Share

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

Manolis Aligizakis ΛΑΘΟΣ ΠΟΡΕΙΑ

Απ' το βιβλίο ΝΟΣΤΟΣ και ΑΛΓΟΣ το ποίημα Λάθος Πορεία-Wrong Path, My poem Wrong Path, from the book NOSTOS and ALGOS, www.ekstasiseditions.com translated in 9 different languages, (Japanese--Romanian--German--Italian--French--Ukrainian--Russian--Chinese) was presented in 9 different forums and blogs in those countries.
ΛΑΘΟΣ ΠΟΡΕΙΑ
Πουλούν πράγματα που δεν χρειάζεσαι
κι όμως αγοράζεις
τραγουδούν κακοφωνίες που δεν σ’ αρέσουν
κι όμως τις ακούς
Πότε θ’ ακούσεις
το μουρμουρητό των λουλουδιών;
Φορούν την ψεύτικη τους αίγλη
που θέλεις ν’ αρπάξεις
για να τους μοιάσεις
απομυζούν το λογικό απ’ το μυαλό σου
και πιστεύεις πως σε πλουτίζουν με κάτι
σαν τους μιμείσαι
Πότε του μικρού σπίνου
το τραγούδι θ’ακούσεις;
MANOLIS (Emmanuel Aligizakis), Crete, 1947
From: Nostos and Algos, Ekstasis Editions Canada Ltd., Victoria, Canada
WRONG PATH
They sell goods that you don’t need
yet you buy
they sing cacophonies you don’t like
yet you listen too
When will you listen
to the flowers’ whisper?
They apply their external lustre
that you like to snatch from them
to become alike
they drain your brain of all logic
and you believe they enrich you
when mimicking them
When will you listen
to the finch’s song?
MANOLIS (Emmanuel Aligizakis), Crete, 1947
From: Nostos and Algos, Ekstasis Editions Canada Ltd., Victoria, Canada
VERKEERDE WEG
Ze verkopen goederen die je niet nodig hebt
maar je koopt ze
ze zingen kakofonieën waarvan je niet houdt
maar je luistert er naar
Wanneer zal je luisteren
naar het gefluister van de bloemen?
Ze dringen jou hun oppervlakkige glans op
die je graag van hen zou overnemen
om hun gelijke te zijn
Ze nemen van je hersen alle logica af
en je gelooft dat je er beter van wordt
als je hen na-aapt
Zou je niet eerder luisteren
naar het kwinkeleren van de vink?
MANOLIS (Emmanuel Aligizakis), Kreta, 1947
Vertaling: Germain Droogenbroodt
Uit: Nostos and Algos, Ekstasis Editions Canada Ltd., Victoria, Canada

Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

ΗΕΛΤΙΟΣ -Λοιπόν;

Λοιπόν;
Ή τη σιωπή των αστεριών
Ή του μωρού το γρίλισμα 
Και το κλάμα.
Βάρος! το ξέρω,
Μα δίχως εμένα δεν είσαι
Και μηδέποτε θάφτανες
Ν’ αμφιβάλλεις ό,τι εμπιστεύεσαι
Και να εμπιστεύεσαι ό,τι αμφιβάλλεις.
Ετσι απάντησε η λέξη, τη μουσική ως αγκάλιζε
Πάνω στο νοτισμένο στρώμα
Κι έπειτα σηκώθηκε
-απ΄τις συνάψεις περνώντας του εγκεφάλου-
Το παράθυρο ν’ ανοίξει στο αυγινό φως
Άγνωστο τραγούδι
Σιιγοτραγουδώντας.
4-10-2017.

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΣΥΝΕΧΕΣ

Το φάσμα συνεχές. Και δε μπορεί κανείς στα δυο να το κόψει.
Και το σχίσμα ανύπαρκτο. Σαν το μαχαίρι που σου πέρνει την κεφαλή.
Επειδή ο νους δεν ανακάλυψε ακόμα, το ουράνιο τόξο.
4-10--2017

Καημός - Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μίκης Θεοδωράκης

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΖΩΗ

Ζωή  από σκόρπια βιβλία
Σπασμένα αγγεία και κιονόκρανα
Που κιτρίνισαν.
Μάρμαρα που λάμπουν στο φως
Και  σταλμένες στον καιρό ηλιαχτίδες
δίχως   χέρι  να τις  μαζέψει
μήτε τεχνίτη να υψώσει το  ναό  
 και στεφάνι ανοιξιάτικο   τις πλέξει
στην Κοιμωμένη.

Περνάνε δώθε-κείθε οι τουρίστες και κατουράνε
Τα κλέβουν και μυρίζει αμμωνία
Και σε κανέναν δε λείπουν τα συντρίμμια
Και μπελάς  μας έχουν γίνει
Και πολύ  αγωνιούνε  οι νοικοκυραίοι
Που δε  φτάνει  ο επενδυτής  
Να τα γυμνώσει.

3-10-2017

Γιώργος Σεφέρης ~ Haiku

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Kωστὴς Παλαμᾶς - Ἡ Φοινικιά

Στὸ Δροσίνη, ποὺ τὸ πρωτάκουσε.

Mέσα σ᾿ ἕνα περιβόλι, γύρω στὸν ἴσκιο μιᾶς φοινικιᾶς,
κάποια γαλανὰ λουλουδάκια, ἐδῶ κατάβαθα,
καὶ κεῖ πιὸ ἀνοιχτά, μιλούσανε.
Πέρασ᾿ ἕνας ποιητής, (ποὺ πέθανε τώρα),
καὶ ρύθμισε τὸ μίλημά τους ἔτσι:

Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔρριξεν ἐδῶ ἕνα χέρι·
τὸ χέρι τό ῾βαλε καταραμένη Μοῖρα;
τὸ πῆγε νοῦς καλοπροαίρετος; Ποιὸς ξέρει!
Ἀπὸ ἑνὸς ὕπνου κάτου τὸν καταποτήρα
ποιὰ ὁρμὴ μᾶς ἄδραξε καὶ ποιὸς μᾶς ἔχει φέρει;
Τάχ᾿ ἀπὸ χαλαστῆ γιὰ τάχ᾿ ἀπὸ Σωτῆρα;
Νά μας ἀσάλευτα στὸν ἴσκιο σου ἀποκάτου·
ὁ ἴσκιος σου εἶναι τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου;

Τὰ καταχώνιαζε ὅλα γύρω τὸ λιοπύρι,
ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ψάχνανε λαίμαργες ἀκρίδες,
κ᾿ ἦρθε βροχή· καὶ τ᾿ ἄνθια, ποὺ εἶχαν ἀχνογύρει,
ξυπνοῦνε καὶ ποτίζονται δροσοσταλίδες·
κ᾿ ὕστερ᾿ ἀκόμα πιὸ γλαυκὸ τὸ πανηγύρι
τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ ξαναρχισμένο τὸ εἶδες·
τρικυμιστὴ μόνο ἡ κορφή σου ἀνάρια ἀνάρια
σταλοβολάει ἁδρὰ βροχομαργαριτάρια.

Λαμποκοπάει ἀνάσταση τὸ περιβόλι,
κάθε πουλὶ ὀνειρεύεται πὼς εἶναι ἀηδόνι,
μονάχα πέφτει ἀπὸ τὰ ὕψη σου σὰ βόλι
τὸ μαργαριταρένιο στάλαμα, καὶ ―ὢ πόνοι―!
ὅλων κορῶνα τοὺς φορεῖ τὸ δροσοβόλι,
ὅλα τὸ γάργαρο νερὸ τὰ μπαλσαμώνει·
γιατί σ᾿ ἐμᾶς ἡ θεία τῶν ὅλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι ἀρρώστια καὶ καμίνι;

Πόσο σκληρὰ χτυπάει τὸ βόλι τὸ δικό σου!
Κανέν᾿ αὐτὶ ψηλά, κανένα μάτι ἐμπρός μας.
Ζοῦμε στὸν ἴσκιο σου, ἕνας κόσμος ὁ κορμός σου,
τὸ στέμμα σου οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα· ὁ οὐρανός μας.
Θεὸς ἀλύπητος ἂν εἶσαι, φανερώσου.
Ἂν ὄχι, γνέψε μας, καὶ μία γαλήνη δός μας,
καὶ μὴ σκοτώνῃς μας ἀγάλια ἀγάλια, ἢ δρᾶμε
καὶ ρῖξε μας νεροποντὴ μὲ μιᾶς νὰ πᾶμε!

Σὰν πληρωμὴ εἶν᾿ ὁ πόνος μας καὶ σὰ βρετήκι,
τῆς ἁρμονίας μας σφράγισεν ἡ χρυσὴ βούλλα,
ἐνῷ μᾶς ῾γγίζει ὁ Χάρος, μᾶς θεριεύει ἡ Νίκη,
τρέμομε, χαῖρε, τοῦ ρυθμοῦ ἱερὴ τρεμούλα!
Καταχωμένο ἀνήλιαγο ζῇ τὸ σκουλῆκι
γιὰ νὰ χαρῇ μεταξοφτέρουγη ψυχούλα
μίαν ὥρα τὴν ὡραία ζωή, καὶ νὰ πεθάνῃ.―
―Τὸ χάσμα τῆς πληγῆς γίνεται συντριβάνι.

Τὰ σταχτερά, τὰ διάφανα, τὰ χίλια μύρια
πράσινα, τ᾿ ἀναβρύσματα· καὶ τὰ μαμούδια
καὶ τὰ δετὰ τῆς γῆς· τ᾿ ἀνάερα τρεχαντήρια,
τὰ σκουληκάκια, οἱ μέλισσες, τὰ πεταλούδια,
λουλούδια, ὦ δισκοπότηρα καὶ θυμιατήρια!
Χάιδια τῆς χλόης, παντοῦ φιλιά, τοῦ μούσκλου χνούδια,
τοῦ κάτου κόσμου ἀχός, αἰθέρια μαντολίνα·
στὰ φύλλα μία λαχτάρα, λίγωμα στὰ κρίνα!

Ἄνθια, ὅσα ξέρετε, δὲν ξέρουν τὰ τρυγόνια,
ὡραίων ἐρώτων εἶστ᾿ ἐσεῖς τὰ διαλεμένα,
σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στὰ κλώνια,
μιᾶς πλάσης εἶναι αὐγὴ τοῦ καθενὸς ἡ γέννα·
τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς χαρᾶς τὰ παναιώνια
τὰ ξέρετε, ὦ λιγόζωα σεῖς καὶ ὦ δακρυσμένα!
Ἐμεῖς, ―ὢ τὰ χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!―
μοιάσαμε τὰ στοχαστικὰ καὶ τ᾿ ἄυλα μάτια.

Ἂς εἶστ᾿ ἐσεῖς, ἄπλεροι ἀνθοί, μεστὰ ἀνθοκλάδια,
ἀπὸ τὰ χρυσολούλουδα ὡς τὰ χαμομήλια,
σὰν ἀναμμένα κάρβουνα καὶ σὰν πετράδια,
σὰν τὰ παρθένα μάγουλα καὶ σὰν τὰ χείλια,
σὰ χέρια ἂς γλυκανοίγεστε, γιομάτα ἢ ἄδεια,
χαράματα κι ἂς εἶστε αὐγῆς, βραδιοῦ καντήλια,
τῆς νεράιδας δροσιᾶς ἂς εἶστε τὰ παλάτια·
τὰ μάτια εἴμαστ᾿ ἐμεῖς, εἴμαστ᾿ ἐμεῖς τὰ μάτια.

