Share

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Ζωή Δικταίου- Μονόλογος.

Συκοφαντημένη σκιά στα χαλάσματα, περιφέρεται
ερημοπούλι μαύρο
με το φεγγάρι ν’ αρμενίζει στα μεγάλα της μάτια
και το κεχριμπάρι δεμένο σε Γιαννιώτικο ασήμι στα μαλλιά.
Στο Bλαχομαχαλά στο Φιλιάτι
στις ώχρες τού μεσημεριού όταν η πέτρινη οδύνη μετριέται
στην ελεημοσύνη της θύμησης και στη σιωπή,
στην παλινόστηση της περιπλάνησης
με την προφητεία της απωθημένης αγάπης
και τής προδομένης έγνοιας στο άσωτο βλάστημα τού βάτου,
Μπούμπααλ, με τον αστείρευτο μετανιωμό
και το σβησμένο φανάρι στο χέρι,
με τον άσπρο κρουσταλλένιο λαιμό πριν τον χαράξει το μαχαίρι,
Μπούμπααλ, με την κεντημένη φλαμουριά στο φουστάνι
Μπούμπααλ, με τη φιλιωμένη ερημιά στο βλέμμα
και το φιλί στο μαντήλι.
 
Αμφιβάλλεις ακόμα,
ακόμα και τώρα που χτενίζει ο καιρός το αλάτι στα βλέφαρα
ακόμη και τώρα που τα αρχαία πεπρωμένα βρίσκουν φωνή,
εσύ κρέμασες τα παλιά κονίσματα πίσω απ’ την πόρτα
τώρα που οι άνθρωποι σου πεθαίνουν σε απλοχωριά
και οι φίλοι φεύγουν μαζί με τους καρβουνιασμένους ίσκιους
εκεί που ξαπολύθηκαν οι άνεμοι φαρμακωμένοι στις κορφές,
εκεί που σπαταλήθηκαν οι μέρες
και οι νύχτες σοδειασμένες αντιφεγγίζουν στα πράσινα χαλκώματα
διάχρυσες τύψεις.
Λίγο πιο κάτω στη ρεματιά, αλλιώτικα κυλάει ο χρόνος,
κυλάει στο νερό,
ένας θρήνος, ένα ξεχασμένο μοιρολόι, ένα τραγούδι της ξενιτιάς
κι άλλο ένα μολυβένιο παράπονο της αγάπης
αλάργεψε στ’ αγνάντεμα,ώρα που μαραγκιάζει η καρδιά
και οι σκέψεις πετούν σκλήθρες και σπίθες πάνω στ’ αγκάλιασμα.
Ασύνηθα οι λέξεις χωρίζονται στα δυο,
ασύνηθα η γλώσσα ξεχασκίζει φόβους και κρίματα
ορφανεμένο το παράπονο στην κάψα της ξερολιθιάς
με τη μοσχοβολιά της κουμαριάς ατρύγητη
στην καταφρονεμένη αθωότητα,
και τους αιώνιους μισεμούς να παραμονεύουν στ’ ανήλιαγα περάσματα.
Στα ερείπια δυο πεύκα κατάφεραν να υψώσουν ανάστημα
στην πίσω πλευρά, στην κατηφόρα πάνω από το χάνι
τ’ ακούς να μιλούν μερώνοντας τον άνεμο
είναι οι ψυχές τους λένε…
Οι δάφνες με τους πικρούς καρπούς
και οι μυρτιές με τα κεντημένα φύλλα
καλούν τις σκιές κι εκείνον που τις κυβερνά
να σπάσει το σταμνί και το ρόδι στο καλντερίμι.
Μια τριμμένη κλωστή κρατά το μανδραγόρα στο πόρτεγο
δεμένες οι πληγές, δυο δυο φιλεύουν την αλήθεια.
Συντόμεψαν κάποιες ζωές, κρίμα κι άδικο,
μόνο οι στάχτες, λένε,
κάποιες φορές καπνίζουν στην ανοιγμένη καμινάδα
όταν μια φωνή λεηλατεί τη βροντή μ’ ένα παράπονο.
Αναβάλλονται οι χαρές
ξεμακραίνει η σπορά του Δράκοντα κατά τη Γιτάνη
όλος ο κόσμος της υπάρχει ακόμη εδώ,
εδώ ήρθες κεντρισμένη από φόβο την πρώτη φορά,
συνεχιστέες θύμησες στην τροχιά των μαχαιριών
με τα δοκιμασμένα ξόρκια και τ’ απαγορευμένα πάθη
ανάμεσα στον ήχο του κλαρίνου και το άλικο αίμα
ένα ματσάκι γιασεμιά στις ραφές του συνόρου
γλιστρά η θύμηση,
γλιστρά και η άμμος μέσα από τα δάχτυλα…
Καλαμάς,κυλάει αλλιώς τώρα πια, άλλαξε και το ποτάμι,
οι λυγαριές στις όχθες, οι πέτρες στην κοίτη
αλλάζουν όλα μαζί του
οι γέφυρες, η μνήμη, ο τόπος
θραύσματα του παλιού καιρού στις καινούριες μέρες
όσο εσύ μένεις μια ξένη,
όσο φοβάσαι περισσότερο το μέλλον από το παρελθόν.
Στα άδυτα της σκοτεινής ερημιάς
σκεβρωμένα τα δάκρυα από το λιβάνι της μάνας
στ’ αγάνωτα μπακίρια
ξεθυμαίνουν και οι αναμνήσεις, μην κλαις,
μην κλαις,
στην αναμαρτησία του τίποτα όλα μπορούν να ραγίσουν.
Καλαμάς, βάθυναν οι όχθες
θαρρείς για να προστατεύσουν τα μυστικά της κοίτης
από τους απέξω,
εκεί και το δικό σου μυστικό, Μπούμπααλ,
μια σταγόνα πετρωμένο αίμα του αρνησίθρησκου Ισάμ
σε μια φυλακισμένη φλέβα νερού
εκεί, στο καθρέφτισμα της αθεΐας σου ανάβει πύραυνα το φως
εκεί, στην απόγεια φλόγα της αυγής
δοξολογούν τα πουλιά το αναγκαίο πάθος
εκεί, το κριματισμένο παράπονο του παλικαριού
ζεσταίνει τα φίδια στο παλιό γεφύρι
εκεί, τα κουρνιασμένα περιστέρια στ’ αρμυρίκια
ματώνουν την πληγωμένη τους φτερούγα ως το θάνατο.
Νερό, πολύχρωμες συλλαβές το παραμιλητό
«ένα ιμαρέτ είναι ο κόσμος ολόκληρος…»
Νερό, το ποτάμι ολόκληρο ένα κελάρυσμα, ένα κάλεσμα
κόντρα στην ανθρώπινη φύση με τη μαύρη τρύπα στη σάρκα
κι ας θυμάται
εκείνη την ξέφρενη φαντασία της ανεξίθρησκης νιότης
να σκαρφαλώνει στα πλατάνια
να ξαποσταίνει στις κλαίουσες ιτιές
να πέφτει μελιχρή θλίψη στην παγίδα του έρωτα,
εκείνη η νιότη η άλαλη, μαλακός πηλός
σε λαμπαδηδρομίες ασέληνης νύχτας
στον ήχο της αέναης ροής του ποταμού
μαυλίζοντας με τ’ άνανθα της αιωνιότητας
την αστραπή και τα νυχτοπούλια της Μουργκάνας
πριν τα χείλη σβήσουν τη δίψα
αυτόπτες μάρτυρες στο άλφα της αγάπης
και στο ωμέγα της ζωής.
  

Κέρκυρα 30 Ιουνίου 2020

POIEIN.GR
Συκοφαντημένη σκιά στα χαλάσματα, περιφέρεται ερημοπούλι μαύρο με το φεγγάρι ν’ αρμενίζει στα μεγάλα της μάτια και το κεχριμπάρι δεμένο σε Γιαννιώτικο ασήμι ...

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Βασίλης Λέκκας - Εσπερινό (Official Audio Release HQ)

THE KING OF ASINE (Part 1) G.Seferis -C.Tsiantis ; ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΙΝΗ ΤΟΥ ΣΕ...

Βασιλική Μόφορη - Δε σε ξέρει κανείς ~ Official Lyric Video





Στίχοι:


Ρωτάω για σένα τον αέρα ,τις ρωγμές
των πέτρινων χειλιών σου,
τα κουρασμένα αμπραγιάζ των τόσων εκδρομών σου.
Μιλάω για σένα στις φωτιές
των άσκοπων παροξυσμών σου
στα προδομένα στα γδαρμένα όρια των σ’ αγαπώ σου.

Δε σε ξέρει κανείς .
Δε σε ξέρει κανείς τελικά .
Για έναν όχλο αδαή
ρώσικη ρουλέτα η καρδιά.
Ένα μπαμ της σιωπής να νομίζεις πως ζεις .
Δες !Δε βλέπει κανείς .Δε σε ξέρει κανείς ...

Ρωτάω για σένα πεταλούδες και πουλιά
που στοίχειωναν στο φως σου.
Τα ξεχασμένα στα κολάζ τα γέλια των εχθρών σου.
Ζητάω εσένα στους καπνούς ,
στα μπαρ του νου,στον πανικό σου,
στα ηττημένα στα δειλά τα όχι των συμβιβασμών σου.

Δε σε ξέρει κανείς .
Δε σε ξέρει κανείς τελικά .
Για έναν όχλο αδαή
ρώσικη ρουλέτα η καρδιά.
Ένα μπαμ της σιωπής να νομίζεις πως ζεις .
Δες !Δε βλέπει κανείς .Δε σε ξέρει κανείς ...

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΡΙΖΟΣ - ΤΙ ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ



Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης
Μουσική: Νίκος Ζούδιαρης Δεν πετάει φτερό στο πέλαγο Και μαντάτο απ' την Αθήνα Τι να θυμηθώ απ' τα μάτια σου Που 'χω να τα δω ένα μήνα Στ' άγρια σοκάκια της ψυχής Ψάχνω μα δε σ' ανταμώνω Α να κοιμηθώ να σ' ονειρευτώ Που με ξέχασες και λιώνω Ούτε που σαλεύει το νερό Ούτε μου μιλούν οι γλάροι Μου άργησες πολύ, πες μου πως θα 'ρθεις Πριν να σβήσουνε οι φάροι.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Σπύρος Ποταμίτης- «Η αναδυόμενη Αφροδίτη κι ο Κοντορεβιθούλης»

Αυτό το παιδάκι που θα μας μαρτυρούσε στο θεό
φαίνεται πως τελικά δεν πήγε στον Παράδεισο…
Ίσως και να μην είχε τα ναύλα…
………………………………………………….
Δεν είμαι Ελύτης εγώ. Γι’ αυτό δε θέλω
να σας δείξω τις αντικριστές αμμουδιές
μήτε τα τόσα ευλαβικά μπλε του Αιγαίου.
Τα φιλιά της αρμπαρόριζας και της ελιάς
τ’ αρχαία σκαριά ποτέ δε με ταξίδεψαν.
Ούτε τη γλώσσα του Ομήρου κατέχω
για να νοώ τους θρήνους της Σαπφούς.
Γεννήθηκα ενός ταπεινού Ιονίου βράδυ
πασπαλισμένος με τ’ άστρα της Ιθάκης
και του Διονυσίου Σολωμού τα δάκρυα.
Κι ως δεν αποσύνδεσα ποτέ την Ελλάδα
στην ψυχή μου, δεν ξέρω από ξαρχής
να την ξαναφτιάξω ‘με μια ελιά, ένα
αμπέλι κι ένα καράβι’, εγώ ο δόλιος
που φύτρωσα σ’ ένα κοχύλι απάνω
να περιμένω εκεί τη θάλασσα ξανά
για όταν θελήσει κάποτε να με πάρει.
………………………………………………..
Γι’ αυτό δε βρίζω τον κόσμο με ‘άξιον εστί’
εγώ ο ανάξιος να τεντώσω το δάχτυλο
δείχνοντας ένα σημείο του ορίζοντα.
Και πώς… αφού δεν κοίταξα τον ουρανό
από το μέσο πελάγου, αλλά απ’ ολούθε
για να συλλέξω το μπλε πέπλο του νου
το τόσο διάφανο που να φαίνονται οι θεοί
και να μας βλέπουν καθώς αγγιζόμαστε
ο ένας στην αγκαλιά του θανάτου του άλλου.
Γι’ αυτό τα σήμαντρα του δικού μου Πάσχα
δε σήμαναν ποτέ σε ξωκλήσια και ναούς
παρά μόνο στα πλευρά του ανθρώπου
που έγερνε το κορμί, όχι για να προσευχηθεί,
αλλά να γονατίσει μπροστά στους νεκρούς
για τη σωτηρία της εφήμερής του ύπαρξης.
Δες πως κουδουνίζουν οι μαργαρίτες
όταν ανάβει ο ήλιος την πλαγιά του λόφου
και φαίνονται οι σταυροί που φυτεύτηκαν
για ν’ αφήσουν τόπο στη ζωή και χωράφι
να βρίσκει σπόρο το παιδί να μεγαλώσει.
Άκου το μαράζι της θάλασσας στο κύμα
για τα παιδιά που πνίγηκαν ψάχνοντας
έναν τόσο δα κόκκο άμμου δικό τους
για να’ χουν κάπου να κρατηθούν ξανά
αφού το ιερό του σπιτιού τους, το άβατο,
τους το γκρέμισαν γυρεύοντας πλούτη.
Κάψου απ’ τις αμαρτίες των αρετών σου
όπως η λαμπάδα που κρατάς, Ανάσταση
να φωτίσεις ενός κόσμου ξένου, μακρινού,
εξορισμένου κάπου στους γαλαξίες ή ίσως
ντουφεκισμένου μπροστά στους τοίχους
των μοναστηριών που άγιασαν το θάνατο.
Γι΄ αυτό δε φυτεύω τα δειλινά με ‘αμήν’
και των αυγών τα ‘δόξα σοι’ με φιλιά Ιούδων.
Μόνο στον ίσκιο της ροδακινιάς σηκώνω πανί
για το άρωμα του γινομένου φρούτου, όπως
το φουστάνι μιας εγκυμονούσας να φανεί
ο θεός της σωτηρίας ή του χαμού του κόσμου.
………………………………………………….
Συγχωρήστε μου λοιπόν αυτή τη λύπη
να είμαι και κάπου - κάπου άνθρωπος,
εξόν από ποιητής, κι απλά περαστικός
που μπορεί να γνέφει ακόμα καλημέρα…
…………………………………………………..
[Αποσπάσματα απ’ το ανέκδοτο ποιητικό έργο:
«Η αναδυόμενη Αφροδίτη κι ο Κοντορεβιθούλης»]

Θυμήσου το Σεπτέμβρη - Έλλη Λαμπέτη