Share

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΠΟΛΕΜΟΣ

Μα πώς να σε βρω, αδελφέ,
και πώς να μέ'βρεις;

Πόλεμο ζούμε,  ως τό’πε ο Ηράκλειτος,
λες και άλλη μας γέννησε Μάνα
και σπίτι πατρικό δεν έχουμε για να βρεθούμε!

Πόλεμο ζούμε
που ό,τι αληθινό το αλλοιώνει
και σε «καταιγίδα της ερήμου»  το μεταποιεί--
σε στελθ περιιπτάμενα και στιλπνές πανοπλίες,
και σ' Έρωτες
με δοξάρια χρυσά και σαϊτιές ελαυνοφόρες.

Πόλεμο ζούμε
και τα περάσματα επικίνδυνα,
και το σώμα της γυναίκας πουκάμισο αδειανό
κι η γνώση εργαλείο, που όλο  μηχανεύεται 
του Νέσσου  να φορέσεις το χιτώνα.

Πού να σε βρω;

''Ήρθαν ντυμένοι φίλοι πολλές φορές  οι εχθροί μας'',
και  στρέψαν τα ηλιοτρόπια να κοιτούν
τον ήλιο στη  λίμνη αντεστραμμένο,
έτσι που το κατάφεραν
με τα δικά  τους μάτια να θωρούμε
κι εμείς να θαρρούμε πως βλέπουμε.

Και έμεινε η κερκόπορτα ανοιχτή
κι εκείνοι που  για θεματοφύλακες τους είχαμε
πούλησαν στο διάολο την ψυχή τους
και τυφλοπόντικες  έγιναν μεσ στα υπόγεια 
και των ερεβομανών το κελάρι,
που τίποτα δεν είδαν!

Μα εσύ στο πλάι μου υπέρμαχη Παναγιά,
εσύ που είδες  να μου κλέβουν την πατρίδα, την πόλη και το σπίτι
εσύ που είδες τους  εκπροσώπους  μας να σπάνε  τα  χρυσόβουλα
και να με πετάν στο δρόμο και να μου παίρνουν τα παιδιά  και  τους γέρους μου 
να κλείνουν στον τάφο ζωντανούς,
εσύ, που στη γωνιά με το αγιόκλημα,  όπου σε συναντούσα,
είδες τους  Ριχάρδους  να ορίζουν την τιμή
στ’ ασημικά των απολυμένων και  ξεσπιτωμένων,
εσύ που είδες  τις σκιές   να σκοντάφτουν πάνω στα ερείπια  των εξαθλιωμένων
και  στα σακίδια με τ’ ανεπίδωτα γράμματα των αυτόχειρων,
εσύ που γνωρίζεις  τη  σωστή μεριά,
έλα, άνοιξε την πόρτα 
και βόηθα να μπούμε

ολόισα στη φωτιά!

Ηέλτιος-ΤΟΥ ΝΕΣΣΟΥ Ο ΧΙΤΩΝΑΣ

Τρέφει η υποταγή μ’ αίμα αθώο το Μινώταυρο,
κι όμως εσύ για παραμύθι τό’χεις πάρει
κι όταν κοιτάς την προκυμαία απ’ το μπαλκόνι σου
δε βλέπεις τα παιδιά που τα φορτώνουν στο καράβι
κι ούτε πια το Θησέα  αναγνωρίζεις,
ούτε το μίτο της Αριάδνης αναζητάς
και προπαντός αγνοείς ότι ποντικός στο λαβύρινθο έχεις γίνει
πιασμένος στου κατεχόμενου νου σου
τα εκτοπλάσματα!

Όχι!,  λες,
κι ωστόσο μες στις έλικες έχει τυλιχτεί του εγκεφάλου σου,
κι έχει κολλήσει πάνω στο κορμί σου και μέσα από την 
προβιά του αναπνέεις,
έτσι που είναι δύσκολο πια να  διακρίνεις
του Νέσσου το χιτώνα που φοράς.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΗΕΛΤΙΟΣ-ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Πίσω απ’ τα κρύσταλλα μου γνέφεις, που μας χωρίζουν.

