαρ πάσχω, αλλ’ υπέρ του κόσμου· μη ουν σκανδαλίζεσθε εν εμοί· ου γαρ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν μου, λύτρον υπέρ του κόσμου. Ει ουν υμείς φίλοι μου εστε, εμέ μιμείσθε· ο θέλων πρώτος είναι, έστω έσχατος, ο δεσπότης, ως ο διάκονος· μείνατε εν εμοί, ίνα βότρυν φέρητε· εγώ γαρ ειμι της ζωής η άμπελος».

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΩΣ ΚΥΜΒΑΛΟΝ ΑΛΑΛΑΖΟΝ έργο αρ. 50 του ΑΝΔΡΕΑ Α.ΑΡΤΕΜΗ



ΑΝΔΡΕΑ Α.ΑΡΤΕΜΗ
ΩΣ ΚΥΜΒΑΛΟΝ ΑΛΑΛΑΖΟΝ έργο αρ. 50 για Όργανο και Φωνή.
(στο συγκεκριμένο βίντεο ακούγονται μόνο οι τρείς ενότητες)
Την Μεγάλη Πέμπτη 2 Μαϊου 2013 πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης ένα σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός ιστορικό στα χρονικά μιας τέτοια μέρας γεμάτης θρησκευτικής ευλάβειας με αφορμή τη μέρα παρουσίασης του συνθετικού έργου του Ανδρέα Α. Αρτέμη. Σε ένα χώρο άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία του Ηρακλείου τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. (Από τα πρώτα χρόνια της ενετοκρατίας, στον 13ο μ.Χ. αιώνα (1239), οι Ενετοί θέλοντας να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην καινούρια τους αποικία (Ηράκλειο), και παράλληλα να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη τους προς την πατρίδα τους, έχτισαν στο κέντρο της πόλης ένα ναό (βασιλική) αφιερωμένο στον προστάτη της Βενετίας, τον Αγιο Μάρκο. Εδώ λάμβαναν χώρα οι επίσημες τελετές της ενετικής διοίκησης ενώ επίσης εδώ τάφονταν οι ενετοί άρχοντες).
Αντηχούσε η φωνή του στο χώρο της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου του Ηρακλείου τη Μεγάλη Πέμπτη 2013. Έμοιαζε σαν κραυγή αλαλάζοντος Θρήνου. Ανέβαινε στα ψηλά και στα χαμηλά έτριζαν τα κόκκαλα των Δόγηδων που είναι από αιώνες θαμμένοι εκεί ακριβώς που όρθιος τραγούδαγε. Τα Κύμβαλα με τον ήχο του εκκλησιαστικού οργάνου σου, ηχούσε την έναρξη- κάλεσμα ως πρώτη σφραγίδα τελετουργικού, σπάνιας βαρύτητας μουσικού έργου. Κι ύστερα οι φωνές να διαδέχεται η μια την άλλη. Γεμάτες φωνές. Φωνές επουράνιας προστασίας Αρχαγγέλων που ανεβοκατέβαιναν στο κρυφό μυστήριο της έμπνευσης...(E.X)

Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις Πρίγγου ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ Μ Τετάρτη πρωί 1975





ΚΑΣΣΙΑΝΗ

“η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή”
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,
τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη
και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σήν δούλην παρίδης,
Ο αμέτρητον έχων το έλεος.