Οι Gymnopédies είναι τρεις συνθέσεις για πιάνο του Γάλλου συνθέτη Ερίκ Σατί, που δημοσιεύθηκαν στο Παρίσι το 1888. Η πρώτη σύνθεση ονομάζεται: Lent et douloureux, η δεύτερη: Lent et triste και η τρίτη: Lent et grave. Τα τρία αυτά ατμοσφαιρικά κομμάτια είναι γραμμένα σε 3/4, και έχουν κοινό θέμα και δομή.
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Άλμπουμ: Music of the night
With Novaya Opera of Moscow.
Conducted by Evgeny Samoilov
Αν είχε ο άνθρωπος φτερά
Θα έφτανε ο νους του μακριά
Και η ζωή του παραπέρα
Μα θα 'ταν πάλι κυνηγός
Ο χρόνος ο προστακτικός
Και θάλασσα η μέρα
Κι ώσπου να φτάσει στα βουνά
Με τα φτερά του τ'ανοιχτά
Θα κουραζόταν μόνος
Θα 'θελε πάλι η καρδιά
Να 'χει μαζί της συντροφιά
Να 'ναι ελαφρύς ο δρόμος
Πέρασε πάνω απ' τα βουνά
Με τα φτερά του τ' ανοιχτά
Και χάθηκε σαν βέλος
Κι 'οπως ησύχαζε η βροχή
Πάλι του κύκλου του η αρχή
Γεννιόταν απ' το τέλος
Αν είχε ο άνθρωπος φτερά
Θα 'ταν ο κόσμος του ψηλά
Τα μάτια θα γιορτάζαν
Μα πάλι οι δρόμοι τ' ουρανού
Γραμμές στο μέσα του χεριού
Τα σύνορα θ' αλλάζαν.
Δεν ήταν περιβόλι και τριφύλλι, πηγάδι σκοτεινό σ’ ανηφοριά τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι καράβι κουρσεμένο στο Νοτιά και της αγάπης δάκρυ στο μαντήλι.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Γραμματικός στη Λάρισα με γρόσα στα Χίλια Εφτακόσια Ογδόντα Οκτώ, δεν ήτανε για τη δική σου γλώσσα και να κρατάς το στόμα σου κλειστό που πριν να βγεις στον κόσμο σε κυκλώσαν.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Ζωνάρι πορφυρό κι αρματολίκι κι αλογατάκι μαύρος ουρανός, προτού να πάρεις ό,τι σου ανήκει στα Γιάννενα θα ξαναπάς γαμπρός και θα μετράς τον κόσμο δίχως νίκη.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Περαστικός μια μέρα στην Αυλώνα εγύρισες τα μάτια στην καρδιά κι είδες ποτάμι να `ρχονται τα χρόνια παλικαράκι μες στη Λιβαδειά εντύθηκες στο μαύρο αρραβώνα.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Στο κάστρο του Αλή και στους μπαξέδες πρώτη φορά θ’ ακούσεις μια φωνή και θα το μάθεις πια το "Ίτε παίδες" την πόρτα που θ’ ανοίξεις στη ζωή, λόγια πικρά θα λες στους καφενέδες.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Το φως μες στην καρδιά φαρμακωμένο σημάδεψε την πόρτα του φονιά μα εγώ θα μείνω εδώ να περιμένω για να σε βρω ξανά σε παγανιά την ύστερη φορά που θα διαβαίνω.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Και θα `σαι περιβόλι και τριφύλλι τριάντα τρία χρόνια στη σειρά στης λησμονιάς το χώμα σαν καντήλι, πηγάδι σκοτεινό σ’ ανηφοριά μ’ αλφαβητάρι και με καριοφύλι.
Τ’ αλφαβητάρι και το καριοφίλι κανάτι δροσερό σε παραθύρι.
Ψηλά
βουνά κι εσείς των άστρων θωριές. Ποτάμια
αχνά, ελάτια, δάφνες, μυρτιές.