Κρυστάλλινο βάζο Βοημίας  στο σαλόνι,

όπου μέσα του χορεύουν όλα τα είδωλα, 

μαζί κι' εκείνο το δικό σου που λίγνεψε και μοιάζει φιγούρα Αρειανή

που κλέβει τις ώρες μου.

Ένα  μικρό σπουργίτι  στη βαρυχειμωνιά  

χτυπάει με το ράμφος του  το τζάμι,

σαν να εκλιπαρεί ένα  ψίχουλο ζωής στο ακατοίκητο τούτο παρόν

όπου οι Άγγελοι  διπλώσαν τα φτερά.


Σ' έχασα ψυχή μου

μέσα στης ποίησης τα κρύσταλλα όπου φωτιές ανάβεις και θεουργείς

Απολλώνιες μορφές, Διόνυσους κι εικόνες Παναγιάς τεχνουργώντας,   

με ακρίβεια  αγάπης λαξεύοντας  του χρόνου το σώμα,

που  αναδύεται  συμπαλλόμενο  με το ερωτικό πάθος σου,

μέχρι  να βρούνε έκφραση επάνω του τα είδωλα

και γίνουν σκληρές όπως το μάρμαρο μορφές

η Αξιοπρέπεια κι η Δικαιοσύνη.


Δοκιμασία της ποίησης υπόγεια κι επουράνια

μέχρι να πυκνώσουν τα νεφελώματα και κινηθεί  η δύνη 

μέχρι να φανούν τα μάτια κι οι θεληματικές παρειές 

κι  ο  Ήλιος ζεστάνει τις παγωμένες καρδιές μας/


Μέχρι να ξημερώσει στη σκλαβωμένη πατρίδα κι   επιστρέψουν οι θεοί,

μέχρι να ηχήσουν ευφρόσυνα οι καμπάνες και βγάλουν ανθό 

οι πικροδάφνες πάνω στο αίμα των σκοτωμένων.

ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ - ΜΠ. ΤΣΕΡΤΟΣ & Φ. ΔΑΡΡΑ / TSERTOS & DARRA

Nikos Ellis-"Σαλαμίνα τῆς Κύπρος "5/5- "Salamis in Cyprus"5/5

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Στο Χριστό Στο Κάστρο

Πόψε Χριστός γεννήθηκε/Κάλαντα Θράκης/ Nektaria Karantzi and "Earth&Sea"...

Μάνος Χατζιδάκις "τύψεις" ερμηνεύει ο ίδιος

Μάνος Χατζιδάκις "τύψεις" ερμηνεύει ο ίδιος

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Ρένας Χατζηδάκη- Κατάσταση Πολιορκίας σε ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΙΚΗ θΕΟΔΩΡΆΚΗ



Ι

Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς, 
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου 
και θα `χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου, 
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω. 
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού, 
στα ισοπεδωμένα τοπία, 
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη, 
στις σπαταλημένες ματιές, 
να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας 

και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα, 
που ήταν κάποτε δική μας, 
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει 
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων 
των νεκρών εικόνων 
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια 
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν πόσον καιρό; 

Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα, 
τις σεληνιακές σου διαλείψεις, 
τ’ αστρικά σου πηδήματα. 
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη, 
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου, 
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο, 
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου 
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς; 

Εφτάπυλο το χάος, 
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα. 
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι. 
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή. 
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί. 
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου; 
Η φωνή σου πού; 
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι; 
Πώς να μετρήσω; 

Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς 
που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί 
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου 
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα 
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει, 
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει, 
μ’ αφύσικα τινάγματα 
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ 
Και γύρω μου παντού, 
καταμεσίς 
κατάστηθα, 
στο χάος, στην καρδιά μου, 
αιμόσυρτες οι τροχιές 
από την αθωότητα στο φόνο, 
κι απ’ το φόνο στην τύψη, 
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο. 

