Ο Μίκης Θεοδωράκης
http://www.mikis-theodorakis.net/index.php.
http://mikistheodorakis.gr/.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
POEMS
1982
Gloria
Πέντε παιδιά του κόσμουπήραν μαζί τους την ΆνοιξηGLORIAπέντε καρδιές ματωμένεςπέρασαν το σύνορο του κόσμουπήραν μαζί τους την άνοιξητώρα μας κοιτούνμε τα μεγάλα μάτια κλαμένατι πρέπει να κάνουμε για να γελάσουν;1975
Neruda Requiem Eternam
Neruda Requiem EternamΛάκριμα για τους ζωντανούςΑμέρικα σκλάβαΣκλάβοι όλοι οι λαοίΛακριμόζαΉσουν ο στερνός ήλιοςΤώρα κυβερνούν νάνοιΟρφάνεψε η γηNeruda Requiem Eternam.1943
Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικούνε
Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικούνετις έζησα, τις ρούφηξα και κείτονται νεκρές...Τη νύχτα πια δεν έρχονται σαν τότε να με βρούνετου ονείρου οι πολυδάκρυτες Αυγές...Και τίποτ’ άλλο από ‘να Τίποταμες στην καρδιά μου δε βασιλεύεικι αργοσαλεύει...Και μου θολώνει τη ματιά και δε μπορώ να δωτην ομορφάδα των ματιώνπου ερωτικά δακρύζουνμπροστά στις θείες πυρκαγιέςτων ουρανών και των καρδιών!Και μου μαραίνει την καρδιά και δε μπορώ να νοιώσωτα ερωτικά τρεμίσματα της αυγινής δροσιάςμες στην καρδιά τ’ ανθούτο πάθος της φωνής μες στην βραδιάκαι τα λυγίσματα της φλογερής καρδιάς οπ’ αγαπάειμε την αγάπη των πουλιών και τ’ ουρανού...Αγάπες πια στα στήθη μου δεν κατοικουνεβαθειά μου νοιάθω δύναμη - ωκεανό.Φωνές αδύνατες στ’ αυτιά μου δεν ηχούνεκι αληθινός μοιάζω Θεός στον ουρανό.Με Χερουβείμ τριγύρω και με “Αινείτε”.Κι όμως και δύναμες χαρίζω κι ουρανούς.Ερχεστε, ω πόνοι, πάλι να με βρήτε;Ξαναθρηνείς καρδιά μου σαν κείνους τους καιρούς;12.1.431944
Αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό
Αγκαλιάστηκαν και χόρεψαν ένα βαλς με νωθρό ρυθμό.Κατόπι σταμάτησαν, σφίχτηκανδυνατά και δώσαν το στερνό τους φιλί.Κάποιες παράξενες σκέψεις τους βαραίνουν.Ξαναφιλιούνται μηχανικά για να παρατείνουνποιος ξέρει τί.‘Ομως τα χείλη δε γνωρίζουν τη σάρκα και ταχέρια ενώνονται σε αδιάφορα σφιξίματα.*Τότε παίρνω μορφή ποντικού και παρουσιάζομαιμπροστά τους. Βουτώ την ουρά μου στομελάνι και γράφω πάνω στο τζάμι:“Το πεπρωμένο καλεί τη ζωή”.Με μάντεψαν φαίνεται αμέσως. Φτιάχτηκανβιαστικά βιαστικά και ξεχαστήκαν.*Ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον ποντικό νασουλατσάρει. Το περίστροφο είχε λησμονηθείπάνω στο γραφείο. Το κοιτάζω και τουλέω: -Εσύ έκανες αυτή την απερισκεψία;Τρέχει και χώνει το κεφάλι του μέσαστην κάνη για να εμποδίσει τη σφαίρα. Εγώόμως δε χάνω καιρό και τραβώ.Πολύ προσεχτικά μαζεύω το λίγο αίμα πουυπήρχε και με αυτό σκεπάζω τις αδέσποτεςφράσεις.18.ΙΙΙ.44Μίκης ΘεοδωράκηςΑΘΗΝΑ1943
Ακόμη τώρα
Ακόμη τώραόταν θυμούμαι τη λεμονόστηθη μικρούλατο χρυσαφένιο προσωπάκι που ακόμη λάμπειολόϊδια αστέρι, το φλογισμένο της κορμίτο πληγωμένο από την καφτερή του έρωτα σαϊταπρώτη απ’ όλες σε νιάτα και ομορφιάθάβεται η καρδιά μου ζωντανή στα χιόνια.Ακόμη τώρααχ η παιδούλα με τα μάτια του λωτούερχότανε, βαριά με πόθο ερωτικό της νιότηςθα την αδράξουνε τα δυο μου πεινασμένα χέριακι από το στόμα της θα πιω το δυνατό κρασίόπως η κλέφτρα μέλισσα ρουφάειτο μέλι από το νούφαρο.Ακόμη τώρανα την έβλεπα να κείτεταιμε μάτια ορθάνοιχτα, γαλαζωμέν’ από ξαγρύπνιμε μάγουλα να καίνε ως το χλωμό αυτάκι τηςαπ’ τον πυρετό του χωρισμού μαςο έρωτάς μου θα την τύλιγε με λουλουδένια δάσηκι η νύχτα θα γινότανε ο μαυρομάλης εραστήςαπάνω στο κορμί της μέρας.1946
Αν γυρεύεις απ’ τον ήλιο τη χαρά
Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαράκι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνημη μακραίνεις την καρδιά σου απ’ τη δική μουπου διψά για φως.Σαν τον ήλιο π’ όλο σβήνει κι όλο ζειθ’ αρμενίζουν οι καρδιές μας μέσα στη γαλήνη.Αν γυρεύεις απ’ τον Ήλιο τη χαράκι απ’ των άστρων το δειλό το φως τη γαλήνημη ζητήσεις να βρεις φως μακριά από μέναθα ‘μαι σαν νεκρός.Ας γυρέψουμε αντάμα τη χαράπιο πολύ κι από τ’ αστέρια μες στον έρωτά μας.1982
Άννα Φρανκ - Ιμπραήμ - Εμιλιάνο
Αννα Φρανκτα μεγάλα μάτια σου σφραγίζουν τον καιρόΙμπραήμτα μεγάλα μάτια σου μας κοιτούν απ’ τον ουρανόΕμιλιάνοτα μεγάλα μάτια σου κοκκίνισαν τη γη1961
Απαγωγή
