"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019
Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019
Άγγελος Σικελιανός - Ιερά Οδός
Ἱερὰ Ὁδός
(1935)
Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίραἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα βουλιάζει.
Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,
σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα. Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.
Φανερωμένος
Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμοςμεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν, μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους. κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη, θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια, σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο. Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι. Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν, καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες. Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.
Ἡ μία,
Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη, μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας, αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη, μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη, γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία. Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι, σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια! ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα ῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο, νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται ζωηρά.
K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα
Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βίαἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο, ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες· ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο. τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της, δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι, μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου, μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.
Τί ἐτούτη ἀκόμα
ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.
Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα, καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.
Μὰ ὡς, τέλος,
ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες, καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα. K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε: «Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου, κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω, θὰ γιορτάσουν μαζί;»
Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου, καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια, σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια, ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου, ἕνα μούρμουρο, κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:
«Θὰ ῾ρτει.»
(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968) |
Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019
Μελίνα Κανά "Στιγμές ερωτικού λόγου" (2006)
Στίχοι:Νίκος Μουντογιαννάκης
Μουσική:Λουδοβίκος των Ανωγείων
Γυρεύω να 'ρθεις
στη θύμηση μου
σ' αυτά που αγάπησες
σε ξαναζώ
Σ' αυτά που σου 'δωσα
και ήταν λίγα
σ' αυτά που πήρα και
σ' ευχαριστώ
Μα κάποια μέρα
νωρίς της νιότης
πήρες το δρόμο
για μισεμό
κι ο στεναγμός
που χρόνια με ξέρει
με αντάρα σμίγει
με το βουνό
-------------------------------
03:31 Δίψασα στην πόρτα σου
Στίχοι:Μάνος Ελευθερίου
Μουσική:Σταύρος Κουγιουμτζής
Δίψασα στην πόρτα σου γι' αγάπη
κι έγειρα γλυκά να κοιμηθώ
Μαύρο δαχτυλίδι το φεγγάρι
τάμα σε ξωκκλήσι μακρινό.
Μαύρο δαχτυλίδι το φεγγάρι
τάμα σε ξωκκλήσι μακρινό.
Έδεσα με κόμπο την φωνή σου
δροσερό κλωνάρι της αυλής
δένδρο μυστικό του παραδείσου
μπαλκονάκι της μικρής ζωής
δένδρο μυστικό του παραδείσου
μπαλκονάκι της μικρής ζωής
-------------------------------
06:52 Όταν ανθίζουν πασχαλιές
Στίχοι/Μουσική:Σταύρος Κουγιουμτζής
Είπες πως θα 'ρθεις να με βρεις
μα γέρασ' η καρδιά μου
κι ούτε πουλί φτερούγισε
μέσα στην ερημιά μου
Χελιδονάκι του Μαγιού
πόσο πολύ σου μοιάζω
όταν ανθίζουν πασχαλιές
κι όταν αναστενάζω
-------------------------------
09:20 Αγάπη μου
Στίχοι:Γιάννης Θεοδωράκης
Μουσική:Μίκης Θεοδωράκης
Αστέρι μου, φεγγάρι μου,
της άνοιξης κλωνάρι μου
κοντά σου θά 'ρθω πάλι,
κοντά σου θά 'ρθω μιαν αυγή
για να σου πάρω ένα φιλί
και να με πάρεις πάλι.
Αγάπη μου, αγάπη μου,
η νύχτα θα μας πάρει,
τ' άστρα κι ο ουρανός,
το κρύο το φεγγάρι.
Θα σ' αγαπώ, θα ζω μες στο τραγούδι
θα μ' αγαπάς, θα ζεις με τα πουλιά
θα σ' αγαπώ, θα γίνουμε τραγούδι
θα μ' αγαπάς, θα γίνουμε πουλιά.
Ο ποταμός είναι ρηχός
κι ο ωκεανός είναι μικρός
να πάρουν τον καημό μου.
Να διώξουνε τα μάτια σου
να πνίξουνε τους όρκους σου
από το λογισμό μου.