Να σου τραγουδήσω; 

Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη. 
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια 
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες, 
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα 
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια. 
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα. 
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά. 
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα, 
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες. 
Η δίχως νόημα θυσία, 
η πολιορκία, 
η απουσία 
το τσιγάρο του φρουρού. 

Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα 

«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι, 
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα 
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες 
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες, 
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία, 
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα, 
το φόβο, 
το βήμα του φρουρού, 
τις νύχτες χωρίς εσένα 
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού 
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου, 
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας, 
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης. 
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει 
στο κινούμενο σκοτάδι 
όπως κι εμένα, 
όπως και τον αγώνα, 
που θα `ταν δύσκολος, αλλά ωραίος 
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι, 

Χωρίς εσένα, πώς; 

Σαν την πρώτη μοναξιά, 
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί 
το σώμα μου θα διαλυθεί 
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν, 
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό, 
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί, 
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς, 
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους 
με την ηλικία της οδύνης, 
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα. 
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους. 
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους, 
κι όταν θα `ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση 
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι, 
παρεξηγώντας τον θάνατό μου. 
Και μόνο εσύ θα ξέρεις 
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου, 
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή, 
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα 
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου, 
τα ελληνικά αινίγματα 
τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα 
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς, 
πού χάθηκε το κορμί μου, 
τι έγιν’ η φωνή μου, 
τι η αγρύπνια μου, 
τι ήχους έχει ο φόβος 
κι η απόγνωση τι πρόσωπα. 
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;» 

Μονάχα εσύ θα ξέρεις 
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά, 
ακούγεται η ζωή, 

ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα 
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν 
της πολιτείας που μας έκλεψαν 
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα 
και τα βουνά, γύρω δικά μας. 

Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις. 
Πρέπει να υπάρχεις, 

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου, 
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους. 
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε 
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης 
τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» 
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα 
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων, 
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων, 
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας, 
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια. 
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα 
θα θυμηθείς και εσύ 

μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή, 
θα είσαι μακριά 
τότε εγώ δε θα υπάρχω, 

III

Χρόνος παραμορφώθηκε, 
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν. 
Ξέρεις πού θα με βρεις, 
Εγώ ο Φόβος. 
Εγώ ο θάνατος. 
Εγώ η μνήμη, ανήμερη. 
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου, 
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής. 

Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου. 
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά. 
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες, 
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν 
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται. 
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν. 
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά, 
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας 
πρώτη φορά, τα παιδιά 
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας, 
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα 
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών 
διορθώνοντας τα λάθη, 
σβήνοντας τα ψέματα, 
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά, 
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας 
σημαδεμένα από την αστραπή 
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης 
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει. 

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα 
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου 
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω 
βγαίνει τ’ όνομά σου 
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου, 
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν 
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου, 
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά, 
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας, 
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν 
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου 
ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο 
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί, 
στο σταυροδρόμι του κόσμου, 
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου, 
ίσως τότε τα παιδιά σου, 
μαζί μ’ όλα τα παιδιά, 
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή 
μια στιγμή πριν απ’ το χάος. 

Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα 
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω 
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου 
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου, 
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου 
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα, 
ως την άλλη όχθη 
και το κορμί μου ίσως νεκρό 
μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται 
με γύρω του τη θύμησή σου 
και τη λιόλουστη ζωή.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ηέλτιος- ΟΛΑ ΧΑΝΟΝΤΑΙ.