Θα πάρω μια βαρκούλαστον Κάτω Γαλατάκαι στην Αθήνα θα ‘ρθωκαβάλα στο νοτιά.Και σαν θα ‘ρθει το δειλινόστον κήπο σου θα μπωνα κόψω τα τριαντάφυλλανα κόψω τ’ άστρα τ’ ουρανούκαι τον Αυγερινό.Θα βάλω στην βαρκούλαλουλούδια και φιλιάδυο γλάροι ταξιδεύουνκαβάλα στο βοριά.Και νάτη η Κρήτη φάνηκεγαλάζια και ξανθιάτη θάλασσα στα μάτια τηςτον ουρανό στην αγκαλιάτον ήλιο στα μαλλιά.Θ’ αράξω την βαρκούλαμπροστά σε μια σπηλιάθα σε ταΐζω χάδιακαβούρια και φιλιά.Στη μάνα μου, στον κύρη μουλέγω και τραγουδώσας φέρνω την τριανταφυλλιάσας φέρνω τ’ άστρα τ’ ουρανούκαι τον Αυγερινό.1945
Απρίλης
Της αγάπης λόγια σαν της Άνοιξης τα φύλλαένας ήλιος ήρθε και μας φίλησε στα χείλια.Πέντε παλικάρια και μια νια χορεύουνκι η καρδιά στο στόμα.Όμοιες σαν κλωνάρια ανθισμένα με μια χάρηπέντε αγάπες σμίγουν και φιλούνε το χορτάρι.1962
Απρίλης
Απρίλη μου ξανθέκαι Μάη μυρωδάτεκαρδιά μου πώς αντέχειςμέσα στην τόση αγάπηκαι στις τόσες ομορφιές.Γιομίζει η γειτονιάτραγούδια και φιλιάτην κοπελιά μου τη λένε Λενιώμα το ‘χω μυστικό.Αστέρι μου χλωμότου φεγγαριού αχτίδαστο γαϊτανόφρυδό σουκρεμάστηκε η καρδιά μουσαν το πουλάκι στο ξόβεργο.Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστόκαι ρόδο μυρωδάτοστη μάνα σου θα 'ρθωνα πάρω την ευχή τηςκαι το ταίρι π’ αγαπώ.1973
Άστατο πουλί
Ήρθε στ’ όνειρό μουάστατο πουλίμέσα στο σκοτάδιη ανατολή.Σ’ άπλωσα το χέριμου ‘πες δεν μπορώθέλω να πετάξωσ’ άλλον ουρανό.Έφυγαν τα χρόνιαέφυγες κι εσύγύρω μου σκοτάδικαι ψιλή βροχή.Τη δική μου αγάπηδεν την εκτιμάςστα ψηλά μπαλκόνιαπρόθυμα πετάς.Μου ‘βαλες μαχαίριμέσα στην καρδιάμα η δικιά μου αγάπηπάντα εσέ ζητά.Κοίτα με στα μάτιαφίλα με γλυκάκι άσε την καρδιά σουνα μου τραγουδά.[Ανατολή σε λέγανεκι αγγέλοι σε νταντεύανε].1963
Βάρκα στο γιαλό
Πέντε πέντε δέκαδέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιάγια τα δυο σου μάτιαγια τις δυο φωτιέςπου όταν με κοιτάζουννοιώθω μαχαιριές.Βάρκα στο γιαλόβάρκα στο γιαλόγλάστρα με ζουμπούλικαι βασιλικό.Πέντε πέντε δέκαδέκα δέκα θα σου δίνω τα φιλιά.Κι όταν σε μεθύσωκι όταν θα σε πιωθα σε νανουρίσωμε γλυκό σκοπό.Πέντε πέντε δέκαδέκα δέκα κατεβαίνω τα σκαλιάφεύγω για τα ξέναγια την ξενητειάκαι μην κλαις για μένααγάπη μου γλυκειά.1987
Βεατρίκη πάψε να γελάς
Με ξεχνάς, τα μάτια σου κλειστάτα χείλη σφραγιστάκαι χάνομαι στους δρόμουςΒεατρίκη, πάψε να γελάς.Μου γελάς, το δάκρυ σου νερότο γέλιο σου κενόσαν τον αέραΒεατρίκη, πάψε να γελάς.Με πονάς, σκιά μες στη σκιάσκορπάς σαν τον καπνόκαι χάνεσαι στους δρόμους.Βροχή μια Κυριακήπου μ’ έδεσες για πάνταστα χρυσά μαλλιά σουΒεατρίκη, πάψε να γελάς.1973
Βουνά σας χαιρετώ
Βουνά, βουνά σας χαιρετώφεύγω για μακριάγια ταξίδι μεγάλοδίχως πηγαιμό, δίχως γυρισμό.Βουνά, βουνά σας χαιρετώφεύγω για μακριά.Δεν κιότεψα, δεν λύγισακαι τη ζωή αψήφησα.Μονάχα μια καρδιά πονώμόνο μια καρδιάαυτή μόνο θα νοιώσειτο σκληρό καημό απ’ το χωρισμόμονάχα μια καρδιά πονώμόνο μια καρδιά.Δεν κιότεψα, δεν λύγισακαι τη ζωή αψήφησα.1942
Γέμισ' η καρδιά μου από λαχτάρα
Γέμισ' η καρδιά μου από λαχτάραέλα πριχού βασιλέψει τ' άστρο κι έρθ' η Νύχτα.Θέλω να ρουφήξω απ' τα μάτια σου την ψυχή σου,θέλω να ρουφήξω απ' τα χείλια σου τα σωθικά σου!Θα σε τυλίξω και θα σε πνίξω!Είμαι του Έρωτα ο εκλεκτός!Τάχα δεν είμαστε πιο πάνω απ' όλα χώμα και λάσπη;Στη Σάρκα πάνω δε θα πατήσεις να δεις τον Ουρανό;Σ' αγκαλιάζω κι αδράχνω την ίδια τη Θεότη!Στο ηδονικό σου το κορμί διαβάζω την αιτία και το Σκοπό!Τα σωθικά μου αφρίζουν για ηδονή και για μανία.Νοιώθω ν' ανάβουν μέσα μου φωτιά. Αντάρεςκαι μανίες ραπίζουν την ψυχή μου. Σίφουναςμε πλημμυράει του Δημιουργού σπασμού η τρικυμία...Έλα πριχού βασιλέψει τ' άστρο κι έρθει η Νύχτα.Θέλω να ρουφήξω απ' τα μάτια σου την ψυχή σου,θέλω να ρουφήξω απ' τα χείλια σου τα σωθικά σου!Θα σε τυλίξω και θα σε πνίξω!Είμαι του Έρωτα ο εκλεκτός!Τρίπολη, 19421943
Δε θα μπορέσω ποτέ μου να εννοήσω τη σοφία
Δε θα μπορέσω ποτέ μου να εννοήσωτη σοφία εκείνη που χαρίζει το γέλιοκαι την αυταπάτη στους ανθρώπους.Μαντεύω πως θα χρειασθεί μεγάλη προσπάθειανα κτίσεις μες στην ψυχή σου ένα ψέματόσο μέγα που σίγουρα να μπορέσειςνα πιαστείς απ' αυτό και να μην πνιγείς.1941
Δε θα σου πω το παραμύθι εκείνο που 'κείνος και 'κείνη...