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019
Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019
Αλκίνοος Ιωαννίδης-Τι να Θυμηθώ
Δεν πετάει φτερό στο πέλαγο
Και μαντάτο απ' την Αθήνα Τι να θυμηθώ απ' τα μάτια σου Που 'χω να τα δω ένα μήνα Στ' άγρια σοκάκια της ψυχής Ψάχνω μα δε σ' ανταμώνω Α να κοιμηθώ να σ' ονειρευτώ Που με ξέχασες και λιώνω Ούτε που σαλεύει το νερό Ούτε μου μιλούν οι γλάροι Μου άργησες πολύ, πες μου πως θα 'ρθεις Πριν να σβήσουνε οι φάροι
Μιχάλη Σταφυλά - "Ευρυτανία" (1962)
"Ποτέ δεν απόσωσες ακέριο
εν΄ άσπρο καρβέλι χαράς
στη ζωή σου
κι’ η ξερή μπομπότα της
πίκρας σου
έδωσε το χρώμα της στα παιδιά
σου.
Σε ποιο βράχο απίθωσες τα
όνειρά σου
και ξέχασες το μονοπάτι που
σ’ οδήγησε ;
Σε ποια κρυόβρυση του βουνού
σου
πλένεις τις λαβωματιές σου
με τις πετροπέρδικες
και δεν αφίνουν σημάδια
τα αίματά σου ;
Σε ποιο πηγάδι της καρδιάς
σου
βυθίζεις τον πόνο σου
για να δείχνεις ήσυχος σαν
το γιαλό
που καρτεράει Γενάρη ν’
αγριέψει ;
Βοήθεια ! Βοήθεια ! Βοήθεια !
Αυτό δεν είναι κραυγή που
ζητάει
ένα χέρι σωτηρίας
είναι μια πανάρχαιη επίκληση
του τόπου σου
που κόλλησε στις στουρναρόπετρες
και μπαίνει στα θεμέλια των
σπιτιών
στις φωνές των τσοπάνων
και στα τραγούδια των γεωργών
που σπρώχνουν το σιδερένιο
υνί
του παρελθόντος
ίσια στην καρδιά του μέλλοντος…
Βοήθεια ! Φωνάζουν τα νηογέννητα
που στριφογυρίζουν αλευρωμένα
στην ανάποδη ενός σαμαριού.
Βοήθεια ! Τα μαθητούδια που
γράφουν
με τον κοντυλοφόρο του
μνημονικού τους.
Βοήθεια ! Τα παιδιά που κινάνε
να ξενοδουλέψουν στις
πολιτείες
μ’ έναν τρουβά γιομάτον
νοσταλγία
και ξερό ψωμί
Βοήθεια ! Αυτοί που μένουν.
Αυτοί που φεύγουν
για την ξενητειά ή για τον
κάτω κόσμο
Βοήθεια ! Βοήθεια ! Βοήθεια !
Μπήκε στο αίμα τους και
κυλάει η επίκληση.
Μπήκε στην καρδιά τους και
χτυπάει ρυθμικά
ταξιδεύει με το υπομονετικό
γαϊδουράκι
γκρεμίζεται στις σάρες και
τις γιδόστρατες
πέφτει απ’ τα δέντρα που
κόβει κορφάδες
για τα ζωντανά
χάνεται στα ξένα αναζητώντας
ένα φτηνό μεροκάματο
Μπαίνει στα γράμματα και
σφραγίζεται
με το βουλοκέρι της πίκρας
:
«υγείαν έχω
μα δεν έχω να στείλω λίγη
καφοζάχαρη
για τη βάβω...
Μ’ όλα αυτά, αδερφέ μου ευρυτάνα σκύβεις μονάχα
να πιείς το νερό της πηγής
ή για να βάλεις τ’ αυτί σου
στο χώμα
και ν’ αφουγκραστείς
το περπάτημα των Νέων Καιρών
που έρχονται
μες απ’ τις αντάρες της
φτώχειας σου.
Κυτάζεις τον ήλιο
μες απ’ τα φυλλώματα του
γεροπλάτανου
που κάποτε κρέμαγες τ’
άρματά σου
για να χτυπήσεις τον τύραννο.
