Share

Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

T.S. Eliot- Burnt Norton

 ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΟΥΑΡΤΕΤΑ

Α' Burnt Norton
Ὁ χρόνος ὁ παρὼν καὶ ὁ περασμένος
ὑπάρχουν ἴσως μέσα στὸν μελλοντικὸ
κι ὁ μελλοντικὸς στὸ παρελθόν.
Ἂν ἕνας εἶναι ὁ χρόνος καὶ παντοῦ παρών,
δὲν μπορεῖς νὰ διαπραγματευτεῖς μ’ αὐτόν.
Δὲν μετρᾶ τὸ τί θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ,
θὰ μείνει πάντα ἕνα ἀνυπόστατο «ἄν»,
σὲ κόσμο ὑποθετικό.
Ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ κι ὅ,τι συνέβη,
καταλήγουν σ’ ἕνα σημεῖο, πού ’ναι αἰώνια παρόν.
Βήματα στὴ μνήμη ἀντηχοῦν
στὸ πέρασμα ποὺ δὲν θέλησαν νὰ μποῦν,
μὲ τὴ θύρα ποὺ δὲν ἀνοίξαμε ποτὲς
τοῦ κήπου μὲ τὶς τριανταφυλλιές. Ἔτσι τὰ λόγια μου
στὴ σκέψη σου ἠχοῦν.
Παρενοχλοῦν τὴ σκόνη στὴν κούπα
μὲ τὰ πέταλα τοῦ ρόδου – ἄγνωστο γιατί.
Κι ἄλλοι ἦχοι τὸν κῆπο κατοικοῦν·
θὰ πᾶμε ἐκεῖ ποὺ ὁδηγοῦν;
Βιαστεῖτε, εἶπε τὸ πουλί, βρεῖτε τους, βρεῖτε τους,
δὲν εἶναι μακριά. Μὲς ἀπὸ τὴν πρώτη θύρα
στὸν κόσμο μπαίνεις ποὺ ἔχεις πρωτοδεῖ,
ν’ ἀκολουθήσουμε τῆς τσίχλας
τὴν πλανερὴ φωνή; Νά μας τώρα ἐκεῖ.
Μπροστά μας στέκουν,
ἀόρατοι κι ἀδιαμφισβήτητοι,
κυματίζουν ἀργὰ κι ἐλεύθερα,
πάνω ἀπὸ φύλλα ξερά,
στὴ ζέστη τὴ φθινοπωρινή·
καὶ τὸ πουλὶ ἀπαντᾶ ξανὰ
σὲ μιὰ ἀνάκουστη μουσική,
ποὺ στοὺς θάμνους ἔχει κρυφτεῖ.
Ἡ ἀόρατη ἀκτίδα περνᾶ σὲ μιὰ στιγμὴ
καὶ τὰ ρόδα παίρνουν τὸ ὕφος
λουλουδιῶν ποὺ ἔχουν κοιταχτεῖ.
Νά τους ἐκεῖ, σὰν ξένοι καλωσορισμένοι,
γεμάτοι χαρὰ κι αὐτοί, ποὺ εἴμαστε μαζί.
Προχώρησαν ἐκεῖνοι, ἀπὸ κοντὰ κι ἐμεῖς,
μὲ σχέδιο καὶ τάξη, στ’ ἄδειο δρομάκι,
γύρω στὸν κύκλο μὲ τὶς πρασιὲς καὶ τὸ σιντριβάνι,
νὰ δοῦμε μέσα στὴν κοίτη τὴ στεγνή.
Οὔτε σταγόνα νερὸ δὲν εἶναι ’κεῖ,
μόνο τσιμέντο κι ἡ κάθε κόχη του λερή·
μὰ νά, γεμίζει μὲ τοῦ ἥλιου τὸ νερένιο φῶς
κι ἀργά-ἀργὰ ἀναδύεται ὁ λωτός·
ἡ ἐπιφάνεια λάμπει τοῦ νεροῦ
σὰν τὴν ἄλλη καρδιά, ἐκείνη τοῦ φωτός.
Κι ἐκείνων οἱ μορφὲς ἀντανακλοῦν
πίσω μας μὲς στὸ νερό.
Τότε ἕνα σύννεφο περνᾶ
καὶ τὸ σιντριβάνι πάλι γίνεται στεγνό.
Φύγετε, φύγετε, εἶπε τὸ πουλί·
τὰ φύλλα γέμισαν παιδιά,
ποὺ τρέχουν ξαναμμένα νὰ κρυφτοῦν,
μόλις ποὺ τὰ καταφέρνουν
τὰ γέλια τους νὰ συγκρατοῦν.
Φύγετε, φύγετε τώρα, εἶπε τὸ πουλί:
δὲν ἀντέχει πολλὰ τῶν ἀνθρώπων ἡ φυλή.
Ὁ περασμένος χρόνος κι ὁ μελλοντικός,
ὅ,τι συνέβη κι ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ,
συγκλίνουν σ’ ἕνα σκοπό, ποὺ εἶναι πάντα παρών.
Εσείς, Λίνος Κόκοτος και 135 ακόμη
1 κοινοποίηση
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης: Θεόφιλος Παλαιολόγος


Ο τελευταίος χρόνος είν' αυτός.

Ο τελευταίος των Γραικών

αυτοκρατόρων είν' αυτός. Κι' αλλοίμονον

τι θλιβερά που ομιλούν πλησίον του.

Εν τη απογνώσει του, εν τη οδύνη

ο Κυρ Θεόφιλος Παλαιολόγος

λέγει «Θέλω θανείν μάλλον ή ζην».

Α Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγο

πόσον καϋμό του γένους μας, και πόση εξάντλησι

(πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό)

η τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ,ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 2

J. Michael Yates -ΘΑΝΑΤΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ I

 

Ποίημα καλού μου φίλου J. Michael Yates που έφυγε το 2019.
Poem by my good friend and mentor J. Michael Yates who passed 2019.
ΘΑΝΑΤΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ
I
Το μαύρο δέντρo στο τέλος του δρόμου
αποπνέει την τελευταία συλλαβή
της τελευταίας πρότασης
Το μαύρο δέντρο στο τέρμα
είναι το μόνο μέρος του ορίζοντα μου
που δεν απομακρύνεται καθώς πλησιάζω
Τα χέρια, η κεφαλή και τα πόδια μου
έλκονται κοντά του σαν τους δείχτες της πυξίδας
και το δέρμα μου παρομοιάζει και
δίνει την αίσθηση σκοτεινόχρωμου ξύλου.
Τώρα τα μέρη μου δεν ανήκουν σε κανένα σύνολο
τα άκρα μου μόνο μοιάζουν σε μέρη άλλων πραγμάτων
και το τσεκούρι που πάντα κουβαλώ
άρχισε να σκουριάζει.
Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
κι η φωτεινή
αποτελούν το ίδιο φεγγάρι
ένα μικρό κύκλο ψεύτικο φως
στο απέραντο ψεύτικο σκοτάδι.
DEATH THE FIRST
I
The black tree at the end of the road
exclaims the last syllable of the last sentence.
The black tree at the terminus
is the only part of my horizon
that doesn’t retreat as I near.
My hands and head and legs
magnetize toward it like compass needles
and my skin takes on the
look and feel of wood, darkly-grained.
Now my parts belong to the whole;
my limbs only resemble parts of other things,
and the axe I’ve carried always
has always been rusting.
The moon is a dark side
and a light side
and all the same moon;
a small circle of fraudulent light
in the long fraudulent dark.
Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο
Εσείς και 30 ακόμη
5 σχόλια
1 κοινοποίηση
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Άνεμος Της Παναγίας, Ποίηση Οδυσσέας Ελύτης, Μουσική Η. Ανδριόπουλος - Ambitus Choir

Άνεμος της Παναγίας – του Οδυσσέα Ελύτη

Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων

Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

[Από τη Θητεία του καλοκαιριού.]

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Ηέλτιος- Πάνω σ' ένα μηδέν


Πάνω σ' ένα μηδέν
που κατρακυλάει απ' τα βουνά στον κάμπο, όπου περνάει σερνάμενο σα φίδι το βαθύ ποτάμι,
παλεύω με λίγες ακτίνες απ' το ηλιοβασίλεμα να κρατήσω το πρόσωπό σου
μαζί με τα πρόσωπα των φίλων που νίκησαν τον καιρό
και γέμισαν τη στενή ζωή μας με της ψυχής την αρχοντιά
που μεγάλωσαν αλλά δε γέρασαν
και κρατούν ακόμα στο χέρι το μαντίλι
ορθοί για τον χορό τον τσάμικο και τον συρτό
στο ευλογημένο τ' Αγιανιού πανηγύρι.
14/5/21

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

Ηέλτιος- Παιχνίδια


Σε χάνω
μέσα στα δέντρα
τα ποτάμια
τα πλατάνια
τις σκιές
μέσα στις λέξεις κυνηγώ
το φάντασμά σου
ξέρω πως δεν είσαι εκεί
και πως δεν έχω ελπίδα
παρά την εικόνα μιας νοσταλγίας
μήπως και περάσεις κάποια στιγμή
από το παλιό εικόνισμα
όπου σκύβοντας να προσκυνήσω
σου άγγιξα το χέρι.
11/5/21

Η ιδανική μορφή της Τέχνης / Βασίλης Τσαμπρόπουλος

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Ελευθερία Αρβανιτάκη - Σαμ Ελ Νεσίμ


Ποίηση: Κ. Π. Καβάφης Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου Το ωχρόν μας Μισίρι με βέλη ο ήλιος πλήρη πικρίας και πείσματος καίει και δέρει, και με δίψαν και νόσον το καταπονεί. Το γλυκύ μας Μισίρι εν μια γελαστή πανηγύρει μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει, και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί. Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ την άνοιξιν αγγέλλει, της εξοχής πανήγυρις αθώα. Κενούτ' η Aλεξάνδρεια, κ' οι δρόμοι οι πυκνοί της. Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ να εορτάση θέλει ο αγαθός Aιγύπτιος και γίνεται σκηνίτης. Aπό παντού εξέρχονται τ' αθρόα των φιλεόρτων τάγματα. Πληρούται το Γκαμπάρι και η γλαυκή, ρεμβώδης Μαχμουδία. Το Μεξ, το Μωχαρέμβεη,το Pάμλιον πληρούνται. Και αμιλλώντ' αι εξοχαί τα πλείστα τις θα πάρη κάρρα, εφ' ων πλήθη λαού ευδαίμον' αφικνούνται εν σοβαρά ησύχω ευθυμία. Διότι ο Aιγύπτιος και εις το πανηγύρι διατηρεί την σοβαρότητά του. Μ' άνθη κοσμεί το φέσι του· αλλά το πρόσωπόν του είν' απλανές. Μονότονον ασμάτιον μορμύρει, χαρούμενος. Κέφι πολύ έχ' εις τον λογισμόν του, ολίγιστον εις τα κινήματά του. Δεν έχει το Μισίρι μας πλουσίαν πρασινάδα, δεν έχει ρύακας τερπνούς ή βρύσεις, δεν έχει όρη υψηλά και με σκιάν ευρείαν. Aλλ' έχει άνθη μαγικά, πύριν' από την δάδα του Φθα πεσόντα· πνέοντα άγνωστον ευωδίαν μύρα, εν οις λιποθυμεί η φύσις. Εν μέσω κύκλου θαυμαστών θερμών επευφημείται γλυκύς μογάννι φήμης ευρυτάτης, Εν τη τρεμούση του φωνή ερωτικαί οδύναι στενάζουσι· το άσμα του πικρά παραπονείται κατά της ελαφράς Φατμά ή της σκληράς Εμίνε, κατά της Ζέναπ της πονηροτάτης. Με τας σκηνάς τας σκιεράς και το ψυχρόν σερμπέτι διώκονται ο καύσων και η σκόνη. Φεύγουν αι ώραι ως στιγμαί, ως ίπποι εσπευσμένοι εν πεδιάδι ομαλή, και η λαμπρά των χαίτη επί της πανηγύρεως φαιδρώς εξαπλωμένη το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ χρυσώνει. Το ωχρόν μας Μισίρι με βέλη ο ήλιος πλήρη πικρίας και πείσματος καίει και δέρει, και με δίψαν και νόσον το καταπονεί. Το γλυκύ μας Μισίρι εν μια γελαστή πανηγύρει μεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει, και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί. (Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)

Καβάφης : Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του - The beizadeh to his beloved

«Ο Βεϊζαδές προς την ερωμένη του» Σ' αγαπώ... τι δε αν είσαι κόρη ταπεινού ψαρά μη τα μάτια σου διά τούτο είναι ήττον λαμπερά, μη το χέρι σου δεν είναι απ' το γάλα πιο λευκόν, και το σώμα σου χαρίτων έμπλεον ερωτικών; Γένος, όνομα, τα πάντα λησμονώ ολοτελώς, είμαι δούλος σου εμπροστά σου, του ηγεμόνος ο υιός! Σ' αγαπώ... και σαν σε βλέπω στα τσαΐρια τ' ανθηρά με τ' αγόρια του χωριού σου να χορεύεις ζωηρά, τα ζηλεύω, και την τύχην την σκληράν μου θρηνωδώ όπου δούλος σου να είμαι δια πάντα δεν μπορώ. Μεταξύ μας έχ' η μοίρα στήσει φοβερόν φραγμόν: γενεάς αδησωπήτους διερμηνέων και αυθεντών!