Δε θα σου πω το παραμύθι εκείνοπου 'κείνος και 'κείνη...Δε θα ξαναπλάσουμε όνειραΔε θα ξαναπούμε τραγούδιαΜόνο -θα 'ναι δείλι σαν θα 'ρθω-στη μελαγχολική την ησυχίαθ' ακουστεί η φωνή μου θλιμμένηκαι κρύα ως πεθαμένου ανάσα- "Αγαπημένη μου αντίο..."Και θα χαθώ από μπρος σουως χάνεται μακραίνοντας το φωςστο σκοτάδι της νύχταςκαι θα σβήσειως σβήνουν οι γλυκές μορφές των ονείρωνμε το φως της ημέρας.Και θα χάσει ο ένας τον άλλονκαι θα χαθούμεκαι θα μας σκεπάσειτης νύχτας το σκότος.4.1.411973
Δέκα παλικάρια
Δέκα παλικάρια από την Αθήνα πάνε βάρκα γιαλόπάνε για του ήλιου τα μέρη, βάρκα ε γιαλό.Ξεκινήσανε με την αυγούλαβάρκα γιαλόαρμενίσανεστο γαλανό νερό.Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια και στα χείλη, βάρκα γιαλόκαι στα χείλη τους λουλούδια, βάρκα ε γιαλό.Κεραυνοί τώρα τους ζώνουν και μια σπάθα, βάρκα γιαλόκαι μια σπάθα τους θερίζει, βάρκα ε γιαλό.Τραγουδούσαν και γελούσανδέκα ήταν, βάρκα γιαλόδέκα ήταν οι λεβέντεςβάρκα ε γιαλό.Μα τα τανκς τώρα τους ζώνουνκαι μια κάννη, βάρκα γιαλόκαι μια κάννη τους θερίζειβάρκα ε γιαλό.1962
Δεληβοριά - Δεληβοριά
Δεληβοριά, Δεληβοριάσε πήραν πάλι τα πουλιάσε Δύση και σ’ Ανατολήδεν θα βρεθεί, δεν θα βρεθείαγάπης πόνος πιο πικρόςπικρός κι αγιάτρευτος καημός.Δεληβοριά, Δεληβοριάσε ταξιδεύουν τα πουλιάσε Δύση και σ’ Ανατολήγια μια μικρούλα καστανήπου ‘ναι κρυμμένη σε σπηλιάκαι σ’ άλλον δίνει τα φιλιάΔεληβοριά, Δεληβοριάσε τραγουδάνε τα πουλιάσε Δύση και σ’ Ανατολήδεν θ’ ακουστεί, δεν θ’ ακουστείαγάπης πιο πικρός σκοπόςπικρός κι αγιάτρευτος καημός.1970
Διότι δεν συνεμορφώθην...
Πέρα απ’ το γαλάζιο κύματον γαλάζιο ουρανόμια μανούλα περιμένειχρόνια τώρα να τη δω.Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.Χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνειμες στο σύρμα περπατώθα περάσουν μαύρες μέρεςδίχως να σε ξαναδώ.Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.Αλικαρνασσός, ΠαρθένιΩρωπός, Κορυδαλλόςο λεβέντης περιμένειτης ελευθεριάς το φως.Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις.1968
Είμαι Ευρωπαίος
Είμαι Ευρωπαίοςέχω δυο αυτιάτο ‘να μόν’ ακούειτο άλλο δεν γροικά.Αν στενάξει Τσέχος, Ρώσος, Πολωνόςο άνθρωπος πονάει, πέφτει ο ουρανός.[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].Αν πονέσει μαύρος, Έλληνας, Ινδόςτί με νοιάζει εμέναας νοιαστεί ο Θεός.[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].Είμαι Ευρωπαίοςέχω δυο αυτιάτο ένα μόν’ ακούειαπ’ τ’ ανατολικά.Την πόρτα μου χτυπάεικαι πάλι ο φασισμόςόμως σε τέτοιους ήχουςείμαι εντελώς κουφός.[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].Έχω ένα αυτί μεγάλοτ’ άλλο πολύ μικρόκι έτσι ήσυχος τρυγάωχαρά, πολιτισμό.[Εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό].1968
Είμαστε δυο
Είμαστε δυο, είμαστε δυοη ώρα σήμανε οκτώκλείσε το φωςχτυπά ο φρουρόςτο βράδυ θα ‘ρθουνε ξανάένας μπροστά ένας μπροστάκι οι άλλοι πίσω ακολουθούνμετά σιωπήκι ακολουθεί το ίδιο τροπάρι το γνωστόβαράνε δυοβαράνε τρειςβαράνε χίλιες δεκατρείςπονάς εσύ πονάω κι εγώμα ποιος πονάει πιο πολύθα ‘ρθει ο καιρός να μας το πει.Είμαστε δυοείμαστε τρειςείμαστε χίλιοι δεκατρείςκαβάλα πάμε στον καιρόμε τον καιρόμε τη βροχήτο αίμα πήζει στην πληγήο πόνος γίνεται καρφίο εκδικητήςο λυτρωτήςείμαστε δυοείμαστε τρειςείμαστε χίλιοι δεκατρείς.1968
Είσαι Έλληνας
Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.Πρέπει να γίνεις, πρέπει να κλάψεις.Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.Η εκπόρθηση να φτάσει ως τις ρίζες των βουνών.Είσαι Έλληνας.Πίνεις την προδοσία με το γάλαπίνεις την προδοσία με το κρασί.Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος.Πρέπει να δειςπρέπει να γίνεις.Αυτό που ήσουν κάποτε θα γίνεις ξανά.1969
Είχα τρεις ζωές
Είχα τρεις ζωέςτη μια την πήρε ο άνεμοςτην άλλη οι βροχέςκι η τρίτη μου ζωήκλεισμένη σε δυο βλέφαραπνίγηκε μες στο δάκρυ.Έμεινα μόνοςχωρίς ζωή, χωρίς ζωέςτη μια την πήρε ο άνεμοςτην άλλη οι βροχές.Έμεινα μόνοςεγώ κι ο Δράκοςστη μεγάλη σπηλιά.Κρατώ ρομφαίακρατώ σπαθίεγώ θα σε πνίξωεγώ θα σε σκοτώσωεγώ θα σε σβήσωεγώ θα σε τινάξωπάνω απ’ τη ζωή μουγιατί έχω τρεις ζωέςη μια για να πονάειη άλλη για να θέλεικι η τρίτη για να νικά.1945
Εκείνο που μας ενώνει με το Άπειρο
Εκείνο που μας ενώνει με το Άπειροκαι που δίνει στη Σκέψη τη δύναμη να τραγουδήσειείν’ η εντύπωση που γεννιέταιαπ’ τη διείσδυση μιας ψυχής σε μιαν άλλην.Ας σμίξουν λοιπόν τα αισθήματα δίχως υποκρισία καιντροπή,κι ας κυλιστούνπάνω στην υγρή χλόη της ‘Ανοιξης.Υπάρχει ένα βαθύ μυστήριοστην ένωση τούτηπου συγκλονίζει τα ρωμαλέα σώματακαι που δίνει το μέτρο του μεγαλείου της Δημιουργίας!Είναι ακατανόητο κι όμως αληθινό αγαπημένη,πως το Σύμπαν ολάκερο κι ολάκερος ο θεόςχωρούν στο φιλί που μου δίνουν τα υγρά σου χείλη !Αθήνα 17.ΙΙΙ.45Μίκης Γ. Θεοδωράκης1976
