Share

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020

Soliloquy Of Molly Bloom

Ο Παύλος Παυλίδης live από το Πάρκο Σταύρος Νιάρχος | SNFCC

Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης μιλάει για την παράσταση "Οδυσσέας"

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΓΑΡΤΖΙΔΗΣ "Ο ΠΙΟ ΓΛΥΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ"

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Ποιο το χρώμα της αγάπης - Λουδοβίκος των Ανωγείων





Ποιο το χρώμα της αγάπης

ποιος θα μου το βρει;

Να `ναι κόκκινο σαν ήλιος
θα καίει σαν φωτιά.
Κίτρινο σαν το φεγγάρι
θα `χει μοναξιά.

Να `χει τ’ ουρανού το χρώμα
θα `ναι μακριά.
Να `ναι μαύρο σαν τη νύχτα
θα `ναι πονηρή.

Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρει;

Να `ναι άσπρο συννεφάκι
φεύγει και περνά.
Να `ναι άσπρο γιασεμάκι
στον ανθό χαλά.
Να `ναι άσπρο γιασεμάκι
στον ανθό χαλά.

Να `ναι το ουράνιο τόξο
που δεν πιάνεται
Όλο φαίνεται πως φτάνω
κι όλο χάνεται.
Όλο φαίνεται πως φτάνω
κι όλο χάνεται.

Ποιο το χρώμα της αγάπης
ποιος θα μου το βρει;

Dialectic - Fractal II

Σαν Παλιό Αλφαβητάρι-Χαρούλα Αλεξίου (Ανέκδοτη ηχογράφηση)





Μουσική :Λίνος Κόκοτος

Στίχοι :Κώστας Τριπολίτης
Ερμηνεία Γλυκερία

Πού με τραβάς καρδιά μου αντάρτισσα
Και ξαγρυπνάς για σένα αμάρτησα
Τώρα που γύρισε ο καιρός
Εφτά φορές πικρός

Σαν παλιό αλφαβητάρι η ψυχή μου
Είκοσι σελίδες μαύρα γράμματα
Μια ζωή να περιμένω
Περιμένω
Πότε θα γυρίσουνε τα πράματα

Πού θα με πας σε ποιον ανήφορο
Και με τρυπάς μαχαίρι δίφορο
Τώρα που γύρισε η ζωή
Εφτά φορές πικρή

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Δ.Παπαδημητρίου, W.H.Auden Το Σπήλαιο της Αντιύλης (Γ.Φλωράκης, Π.Παπαιω...



Tο Σπήλαιο της Αντιύλης


Μουσική Δημήτρης Παπαδημητρίου
Ποίηση W.H.Auden
Μετάφραση Γιώργος Κοροπούλης
Τραγουδούν Γιώργος Φλωράκης, Πάνος Παπαϊωάννου

Live ηχογράφηση από την Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
Κύκλος τραγουδιών «Ο Μεγάλος Αιρετικός»

Το σπήλαιο της Αντιύλης

Υπόγειο μπαρ, στη Νέα Υόρκη. Κάθομαι αβέβαιος, φοβισμένος καθώς εκπνέουν οι ευφυείς ελπίδες μιας δεκαετίας
θολής, ανέντιμης, γελοίας.
Κύματα φόβου και οργής
πάνω από τη συσκοτισμένη
πόλη περνούν - κι η μουδιασμένη ζωή μουδιάζει κι άλλο... Ανείπωτου θανάτου αποφορά μιαίνει
τη νύχτα αυτή του Σεπτεμβρίου.
Του Σχίσματος ο ιστορικός,
του Λουθηρανισμού ή απλώς
του Κεφαλαίου, ας εντοπίσει
το τραύμα που έχουμε απωθήσει - αν είναι απώθηση απλώς·
αν κατ ́ εικόναν μας δεν ήταν πάντα ο Θεός ψυχωτικός. Εμείς - μονάχα ό,τι μας είπαν ξέρουμε κι είναι αρκετό:
Αν κάποιον βλάψεις, θα σε βλάψει... Τί άλλο είχε καταγράψει
στην εξορία ο Θουκυδίδης; Λόγοι δισσοί, δημηγορίες:
αυτό ήταν η Δημοκρατία.
Κι όταν τελειώσαν πια τ ́ αστεία, δεν ήταν κάν αυτό... Ιστορίες πολέμων για την Εξουσία
μας λένε ακόμη - μα η ουσία μένει κρυμμένη: η κυνική καταστολή κι εδώ κι εκεί - και η κλεμμένη υπεραξία -
κι η αποβλάκωση... Ω, θα δεις