Σ᾿ ἐμᾶς, μικρά, κόσμο ξανοίγετε μεγάλο,
καὶ σύγνεφ᾿ ἀπὸ ἔγνοιες καὶ καημοὺς λαγκάδια,
καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀσάλευτο σ᾿ ἐμᾶς, τὸ σάλο
τοῦ πέλαου γύρω στὰ καράβια πρὸς τὰ βράδια,
τὸ δάκρυ ἀκύλιστο, κι ἀξήγητο κάτι ἄλλο…
Ποιᾶς φυλακῆς νά ῾μαστ᾿ ἐμεῖς τὰ συγγενάδια;
Ἦρθε καὶ κλείστη μέσα μας, ―ποιὸς νὰ πιστέψῃ!―
μιὰ κολασμένη καὶ μία θεία· ἡ Σκέψη, ἡ Σκέψη!

T᾿ ἀνάστημα ἔχετε, τὸ παίξιμο, τὸ νάζι,
καὶ κάποιο ἀμίλητο περήφανο καμάρι,
καὶ κάποιο μάγεμα ποὺ ρίχνεται κι ἁρπάζει,
κι ἀπ᾿ τὴν πρωτόπλαστη ὀμορφάδα ἔχετε πάρει.
Σὰν εἴδωλα χλωμὰ σᾶς δείχνει τὸ μαράζι,
καὶ τὸ πουλὶ σᾶς δίνει κάποτε τὴ χάρη,
καὶ τὸν ἀέρα μία νεράϊδα ἀνεμοπόδα,
ὢ μὲ τὰ μύρια θεία χαμογέλια, ὢ ρόδα!

Τὸ πρόσταξε θεὸς Ἀπρίλης ἀνθομάλλης·
―ὦ μοσκοβόλισμα, ἄλλαξε καὶ λάμψη γίνε!
Γιὰ τοῦτο ἀμύριστα εἶστε, ρόδα τῆς Βεγγάλης,
ὅλων τῶν ἄλλων ἡ εὐωδιὰ σ᾿ ἐσᾶς φῶς εἶναι.
K᾿ ἐσὺ ποὺ στέκεις, τῶν ἀνθὼν ὡς νὰ εἶσαι ὁ κράλης,
ἀπὸ ποιὸν κόσμο παραστράτισες, ὦ κρῖνε;
Ἀπὸ τῆς εὐωδιᾶς τὴ μάννα, ἀπὸ τ᾿ ἀστέρι
τὸ πιὸ λευκόν;
    Ὦ Φοινικιά, κ᾿ ἐμεῖς; Ποιὸς ξέρει!

Τῆς εὐωδιᾶς αἰθεροπόταμο, κρατήσου·
δὲν ἔτρεξες, δὲν πότισες τὴν ἄνθησή μας·
τῆς εὐωδιᾶς εἴπαμε: πάψε τὴν ὁρμή σου,
μὴ χύνεσαι ἀπὸ μᾶς, μὴ γίνεσαι πνοή μας,
βυθίσου μὲς στὰ φυλλοκάρδια μας, καὶ κλείσου
ἀκάτεχη ἀπ᾿ τὸ μύρισμα, μὲς στὴν ψυχή μας·
ψάξε νὰ βρῇς τὴ σκέψη μας, καὶ ὁμάδι ζῆσε.
Ἂς εἶναι ἡ μέλισσα, κ᾿ ἐσὺ τὸ μέλι ἂς εἶσαι!

Ἀπὸ τὸ βιὸς τοῦ ἥλιου ὅλα ἀραδιάστε τὰ ὄξω,
λουλούδια, ὅλα τὰ χρώματα, καὶ στολιστῆτε.
K᾿ εἴπαμε στ᾿ ἀδερφάκια μας: τὸ οὐράνιο τόξο
φορεματάκια κάμετέ το, καὶ ντυθῆτε!
K᾿ εἴπαμε τὸ καθένα μας: «Ψυχή, θὰ διώξω
κάθε λαμπράδα, μήτ᾿ ἡ αὐγή, καὶ ἡ δύση μήτε·
μοῦ φτάνει κάτι ἀπὸ τὴ θάλασσα, κι ἀκόμα
κάτι σὰ γέλιο, ποὺ γελᾷ τὸ οὐράνιο στόμα!»

Σύγνεφο γίνε, μίλα μὲ τ᾿ ἀστραποβόλι,
κορυδαλλός, καὶ λάλησε, Πόθε μεγάλε,
καὶ ὑψώσου πρὸς ἀστέρινο ἄλλο περιβόλι.
Ὅλη τη μουσικὴ μὲς στὴν ἀγάπη βάλε,
καὶ βάλε τῶν παιδιῶν τὴν ἀθῳότητα ὅλη,
καὶ βάλε κι ὅλη σου τὴν ὀμορφιά, καὶ πάλε
θά ῾χῃς τὸν ἴσκιο τῆς ἀγάπης· ὄχι ἐκείνη·
ἐκείνη λάμπει, καίει, φωτίζει καὶ δὲ σβήνει!

Ἀπὸ μία τρίδιπλη ψυχὴ τὸ περιβόλι,
συρτὴ καὶ ριζωτὴ καὶ φτερωμένη, πλέκει
τὸ εἶναι· ἡ κάμπια ὁλόβαθα χτίζει μία πόλη,
καὶ τὸ πουλὶ χτίζει ἕναν ἔρωτα παρέκει
πρὸς τὸν αἰθέρα· καὶ ἡ χλωράδα γύρω σου ὅλη
δὲν ἔχει νόημα, δὲν ὑπάρχει, ἢ γιὰ νὰ στέκῃ
καὶ νὰ εἶναι, ἀκροπρεπίδι σου, στὴ δούλεψή σου·
ὤ! πῶς ὑψώνεται στὸν ἥλιο τὸ κορμί σου!