Όλα χάνονται.
Η φλούδα απ’ το πλατάνι όπου έγραψες παιδί τ’ όνομά σου,
ξεκολλάει και μ' ήχο ξερό πέφτει κομμάτια
στο πλακόστρωτο της πλατείας.
Πέφτουν στο ποτάμι οι στιγμές και χάνονται,
παλεύοντας κάποιες από τις όχθες να πιαστούνε.
Όμως απ’ τη θεομηνία καμιά τους δε γλυτώνει,
πάρεξ ίσως εκείνη
που στα ριζά θεόρατου βράχου έχει ριζώσει.
Κράτα την για αντιστύλι μέσα στο χαμό,
κι άσ’ την να με οδηγεί στο ανυπότακτο πρόσωπό σου,
εδώ που μένουμε τώρα ανυπόστατοι,
παραδομένοι στο ορμητικό ρεύμα που μας παρασέρνει,
όπως τους κομμένους κορμούς των δέντρων που πήρε η θεομηνία
και τους πάει χτυπώντας τους από βράχο σε βράχο,
μέχρις ότου στις εκβολές του ποταμού τους απιθώσει.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Ηέλτιος-ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΠΕΡΙΦΟΡΑ..

‘ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΠΕΡΙΦΟΡΑ ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΗΛΙΟ. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ.
Μνήμη κι ωρολόγιο   φθοράς τα κύτταρά μου-
Χάρη τους χρωστώ, κι ας μην τα εμπιστεύομαι.  Στη Ζωοδόχο  Πηγή  
Χαράζει  το πρόσωπό  σου  στο νερό και  ροδίζει  ανάμεσα στις πυκροδάφνες
 το μονοπάτι όπου αποκαλύπτεται ο κόσμος (25-11-2016).

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο 
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει 
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο 
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι΄΄ (Γ. Σεφέρης).



Hadjidakis: KEMAL - Lambrakis (ney) & Grigoreas (guit) [EBU@Pithagorio] ...

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Μ. Χατζηδάκι:Οι γειτονιές του φεγγαριού Xωρίον ο πόθος

Νίκη Ταγκάλου- Λύγισα

Λύγισα…
Για τα παράθυρα που σφραγίστηκαν μέσα σε μια νύχτα
και έκλεισαν την ψυχή μου μέσα σε κατάσταση μέθης.
Για τις πόρτες που ποτέ δεν άνοιξα ενώ πίστευα σε αυταπάτες
αλλοτινών καιρών, πιο αγνών.
Λύγισα και κοίταξα έναν καθρέφτη μήπως με ξυπνήσει,
μήπως μου δείξει τα μάτια μου, κατάκοπα και σκοτεινά.
Θλιβερά γονάτισα και έκλαψα εγώ για την προδοσία που γεύτηκα και με έπνιξε.
Γοερά έκλαψα για τον θάνατο που μελετούσα,
για τα χέρια που ακούμπησα νομίζοντας πως ήταν τα δικά μου.
Μετέωρη βγήκα στην βροχή να πνιγώ,
να μπερδευτούν τα δάκρυα με τη βροχή να παραμυθιαστώ.
Λύγισα και συνάντησα φόβους που δεν είχα δει ποτέ το πρόσωπό τους.
Και η βροχή σταμάτησε και έψαξα να βρω φωτιά, έψαξα να βρω γκρεμό
και στο χείλος κάθε καταστροφής ήξερα πως χειρότερο από την προδοσία δεν είχε.
Χειρότερο από την αγάπη κρεμασμένη σε ένα σκοινί δεν είχε.
Λύγισα και έκανα τον θρήνο μαξιλάρι μου και εσένα ολόκληρο το κρεβάτι μου
για να μπορώ κάθε βράδυ να ξαποσταίνω την απογοήτευσή μου.
Να κοιμίζω τη ζωή μου…
Λύγισα του είπα και μου είπε,
“ δεν πειράζει, εσύ αντέχεις…

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Χρυσοπράσινο φύλλο _ Γρηγόρης Μπιθικώτσης

ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ Το γυμνό τραγούδι

Εδώ τα πάντα ξέστηθα
κι αδιάντροπα λυσσάνε
αστέρι είν' ο ξερόβραχος,
και το κορμί φωτιά.
Εδώ ειν' ο ίσκιος όνειρο
εδώ χαράζει ακόμα
στης νύχτας το αχνό στόμα
χαμόγελο ξανθό.
Εδώ ο λεβέντης μάγεμα
η σάρκα αποθεώθη,
οι παρθενιές, Αρτέμιδες,
Ερμήδες είναι οι πόθοι.
Η κάθε ώρα ολόγυμνη,
θάμα στα υγρόζωα κήτη
πετιέται κι η Αφροδίτη
και χύνεται παντού.
Μέτωπο, μάτια, κύματα
μαλλιά γλουτοί, λαγόνες
κρυφά λαγκάδια του Έρωτα
ρόδα, μυρτιές, κρυψώνες.
Τα στρογγυλά, τα ολόισια
χνούδια, γραμμές, καμπύλες
ω θείες ανατριχίλες,
χορεύτε το χορό.
Κάτι γυμνό και ξέσκεπο
στα ολανοιγμένα πλάτια,
που ζωντανό θα το δειχναν
μόνο δυό φλόγες μάτια,
κάτι από τους σάτυρους
κρατιέται κι ειναι αγρίμι
και είν' η φωνή του ασήμι,
μη φύγεις, ειμ' εγώ.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Μαρία Φαραντούρη - Ο ΧΡΗΣΜΟΣ



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Λάθος μου δόθηκε ο χρησμός και σ’ άπλωσα το χέρι
κι όλου του κόσμου ο παιδεμός
φύτρωσε κι έγινε καημός
κι άνθισε καλοκαίρι.
Πάνω στη μαύρη σου στολή, στο μαύρο τ’ άλογό σου
μαύρο σου κέντησα πουλί
και κόκκινη ανατολή
στο δάκρυ το δικό σου.

Πήρε τη νύχτα ο χαμός και τ’ όνειρο μαχαίρια
ψεύτικος ήταν ο χρησμός
πως θα γυρίσει ο ποταμός
με δέκα περιστέρια.

ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ε' (ποίηση:Γιώργος Σεφέρης/μουσική:Γιάννης Αρχιμανδρίτης)

ΠΙΝΔΑΡΟΣ Πυθιονίκαις (3.1-3.23)

http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=4&page=10

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

ΣΠ. ΣΑΜΟΪΛΗΣ: "ΤΡΙΖΟΒΟΛΟΥΝ ΤΡΙΖΟΝΙΑ" - Ελ. Βιτάλη

Στον Άγνωστο Ποιητή



Στίχοι - μουσική: Μίκης Θεοδωράκης



Ρήγα Φεραίε σε σε κράζω.
Από την Αυστραλία στον Καναδά
κι από τη Γερμανία στην Τασκένδη,
σε φυλακές, σε βουνά και σε νησιά,
διασκορπισμένοι οι Έλληνες.

Διονύσιε Σολωμέ σε σε κράζω.
Κρατούμενοι και κρατούντες,
δέροντες και δερόμενοι,
διατάσσοντες και διατασσόμενοι,
τρομοκρατούντες και τρομοκρατούμενοι,
κατέχοντες και κατεχόμενοι,
διηρημένοι οι Έλληνες.

Αντρέα Κάλβε σε σε κράζω.
Λαμπερότατος ο ήλιος απορεί,
απορούν τα βουνά και τα έλατα,
οι ακρογιαλιές και τ' αηδόνια,
λίκνο ομορφιάς και μέτρου η πατρίς μου,
σήμερα τόπος θανάτου.

Κωστή Παλαμά σε σε κράζω.
Ποτέ άλλοτε τόσο φως δεν έγινε σκότος,
τόση ανδρεία φόβος,
τόση αδυναμία η δύναμη,
τόσοι ήρωες μαρμάρινες προτομές,
πατρίς του Διγενή και του Διάκου η πατρίς μου,
σήμερα χώρα υποτελών.

Νίκο Καζαντζάκη σε σε κράζω.
Κι όμως αν λησμονούν οι θνητοί
που μιλούν ακόμα τη γλώσσα του Ανδρούτσου,
η μνήμη κατοικεί πίσω από τα σίδερα και τις σκοπιές,
η μνήμη κατοικεί μέσα στα ληθάρια,
φωλιάζει στα κίτρινα φύλα
που σκεπάζουν το κορμί σου Ελλάδα.