Την
καρδιά μου, ωχ φωτιά μου, όποιος δει να
του πει να `ρθει κοντά μου, μην αργεί. Ξενιτιά
μου, έρωτά μου, φως κι αυγή πριν ραγίσει
απ’ το σεβντά μου όλη η γη.
Φαράγγια
υγρά κι εσείς των δράκων σπηλιές αετών
φτερά κι ανέμων μαύρες φωλιές.
Την
καρδιά μου, ωχ φωτιά μου, όποιος δει να
του πει να `ρθει κοντά μου, μην αργεί. Ξενιτιά
μου, έρωτά μου, φως κι αυγή πριν ραγίσει
απ’ το σεβντά μου όλη η γη.
Αηδόνι
εσύ, πλανεύτρα στάχτη που καις με ποιο
κρασί μεθάει τα μάτια του, πες
Το σπασμένο βιολί του
κόσμου ακόμα ουρλιάζει Στα νωπά
σπαρμένα χωράφια η μέρα χαράζει Φαντάροι
χορεύουν τις νύχτες σε άδειες
ταβέρνες Δελφίνια στο πέλαγο μόνα,
νεράκι στις στέρνες Νησιά ταξιδεύουν
στον ήλιο,κανείς δε μιλάει Την Άνοιξη
όλοι προσμένουν Κι αυτή προσπερνάει
Όλα
κύριε Νίκο είναι εδώ Όπως τα άφησες
εσύ κι όπως τα ξέρεις Από της λύπης
τον καιρό Κι όταν γυρίσεις και σε
δω Μέσα στη στάμνα τη χρυσή νερό να
φέρεις Της λησμονιάς πικρό νερό
Το
πιστό σκυλί της Ιθάκης στα πόδια σου
κλαίει Και η καλή, παλιά Περσεφόνη
τραγούδια σου λέει Η φωτιά πληγή που
σε καίει ,δε λέει να γιάνει Το πικρό
το όνειρο φταίει του αδελφού Μακρυγιάννη Πόσο
ακόμα ραγιάδες η Κρήτη κι η Μάνη Σκοτεινές
μαυροφόρες, μανάδες στου Οδυσσέα το
χάνι
Remember
when you were young, you shone like the sun. Shine on you crazy
diamond. Now there's a look in your eyes, like black holes in the
sky. Shine on you crazy diamond. You were caught in the cross
fire of childhood and stardom. Blown on the steel breeze. Come
on you target for faraway laughter. Come on you stranger, you
legend, you martyr, and shine!
You reached for the secret too
soon, you cried for the moon. Shine on you crazy
diamond. Threatened by shadows at night, and exposed in the
light. Shine on you crazy diamond. Well you wore out your
welcome with random precision. Rode on the steel breeze. Come
on you raver, you seer of visions. Come on you painter, you piper,
you prisoner, and shine!
Λοιπόν κόσμε, εδώ στου δρόμου τη στροφή, που ακόμα μια ηλιακή περιφορά σαν χειμωνιάτικο παλτό επάνω μου φοράω, κάν' το λογαριασμό. Κράτα σαν πληρωμή για το τραπέζι την αγάπη μου και δώσ' στην ορχήστρα για παραγγελιά ένα τραγούδι λευτεριάς ηπειρώτικο 25.11.2018.
Μακριά μου έφυγες μα κοντά μου σε νοιώθω σαν αεράκι απόμακρο που πηγαινοφέρνει την κουρτίνα σα φωνή ασίγαστη του όντος που φουσκώνει το ιστίο μεσοπέλαγα ανοίγοντας τους πόθους και τους στοχασμούς μου στο ταξίδι ενώ παίζει με τα κύματα η μουσική -ο Σαββόπουλος κι ο Ντύλαν. 15-11-2018
Παραδοσιακό Να έμ'νε έναν πετούμενον σ' ορμάν απές πουλόπο μ'
κλαδίν κλαδίν επέτανα
κι εράευα τ' αρνόπο μ'
Ρεφρέν
Γουρπάν ισ' ζωγραφία
λάσκεσαι σα ραχία
κανείται αρ' όσον έπηες
άι, τα νερά τα κρύα
Να έμ'νε έναν πετούμενον
σ' ορμάν απές πουλόπο μ'
μοιρολογούνε τα ραχία
και χαίρεται το ψυόπο μ'
Μοιρολογούνε τα ραχία
κλαίγνε τα ποταμάκρεα
ακούω πως μοιρολογούν
τρέχ'νε τ'εμά τα δάκρεα
Μοιρολογούνε τα ραχία
κλαίγνε πουλί μ' τ' ορμία
ο κόσμος όλον έφυγεν
εγέντον ερημία
Μετάφραση στα νέα ελληνικά (από τον Κωνσταντίνο Τσουμπρα)
-----------------------
ΝΑΜΟΥΝ ΕΝΑ ΠΕΤΟΥΜΕΝΟ
Νάμουν ένα πετούμενο
μες το βουνό πουλάκι μου,
κλαδί - κλαδί να πέταγα
και νάψαχνα τ' αρνάκι μου
Ακριβή* μου ζωγραφιά,
τριγυρνάς στις πλαγιές,
φτάνει πιά όσο ήπιες
απ' τα νερά τα κρύα,
ακριβή μου ζωγραφιά!
Νάμουν ένα πετούμενο
μες το βουνό πουλάκι μου,
μοιρολογούν οι ράχες
και χαίρεται η ψυχή μου
Μοιρολογούν οι ραχούλες,
κλαίνε οι ακροποταμιές,
ακούω πως μοιρολογούν
τρέχουν τα δάκρυά μου
Μοιρολογούν οι ραχούλες,
κλαίνε, πουλάκι μου, οι ρεματιές,
ο κόσμος όλος χάθηκε**
κι έγινε ερημιά !
* επι λέξει : γουρπάν = θυσία
** επι λέξει : έφυγε
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Ηλίας Κλωναρίδης
Γεννήθηκα στα φτερά των ανέμων
και στο μάτι των καταιγίδων,
ξύπνησα μ' ένα κορμί σκαρί
που χτιζόταν αιώνες.
Με καρτερούν οι ακτές των ανθρώπων
να με φορτώσουν ασήκωτα μυστικά.
Θα πλαγιάσω στα νησιά των Σειρήνων,
θα γεμίσω το στόμα με τραγούδι
και κάποιο πρωινό θα σαλπάρω
με σουραύλι κορμί.
Είναι γραμμένο και το ταξίδι,
είναι γραμμένος και ο γυρισμός.
Θα πλαγιάσω με τα μάγια της νύχτας
και θα σπείρω παιδιά πυροφάνια
και κάποιο πρωινό θα σαλπάρω
με τον Χάρο μαζί.
Come gather 'round, friends And I'll tell you a tale Of when the red iron ore pits ran plenty But the cardboard filled windows And old men on the benches Tell you now that the whole town is empty
In the north end of town My own children are grown But I was raised up on the other In the wee hours of youth My mother took sick And I was brought up by my brother
The iron ore poured As the years passed the door The drag lines an' the shovels was a-humming Till one day my brother Failed to come home The same as my father before him
Well, a long winter's wait From the window I watched My friends, they couldn't have been kinder And my schooling was cut As I quit in the spring To marry John Thomas, a miner
Oh, the years passed again And the givin' was good With the lunch buckets filled every season What with three babies born The work was cut down To a half a day's shift with no reason
Then the shaft was soon shut And my work, it was cut And the firing air, it felt frozen Till a man come to speak And he said in one week That number eleven was closin'
They complained in the East That they are paying too high They say that your ore ain't worth digging That it's much cheaper down In South American town Where the miners work almost for nothing
So the mining gates locked And the red iron rotted And the room smelled heavy from drinking Where the sad, silent song Made the hour twice as long As I waited for the sun to go sinking
I lived by the window As he talked to himself This silence of tongues, it was building Then one morning's wake The bed, it was bare And I's left alone with three children
The summer is gone The ground's turning cold The stars, one by one, they're a-foldin' My children will go As soon as they grow Oh, there ain't nothing here now to hold them