Share

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Ρένας Χατζηδάκη- Κατάσταση Πολιορκίας σε ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΙΚΗ θΕΟΔΩΡΆΚΗ



Ι

Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς, 
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου 
και θα `χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου, 
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω. 
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού, 
στα ισοπεδωμένα τοπία, 
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη, 
στις σπαταλημένες ματιές, 
να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας 

και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα, 
που ήταν κάποτε δική μας, 
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει 
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων 
των νεκρών εικόνων 
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια 
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν πόσον καιρό; 

Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα, 
τις σεληνιακές σου διαλείψεις, 
τ’ αστρικά σου πηδήματα. 
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη, 
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου, 
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο, 
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου 
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς; 

Εφτάπυλο το χάος, 
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα. 
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι. 
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή. 
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί. 
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου; 
Η φωνή σου πού; 
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι; 
Πώς να μετρήσω; 

Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς 
που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί 
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου 
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα 
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει, 
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει, 
μ’ αφύσικα τινάγματα 
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ 
Και γύρω μου παντού, 
καταμεσίς 
κατάστηθα, 
στο χάος, στην καρδιά μου, 
αιμόσυρτες οι τροχιές 
από την αθωότητα στο φόνο, 
κι απ’ το φόνο στην τύψη, 
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο. 

Να σου τραγουδήσω; 

Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη. 
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια 
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες, 
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα 
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια. 
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα. 
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά. 
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα, 
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες. 
Η δίχως νόημα θυσία, 
η πολιορκία, 
η απουσία 
το τσιγάρο του φρουρού. 

Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα 

«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι, 
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα 
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες 
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες, 
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία, 
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα, 
το φόβο, 
το βήμα του φρουρού, 
τις νύχτες χωρίς εσένα 
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού 
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου, 
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας, 
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης. 
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει 
στο κινούμενο σκοτάδι 
όπως κι εμένα, 
όπως και τον αγώνα, 
που θα `ταν δύσκολος, αλλά ωραίος 
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι, 

Χωρίς εσένα, πώς; 

Σαν την πρώτη μοναξιά, 
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί 
το σώμα μου θα διαλυθεί 
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν, 
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό, 
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί, 
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς, 
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους 
με την ηλικία της οδύνης, 
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα. 
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους. 
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους, 
κι όταν θα `ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση 
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι, 
παρεξηγώντας τον θάνατό μου. 
Και μόνο εσύ θα ξέρεις 
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου, 
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή, 
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα 
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου, 
τα ελληνικά αινίγματα 
τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα 
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς, 
πού χάθηκε το κορμί μου, 
τι έγιν’ η φωνή μου, 
τι η αγρύπνια μου, 
τι ήχους έχει ο φόβος 
κι η απόγνωση τι πρόσωπα. 
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;» 

Μονάχα εσύ θα ξέρεις 
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά, 
ακούγεται η ζωή, 

ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα 
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν 
της πολιτείας που μας έκλεψαν 
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα 
και τα βουνά, γύρω δικά μας. 

Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις. 
Πρέπει να υπάρχεις, 

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου, 
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους. 
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε 
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης 
τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου» 
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα 
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων, 
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων, 
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας, 
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια. 
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα 
θα θυμηθείς και εσύ 

μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή, 
θα είσαι μακριά 
τότε εγώ δε θα υπάρχω, 

III

Χρόνος παραμορφώθηκε, 
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν. 
Ξέρεις πού θα με βρεις, 
Εγώ ο Φόβος. 
Εγώ ο θάνατος. 
Εγώ η μνήμη, ανήμερη. 
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου, 
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής. 

Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου. 
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά. 
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες, 
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν 
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται. 
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν. 
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά, 
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας 
πρώτη φορά, τα παιδιά 
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας, 
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα 
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών 
διορθώνοντας τα λάθη, 
σβήνοντας τα ψέματα, 
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά, 
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας 
σημαδεμένα από την αστραπή 
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης 
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει. 

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα 
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου 
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω 
βγαίνει τ’ όνομά σου 
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου, 
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν 
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου, 
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά, 
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας, 
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν 
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου 
ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο 
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί, 
στο σταυροδρόμι του κόσμου, 
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου, 
ίσως τότε τα παιδιά σου, 
μαζί μ’ όλα τα παιδιά, 
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή 
μια στιγμή πριν απ’ το χάος. 

Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα 
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω 
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου 
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου, 
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου 
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα, 
ως την άλλη όχθη 
και το κορμί μου ίσως νεκρό 
μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται 
με γύρω του τη θύμησή σου 
και τη λιόλουστη ζωή.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ηέλτιος- ΟΛΑ ΧΑΝΟΝΤΑΙ.

Όλα χάνονται.
Η φλούδα απ’ το πλατάνι όπου έγραψες παιδί τ’ όνομά σου,
ξεκολλάει και μ' ήχο ξερό πέφτει κομμάτια
στο πλακόστρωτο της πλατείας.
Πέφτουν στο ποτάμι οι στιγμές και χάνονται,
παλεύοντας κάποιες από τις όχθες να πιαστούνε.
Όμως απ’ τη θεομηνία καμιά τους δε γλυτώνει,
πάρεξ ίσως εκείνη
που στα ριζά θεόρατου βράχου έχει ριζώσει.
Κράτα την για αντιστύλι μέσα στο χαμό,
κι άσ’ την να με οδηγεί στο ανυπότακτο πρόσωπό σου,
εδώ που μένουμε τώρα ανυπόστατοι,
παραδομένοι στο ορμητικό ρεύμα που μας παρασέρνει,
όπως τους κομμένους κορμούς των δέντρων που πήρε η θεομηνία
και τους πάει χτυπώντας τους από βράχο σε βράχο,
μέχρις ότου στις εκβολές του ποταμού τους απιθώσει.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Ηέλτιος-ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΠΕΡΙΦΟΡΑ..

‘ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΠΕΡΙΦΟΡΑ ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΗΛΙΟ. ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ.
Μνήμη κι ωρολόγιο   φθοράς τα κύτταρά μου-
Χάρη τους χρωστώ, κι ας μην τα εμπιστεύομαι.  Στη Ζωοδόχο  Πηγή  
Χαράζει  το πρόσωπό  σου  στο νερό και  ροδίζει  ανάμεσα στις πυκροδάφνες
 το μονοπάτι όπου αποκαλύπτεται ο κόσμος (25-11-2016).

"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο 
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει 
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο 
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι΄΄ (Γ. Σεφέρης).



Hadjidakis: KEMAL - Lambrakis (ney) & Grigoreas (guit) [EBU@Pithagorio] ...

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Μ. Χατζηδάκι:Οι γειτονιές του φεγγαριού Xωρίον ο πόθος

Νίκη Ταγκάλου- Λύγισα

Λύγισα…
Για τα παράθυρα που σφραγίστηκαν μέσα σε μια νύχτα
και έκλεισαν την ψυχή μου μέσα σε κατάσταση μέθης.
Για τις πόρτες που ποτέ δεν άνοιξα ενώ πίστευα σε αυταπάτες
αλλοτινών καιρών, πιο αγνών.
Λύγισα και κοίταξα έναν καθρέφτη μήπως με ξυπνήσει,
μήπως μου δείξει τα μάτια μου, κατάκοπα και σκοτεινά.
Θλιβερά γονάτισα και έκλαψα εγώ για την προδοσία που γεύτηκα και με έπνιξε.
Γοερά έκλαψα για τον θάνατο που μελετούσα,
για τα χέρια που ακούμπησα νομίζοντας πως ήταν τα δικά μου.
Μετέωρη βγήκα στην βροχή να πνιγώ,
να μπερδευτούν τα δάκρυα με τη βροχή να παραμυθιαστώ.
Λύγισα και συνάντησα φόβους που δεν είχα δει ποτέ το πρόσωπό τους.
Και η βροχή σταμάτησε και έψαξα να βρω φωτιά, έψαξα να βρω γκρεμό
και στο χείλος κάθε καταστροφής ήξερα πως χειρότερο από την προδοσία δεν είχε.
Χειρότερο από την αγάπη κρεμασμένη σε ένα σκοινί δεν είχε.
Λύγισα και έκανα τον θρήνο μαξιλάρι μου και εσένα ολόκληρο το κρεβάτι μου
για να μπορώ κάθε βράδυ να ξαποσταίνω την απογοήτευσή μου.
Να κοιμίζω τη ζωή μου…
Λύγισα του είπα και μου είπε,
“ δεν πειράζει, εσύ αντέχεις…