Κυτάζεις τον κόσμο απ' το
ξάγναντο
της σκέψης σου
και κρατάς στα ροζιασμένα
σου χέρια
το βοσκοράβδι και την τιμή
της πατρίδας.
Κρατάς τα παράσημα των αγώνων
σου
και τις πίκρες των διωγμών
σου.
Τυλίγεις τα λαμπερά μετάλλια
εξαίρετων πράξεων
στα «εντάλματα συλλήψεως
δι’ οφειλάς προς το δημόσιον»
Σ’ εσένα κανένας δεν οφείλει τίποτα.
Κρατάς τα ξέφτια των ελπίδων σου
ραμένα στα κουρέλια των
παιδιών σου.
Κρατάς τη σημαία της Λευτεριάς
περασμένη μες απ΄ τα κάγκελα
της αόρατης φυλακής σου.
Βοήθεια ! Για να σταθείς στα πόδια σου
και ν΄ αντικρύζεις τον ήλιο
για να κρατήσεις το ταμπούρι
σου
για να κρατήσεις την Ιστορία
σου
για να κρατήσεις……
Θέλω να μιλήσω για σένα
αδερφέ μου
μα το μολύβι μου σκοντάφτει
στη σκληρή σου απόφαση
και στη σκληρή σου ζωή.
Το αίμα αχνίζει ακόμα
και σηκώνεται με τις πρωινές
ομίχλες
οι καπνοί των εμπρησμών
φουσκώνουν
τα πλεμόνια των ανθρώπων.
Τα σπίτια πέφτουν
οι καρδιές πέφτουν
οι μέρες πέφτουν
τα ελάτια μένουν μονάχα
όρθια.
Είδαν πολλά και ξέρουν
πως ο ήλιος δε θα πάψει
να βγαίνει απ’ την ψηλότερη
κορφή
του Βελουχιού.
Είδαν πολλά
κι οι σφαίρες απ’ τα
καρυοφύλλια
τους γκράδες και τα τόμιγκαν
ειν’ ακόμα καρφωμένες απάνω
τους.
Στις ρίζες τους κουλουριάστηκαν
φωνές θριάμβου
και φωνές απόγνωσης.
Οι ρίζες τους ποτίστηκαν
με πολλή βροχή και με πολύ
αίμα…
Πως να μιλήσω λοιπόν αδέρφια μου
που με πνίγει το παράπονο
για τις μέρες που πέρασαν
αρματωμένες
και τράβηξαν για νάβρουν
καταφύγιο
σαν τις θεές στον καινούργιο
τους Όλυμπο;
Πως να μιλήσω που με πνίγει
το παράπονο
σα βλέπω τα γιατάκια των
κλεφτών
πεντάρφανα
κι ούτε δυο πέτρες σωριασμένες
πουθενά
-που να βρεθεί λίγο μάρμαρο
και λίγη στοργή ; -
κι ούτε μια πλάκα
μ' ένα όνομα και μια ημερομηνία
για τόσους ήρωες που πέθαναν
χορτασμένοι από μπαρούτι
κι Αγώνα
Δεν ήτανε τούτοι δώ οι χωριάτες
από τζάκια
κι’ ούτ’ είχανε φλουριά
κι’ ονόματα
μια καρδιά είχαν
και την έδωσαν στην πατρίδα
Μιά δύναμη
και την άφησαν να τρέξει
απ’ τις λαβωματιές τους.
Κι’ έτσι δε μόλεψε η πατούσα
του τυράννου
τον τόπο που έμειν’ Άγραφος
για πάντα…
Όσο θυμάμαι τα παληά
μωρές αδέρφια μου
ψηλώνω σαν τις βουνοκορφές
βλέπω τον κόσμο με περηφάνεια
η καρδιά μου ξεπετάγεται
απ’ το στήθος μου
και γίνεται πολεμική σημαία
καρφωμένη στο κοντάρι της
Ελπίδας.