Δὲ σταματάει κισσός, δὲν κόβει παρακλάδι
τοῦ κορμιοῦ σου χυτὴ κ᾿ ἐλεύτερη τὴ γύμνια·
ὅμως, γυμνή, μὲ ὀνειροΰφαντο μαγνάδι
σκεπάζεις τὰ χλωρὰ τοῦ κήπου στενορρύμια.
Λαμποκοπάει τῆς βασιλείας σου σημάδι
κορῶνα ἀχτίδων ἀπὸ σμάραγδα κι ἀσήμια
κρεμάμενη, τρεμάμενη ἀπὸ τὴν κορφή σου·
ὤ! τί ρυθμὸς ποὺ κυβερνάει τὸ θεῖο κορμί σου!

Ἔτσι δὲν εἶναι ὡραῖο τὸ νέο κυπαρίσσι
λιγώντας αὐροσάλευτο πρὸς τὸν αἰθέρα,
ἔτσι δὲν εἶναι ὡραία ἡ χλοϊσμένη βρύση
ποὺ ψέλνει σὰν ποιητὴς καὶ θρέφει σὰ μητέρα,
ἔτσι δὲν εἶν᾿ ἡ ἀνατολή, δὲν εἶναι ἡ δύση·
ἀπ᾿ τὴν κορφή σου κρέμεται ἄλλου κόσμου μέρα·
ἔτσι ὄμορφη δὲν εἶν᾿ ἡ ἀναπαμένη λίμνη·
στὰ πόδια σου οἱ θεοὶ κ᾿ οἱ θεολάλητοι ὕμνοι!

Ἀγγέλου φάντασμα στὴ σκήτη τοῦ ἐρημίτη,
στῆς νύχτας τὴ σιωπὴ τῆς ἁρμονίας τὸ στόμα,
ἡ σκέψη, ἐκεῖ ποὺ πρωτοστράφτει στοῦ τεχνίτη
τὸν πλατυμέτωπο οὐρανό, καὶ πρὶν ἀκόμα,
ὄνειρο ἀσκλάβωτο κι ἀπάρθενο, εὕρῃ σπίτι
καὶ γίνῃ λόγος, μουσική, μάρμαρο, χρῶμα,
σὰν τὴν ἰδέα σου δὲν εἶναι, καθὼς πέφτει
κι ἀντιχτυπάει στοῦ λογισμοῦ μας τὸν καθρέφτη.

Μέσα σου ρέει τὸ διάφανο, τ᾿ ἀθάνατο αἷμα,
ἢ ὁ χυμὸς ὁ ἀνήμπορος νὰ σὲ ξυπνήσῃ
ἀπό ῾ναν ὕπνο δίχως μίλημα καὶ βλέμμα
σὲ μιᾶς ἀθόλωτης ζωῆς τ᾿ ὡραῖο μεθύσι;
Τὸ στέμμα τῆς κορφῆς σου εἶν᾿ ἕνα ξένο ψέμα
ἢ τὰ μαλλιά σου, ποὺ ἡ πνοὴ σὰν τὰ χτυπήσῃ,
γίνονται λύρες γιὰ νὰ εἰποῦν ὁλόγυρά σου
τὴ συμφωνία τῶν ὅλων καὶ τῆς ὀμορφιᾶς σου;

Μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά. Φτερὰ εἶν᾿ ἐκεῖνα,
καὶ δοκιμάζεις τα καὶ τὰ τρεμοσαλεύεις.
Φτερά; δὲν εἶναι, γίνονται· σὲ τρώει μία πεῖνα,
καὶ σὲ μία πλάση ἀνώτερη νά ῾μπῃς παλεύεις.
Μιὰ πολιτεία, μίαν ἠλιοστάλαχτην Ἀθήνα
δεξιά, ζερβά, μακριά, στὰ ὕψη, ὅλο γυρεύεις,
καὶ στέκεσαι νὰ φύγῃς πρὸς τὰ μισουράνια
πετώντας μὲ τοὺς κύκνους καὶ μὲ τὰ γεράνια.

Λείψανο εἶσαι ἀπὸ νεκρὸ μεγάλο αἰῶνα,
ζωῆς, ποῦ γίνεται, εἶσαι ἡ πρώτη δροσεράδα;
Πότε ἀπὸ μέσα σου κοιτάει, τραβάει ἀγῶνα
γιὰ νὰ χυθῇ στὸ φῶς μία νύφη Ἀμαδρυάδα,
πότε σὰν τελευταῖα ὑψώνεσαι κολῶνα
ναοῦ, ποὺ κάποτ᾿ ἔστεκε σὲ μίαν Ἑλλάδα.
Τέλος ἢ ἀρχή, βραδιὰ ἢ πρωί, σὲ δένει κάτι
μὲ τοὺς ὁρίζοντες ποὺ χάνεται τὸ μάτι.

Ὡσαννὰ χύνουν οἱ βλαστοί σου καὶ τὰ βάγια
καὶ τὸ βασιλικὸ ὡσαννὰ τ᾿ ἀνάστημά σου
πρὸς ἄγνωστου θεοῦ διαβατικοῦ τὰ μάγια,
φανερωμένου πρῶτα πρῶτα στὴ ματιά σου.
Ἐσὺ ὡσαννά, ὡσαννὰ ἀποκρίνονται τὰ πλάγια.
Ὤ! ποιὰ τὰ ὁράματα καὶ ποιὰ τὰ μυστικά σου;
Σφάζει τὰ λυγερὰ λουλούδια καὶ τὰ φύλλα
ἀπὸ καινούργιους οὐρανοὺς ἀνατριχίλα.

K᾿ ἐμεῖς; Ἦρθε ὡς ἐμᾶς τὸ μακρινὸ πουλάκι,
τ᾿ ἀγεράκι μας ἄγγιξε μὲ τὰ φτερά του,
καὶ κονταστάθηκε τὸ βιαστικὸ τὸ ρυάκι,
καὶ τὸ παιδί μας ἔρριξε τ᾿ ἀνάβλεμμά του,
καὶ τὸ περήφανό μας ἔγνεψε ζαμπάκι,
καὶ τὸ φεγγάρι ἦρθε γιὰ μᾶς ὡς ἐδῶ κάτου,
κ᾿ εἶδε καθεὶς τ᾿ ἀπόξω μας, κανεὶς τὰ βάθη·
ὁ κόσμος γλίστρησεν ἀπάνω μας κ᾿ ἐχάθη.