Άγγελε Σικελιανέ σε σε κράζω.
Η ψυχή της πατρίδας μου είσ' εσύ πολύμορφο ποτάμι,
τυφλό από το αίμα, κουφό από το βόγκο,
ανήμπορο από το μέγα μίσος και τη μεγάλη αγάπη,
που εξίσου εξουσιάζουν την ψυχή σου.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι
δυο χειροπέδες σφιγμένες σε δυο ποτάμια,
δυο βουνά δεμένα με σκοινιά
στον πάγκο της ταράτσας,
ο Αργίτικος κάμπος φουσκωμένος από το μαστίγιο
και ο Όλυμπος κρεμασμένος πισθάγκωνα
από το κατάρτι του αεροπλανοφόρου για να ομολογήσει.
Η ψυχή της πατρίδας μου είναι αυτός ο σπόρος
π' άπλωσε ρίζες πάνω στο βράχο.
Είσ' εσύ μάνα, γυναίκα, κόρη,
που αγναντεύεις τη θάλασσα και τα βουνά
και κρυφόβαφεις μ' αίμα
τα κόκκινα αβγά της Αναστάσεως
που εγκυμονούν οι καιροί και οι άντρες.
Αν ποτές να 'ρθει στη δύστυχη χώρα μου,
Πάσχα Ελλήνων.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

A Gray Barn Rising: George Seferis

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ (1974)

http://odysseas-elitis.weebly.com/taualpha-epsilontauepsilonrhoomicronthetaalphalambda942-1974.html

Μονή Προυσού - Καρπενήσι - Aerial View

Νάνος Βαλαωρίτης Στην πράξη 21/10/12

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Νάνος Βαλαωρίτης (Nanos Valaoritis) ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ



Από τη Ποιητική Συλλογή "Ποιήματα ΙΙ", Εκδόσεις Ύψιλον
Και το κουδούνι χτύπησε τς πόρτας όταν τρώγαμε
ήμαστε εγώ η γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα
πήγα ν'ανοίξω-βιαστικός με την μπουκιά στο στόμα
Κατέβηκα και στάθηκα στις σκάλες για να δω
μήπως κανένας άνθρωπος με γύρευε από κάτω
και δεν τολμούσε ν' ανεβεί γιατί ντρεπόταν
Μα δεν είδα ούτε εκείνα τα γνωστά παλιόπαιδα
που συνηθίζουνε γι' αστείο να χτυπάν τις πόρτες
προτού να φύγουν τρέχοντας και να χαθούν στο δρόμο
Πίσω απ' τα τζάμια κοίταξα και πίσω απ' τις κουρτίνες
και πίσω απ' τις εξώπορτες και πίσω από τους στύλους
να δω μην ήτανε κανείς-για χωρατό κρυμμένος
Παντού μπροστά μου απλώνονταν μια ερημιά από σπίτια
μια πολιτεία παμμέγιστη και εντελώς αθόρυβη
χωρίς κίνηση καμιά σ' όλες τις λεωφόρους-
Ήταν κλειστά τα μαγαζιά τα ζαχαροπλαστεία
πολλές πολλές πατημασιές αλλά χωρίς διαβάτες
κι ακρογιαλιές μα πουθενά κανένας δεν λουζόταν
Ώστε ο κόσμος άδειασε σκέφτηκα μ'ανακούφιση
και γύρισα στο σπίτι μου και χτύπησα την πόρτα
αλλά κανείς δεν άνοιξε-κανείς δεν ήταν μέσα
Πίστεψα πως ασφαλώς θα το καναν επίτηδες
μπαίνοντας γύρεψα παντού έψαξα τα ντουλάπια
μήπως και κάπου κρύφτηκαν για να τρομάξω
Αλλά κανείς δεν ήτανε-παράξενο-κανένας
στο σπίτι όπου τρώγαμε-δεν πάει πολύς καιρός
εγώ με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μας όλα...

H ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΥΡΣΙΝΗΣ- ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΡΑΒΑΚΗΣ

H ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΥΡΣΙΝΗΣ- ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΡΑΒΑΚΗΣ