Share

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Κωστης Παλαμας - Ὁ Γκρεμιστής


Ἀ κ ο ῦ σ τ ε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής.. γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης.. κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θ έ λ ε ι.. καὶ τὸ γκρέμισμα... νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει.. ἑνὸς π ό θ ο υ ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός.. τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
π ά ν τ α κοιτάζω.. πρὸς τὸ φ ῶ ς.. τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος.., ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής... κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου.. καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά.. γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές.. καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι.. καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε.. καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας... καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψ έ μ α.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξ α ν ά ρ χ ε τ α ι.... Καλῶς νὰ ῾ρθῆ.
Γ κ ρ ε μ ί ζ ω... τὴν ἀ σ κ ή μ ι α.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα... κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται... καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ... στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ... μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φ λ ό γ α τὴν καρδιὰ... καὶ β ρ ά χ ο τὸ κεφάλι,
καὶ θ έ λ ω... νὰ τραβήξω ἐμπρὸς.. καὶ πλατωσιὲς ν᾿ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου... δὲν τρέμω σας ὅ π ο ι ο ι εἶστε
γ κ ρ ι κ ά ω..., βγαίνει ἀπὸ μέσα του.... μιὰ π ρ ο σ τ α γ ή:
Γ κ ρ ε μ ί σ τ ε!
Κωστης Παλαμας

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

Οδυσσέας Ελύτης, "Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό"- Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ


Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ


Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ απ’ τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη.

Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη

Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια −το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια− στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε

Αλλιώς ωραία!

Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’ ένα θρόισμα, κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν. Και μία

Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό τοπίο να φανεί

Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι ανθρώποι, δείχνοντας με ποιον τρόπο γεννιέται η ομορφιά

Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.

Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά

Τεντωμένα στ’ ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρθένου.

«Μακριά απ’ τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να ’ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα.

»Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν’ αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων

»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι



»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»

https://ppirinas.blogspot.com/2018/03/blog-post_18.html

Δε μένω πια εδώ - Νίκος Πορτοκάλογλου




Λες να περιμένουμε
το φως άλλης μιας μέρας
Ανοίγεις τα παράθυρα
ν' αλλάξει ο άερας
Μα έσβησε η φλόγα
το σπίτι σκοτεινό
βαρέθηκα τα λόγια
και φεύγω πρώτα εγώ
Δε μένω πια εδώ
σ' έναν κόσμο γκρεμισμένο,
Δε μένω πια εδώ
κι ούτε ξέρω πού πηγαίνω
Μια ζωή κουράστηκα
μαζί σου να παλεύω
Φτάνει πια να έρχεσαι
μονάχα όταν φεύγω
Θα μείνω τώρα μόνη
σε άλλη γειτονιά
και ειν' αυτός ο πόνος
αρρώστια και γιατρειά
Δε μένω πια εδώ
σ' έναν κόσμο γκρεμισμένο,
Δε μένω πια εδώ
κι ούτε ξέρω πού πηγαίνω
Δεν είναι η ζήλεια που μας χώρισε,
δεν είναι αυτό που με πονά
Είν' η αγάπη που δε χώρεσε
Τα πιο βαθιά μας μυστικά
Δε μένω πια εδώ
σ' έναν κόσμο γκρεμισμένο,
δε μένω πια εδώ
κι ούτε ξέρω πού πηγαίνω

Πηγή: Musixmatch

Τραγουδοποιοί: Nikos Portokaloglou
Στίχοι τραγουδιού Δε μένω πια εδώ © Seed Point Music Publishing Ltd.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Ανοίγω το στόμα μου-Γρηγόρης Μπιθικώτσης





Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος

και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.

Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
κρυφά για ν' ακούν των ερώτων τα θαύματα.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Πιτσιρίκι-ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΜΑΤΙΑ

Η Λιλη Παντα ενημέρωσε την εικόνα του προφίλ της.
1 ώρα
Εγώ λοιπόν, θα σου μιλήσω για εκείνους τους λίγους, τους σπάνιους και μοναδικούς, με τις ελεύθερες ψυχές και τα καθαρά μάτια.
Εκείνους τους λίγους, που τα μάτια τους είδαν πολλά κι η ψυχή τους έγινε πολλές φορές κομμάτια, μα είχαν μέσα τους τη μαγκιά και τη δύναμη να τα μαζέψουν ένα ένα και να αρχίσουν από την αρχή.
Για κόλλα όμως δεν χρησιμοποίησαν ούτε απωθημένα, ούτε κακία, ούτε ζήλια.
Για κόλλα έβαλαν τα θραύσματα από κάθε φορά που κάποιος «μικρός» πέρναγε, έσπαγε κι έφευγε.
Και ξέρεις γιατί έσπαγε;
Γιατί δεν μπορούσε να την καταλάβει.
Δεν γινόταν να αποδεχτεί την αλήθεια της.
Δεν γινόταν να αποδεχτεί πως αυτή η ψυχή, δεν είχε έρθει για να κάνει κακό. Δεν είχε έρθει για να βλάψει, να καταστρέψει.
Είχε έρθει να αγαπήσει. Ούτε καν να αγαπηθεί.
Κι όταν πια δεν της άφηνε τίποτα να αγαπήσει, έφευγε.
Κι επειδή εκείνος ήταν λίγος, μικρός κι ανόητος και δεν κατάφερε ποτέ να την καταλάβει, την χτύπαγες με τα ίδια της τα όπλα.
Με την αγάπη της την ίδια. Κι εκείνη έσπαγε, κομματιαζόταν.
Κι όταν πια δεν είχε κάτι άλλο να σπάσει κι έφευγε, εκείνη αναγεννιόταν κι εκείνος γινόταν ακόμα πιο τοσοδούλης.
Δεν κατάλαβε βλέπεις ποτέ πως η ψυχή της, ήταν αέρας που δεν μπορούσες να τον χωρέσεις στο καλούπι σου.
Δεν κατάλαβε ποτέ πως η ελευθερία της ήταν αδιαπραγμάτευτη, γι’αυτό και θεωρούσε δεδομένη και τη δική σου την ελευθερία.
Αναζητούσε ζεστασιά και της αρκούσαν πάντα τα λίγα, τα απλά, τα ήρεμα.
Ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια αλήθεια.
Η πολλή βουή την ενοχλούσε και οι πολλοί την καταπίεζαν.
Με τα «πρέπει» και τα «περίπου» δεν συστήθηκε ποτέ.
Έκανε ότι ήθελε, όπως το ήθελε, όταν το ήθελε και το έκανε πολύ!
Δεν είχε όριο! Όταν έμπαινε στο παιχνίδι, θα έπαιζε μέχρι τελικής πτώσης.
Δικής σου.
Εκείνη δεν έχανε ποτέ.
Γιατί ακόμα κι όταν έχανε, σε είχε κερδίσει.
Σε είχε κερδίσει γιατί είχε μείνει ελεύθερη και ανυπότακτη.
Ανυποχώρητη σε εκείνα που πίστευε και πάντα ονειροπόλα.
Κι εσύ δεν κατάλαβες ποτέ πως δεν σε αναζητούσε για λιμάνι και η Ιθάκη της έπεφτε πολύ κοντά.
Δεν της άρεσε ούτε το άραγμα, ούτε να ρίχνει κάπου άγκυρα. Δεν έψαχνε τους ανθρώπους για δικλείδα ασφαλείας της, δεν τους ήθελε για να βολευτεί.
Και σε εκείνον, ήθελε μόνο να του μάθει την ζωή από την αρχή.
Μια άλλη ζωή, που δεν την υποψιάστηκε καν.
Όχι ροζ, όχι εύκολη, όχι ανέφελη και ξέγνοιαστη.
Μια ζωή αληθινή.
Αληθινή σαν το γέλιο της και βαθιά σαν το κλάμα της.
Γιατί και τα δύο έβγαιναν από μέσα της απροσποίητα και δεν ντράπηκε ποτέ γι’ αυτά.
Δεν τα έκρυψε, δεν τα «ζύγισε», δεν τα μέτρησε πριν τα δώσει.
Άλλωστε ότι είχε να δώσει το έδινε απλόχερα χωρίς να περιμένει ποτέ τα «ανάλογα» για ανταμοιβή.
Έδινε γρήγορα, αγάπαγε πολύ, έτρεχε να προλάβει το χρόνο και δεν κοίταζε ποτέ πίσω.
Δεν χώραγε σε καμία αγιογραφία! Κι όταν της έλεγαν «πόσο καλή είσαι», τους κοίταγε, τους χαμογελούσε και του έλεγε την αλήθεια της.
«Είμαι, ότι επιλέξω. Είσαι, ότι μπορείς»
Είχε μέσα της και το καλό και το κακό κι ότι της ξύπναγες, με αυτό θα έπρεπε να πορευτείς, με δικιά σου ευθύνη!
Μόνο την εκδίκηση δεν είχε στο αίμα της. Την θεωρούσε χαμένο χρόνο.
Όταν αποφάσιζε να φύγει, έπαυες να υπάρχεις, έπαυες να την απασχολείς, δεν χώραγες πια στην καθημερινότητά της κι έτσι σε ελευθέρωνε ακόμα κι από την παρουσία της.
Σε έκλεινε σε ένα από τα σπασμένα της κομμάτια και τράβαγε παρακάτω.
Πάντα ελεύθερη, πάντα ανυπότακτή, πάντα ακατανόητη για τους πολλούς..
Πάντα με ελεύθερη ψυχή και μάτια καθαρά!
απο το πιτσιρικι
"Όπου φυτρώνει να τον ξεριζώνεις.

Όπου καλλιεργείται να τον θερίζεις.

Και όπου σηκώνει κεφάλι να τον τσακίζεις."

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

'' Μεγάλυνον Ψυχή μου - Μυστήριον ξένον '' Θ' Αργή Καταβασία Χριστουγέν...





'' Μεγάλυνον ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν, καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον, ὁρῶ καὶ παράδοξον! οὐρανὸν τὸ Σπήλαιον· θρόνον Χερουβικόν, τὴν Παρθένον· τὴν φάτνην χωρίον· ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Χριστὸς ὁ Θεός· ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν ''.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

Το τραγούδι της νύχτας - Φλέρυ Νταντωνάκη





στίχοι Μιχάλη Μαρματάκη - μουσική Τερμίτες

από το δίσκο Τσιμεντένια Τραίνα, 1986

Εκεί σκορπισμέμη στον ύπνο μουσκεύει η ψυχή
θλιμμένη αγαπιέμαι από σκεύη κουζίνας και πράγματα
και κάπου στο βάθος της νύχτας αστράφτεις εσύ
σε εικόνες γεμάτες περάσματα.

Αίμα στο στόμα μου και τ' όνειρο άσπρο
μικρές αγγελίες στον τύπο διαβάζεις
μου μοιαζεις με όστρακο κι απόρθητο κάστρο
Αίμα στα πόδια μου και τ' όνειρο άσπρο
γυμνή-ξαπλωμένη να τρέχω διατάζεις
μου μοιάζεις απόμακρος και σβήνεις σαν άστρο
αίμα στο βλέμμα μου και τ' όνειρο άσπρο
στο χρώμα μπερδεύτηκα - δεν βλέπω - μ' αρπάζεις
φωνάζω σαν νήπιο μια λέξη σαν ''άσ' το''.

Εκεί διάλυμένη στον ύπνο, βαμμένη χρυσή
με γέλια φλερτάρω ένα σκεύος κουζίνας χαράματα
και μ' ένα μπουκάλι υγρό γεννημένο εσύ
γυμνή με δικάζεις να βάλω τα κλάματα

'Να 'μαι '' φωνάζω μπροστά στον καθρέφτη
''γυναίκα από πέτρα με ψυχή βιασμένη''
κοιτάζω τη φάτσα μου να βλέπει τον κλέφτη
''να 'μαι '' ψελλίζω κοντά στον καθρέφτη
διακρίνω τη χλόη μου με στάχτη βαμμένη
και κει μπρος στα πόδια μου το σώμα μου πέφτει
''να 'μαι '' υστερίζω σιμά στον καθρέφτη
τον χτυπώ με γροθιά και με βλέπω σπασμένη.

Ξυπνώ μουσκεμένη κοντά σ' ένα κάλπικο ψεύτη.

Ξυπνώ μουσκεμένη...

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Χρόνια Πολλά και Καλά Χριστούγεννα Ελληνίδες κι 'Ελληνες απανταχού της γης


Χρόνια Πολλά και Καλά Χριστούγεννα Ελληνίδες κι 'Ελληνες απανταχού της γης

Ηέλτιος- ΜΕΣΑ ΑΠ’ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ


Κοίταγες μπροστά,
ώσπου στη ράχη πίσω από τα έλατα
πρόβαλε το γκρεμισμένο σπίτι,
το μικρό καλυβάκι με τη βυθισμένη πέτρινη στέγη,
τους σωριασμένους τοίχους
και το στρεβλό κατά γης πεσμένο παραθύρι.
Ένα ζώο έβγαινε μέσα απ’ τα ερείπια,
δίποδο σκυφτό, σακατεμένο˙
προσπαθούσε να σταθεί όρθιο- δύσκολο να τ' αναγνωρίσεις.
Πήγαινε τρικλίζοντας, τρομαγμένο,
όλο γυρνώντας προς τα πίσω το κεφάλι,
ώσπου με δυσκολία διάβηκε το ξέφωτο και χάθηκε
στο δάσος.
2015

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Αφήγηση ~ Μίλτος Πασχαλίδης




Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μιλτιάδης Πασχαλίδης
Πρώτη εκτέλεση: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανείς δεν ξέρει να πει γιατί
κάποτε νομίζουν πως είναι οι χαμένες αγάπες
σαν κι αυτές που μας βασανίζουνε τόσο
στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα

Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους
ατέλειωτα χαρτιά παιδιά που μεγαλώνουν
γυναίκες που γερνούνε δύσκολα
αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες
σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες
και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών

Πγαίνει μέσα στους δρόμους ποτέ δεν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης
μηχανή μιας απέραντης οδύνης
που κατάντησε να μην έχει σημασία

Άλλοι τον άκουσαν να μιλά μοναχό καθώς περνούσε
για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια
για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες
που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς
άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο
εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου
τα πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή

Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος κι ήσυχος
μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα
σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένο
ξυπνώντας άσχημα κάποια συννεφιασμένη αυγή

Τον συνηθίσαμε δεν αντιπροσωπεύει τίποτα
σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει
και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω τίποτα
που να μην το συνηθίσατε
προσκυνώ