Πορτοκαλλάνθια, τί σᾶς ρώτησαν τ᾿ ἀηδόνια;
Ὁ τζίτζικας τί θέλει ἀπὸ τὰ μεσημέρια;
Κι ὅσα βογγοῦνε σὰν ἀπὸ τὰ καταχθόνια,
κι ὅσα ἀνεβαίνουνε τραγούδια πρὸς τ᾿ ἀστέρια,
τοῦ σαρακιοῦ ἡ φωνή, τ᾿ ἀνήσυχα τριζόνια,
τ᾿ ἀρώματα, οἱ πνοές, τὰ ἕρμα καὶ τὰ ταίρια,
ὅσα πετοῦνε, σέρνονται, λιγιένται, σκύβουν,
κάτι γνωρίζουνε γιὰ σὲ καὶ μᾶς τὸ κρύβουν.

Μέσα μας μιὰ ψυχὴ ἀπὸ μπόρα κι ἀπὸ πίσσα
τὸ πονηρὸ γιὰ σὲ στὸ λογισμό μας βάζει.
Στὴ νυχτερίδα ὅλο γιὰ σὲ μιλοῦσε ἡ κίσσα
κ᾿ ἡ ἀκρίδα τὸ παινεύτηκε μ᾿ ἐσὲ πὼς μοιάζει,
κ᾿ ἡ σφῆκα ηὗρε χαρὰ στὴ σκέπη σου περίσσα,
κι ὁ νυχτοκόρακας μ᾿ ἐσένα ἀναγαλλιάζει·
μιὰ πλάση ―Ἐσὺ ποὺ ἀτάραχη τραβᾶς πρὸς τ᾿ ἄστρα,
παραμονεύει σὲ κακὴ κι ἀναγελάστρα!

Ὦ φυσημένη ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ τοῦ πεύκου, Ὑγεία!
Πατᾷς, παντοῦ οἱ καρποὶ στ᾿ ἀγκάθια, στὰ τριφύλλια,
κυλᾷς μὲ τὰ νερά, καὶ λάμπουν τὰ στοιχεῖα,
γιὰ τ᾿ ἄδολο κρασὶ τρυγᾷς τὰ ὡραῖα σταφύλια,
ὅπου σταθῇς, θ᾿ ἀναστηθῇ μία πολιτεία,
πάντα ὁ μαστός σου γάλα ρέει, δροσιὰ τὰ χείλια.
Ὦ μάννα στρογγυλὴ καὶ καρπερὴ καὶ ἀκέρια,
μᾶς λυών᾿ ἡ ἀρρώστια· μοιάσαμε τὰ νεκροκέρια.

Κλαδιά, μαλλιά, φτερά. Ἴσκιοι, ποὺ ἡ θεία της χάρη
παίζει κι ἁπλώνει, πρῶτε, δεύτερε καὶ τρίτε,
ἀπὸ τὸ στοιχειωμένο τὸ σκληρὸ φεγγάρι
―μήτε κλαδιά, μήτε μαλλιά, καὶ φτερὰ μήτε!―
Προψὲς μίαν ὄψη τέταρτην εἴχατε πάρει·
σπαθιά! καὶ καρτερούσατε γιὰ νὰ χυθῆτε.
Νυχτοπετοῦσα πεταλούδα, ἔλεος κᾶμε·
ἀπάνω στὰ φτερά σου πᾶρε μας νὰ πᾶμε!

Ἡ ἀρρώστια μᾶς τυράγνησε μὲ τὴν ἀγρύπνια,
ὦ Φοινικιά, καὶ σὲ εἴδαμε νὰ κρυφογέρνῃς,
οἱ δρακοντιές, τὰ σκυλοβότανα, ὅλα ξύπνια,
νύχτα εἴταν, ἄμοιαστο χορὸ μ᾿ αὐτὰ νὰ σέρνῃς,
καὶ σ᾿ εἴδαμε ὄνειρο βαρὺ στὰ πρωτοΰπνια
μὲ φλόμους καὶ μὲ χαμαιλιοὺς νὰ παραδέρνῃς,
καὶ γύρω σ᾿ ἔπνιγαν ἀζώηρων περιβόλια,
κι ἀπὸ σκληρὲς ἀλόες λαὸς κι ἀπὸ τριβόλια.

K᾿ εἴσουνα, τῆς ζωῆς ὡς νὰ ζητοῦσες φόρο
αἱματοπότιστο, κι ὀλάγρια ἀντιχτύπα
πεῖνα στὸ εἶναι σου, καὶ κάποιο σαρκοβόρο
ηὗρε σ᾿ ἐσὲ καὶ φώλιασε, κ᾿ ἔσκαψε τρῦπα,
κ᾿ ἔγινε σπήλαιο τὸ κορμὶ τὸ φτεροφόρο,
καὶ τῆς κορφῆς σου γιὰ κορφὴ φόρεσες γύπα·
σὰ φλόγες καὶ σὰν κύματα καὶ σὰ λεπίδια
συρμένα ἀπὸ τὴ ρίζα ὡς τὴν κορφή σου φίδια.

Ποιὸς τὸ στοχάστηκε, ποιᾶς Μοίρας εἶναι τάμα,
ἀπὸ τὰ κακομύριστα καὶ τ᾿ ἀπορρίμια
νὰ ὑψώνωνται τὰ ὁλόχλωρα, καὶ ἁγνὸ τὸ θάμα
τοῦ Μάη κι Ἀπρίλη ἀπ᾿ τὴν ἀκάθαρτην ἀσκήμια;
Γι᾿ αὐτὸ γαλάζια μέσα μας καὶ μαῦρα ἀντάμα,
καὶ στὴν ψυχή μας ὠκεανοὶ καὶ στενορρύμια,
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς μὲ τὰ ὑπέρτατα παλεύει,
κάτι πανάθλιο μᾶς κρατεῖ καὶ μᾶς μολεύει.