μες τον ουδέτερον αέρα,
όπου οι τυφλοί ουρανοξύστες ύμνος διάτορος υψώνονται
στην Κοινή Δράση, να ξεχύνονται απόηχοι απ ́ όσα οι χτίστες
της Βαβέλ πάσχιζαν να πουν... Πλήθη συρρέουν, για να χαθούν στην γκρίζα, εργάσιμη ημέρα,
σε πληξη ανώνυμη, που μοιάζει να αιωρείται - κι εδώ πέρα
που κάθομαι κατασταλάζει:
Άγνωστα πρόσωπα στην μπάρα, τον ίδιο καθρεφτίζουν τρόμο: μη χαμηλώσουνε τα φώτα,
μη σταματήσει η μουσική -
και τη βουή από το δρόμο έξαφνα ακούσουν, την αντάρα της σκέψης τους τη σκοτεινή... Ας μείνουν όλα όπως πρώτα: νά ́ναι το δάσος στοιχειωμένο και το παιδάκι φοβισμένο -
το δύστυχο, κακό παιδί
που οι πόθοι του είναι πιο μαύροι
κι απ ́ την καρδιά του μισθοφόρου κι απ ́ τους σκοπούς του Τραπεζίτη: ένας χορός μοναχικός
σαν του Νιζίνσκι - που θεός
κι εμπόρευμα ήταν ταυτοχρόνως... Οι κοινοί πόθοι του... Ω, νά ́βρει τρόπο να φάει μέχρι κόρου,
τρόπο ν'αρπάξει απ' τον αλήτη, τρόπο, μισώντας όλους, μόνος
σ ́ όλους να γίνει αγαπητός...

Μέσα απ ́ το μαύρο αυτό σκοτάδι κι απ ́ τα ερέβη του μετρό
στης μέρας τα ήθη το κοπάδι βγαίνει πιο παραγωγικό·
κι ως απαιτεί η Εταιρεία πίστιν ομνύει εις την συμβία... Κι εγώ, εδώ - στο Αφεντικό θά ́πρεπε, λέει, να ευχηθώ αισχρά κι επώδυνα τα τέλη· και στην ανήμπορη αγέλη σαν προφητάναξ να στραφώ.
Μα εγώ - όλο κι όλο που μπορώ είναι - το ράγισμα να δείξω
στην αδιάσπαστη οθόνη:
μέσα στην Τέχνη να υποδείξω τη βουβαμάρα· μέσα στο Πάθος, αυτό που μας παγώνει κι είμαστε - όλοι - τόσο μόνοι και ξένοι: αυτό που έχει πετύχει να μεταμφιεστεί σε Τύχη -
τύχη κακιά... Ω, αν θυμόμασταν πως αγαπάνε· αν δεν ξεχνιόμασταν
μέσα στο άρραφο σκοτάδι δίχως φωνή και δίχως χάδι...
Κι όμως - παντού - φώτα μικρά, διεσπαρμένα, ειρωνικά, λάμπουν για λίγο, όταν μπορούν οι Δίκαιοι και συνομιλούν:
Ω, να γινότανε κι εγώ,
πλάσμα από Έρωτα και στάχτη κι άρνηση όλος σαν αχάραχτη πλευρά σε νόμισμα, ν ́ ανάψω μια φλόγα, κάποιος να τη δει.

Μελίνα Κανά "Στιγμές ερωτικού λόγου" (2006)

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΚΑΠΝΟΣ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΕΛΕΣ - ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΛΑΚΙΑΣ


Είναι ένας κίτρινος καπνός που μας τυλίγει
στου λιμανιού τις αποβάθρες, στα μουράγια όλο πληθαίνουν ένα γύρω τα ναυάγια και η ζωή μας πάντα βγαίνει τόσο λίγη. Τοπίο γκρίζο της καρδιάς το πανωφόρι ξύλο που καίγεται κι αφήνει πίσω στάχτη πάνω μας βγάζει ο καιρός όλο το άχτι του γυρισμού λησμονημένο το βαπόρι. Πού να ‘βρει χώρο το κορμί να ξαλαφρώσει μιαν αγκαλιά ζεστή τη γύμνια να τυλίξει πριν το χαμόγελο στα χείλη μας πετρώσει τα χέρια λύνουν τα σκοινιά κι όλο ματώνουν λυσσάει ο άνεμος στην ξέρα να μας ρίξει δυο μάτια στο γιαλό θυμάμαι που βουρκώνουν. Ποίηση © Δημήτρης Φιλελές Μελοποίηση – Ερμηνεία © Φίλιππος Πλακιάς

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ//PHILOCTETES by Yannis Ritsos/Translated by Manolis Aligizakis

 ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ//PHILOCTETES

by Yannis Ritsos/Translated by Manolis Aligizakis
Κάποιες ξεχτένιστες γυναίκες τίναζαν απ’ τα παράθυρα
απίθανα κάτασπρα σεντόνια. Λαμποκοπούσαν
μετόπες ναών κι οι πάνω κερκίδες των σταδίων. Τούτη η λαμπρότητα,
τυφλή, εκτυφλωτική, σ’ αυτή της ακριβώς την επίδειξη,
σαν κάτι να μας έκρυβε —κι αλήθεια μας έκρυβε·—
μήπως εκείνη την κλοπή; Κι ήταν ακόμη
τα πελώρια πιθάρια στους κήπους και στα υπόγεια
κι οι χρυσές προσωπίδες με τα κενά, ερευνητικά τους μάτια.
Μια γυναίκα σιωπή· το ίδιο αόριστο νόημα· κοινή συνωμοσία.
Μεγάλωναν τα γένια, τα μαλλιά, τα νύχια, τα όργανα·
και πάντα ειδήσεις για νεκρούς και για ήρωες, και πάλι για ήρωες·
μεγάλα κόκαλα αλόγων στις πλαγιές με τις ξερές αφάνες·
πυκνώνανε οι αναπνοές των άπλυτων σωμάτων. Μια γυναίκα, κάποτε,
περνούσε απόμακρα μες στην εσπέρα με μια υδρία στον ώμο της.
Πίσω της έκλεινε ο αέρας το πέρασμα. Η βραδιά
διπλωνόταν στην άκρη μιας σημαίας. Κάποιο αστέρι
φώναζε ξαφνικά ένα ακατανόητο «όχι», κι ύστερα
έσβηνε ο καλπασμός των αλόγων κατά μήκος της νύχτας
αφήνοντας πιο σιωπηλά τ’ αστέρια πάνω απ’ το ποτάμι.
A few women with unkempt hair shook whitewashed
bed-sheets out of their windows. Metopes of temples
and the upper seats of stadiums shone. This blind, blinding
shine, in this precise presentation, seemed to hide
something from us (and this was truly the case).
That thievery perhaps? And the massive jars were still
in the gardens and in the cellars, and the golden masks
with their empty, searching eyes.
A woman’s silence; the same vague meaning; a common
conspiracy.
The beards, hair, fingernails, and penises grew longer;
and always the news about heroes and the dead, then again
about heroes;
large horse bones on the hillsides with the dry shrubs;
the stench from uncleaned bodies increased; at the distance
a woman would pass, at evening-time, with a water pitcher
on her shoulder.
The breeze filled the space she left behind her. The evening
was enfolded in the tip of a flag. Suddenly a star cried out
an incomprehensible no and then the horse’s gallop
faded away along the length of the night
leaving the stars even more silent above the river.