Τ Ο Υ Τ Ο Σ
Ο Κ Ο Σ Μ Ο Σ
α΄
Ήχο και φως -είπε- η λάμψη αθώρητη
σαλπιγγική της φωτιάς μοίρα του ήλιου το πρόσωπο
ά β α τ η σάρκα
τον ίσχαιμο νου με τη ρομφαία
και το αίμα πορφυρό στους αιώνες έτρεξε!
ΤΟΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ
γενιά των από πάντα άστρων και του άφαντου βυθού
μελλούμενος του θανάτου και μάταιος
ο καιρός της προσμονής -που ήρθε- έστρεψε
κατ΄ αλλού την αγάπη και κατ΄ αλλού το μίσος.
Αυτή η γη κι αυτή η θάλασσα -πάντα- να μέλλει!
Κρωγμοί σείοντας σχήματα των ουρανών
κι η κόρη δίσεκτος του μέλλοντος
τη δυσγενεσία μου αποκάλυψαν και
τη μύχια φωνή της ντροπής του ανθρώπου αυτού
που μου έμελλε και δεν τον απαρνήθηκα.
ΤΟΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ
ο προπάντων της ψευτιάς και του πένθους
αρνούμενος τη ζωή και χλευαστικός
κι ο καιρός της προσμονής πέρασε
άλλος την αγάπη λατρεύοντας κι άλλος το μίσος.
Αυτή η α λ ή θ ε
ι α πάντα πικρή έμελλε!
Φωνή κραδαίνοντας στην έσχατη πλάνη
και το νου το σκοτεινό
γοερά το βρέφος -κλαίω- που αναζήτησα
και το φως αίμα πορφυρό στους αιώνες!
Αυτή τη ζ ω ή και το
θ ά ν α τ ο !
β΄
Με τετράκοπο άνεμο πλεύρισε την καρδιά μου φ ω ς
που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Πηγή της ανατολής με το στόμα ακόμα γλυφό
του βορρά ύστερα συντροφικό Άστρο
Νησί του νοτιά που με γέννησε
και Μάτι από πάντα δακρυσμένο της δύσης.
Κοιτάζω το άγνωστο και πλανάται η ψυχή μου
απ΄ το Ιόνιο με το αεράκι και το απαλό το κύμα
ταξιδεύοντας τα πέρατα.
Αγγίζω την ηλιαχτίδα κι ημερεύω τα ζώα που υπηρετώ
μέσα μου της φωτιάς το πρόσωπο σίδερο και μπαρούτι
μοιρασμένο στην όρθια φωνή που δρασκελίζει τον κόσμο.
Αστράφτει ο ουρανός τα φτερά των αγγέλων
στο μαύρο σύννεφο κι η καταιγίδα
πλημμυρίζει το στόμα μου.
ΚΑΝΕΙΣ λέω δε θέρισε το θάνατο και σαπίζει στο χώμα!
γ΄
Αναλήφθηκα στους ουρανούς απ΄ τη χρυσή βροχή
και το δάκρυ μου έσταξε των φύλλων το χρώμα
δροσιά ήρθε στο καμίνι της ερήμου
κι οι κόκκοι της άμμου κιτρίνισαν.
ΑΥΤΗ τη γη λέω έσπειραν με ρόδα
και θερίζουν τον άνεμο!
Αναγγέλλομαι μέσα απ΄ το θειάφι
κι έπειτα στεριώνω το σανίδι στο παράθυρο
και την πόρτα κλειδώνω.
Απ΄ το καρφί κρεμάω τη φωνή μου τα φωνήεντα χωριστά
και τα σύμφωνα στον κήπο μου θάβω.
Τώρα σκαρίζει το χώμα κι ένα φύλλο μ΄ απειλεί
απ΄ το λουλούδι που μαραίνονται τα μάτια μου.
ΠΟΣΟ μας έλειψε άραγε η ευδαιμονία των κήπων;
Αναγεννιέμαι απ΄ τη φωτιά και στο χείλι μου στάζει
το όπιο της γνώσης όμως δε μου φτάνει ο χρόνος
στην αρχή να γυρίσω της σιωπής.
Σηκώνω τον αθώο μου λόγο: ότι μ΄ αγάπησε
αν το χέρι δε του άπλωσα -πάντα-
μοναδικό μου χρέος να με κυριεύει!
δ΄
Κατακλύστηκα απ΄ τους ουρανούς κι η βροχή μεστή έπεσε
το χνώτο της φίλησε την πηγή δροσερό
και στο χώμα έλαμψε η πληγή
που μ΄ οδηγεί στη θάλασσα.
Γαλάζιο το αίμα μου χύθηκε
η γοργόνα κολύμπησε μες στον αφρό του
και τα πανάρχαια μαλλιά της άγγιξαν τον ήλιο.
Στη μεγάλη τη θάλασσα χάθηκα ψάχνοντας
το βυθό και τους ύφαλους -τη μόνη άκρη που βρήκα-
τραβώ απ΄ τα βάθη της αβύσσου.
Έσφαλα και πληρώνω γι΄ αυτό. Ότι αγάπησα
τώρα με πληγώνει
τα τρία άστρα νεκρά μες στα χέρια μου
η ζωή, ο θάνατος κι η ανταμοιβή
σβήνουν τον ήλιο κι οδηγούν στα σκοτεινά το τραγούδι μου.
Ανασηκώθηκα ταπεινά απ΄ το χώμα, μύριες φορές,
με το απαλό το χάδι της ελπίδας
το σχήμα της που μέσα μου κρατούσε.
Ότι έδωσα κανείς δε το γύρισε
ορφανό το βήμα που με φέρνει εδώ
κι αυτό -ίσως- το οφείλω από πάντα.
Σηκώνω τον αθώο μου λόγο:
Όλα τ΄ αγάπησα!
ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΜΕ ΔΙΩΚΕΙ !