Ἥλιε, τὰ μαῦρα ὀνείρατα πάρ᾿ τα καὶ πνίχ᾿ τα,
θολοὶ εἶν᾿ ἀχνοί, κ᾿ εἶναι κακόπραγα τελώνια.
Θρέψε τὰ ὡραῖα καὶ τ᾿ ἀγαθά, τὰ πάντα δεῖχ᾿ τα,
σὰν ἀχτιδοπαιξίματα καὶ σὰν ἀηδόνια.
K᾿ ἐσύ, φεγγάρι ξάπλωσε στὴν ἄγρια νύχτα
διάφανη σκέπη ἀπὸ καρδιὰ καὶ ψυχοπόνια,
τῆς Καλλονῆς παντοῦ κυμάτισε, ὢ πορφύρα,
κ᾿ ἡ πλάση ἂς γίνῃ ἀγάπη κι ἂς χτυπάῃ σὰ λύρα!

Ξημέρωσε. Τὸ φῶς χίλια σου σπέρνει μάτια,
γιὰ ν᾿ ἀγκαλιάζεις τὰ βουνὰ καὶ τὰ ρουμάνια,
στὰ δέντρα τὶς φωλιές, στὶς χῶρες τὰ παλάτια,
καὶ τὰ καράβια στ᾿ ἀνοιχτὰ καὶ στὰ λιμάνια.
Τὴ νύχτα ὡραῖα ξωτικὰ σὲ ἀχτίδων ἄτια
νὰ σὲ δουλέψουν ἔρχονται ἀπὸ τὰ οὐράνια.
Χέρια φυτρώνει ἡ λεῦκα καὶ στ᾿ ἁπλώνει πλείσια
σὲ νανουρίζουν ἥσυχα τὰ κυπαρίσσια.

Μιλᾷς μὲ τὸν ἀϊτὸ καὶ μὲ τὸν πελεκάνο,
ρουφᾷς τὴ μουσικὴ τοῦ κόσμου στάλα στάλα,
βλέπεις τὰ μακρινά, τὰ γύρω καὶ τ᾿ ἀπάνω,
τ᾿ ἀπέραντα καὶ τ᾿ ἄπιαστα καὶ τὰ μεγάλα,
ἀνταποκρίνεσαι μὲ κάθε ἀεροπλάνο,
μὲ ἀχτίδες, μὲ φτερά, μὲ τὴν παγκόσμια σκάλα.
K᾿ ἐμεῖς γυρτὰ στὴ γῆ, δαρμέν᾿ ἀπὸ μία λύπη,
ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι.

Ἀκούσαμε τῆς γῆς τὸ μέγα καρδιοχτύπι.
Νέο τραγούδι ἀφάνταστο ποὺ δὲν εἰπώθῃ,
ἦχος ποὺ τίποτ᾿ ἀπὸ μέσα του δὲ λείπει·
μέσα του ρυάζεται ἄγγελος ποὺ κεραυνώθη,
κι ὅλοι γλυκανασαίνουνε τ᾿ Ἀπρίλη οἱ κῆποι·
κρυφοὶ ἀναπάντεχοι μέσα του κλαῖνε πόθοι,
καὶ τρίζει μία φωτιά, ποὺ κόσμους θὰ χαλάῃ·
κάτι ποὺ μένει ἀξήγητο καὶ σὲ περνάει!

Πές μας τὴ φωτερὴ τ᾿ ἀέρινου ἱστορία,
τοῦ μαύρου θὰ σοῦ ποῦμ᾿ ἐμεῖς τὸ συναξάρι,
κ᾿ ἔλα νὰ τὰ ταιριάσουμε τὰ δυὸ στοιχεῖα,
τὴ δύναμή σου ἐσὺ μὲ τὴ δική μας χάρη.
Στ᾿ ἄφαντα, στὰ μικρά, στ᾿ ἀνήλιαγα, στὰ κρύα
ζοῦν ἕνας κόσμος δουλευτάδες καὶ κουρσάροι,
κ᾿ ἔχουν οἱ δρόμοι καὶ τὰ ἔργα τους καὶ οἱ μέρες
κι ὅσα δὲν ἔχουν τῶν ἀπέραντων οἱ αἰθέρες.

Τὴ ζωή του μᾶς εἶπε τὸ μελισσολόι
κι ἄστραψαν ὡς ἐμᾶς καινούργια νιάτα·
θάματ᾿ ἀνυποψίαστα σκεπάζ᾿ ἡ χλόη,
στὸ πλάϊ μας τὸ μυρμῆγκι ἀνοίγει βαθιὰ στράτα,
μιὰ σαύρα ἀργοσυρμένη μέσ᾿ ἀπὸ κατώι,
χωρῶν, ἐθνῶν, τεχνῶν ἔφερ᾿ ἐδῶ μαντάτα.
Μιὰ πεταλούδα, ποὺ ἔτρεχε γιὰ νὰ παντρέψη
τὰ λουλουδάκια, μᾶς ἐπλάτυνε τὴ σκέψη.

Ἀπάντρευτη, ἄκαρπη, κι ἀξήγητη καὶ ὡραῖα!
Παράξενη εἴταν ὥρα, ποιὸς θὰ τὸ πιστέψη;
Βουλήθη ὁ θεῖος κόσμος, κ᾿ ἔγινεν Ἰδέα,
καὶ στὴ δική μας φανερώθηκε τὴ σκέψη.
Τώρα σ᾿ αἰνίγματα καὶ σὲ σκοτάδια νέα
εἶν᾿ ἕτοιμη ἡ ζωούλα μας γιὰ νὰ μισέψῃ.
―Ὦ Φοινικιά, ἀποκρίσου· νά! φυλάει καρτέρι,
πρὶν πῇς τὸ λόγο τὸν ὑπέρτατο, ἕνα χέρι.

Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔσπειρεν ἐδῶ ἕνα χέρι,
καὶ θὰ ξαναπλωθῇ, καὶ θὰ μᾶς ξερριζώσῃ,
καὶ θὰ πεθάνουμε· τὸ κῦμα καὶ τ᾿ ἀγέρι
καὶ τὸ νερὸ ἀνελεήμονα θὰ μᾶς σαρώσῃ,
καὶ δὲ θὰ κλάψῃ μας τ᾿ ὁλόανθο καλοκαῖρι,
κ᾿ ἡ πλατιὰ πλάση τὸ χαμό μας δὲ θὰ νιώσῃ,
καὶ κάτου ἀπὸ τοῦ ἴσκιου σου τὰ μάγια πάλι
θ᾿ ἀναστηθῇ μοσκόπνοη μιὰ βλάστηση ἄλλη.
Καὶ μήτε θὰ βρεθῇ γιὰ μᾶς κανένα μνῆμα
τοῦ διάβα μας τὸ φάντασμα νὰ συγκρατήσῃ·
μονάχα ὁλόφωτο τριγύρω σου ἕνα ντύμα
μὲ νέα μία λάμψη ἀχάλαστη θὰ σὲ στολίσῃ,
καὶ θὰ εἶναι ἡ σκέψη μας κι ὁ λόγος μας καὶ ἡ ρίμα.
Καὶ θὰ φανῆς ἐσὺ στὴν ξαφνισμένη χτίση
σὰν ἕνα χρυσοπράσινο καινούργιο ἀστέρι.
Καὶ μήτ᾿ ἐσύ, μήτε κανεὶς δὲ θὰ μᾶς ξέρῃ…


http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwsths_palamas/h_foinikia.htm
Δες σχετικο  μελέτημα του Κ. Δεσποτόπουλου δημοσιευμένο το 1937 στο περιοδικό «Νέα Γράμματα» και αναδημοσιευμένο στο βιβλίο του «Φιλολογικά» του 1964, επανεκδομένο το 1981.

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ - στον Ιανό

ΕΔΩhttps://www.facebook.com/IANOS.GR/videos/10154628035980938/



-1:16:39

 
4.462 προβολές
Ο χρήστης IANOS έκανε μετάδοση live.

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017

LIMPING MAN, ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ- ΚΟΥΤΣΟΣ, M. Aligizakis-C.Tsiantis

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ: http://www.ekstasiseditions.com/recenthtml/absence.htm
ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ: https://www.youtube.com/watch?v=KLn81V2dD4A

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΑΜΕΤΑΘΕΤΟΥ

Στην παρουσία  του αναίτιου στέκω
Και του αμετάθετου
Που όντα αέναα γεννά
Ενώ  αυτή αγέννητη μένει.
Στου πλάτανου τον ίσκιο στην πλατεία
Σου μιλώ, και κάπου-κάπου ο ήλιος περνώντας μέσα  απ΄τα  φύλλα
παίζει στο πρόσωπό σου.
Αύγουστο μήνα
Την έκλειψη του ήλιου μέσα από το καπνισμένο ντζάμι παρατηρώ
Και  γιαλιά μαύρα   υπερεθνικών οίκων
Παίρνοντας όλες τις κατά γνώση προφυλάξεις,
τα μάτια μου να προσέχω
και την όρασή μου σαν το Σωκράτη απ΄τις συνθήκες να μη εξαρτώ
και στο άλμα της πέστροφας έξω απ΄το νερό  
να ψάχνω την ψυχή σου.
15-8-2017.


Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Ο Ν.Βαλαωρίτης διαβάζει Βαλαωρίτη «Η τιμωρία των μάγων», 1947 (Ποιήματα Ι, 1944-1964, Ύψιλον)

«Η τιμωρία των μάγων», 1947 (Ποιήματα Ι, 1944-1964, Ύψιλον)
Πες μας που πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δείχνει ο άνεμος γυμνή την αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε σα μάρμαρο η σιγή
Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς
Είναι καρδιές που μάθαμε σα γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια οπού κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά
Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σα νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό
Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα 'ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψε η ψυχή
Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι μια πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη
Ο ποταμός που κύλησε σαν έσπασε η καρδιά
Η τιμωρία των μάγων (απόσπασμα)
YOUTUBE.COM

Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017

Νατάσσα Μποφίλιου - Εν λευκώ





Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης

Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
Γιατί τα βράδια κρύβεστε στο γκρίζο;
Βλέπω στο άσπρο σας την προβολή μου
και το μετά απ' το μετά γνωρίζω
Αν είχα θάρρος για να πω το "έλα"
τώρα δε θα 'χα τη φωτιά στο αίμα
Αν είχε χρώμα θα 'ταν άσπρη η τρέλα
Αν είχε σώμα θα 'ταν πάλι ψέμα.

Κοίτα τα χέρια πως γυρνούν στον τοίχο
σαν να χορεύουνε με τη σιωπή μου
κι εγώ που χρόνια γύρευα το στίχο
που θα εξηγήσει τη βουβή ζωή μου
μεταμφιέζω τη σιωπή σε λέξη
και τη χαρίζω σ' όποιον μου εξηγήσει
να 'χει το μέλλον μου να επιλέξει
ποιο παρελθόν μου θα ξαναγυρίσει...

Τίποτα σημαντικό.
Ζω μονάχα εν λευκώ...

Λευκή μου τύχη και λευκή ζωή μου
καλά τα λεν οι έγχρωμοί μου φίλοι
το πρόβλημά μου η υπερβολή μου
κι ό,τι αργεί απάντηση να στείλει
Αν είχε το θάρρος να φανεί ο λόγος
τώρα δε θα 'τανε φωτιά στο αίμα
Αν είχε χρώμα θα 'ταν άσπρο ο φόβος
Αν είχε σώμα θα 'ταν σαν κι εμένα.