Εκείνος ήταν μόνος
Εκείνος ήταν μόνος μες στα πλήθηεκείνος ήταν μόνος στο κελίγι’ αυτόν αργά τραγούδησες, πολύ αργάπολύ αργά, πολύ αργά.Εκείνος δεν ακούει τη φωνή σουη αγάπη σου είναι νεκρή γι’ αυτόνείναι νεκρά τα λόγια κι οι λυγμοί σουαργά η μνήμη, αργά και το φιλί σουπολύ αργά, πολύ αργά.Εκείνος ήταν ήρεμος κι ωραίοςεκείνος ήταν μόνος κι ορφανόςεκείνος ήταν δίκαιος κι απέραντοςσαν ουρανός.Εσύ φωνάζεις τώρα τ’ όνομά τουστο αίμα του ορκίζεσαι μ’ οργήπερίμενες την ώρα του θανάτουσαν τη βροχή μας φεύγει τώρα το παιδίσαν τη βροχή, σαν τη βροχή.1948
Ελεγείο
για τον Αγαμέμνονα ΔάνηΧίλια ζευγάρια χέρια ν’ ανεμίζουν υψωμένα και να σβήνονται στ’ απόβραδοκι εσύ, χαμένε σύντροφε,να χαιρετάς και να γκαρδιώνεις, καθισμένοςστο γόνα του ήλιου.(Σιωπή γερμένη με λυμένα μαλλιά -πάνω στην βαθειάν ανάσα της γηςκάτω από τα λιόδεντρα κραυγήπου ξεχάστη θρηνώντας).Απ’την απόμακρη Χίο στο Πετροπούλικι απ’ την Ασία στον Αη-Ληανοιώσαμε τον ουρανό να σκύβεικαι να φιλά την πληγή μαςκι ήσουν, χαμένε σύντροφεχίλια πουλιά να πετούνπρος το Νότο!Κι ήρθαν κοπέλες απ’ τη Δάφνηκι απ’ το Στελί μανούλες πικραμένεςαπ’ την Αρέθουσα και τους Βρακάδες οι μαυροφόρεςκι απ’ τον Αρμενιστή γερο-ψαράδες ήρθανμ’ αλατισμένη την καρδιά στο κύμα και στα δάκρυαΚαι κάθισαν ολόγυρά σου, χαμένε σύντροφε,και κάθισαν ολόγυρά μαςν’ αρχινήσουν ψιλό μοιρολόιΤ’ ήσουν ο στεναγμός ενού Λαούτο φτεροζύγισμα ενού γύπαπου χιμάει !Δάφνη Ιούνης 19481967
Ελευθερία ή Θάνατος
Όταν ο ήλιος κουραστεί και πάει για να πλαγιάσειτα παλικάρια βγαίνουνε έξω απ’ τους κρυψώνες.Το Μέτωπο τους Έλληνες καλεί ξανά στη μάχηΕλευθερία ή Θάνατος το λάβαρό μας γράφει.Κρατούν στα χέρια τους μπογιά να βάψουν την Αθήναστα μάτια τους η Λευτεριά αστράφτει κι η Πατρίδα.Γλυκά προβάλλει η χαραυγή, γλυκά χαμογελάειτο Μέτωπο μας προσκαλεί και μας καθοδηγάει.Δικτατορία, Φασισμός, Τέξας, Αμερικάνοιθα σας σαρώσει ο Λαός, θα ‘ρθει γιορτή μεγάλη.1944
Ελεύθερος στοίχος
Στα ποιήματά μουΜικρά ταπεινά λουλουδάκια- κι αν μπορώ να σας πω και λουλούδια-ω αγνά ξεχασμένα τραγούδιαΧύστε και σεις (αχ και μπορείτε)μες στη φύση μια μυρωδιά...Πριν αρχίσωΣ’ έναν σωρό, πανώρια μαζεμένατα υλικά προσμένουν με για να τα πάρωκι εγώ ο κτίστης καθισμένοςπριν αρχίσω σ’ ερωτώ, ω θεάθα θελα φτάσω μια φοράνα φτιάσω το παλάτι που θα κάτσεις;Μ’ αν καταλάβεις πως ποτέδεν θα μπορέσω και θα κουραστώστο φτειάξιμο απάνω,ρίξε φωτιά και κάψε με, θεάπριν σ’ ένα “σταυρό”σαν τον Χριστό πεθάνω.1962
Ένα δειλινό
Ένα δειλινόσε δέσαν στο σταυρό.Σου κάρφωσαν τα χέρια σου,μου κάρφωσαν τα σπλάχνα,σου δέσανε τα μάτια σου,μου δέσαν την ψυχή μου.Ένα δειλινόμε τσάκισαν στα δυο.Μου κλέψανε την όρασημου πήραν την αφή μουμόν’ μου ‘μεινε η ακοήνα σ’ αγροικώ παιδί μου.Ένα δειλινόωσάν τον σταυραητό.χύμηξε πα στις θάλασσες,χύμηξε πα στους κάμπους,κάμε ν’ ανθίσουν τα βουνάκαι να χαρούν οι ανθρώποι.1962
Ενωθείτε
Ενωθείτε βράχια, βράχια.Ενωθείτε χέρια, χέρια.Τα βουνά και τα λαγκάδια πιάστε το τραγούδι.Πολιτείες και λιμάνια μπείτε στο χορό.Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιοτον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!Πασχαλιά μας, κοπελιά μαςκάμποι, θάλασσες, βουνά μας,μάνες, κόρες, σκοτωμένα αδέλφια, πατεράδεςένα δέντρο με μια ρίζα, μια πηγή, μια βρύση.Σήμερα παντρεύουμε τον Ήλιο,τον Ήλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!Πολυχρόνιος ημέραΥπερμάχω - Υπερμάχω.1946
Ερωτικό τραγούδι
Όλη η Σκέψη μου είναι έν’ ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάςκρεμασμένο στο παράθυρό σου.Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώματα και με χίλιεςμυστικές ανταύγειες, κι όμως εσύ μένεις βυθισμένητο όνειρο της ζωής σου που ιλαρύνεταιαπό μια φλόγα ευδαιμονίας.(Κοίταξε τα φεγγάρια που λιώνουνε μες στα δάκρυακοίταξε τα δάκρυα που φλογίζουνε σαν αστέριακοίταξε τ’ αστέρια που μοιάζουν με τις αμέτρητεςελπίδες των καρδιών που η άρνηση τηςζωής τους αποκάλυψε το πεπρωμένο!)Και μην ξυπνήσεις! Δε θα ‘χεις εδώ να γνωρίσειςτίποτα πιότερο απ’ ό,τι ήδη γνωρίζεις, αφού κι οπόνος ακόμα που σημαδεύει μ’ ένα άστροτο σκεφτικό μέτωπο της ζωής, αρνήθηκετον εαυτό του και γίνηκε ως κι αυτός απόψεχαρά !1946
Έτσι μύριζε το ύστερα από μια μικρή ανοιξιάτικη βροχή
Στη Μυρτώ22.ΙV.46Θυμάμαι πως μου είπες μια λέξηΚι εγώ έκοψα λίγο χορτάριμε τις ρίζες γιομάτες από χώμανα τρίψω την καρδιά μου να ευωδιάσει.Σου είπα πως όταν ήμουνα παιδίμου άρεσε να τυλίγομαι μες στο χώμακαι να μιλώ με τις μακριές σκουληκαντέρεςγια τα μυστικά της γης.Μου φέρνει η κάθε μια κι από ‘να μήνυμακι η φωνίτσα τους χάνεται μες στο θόρυβοπου κάνουν οι λογής-λογής ρίζεςκαθώς χώνουνται όλο και βαθύτερα μες στη γης.Πώς τρομάζαμε όταν έσκαγε κάποιος σπόροςκαι ξεπήδαγε καινούριο φυτό...Όχι δε μου άρεσε να κοιτάζω τ’ αστέριαμου φαίνονταν σαν πολύ μακρινά και ξέναο Ήλιος μου αρέσει πιο πολύιδίως όταν το καλοκαίρι οι αχτίδες τουχορεύουν πάνω στο δέρματραγουδώντας ένα παράξενο τραγούδιπου τα λόγια του χάνουνται τώραβαθειά μες στη μνήμη μου.Τότε για πρώτη φορά σκέφτηκανα ταιριάσω τα τραγούδιαπου άκουγα όλη μέρασ’ ένα μονάχα τραγούδιπου θα το λέγαμε όλοι μαζί.Η σκέψη αυτή δεν ήταν εντελώς δική μου.Άκουσα να τη λέειένα μικρό πρασινοκίτρινο φυλλαράκιπου ξεπήδαγε κείνη τη στιγμήμες απ’ το χλωρό κλαδί της μηλιάς μας.Την άλλη μέρα ξύπνησα μαζί με την Αυγήκατέβηκα στα χορτάρια και κυλίστηκαμες στις δροσοσταλίδες.Ανατρίχιασε όλο το κορμί μουδεν υπήρχε ούτε και το πιο μικρό μόριοπάνω στο δέρμα μου που να μην έλεγεκι ένα μικρό τραγουδάκι.Τότε είπα το μυστικό μου στα χορτάριατα φυλλαράκια που ‘σαν κοντάσκύψαν το κεφάλι να κρυφακούσουνπολλές σκουληκαντέρες κατέβηκανχαρούμενες βαθειά σ’ όλο τον κόσμονα πουν το μυστικό μαςκάθε σταγόνα γης ήταν τη μέρα κείνηευτυχισμένη...Τότε τους είπα να ξαπλώσουμε ήσυχαπεριμένοντας να βγει ο ήλιος...πραγματικά κάναμε με μιαςτόσο ησυχίαώστε μπορούμε ν’ ακούμετο μακρινό τραγούδι της Αυγήςπου μοιάζει σαν κοράλιπεριχυμένο με λεπτά δάκρυα πουλιών...Τι όμορφο που ήταν εκείνο το τραγούδιθα μπορέσουμε άραγε να τραγουδήσουμεέτσι όμορφα και μεις;*Όχι δε μου αρέσει τώρα πια το τραγούδι της γης.Οι ρίζες σχίζουν το χώμα παράφωνακι οι αχτίδες φωνάζουν με ορμή και μανία.Εμένα τώρα μου αρέσει το τραγούδι της Αυγήςόταν το ακούω νομίζω πως βρίσκομαιστο δάσος με τα κοράλια περιχυμένααπό λεπτά δάκρυα πουλιώνμέσα στη γαλανή ανταύγεια του πρωινού.Τα χορταράκια, τα φύλλα και τα σκουλήκιαμ’ απλώνουν σα λυγμό τα χέριακαι μου φωνάζουν παρακαλεστά“Μείνε, σε λίγο θα βγει κι ο ήλιοςνα τραγουδήσουμε μαζί”.Μπορώ όμως να μείνω μακριάαπ’ το τραγούδι της Αυγής;Για πρώτη φορά σκαρφαλώνω τη μάντρατου κήπου μας κι ένοιωσασαν το φυτό που το τραβούν από τη γης του.Βρέθηκα τότες μέσα σε άγνωστους δρόμους.Στα μάτια μου όμως μπροστά τρεμοπαίζειη ρόδινη ανταύγεια κι ήμουν ευτυχισμένοςπου σε λίγο η επιδερμίδα μου θα λούζοντανμέσα σε κείνο το εξαίσιο τραγούδι.*Καθώς βλέπεις, δεν είμαι τώρα πια παιδίκι όμως ακόμα δεν κατόρθωσα να φτάσωτ’ όμορφο κείνο τραγούδι.Είμαι σχεδόν μετανοιωμένοςπου άφησα τη μισή μου καρδιάχωμένη μες στη γης.Φοβάμαι αν θα με ξαναδεχτούνοι αγαπημένοι μου φίλοικι αν θα με γνωρίσει η καρδιά μουπου τώρα πια θα ‘χει γίνει κι αυτήίσως λίγη χλόηίσως ένας μικρός θάμνοςμε λίγα κόκκινα λουλουδάκια περιχυμέναμε λεπτές δροσοσταλίδες.Θα ήθελα τόσο να ξαναγυρίσω στη γης.Πόσα τραγούδια αλήθεια θα ξαναπούμε...Και τώρα που ‘ρχεται το καινούριο καλοκαίριθα περιμένουμε τον ήλιονα του πούμε πια το μυστικό μαςκαι να πραγματοποιήσουμετο παλιό μας το όνειρο.Μιχ. Γ. Θεοδωράκης11.2.46Αθήνα1943
Ζήτησα μήπως ουράνια δώρα;
Ζήτησα μήπως ουράνια δώρα;Μήπως ικέτεψα τη νύχτα ανάμεσα στ' άστρατο λεπτό ίχνος της ευωδίας κάποιου θεού;ΛΥΚΟΙΣτη ράχη μου σέρνω την αιώνια κατάραστον ίσκιο μου μέσα ζειτο μίσος των ψυχών και των πραγμάτωνκαι μ' άφησε μια θεία βουλήνα ζω κι εγώ στο μίσοςοι σκιές μέσα των ψυχών και των πραγμάτωνΤης πατρίδας μου τα όνειρα τριγυρίζουν την καρδιά του θανάτουΗ ανατολή κι αν έρθει δεν φέρνει το φωςάναρχη κι ατελεύτητη ανατριχίλαστενάζει τον βαθύ μας τον πόνομην πετάξει προς τα ρόδατων πλασμάτων των μακαριστώνκαι σπείρει κι εκεί το αίμα που πνίγει...Είναι η ώρα που το σκούσμα του λύκουθα ξυπνήσει στα σπλάχνα μας την κοιμισμένη λαχτάρατου φωτόςτο τέλος της μέραςκι η ανάσταση του πρώτου αδερφικού χεριού που σκοτώνειηχεί τώρα στ' αυτιά μας σαν βρυκολακιασμένη κραυγήδιψασμένου θανάτου.Πρέπει να χώσω το ρύγχος μουστα καυτά σπλάχνα των αθώωνΚαταραμένη εσύ θεία βουλήπου με χωρίζεις απ' τον εαυτό μου.1962
Η αλυσίδα
Την αλυσίδα τη βαρειάτην κάνω χελιδόνιτη φυλακή τη σκοτεινήτην κάνω ξαστεριά.Την αλυσίδα τη βαρειάεγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύτην κόβουμε μαζί.Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!Φτιάξε την αλυσίδα με τα κύματα!Σπάσε την αλυσίδα με τα σίδερα!Φτιάξε την αλυσίδα με τα σύννεφα!Σπάσε την αλυσίδα με τις ντροπές!Φτιάξε την αλυσίδα με τις Πασχαλιές!Σπάσε την αλυσίδα με τον αγκυλωτό!Φτιάξε την αλυσίδα με τον Εωθινό!Σπάσε την αλυσίδα και τη φυλακή!Φτιάξε την αλυσίδα κορμί με κορμί!Την αλυσίδα που μιλάτην κάνω αστροπελέκι!Των παλατιών σου τη χλιδήσου κάνω φυλακή!Την αλυσίδα που μιλάεγώ κι εσύ κι εσύ κι εσύτη φτιάχνουμε μαζί!Η Λευτεριά κερδίζεται!Η Λευτεριά κερδίζεται!Ραγιάδες σηκωθείτεφωνάζει ο Κίτσος!1984
Η απολογία του Διονύσου
Γεια και χαρά σας άσπιλοί μου δικαστέςείμαι μπροστά σας, βγάλτε νύχια και φωτιέςη τιμωρία τρομερήπρέπει να βγει από την συνάθροιση αυτή.Κάψτε τους στίχους, κάθε μελωδία μαγικήπου μας πηγαίνει σ’ άγνωστη μεριά χιμαιρική.Γεια και χαρά του κόσμου αυτού οι δυνατοίείμαι μπροστά σας, βγάλτε νύχια και χολήσαν τα βουνάπου κλείνουν μέταλλα σκληράκαι τα τρυπούνκαι την καρδιά τους την πονούνμα η καρδιάμες απ’ τα νύχια τους γλιστράκαι τραγουδά.Αντιστροφή Α’Παγάνα πάνε οι στρατιέςστου Διονύσου τις κορφέςγια ν’ ανάψουνε φωτιές.Να κάψουν θέλουν το θεόμε τις νυφούλες στο πλευρόκαι τ’ αγόρια στο χορό.Αντιστροφή Β’Διόνυσέ μου, με τ’ ασίκικα φτεράπαλικάρι μου, με του τράγου το κορμίπαλικάρι μου, σέρνεις πρώτος την πομπήΔιόνυσέ μουκοίτα ποιος σ’ ακολουθείΈλληνες κι αλλοδαποί1984
Η αρκούδα
Μιαν αλυσίδα μου δένουν γύρω στο λαιμόείμαι αρκούδα, χορεύω γύφτικο χορό.Μέσα στα γήπεδα με γυμνάζουνετ’ άγρια πλήθη να χαιρετώμε μαϊμούδες μαζί με βάζουνετ’ άγρια πλήθη να προσκυνώ.Μες στο κελί μου αγγέλοι μπαίνουν σιωπηλοίήρθε το τέλος, δεν ήρθε ακόμα η αρχή.1987
Η Βεατρίκη στην οδό μηδέν
- Αχ αχ αχ μικρό πουλίτι ζητάς στην οδό Ερμού;- Έχασα τη Βεατρίκηίσως να ψάχνειγια καινούριο καπέλο με φτερά.- Αχ αχ αχ μικρό πουλίτί ζητάς στην οδό Μηδέν;- Αύριο η Βεατρίκηδίνει τον όρκοείναι ο πρώτος πολίτης του Μακρυγιαννιστάν.- Αχ αχ αχ μικρό πουλίτι ζητάς στην οδό “Γιατί”;- Δεν υπάρχει Βεατρίκηαν υπήρχε δεν θα μ’ έβλεπες ποτέ.1968
Η κοινωνία της καταναλώσεως
Η ακοή σου Δύση βούλωσεη όρασή σου Δύση σκεπάστηκεη κοινωνία της καταναλώσεωςπέπλο βαρύ σκεπάζει την ακοή σουπέπλο βαρύ σκεπάζει την όρασή σουσκεπάζει την ψυχή σου.Ο πολιτισμός σου ερείπια που καπνίζουντα λόγια σου κουνούπια που πετούνπάνω από τα έλητης βιομηχανικής σου παραγωγήςκουβαλούν πυρετό, ψέμα, υποκρισία.Πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί Ινδονήσιοιστην Ευρώπη στρατόπεδα συγκεντρώσεωςπλάι στην Ακρόπολη οι εξορίεςόμως εσύ δεν ακούςόμως εσύ δεν βλέπειςπάνω σε μοντέλο χίλια εννιακόσια εξήντα εννιάτρέχεις με διακόσια χιλιόμετραπρος τον θάνατό σου.1977
Η παγίδα
Είχες τα χέρια σου γιομάτα τραγούδιατα πόδια σου αγγίζανε το πράσινο νερότα όνειρά σου σεργιάνιζαν στους δρόμουςη σκέψη σου ρύθμιζε της μέρας τον ρυθμό.Βουή τα αυτοκίνητα κι ηλεκτρικές ρεκλάμεςσκεπάζαν τον απόηχο στις φτωχογειτονιέςη νύχτα μούγκριζε στους λασπωμένους δρόμουςδυο φίλοι αντάλλασσαν τον όρκο τον ιερό.Ποιος να σου το ‘λεγε, αυτός με την τραγιάσκατο μάτι πύρινο, το γένι αχνιστότο σάλιο κίτρινο κι ο λόγος του αντάραστα σπλάχνα γλίστραγε σαν σίδερο καυτό.Κι εσύ τον πίστεψες και δίχως άλλη σκέψημπήκες στον δρόμο τον στενό, τον δίχως γυρισμόποιος να σου το ‘λεγε, παιδί, αυτός με την τραγιάσκαπαγίδα σου ‘στησε γλυκειά και τώρα είναι αργά.Essen, 7.Χ.771943
Η Άνοιξη
Χλοϊζει καινούρια ελπίδα η λαγκαδιάΚάποιο γλυκοκελάϊδισμα σκορπά στη φύσηη νιόχτιστη χελιδονοφωλιά.Τρέμει η φωνή στα χείλη τα δειλά, που θα σκορπίσειστη Φύση ό,τι φτερώνει την καρδιά.Τώρα το κύμα το κινά μια νέα πνοήκι ήμερα πια στην αμμουδιά το σέρνειστην αγκαλιά τη μυστικιά του πέλαου αρμονία φέρνεικαι στ' ακρογιάλι τη σκορπά μ' ένα φιλί.Μέσα στ' απίστευτο όνειρο μεθά η δειλή ψυχήμεθά κι η ελπίδα από το θάμα μαγεμένηΝέες χαρές χαμογελούν μες απ' τη νέα ζωή.Η Άνοιξη είμαι 'γώ η λατρεμένη.30.8.431946
Η μεταμόρφωση του Διονύσου
- Δε θα μπορέσεις ποτέ να δεις κατάματα τον εαυτό σου.Εφ’ όσον ο αδελφός σου διαλύεται μες στο αίμααυτή η θαμπή βροχή του μίσουςδε θα σ’ αφήσει ούτε μια φωτεινή κολώναόρθια μες στην ψυχή σου...Είναι νόμος η καρδιά μας να τραβιέται από τον πόνο.- Σκέψου μόνο πόσο πόνεσα για να βρεθώ έτσι μόνος.- Ετοιμάσου να επιστρέψεις στο μέρος όπου ξεφύτρωσες.- Πρόσεξέ με αν με αγαπάς και θέλεις να με καταλάβεις καλα΄.Συνήθισα να ζω μες στο σκοτάδι.Αυτό με ωφελεί και με βοηθεί.Αισθάνομαι τη Νύχταόπως αισθάνεται η μητέρα την ανάσα του μωρού τηςπάνω στο δέρμα της.Υπάρχει μέσα σ’ αυτό δίχως άλλο ηδονήείναι όμως πιότερο ανάγκη.- ‘Ακουσέ με και μένα τώρα με τη σειρά σου.Κι η χώρα η δική μου είναι σκοτεινή.Τ’ όνομά της είναι ξακουσμένο και θα την ξέρεις και συ.Ονομάζεται Αρκαδία.Κάποτε όμως πήρα το δρόμο απ’ τα δασά της έλατακαι περνώντας από χώρα σε χώραέφτασα στον τόπο αυτόν που ήταν καθώς μου τον είπαν.Εμείς εκεί πάνω δε γνωρίζουμε τόσο άφθονα χυμένο το φωςκι έτσι μου φάνηκε σα να ‘χα ξαναγεννηθείκι είχα περάσει από μια ζωή σε μιαν άλλη.Φαίνεται πως εδώ κατοικεί ένας νέος θεός, είπακαι οι άνθρωποι πρέπει να είναι φωτεινοί και ωραίοι...Τώρα μπορούσα να νοιώθω κάθε τιπου μου ήταν πριν ακατανόητοκαι μπορούσα ακόμα να ευχαριστήσωδίχως υποκρισία τον δημιουργό μου.- Ξέρω πως η Αρκαδία είναι η χώρα με τα πυκνά δάσηκαι τις χίλιες πηγές.- Εκεί έχει σκοτάδι και η ζωή είναι πολύ βαθειά κρυμμένη.Εδώ ξεπετάγεται όπως ακριβώς είναιΔεν υπάρχει κάτι που να τη μισοσκεπάζει.Στην αρχή τρόμαζα έτσι που ζούσα.Ένοιωθα την ψυχή μου να πεθαίνει και να γεννιέταισε κάθε στιγμή.Έπιανα κι άφηνα δίχως τελειωμόδίχως ποτέ να πω δε θέλω.Μια μέρα συνάχτηκαν οι άνθρωποι του τόπου αυτούκαι έκαναν τον συνηθισμένο όρκο της φυλής τους.“Αν γνωρίζω πως η ψυχή μου που σβήνεισε λίγο θα ξαναγεννηθείγίνομαι πιο χαρούμενος, αφού μέσα μουθα υπάρξει κάτι καινούριο...Κι όταν μαντεύω τη θέλησή μου όλο να τρέχειδίχως να σταματάδίχως ποτέ να πει δε θέλωκι αυτό με κάνει ευτυχισμένογιατί η κίνηση είναι ζωή...Ορκίστηκα κι εγώ να πολεμήσω το σκοτάδι.Αυτό είναι που λιώνει μες στο αίμα τον αδελφό μου.Όταν κλείνω τα μάτιατον βλέπω να κάθεται μπροστάστο πελώριο όργανό τουκαι να παίζει μακάβρια και ήρεμα.Αμέσως σκεπάζω τ’ αυτιά μου.Δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτωο τόπος γεμίζει κοράκιαΜ’ ευθυγραμμισμένα κι ακίνητα φτεράπαρελαύνουν μπροστά του.Θα ‘χεις δίχως άλλο ακούσει κι εσύαυτό το παράξενο όνομα: ΠΟΛΕΜΟΣ.- Αυτό που εγώ απόφυγα μ’ όλες μου τις δυνάμειςβάζοντας πλάι στη μαύρη κλωστή μαύρηκαι στην άσπρη άσπρη.Καταλαβαίνεις πόσο μου απολείπεται η γαλήνη.Ένα ίσιο χωράφι με κοντό γρασίδικαταντά να μου γίνεται ιδανικό...- Θα σε ρωτήσω κάτι. Σκέφτηκες ποτέ σουπού θα σκύψεις να δεις το ομοίωμά σου;Γιατί νομίζω πως δεν έχεις άλλο ιδανικό.- Έχω τη γνώμη πως το έργο του καθενός είναι ένας καθρέφτηςΆλλωστε είναι νύχτα.Όμως στο λίγο φως που σκορπίζει στιγμιαία ένας διάττωνμπορείς να διαβάσεις γραμμένη οπουδήποτετην ιστορία της γης.[- Ένας διάττων είναι πάντα ένα καλό σημάδι.Αυτό σημαίνει πως ο έρωταςσυνεχίζει να σμίγει τ’ αστέριαπίσω από τη λευκή κουρτίνα του Γαλαξίαθα ‘θελα πολύ να νοιώσω αυτό το αίσθημαπου αποσπά την φωτεινή βροχήανάμεσα στ’ αστέρια.Θα ‘ναι δίχως άλλο για μέναμια πηγαία χαρά.]Λοιπόν μη γυρεύεις άλλο κανένα νόημασ’ αυτή τη μικρή σπίθα που ανάφτει μπροστά σου.Στο κάτω-κάτω οι λέξειςχάνουν στα χείλη σου τη σημασία τους.Η λέξη “ευαισθησία” είναι κάτι που ταιριάζειστους ώριμους καρπούς που πλημμυρίζουν από ζωή.Πολύ περισσότερο αν είναι μητρικό στήθοςπαρ’ ό,τι αν είναι μια φωνή που σε καλεί σε βοήθεια.Εξ άλλου οι αναθυμιάσεις αυτές του αίματοςδεν μπορούν ν’ αφήσουν ασυγκίνητοούτε ένα μικρό σπόρο σταριού.Ήδη τρώγοντας ψωμί τρέφεις τις σάρκες σουμε πόνους και χρέη...Ο αδελφός μας λιώνει μέσα στο αίμα τουκι όλοι λέγανε πως η γης εκδικιέται.Όμως εμείς μαθαίνουμε κάθε μέρα που περνάειπως δεν υπάρχει τίποτα πιο τρυφερό στον κόσμοαπ’ την καρδιά της πονεμένης μας μητέρας.Απ’ την ημέρα που άνθρωποι θα αισθανθούν την ανάγκηνα γίνουν απλοί σαν κάτι που δεν γυρεύει λύσητότε το φως θα αναδύεται από το χώμακαι τα φύλλα των δέντρων.Το αίμα έχει σχηματίσει μια λίμνηλίγο πιο πάνω από το μέρος που στεκόμαστε.Ο μύθος της φυλής αυτής λέειπως στο βυθό τηςκατοικούνε τα ινδάλματα όλων των ανθρώπων.Όποιος θελήσει να δει τον εαυτό τουδεν έχει παρά να σταθείπάνω απ’ την ακίνητη επιφάνειά της.1943
Η ψυχή μου πεταλουδίζει στον ανθισμένο ουρανό
Η ψυχή μου πεταλουδίζει στον ανθισμένο ουρανόΚι εγώ ήμουν δεμένος μέσα στο Άπειρο Φως!Τότε πόνεσα τη θλίψη της ΜοναξιάςΚι ό,τι μου απόμεινε, το Ιδανικόπετούσε κι αυτό προς κάποιο αστέρι.Κάθομαι τώρα συντριμμένος και θρηνώ τ' όνειρό μουΚαι ζηλεύω το ζηλευτό σκουλήκι εκείνοπου μες στη λάσπη πλάθει κι ελπίζειμα που ποτέ δε θ' αξιωθεί τον ουρανό.5.Χ.43Μίκης Θεοδωράκης1946
Ημιτελής του Σούμπερτ
Τρία αναποδογυρισμένα φεγγάριασε μια χούφτα νερό.Τσακισμένο καράβι γεμάτοκορυδαλλούς και βιολέτες.Πέρασα μπροστά σου κι εσύ ήσουνη χθεσινή βροχή.Θα ‘ρθω να σε βρω κρατώνταςμια χορδή τεντωμένη στο χέρι.Ονομάζομαι Φαίδων.Δεν έχω τίποτ’ άλλοέξω απ’ το κουρελιασμένο μου μανίκι.Δεν υποφέρω πια τη φωνή των πουλιών.1943
Θα με στεφανώσει πάλι ματωμένον η ροδοστάλαχτη αυγή
Θα με στεφανώσει πάλι ματωμένονη ροδοστάλαχτη αυγήΚι η ίδια η παντοτινή φωνή θα με παρηγορήσει:- Είσαι το πλάσμα το ξεχωριστό!ο εκλεκτός των σεβάσμιων ουρανών!Στη δοκιμασία τη φριχτή μέσα πάντα ζειςΕνάντια στην αλήθεια της ζωής μόνος παλεύειςκι ενάντια στο νόμο της πούν' η αγάπη.31.Χ.431987
Θάλασσα πλατειά
Δώσ’ μου χέρι να σταθώδώσ’ μου βλέμμα να λουστώφίλημα να κρατηθώθάλασσα πλατειάμε τη γαλάζια σου καρδιάθάλασσα πλατειάκλείσε με στα βαθειά νερά.Κλαις εσύ και κλαίει η γηκελαηδείς και κελαηδείπροσευχή μες στη σιωπήθάλασσα πλατειάμε τη γαλάζια σου καρδιάθάλασσα πλατειάκλείσε με στα βαθειά νερά.Σ’ έχασα παντοτινάπέτρωσ’ η ζεστή καρδιάγίναν δέντρα τα φιλιάθάλασσα πλατειάμε τη γαλάζια σου καρδιάθάλασσα πλατειάκλείσε με στα βαθειά νερά.1969
Θούριον
Μεγαλοπρεπή βουνά αγκαλιάζουνβράχους, γκρεμούς, ανθρώπους, έλαταείδαν φουσάτα Τούρκων κι άλλων, νικηφόραπτώματα ηρώων εδέχθησανκαι βλαστήμιες γενναίων.Μένουν τα δέντρα που σκίασαντον ύπνο του Πέρδικακι ο κούκος που δεν άκουσε ο Κολοκοτρώνηςήρθε και φώλιασε στη Ζάτουνα.Μάταια οι φρουροί μουπροσπαθούν να εγκλωβίσουν το τραγούδι μουοι χαράδρες το παίρνουν στους ώμουςκαι γρήγορα το οδηγούν στους ελαιώνες.Είναι πανύψηλα τα βουνά της Αρκαδίαςεξουσιάζουν τις θάλασσεςκαι το σουραύλι του Πάνασκεπάζει τα γρυλλίσματα των στρατώνων.Βόες, ουρακοτάγκοι, μαϊμούδεςτηβέννους φορούνκρατούν σκήπτρααρχιεπίσκοποι και αρχιστράτηγοι“αέρα” φωνάζουνκαι υψώνονται πίσω τουςπτερά ορνίθων.Έντρομοι ήρωες εγκαταλείπουν τα μάρμαραδραπετεύουν από τους στίχους των ποιητώνκαταφεύγουν ξανά στις όχθες του Λούσιουστις πηγές του Μαινάλουμοιράζονται τους ίσκιους με τον κορυδαλλό.Βουνά θεματοφύλακες της αντρειοσύνης σου, Πατρίδαόνειρό σας το Θούριοκαι τραγούδι σας το τουφέκι.1941
Ιούδας
Ναζωραίε! Ναζωραίε!Όλων των ανθρώπων των αληθινώνο δρόμος τους απ' το σταυρό περνά.Κέρδισες την αιώνια ευτυχίακαι μ' άφησες τον αβασίλευτο καημόμε κείνο το φιλί που με τόση αγάπητο βράδυ αυτό (το αιώνιο βράδυπου δε φεύγει απ' το πλευρό μας)απόθεσα σπαραχτικά σαν προσευχήστον άσπρο λαιμό σου.Ω να με δεις εκείνη την απέραντη στιγμή που σε φιλούσα.1941
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλονγια πάνταλες και μας ρούφηξε η νύχτασα σκύλα και μ' άφαντα στόματα.Ας χωριστούμε αγαπημένητώρα που στέκεσαι μεγάλη μπρος μουκι εγώ μπροστά σουας χωριστούμε αγαπημένητώρα που τρώμε αντάμα ακόμααπ' της νιότης το κόκκινο ρόδοκαι την καρδιά μας δε μάρανετων χρόνων το βάρος.Γι' αυτό κι εγώ σαν θα 'ρθωκαι πάλι σιμά σουδε θα σου πω "σ' αγαπώ"Δε θα σε πάρω απ' το χέρινα σε φιλήσω όπως πάνταούτε θα σε πάρω απ' το χέρινα σ' οδηγήσω στο πράσινο δάσοςκαι κει σαν κάθε φορά να σε φιλήσωκαι να σου πω το παραμύθι εκείνοπου κείνη και κείνοςενώνονται υμνώντας τη χαρά.Μόνο -θα 'ναι δείλι σαν θα ΄ρθωστη μελαγχολική την ησυχίαθ' ακουστεί η φωνή μου θλιμμένητρεμουλιαστή σαν πεθαμένου ανάσακαι θα πει"αγαπημένη αντίο"Και θα χαθώ από μπρος σουως χάνεται μακραίνοντας το φωςμες στο σκοτάδι της νύχταςκαι θα σβήσεις από μπρος μουως σβηούνται οι μορφέςπου μας αγκαλιάζουν στις χώρεςτων ονείρων μας με το φωςτης ημέραςΚαι τώρα ας χωριστούμεγλυκειά μου αγαπημένητώρα που 'σαι για με μεγάληκι εγώ μεγάλος για σένα.Τώρα που 'μαστε αντικρύσα δυο φωτιές που καίνεκι εξαγνίζουν κάθε σκέψημαυροφόρα κι ανάγκη.Ας χωριστούμε, αγαπημένητώρα που δαγκώνουμε αντάματης νιότης το κόκκινο ρόδοως το αίμα μας κτυπά δυνατά μες στις φλέβεςκαι την καρδιά μας δεν μάρανεακόμα των χρόνων το βάρος.Γι' αυτό κι εγώ σαν θα 'ρθωκαι πάλι σιμά σουδε θα σου πω "σ' αγαπώ"Το όνειρό μου η ζωή μουθα πετάξει και θα 'ρθειη νυχτιά της ημέραςκαι κοιτώντας τ' αστέριαμ' ενωμένα τα χέριαθε να πούμε βουβοίτης ζωής και της νύχταςτην ωδή με τον ίδιοτον πρώτο σκοπό:"Η Δυάδα η ΤριάδαΕκείνος κι εκείνη!Γελάτε αστέριαΧαρείτε ουρανοί!Εγώ 'μαι ο κόσμοςη αρχή και το τέλος!Φιλιά στα φιλιάκι όρκοι στους όρκους....Ζωή μου πού είσαι;Τ' όνειρό μου η ζωή μουεπέταξε κι ήρθε η νύχτατης ημέρας.Σαν έρθει το βράδυκαι διώξει τη μέραθε να 'ρθω κοντά σουμε τ' όνειρό μου.Με σκυμμένο το βλέμμαθα σου πάρω το χέριμε κλεισμένο το στόμαθα σου πω "σ' αγαπώ".Τρίπολη, 19411968
Καιρός να δεις
Σου είπαν ψέματα πολλάψέματα σήμερα σου λένε ξανάκι αύριο ψέματα ξανά θα σου πουνψέματα σου λένε οι εχθροί σουμα κι οι φίλοι σου σου κρύβουν την αλήθεια.Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτεςμα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν.Πού πας με ψεύτικα όνειρα;πού πας με ψεύτικα όνειρα;Καιρός να σταματήσειςκαιρός να τραγουδήσειςκαιρός να κλάψεις και να πονέσειςκαιρός να δεις.