Εδώ πάνω θάθελα να πεθάνω
-σαν έρθ’ η ώρα-
ατενίζοντας τον κόσμον από
μακρυά
στη ρίζα ενός θεόρατου
ελατιού
φτάνει να βλέπω τ’ άρματα
του Κατσαντώνη
κρεμασμένα στα κλαριά του,
που φαίνουνται σα θεώρατα
χέρια
ενώ προσπαθούν ν’ αγκαλιάσουν
τους ανθρώπους…
Εδώ ο βοσκός αποκοιμιέται
με τραγούδια και παραμύθια
που ξεπετάγουντ' απ' τον τόπο
γύρα
κι απ' την καρδιά του
και πλημμυρίζουν το καλύβι
του
ως γέρνει να ξαποστάσει
αφήνοντας δίπλα στο γωνολίθι
τις έγνιες του
που τον βαραίνουν ολοχρονίς.
Εδώ, ο τόπος διηγιέται
ιστορίες
σαν το γεροπαπούλη
που κρατάει τ' αγγόνι του
στα γόνατά του
και λέει για τη ζωή του την
παληά
πιότερο για να θυμηθεί πως
έζησε...
Εδώ, ο τόπος δείχνει τις φρέσκες
λαβωματιές του
ανοίγοντάς τες σαν ένα
τριαντάφυλλο
που το δίνει να το μυρίσουν
οι γενηές που έρχονται.
Εδώ, οι άνθρωποι
είναι φτωχοί και περήφανοι,
δε ζητιανεύουν
παρά το δικαίωμά τους στη
ζωή
μπροστά σε μια κρύα καρδιά
που σφίγγει με θέρμη
το πορτοφόλι της...
Εδώ μιά φτωχιά μάνα
δίνει στα παιδιά της
λίγο γάλα και πολύ αίμα
απ’ το στραγγισμένο της
στήθος
την έχουν κλείσει όξω απ’
την πόρτα
του Αιώνα
και προσπαθεί να μπει
από μια κρυφή πορτούλα στο
μέγαρό του
αν και της πρέπουνε τιμές
απ’ τις μαρμαρένιες σκάλες.
Εδώ είναι μια μάνα
που αγωνίζεται για όλα τα
παιδιά
του κόσμου…
Έχω κλεισμένο στην καρδιά μου
ένα ηλιοβασίλεμα του χωριού
ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα
σαν το χάδι της μάνας μου
ή σαν το κρυφό δάκρυ της
αγάπης.
Έχω κλεισμένη στην καρδιά μου
μιάν απόκοσμη βραδυνή σιγαλιά
που την ταράζει μονάχα
το μακρυνό βούϊσμα ενός
ποταμιού
καθώς τραβάει ασταμάτητα
το δρόμο του προς τη θάλασσα.
-Είχα πάντα την παραίσθηση
πως είναι φωνές ανθρώπων
που έρχονται ή πνίγονται...
-
Έχω ένα απαλό πρωινό
στην καρδιά μου
όντας γυρίζουν οι κοπέλλες
του χωριού
απ' το λόγγο
ζαλιγκωμένες ξύλα κι όνειρα.
Έχω μιαν εκκλησσούλα
σε κάποιον Πλατανιά
που ανταμώνουν οι ξενιτεμένοι
με τις αναμνήσεις τους
κάθε δεκαπενταύγουστο,
μπροστά στην πολυκαιρισμένη
εικόνα
μιας φτωχιάς Παναγίας...
Η καρδιά μου είναι γιομάτη
από βουνά νοσταλγίας
μέσα στον απέραντο ζεστό
κάμπο,
γιομάτη από αναμνήσεις
πλυμένες στις κρυόβρυσες
που χάνονται μέσα στα σύδεντρα
σαν τ' αρνάκια
που κυνηγάνε το χλωρό χορτάρι
στην κάψα του καλοκαιριού.
Μοσχοβολιά ελατίσια
αναδίνουν οι αναμνήσεις μου
καθώς σιγοπερπατάνε
δίπλα στις σάρες που χάσκει
ο θάνατος
Τα ροζιασμένα χέρια των αδερφών μου
-χιλιάδες χέρια-
υψώνουνται στο άπειρο
κρατώντας ένα μπουκέτο
ελπίδες
ή αδειανά από ελπίδες,
καθώς ενώνουνται ν’ ανεβάσουν
τα βουνά τους ψηλότερα.
Οι καβαλάρηδες τρέχουν πέρα – δώθε
στους πυρπολημένους λόφους
σηκώνουν ένα περιστέρι
στα χέρια τους
σηκώνουν ένα νέο παιδί,
σηκώνουν την αγωνία τους
κεντημένη σ’ ένα άσπρο πανί
που τυλίγουν το λιγοστό ψωμί
τους.
Χελιδονάκι μου, καλό μου χελιδόνι
που χτυπάς την πόρτα της
άνοιξης
που φέρνεις τη χαρά της ζωής
κι’ ανοίγεις τα φύλλα της
καρδιάς μας
στο ζεστόν ήλιο.
Έλα χελιδονάκι της προσδοκίας
να κεντήσεις με το ράμφος
σου
ένα σημάδι χαράς
στο σκισμένο πουκάμισο
του αδερφού μου
ένα σημάδι πάνω απ’ το μέρος
της καρδιάς του
που χτυπάει καρτερώντας
μια μέρα δίχως βροχή,
μιαν άσπρη μέρα…"
Διονύσης Σαββόπουλος - Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν
Μουσική - στίχοι - πρώτη ερμηνεία:
Διονύσης Σαββόπουλος
Δίσκος: Μην πετάξεις τίποτα (1994)
Μέρες καλύτερες θα `ρθούν, το λέει το ένστικτό μου,
αυτό το κάτι μέσα μου, το εντελώς δικό μου.
Χαράζουνε τα πρόσωπα, τα βλέμματα γλυκαίνουν
γιατί ταλαιπωρήθηκαν και τώρα το μαθαίνουν.
Κι αυτοί που μας πληγώσανε, καθώς το φως τελειώνει,
αισθάνονται την μοναξιά που Έλληνες ενώνει
Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους,
το χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους.
Γιατί είν' η αγάπη δόσιμο και δάκρυ που ματώνει
και πόρτα μισοσκότεινη κι απ' έξω μας κλειδώνει
Ώσπου η δόλια η φωνή να βρει τη ρίζα εκείνη
που χάσαμε κι εγώ κι εσύ σαν Φραγκολεβαντίνοι
Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια Δύση πάντα
που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ' το τριάντα,
την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι
στου Καζαντζίδη το λυγμό και στου Παπαδιαμάντη.
Μέρες καλύτερες θα `ρθούν, το νιώθω στ' αεράκι.
Εκείνο το καρύδι σπάει· άκου και τ' αηδονάκι.
Του πάει το ντέρτι κι ο καημός, η λύπη τού ταιριάζει
μα θέλει και το φάρμακο. Ποιος το `χει; Το μοιράζει;
Κι εμείς που αριστερίσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;
Εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος.
Και βούλιαξε στο χείμαρρο, στο δίκιο του πνιγμένο,
και ξάφνου βγήκε απ' τα κλαδιά της πίστης φωτισμένο.
Μέρες καλύτερες θα `ρθούν, τίποτα πια δε σβήνει
τη δίψα, τη λαχτάρα μου, την εμορφιά μου εκείνη
που μου `γινε πατρίδα μου, πόλη μου και θεός μου,
ματιά που με κομμάτιασε να ξαναβρώ το φως μου.
Κι αφού τελειώνει η βραδιά, αντίς για καληνύχτα
μαζί ας ταξιδέψουμε στη φλογισμένη νύχτα,
γελώντας και δακρύζοντας για κείνο το ακρογιάλι
να στρώσω να πλαγιάσουμε κεφάλι με κεφάλι.
Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019
Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019
You are with me / V. Tsabropoulos, N. Karantzi / Album "Eleison"
Ψαλμός κβ´ (22ος) - Κύριος ποιμαίνει με
Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει.εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με,
τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.
ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ· ἡ ῥάβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν.
ἡτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν, ἐξεναντίας τῶν θλιβόντων με· ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου, καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον.
καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.
Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019
ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης **
Μουσική - Ερμηνεία: Μίκης Θεοδωράκης
Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.
Παλληκάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.
Παλληκάρι χλωμό
σ' ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π' αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)