Αν σ' αγαπούν να μάθουν να το λένε
κι αν δε στο πουν να μάθεις να το κλέβεις
κι αν θες να δεις τ' αληθινά να καίνε
πρέπει στο ύψος της φωτιάς ν' ανέβεις.

Και σε λυπούνται που δεν το 'χεις νιώσει
κι εσύ λυπάσαι που το ξέρεις πρώτος
και που κανείς δεν είχε λάβει γνώση
πως η σιωπή σου ήταν χρόνια κρότος.

Δικαίωμά μου να ποντάρω λίγα
Δικαίωμά μου να πηγαίνω πάσο
κι εκεί που λένε πως ποτέ δεν πήγα
εγώ δεν πρόλαβα να το ξεχάσω
Κι όποιος ρωτήσει γιατί πάντα φεύγω
μ' αυτό τον τόνο του λευκού στο βλέμμα
του λέω μια φράση σαν να υπεκφεύγω
με μια ελπίδα να 'ναι σαν κι εμένα...

Τίποτα σημαντικό...
Ζω μονάχα εν λευκώ....
Τίποτα σημαντικό....
Ζω μονάχα εν λευκώ....
Τίποτα σημαντικό....
Ζω μονάχα εν λευκώ...

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΑΠΟΔΟΜΗΤΕΣ

Και φτάσαμε απ’ όλες τις μεριές
-αθώα τόσο αποδομώντας- 
στη διάλυση και το κενό
με τ’ αυτιά μας αλωμένα στης δύναμης τους ήχους και τις σειρήνες
ώσπου ο γκασμάς βιαστικός δίχως να το καταλάβει
τ’ άχτιστο χτύπησε θέμελο
κι όλα αναποδογύρισαν
και το πρόσωπο θάφτηκε κάτω απ΄τα ερείπια.
Καμμιά αρχή μήτε τέλος
δεν έστερξε έκτοτε να φανερωθεί.
Και παραμένουμε σκόρπιοι
Αχρηστευμένα ασυρματοφόρα
Κι αποκομμένες αρμάδες στη έρημο
Δούρειους ίππους να μηχανευόμαστε
Για εχθρούς και φίλους,
Την ώρα που ο Αντώνης μακριά
Ματίζει σιμά στ’ απόβραδο τα δίχτυα
Και τ’ ανασέρνει στο ψαροκάϊκο την αυγή
τον ήλιο χαιρετώντας που βγαίνει απ΄ το πέλαγος
και τον αναίτιο παλμό που σπαρταρά
μέσα στα ροζιασμένα χέρια και τις φλέβες του.
18-7-2017

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Αστέριος Υψηλός «Τ’ αρχινισμένο σύνθημα…» Μια πρώτη απόπειρα προσέγγισης του συγγραφικού σύμπαντος του Γιάννη Νεγρεπόντη

ΑΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ
Κουραστήκαμε. Άλλο δε μπορούμε
σ’ αυτόν τον τόπο εδώ
που η ιστορία αναβλύζει
σε κάθε μας βήμα.
Κι αυτές οι πληγές
που δε λένε να κλείσουν
σε κάστρα, σε ναούς, σε αγάλματα
σε τάφους συλημένους που δε συγχωρούν
σε αγίων εικόνες
μιας θρησκείας παρθένας μαινάδας·
παντού το πάθος· το δέος αυτό
άλλο δεν το μπορούμε.

Τι να καταλάβουν οι άλλοι;
Έρχονται, φωτογραφίζουν, σημειώνουν
φεύγουν, περιγράφουν, ησυχάζουν.
Τι ξέρουν αυτοί απ’ τα δικά μας
μ’ αυτόν τον τόπο τον ανοικτίρμονα
τον παντοκράτορα, τον αβασίλευτο.


http://ikee.lib.auth.gr/record/110135/files/gri-2009-2028.pdf

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΑΝΤΙΗΛΙΑΚΗ

Σκόρπισαν όλα
Άνθρωποι κι έργα...
Κι η πόλη  άδεια
Γεμάτη κελιά  από προδομένα όνειρα
Ταμεία θανάτου
Και ξένους τουρίστες.

Ατμοί
Ανεβαίνουν...

η Μαρία κι η Ευρυδίκη

και στου Πλατάνου τη σύναξη
οι μνήμες κατέλαβαν   
τις άδειες καρέκλες
ενώ ο απόμακρος ήχος πλησιάζει
καθώς ακούγεται να σκούζει στην ανηφόρα  η μηχανή
μιας αλύτρωτης οδύνης.

Κοιτάς
Και μόλις που ξεχωρίζει
Του λόφου η καμπύλη
Και το γυμνό της στήθος
βουλιάζει ανέγγιχτο
Στη θάλασσα
Κάτω απ΄τα πεύκα.

Αφή της οθόνης
κι αϊφόν της ερήμου
Δίχως επαφή
Στις ακτές κάτω απ’ το ψάθινο καπέλλο τους
Πίνουν γκαζόζες και φορούν σ’ επανάληψη  την αντηλιακή τους
αντιστεκόμενοι έτσι πολιτισμένα
στον Ηλιο του Θανάτου.
1-7-2017.


Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

ΗΕΛΤΙΟΣ-ΜΥΛΟΠΕΤΡΕΣ

Η σκέψη στα όριά της, στα όρια του κόσμου
διάφανη και δομημένη
Με την αλήθεια, τη δόξα,  τη Δίκη
Στη θέση τους.

Μα εσύ λείπεις.
Και το τίποτα ζω
και ο χρόνος μου λύπη που κόλλησε
Μες τις μυλόπετρες.

Στείλε το φως του ήλιου
Να τις γυρίσει ανάποδα
Μήπως με λευτερώσεις.

5-6-2017.

Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο