Share

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Κατσάνης, Βαγγέλης (1933-2009) -- "Όταν οι Ατρείδες..."

Katsanis Vaggelis, "When the Atreids".
http://www.apgrd.ox.ac.uk/productions/production/7271
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ.κντ1
http://www.biblionet.gr/ΚΑΤΣΑΝΗΣ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ.κντ
http://alpha-web.de.a9sapp.eu/portal/record/2055708/507869.html

Παρουσιάσεις- Κριτικές
Ελληνική Διασπορά.
Πέτρος Χάρης.

http://www.eens.org/EENS_congresses/2014/shamanidi_sophie.pdf
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=149727

Ετσι & Αλλιώς

Στις 13 του περασμένου Δεκεμβρίου έφευγε αναπάντεχα από τη ζωή από ανακοπή, στα 74 του, ο συγγραφέας Βαγγέλης Κατσάνης. Μια μέρα πριν, στις 12 Δεκεμβρίου, είχα συμπτωματικά αναφερθεί παραδίπλα στο πρώτο θεατρικό του έργο «Οταν οι Ατρείδες...», το οποίο, ενώ είχε επιλεγεί να παιχτεί το καλοκαίρι του 1964 στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ματαιώθηκε, με κυβερνητική εντολή, επειδή εκτιμήθηκε ότι έθιγε τον εύθικτο θεσμό της βασιλείας.
Ηταν η σύζυγός του η οποία με είχε πληροφορήσει μερικές ημέρες αργότερα ότι στις 31 Μαρτίου (την ερχόμενη Τετάρτη δηλαδή), στις 12 το μεσημέρι, θα πραγματοποιηθεί στον «Ιανό» (Σταδίου 24) εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του, επ' ευκαιρία και της έκδοσης της ποιητικής του συλλογής «Το κουτί με τα ποιήματα».
***
Η κυρία Κατσάνη είχε την καλοσύνη να μου στείλει τη συλλογή αυτή, μαζί με το μυθιστόρημά του «Ο καθρέφτης της τρέλας μας» (και τα δύο από τις εκδόσεις «Βιβλιοπέλαγος»). Γιατί ο Κατσάνης, με σπουδές στα νομικά, υπήρξε αθόρυβος μεν, πολυσχιδής δε συγγραφέας: Εκτός από τους «Ατρείδες», είχε γράψει ακόμη τρία θεατρικά έργα, δύο πεζογραφήματα, πλήθος μεταφράσεων λογοτεχνικών έργων (Χένρι Μίλερ, Χέμινγουεϊ, Τζακ Λόντον, Πάαρ Λάνγκερβιστ, Χέρμπερτ Γουέλς κ.ά. -συνολικά 60), καθώς και σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Τιμώντας την προσφορά και τη μνήμη του, μεταφέρω ένα ποίημά του (τόσα πολλά τα καλά) από τη συλλογή που θα παρουσιαστεί την Τετάρτη. Τίτλος «Ending», από την ενότητα «Εξι ποιήματα με εγγλέζικους τίτλους»: «Χρώματα δίψας - βήματα φωτιάς./ Το κόκκινο του ξύλου υπνώττοντας/ το πράσινο του φύλλου ελπίζοντας/ το κίτρινο της δύσης πονώντας./ Φθινοπωριάζουνε τα όνειρα στα χέρια μας/ και σκοτείνιασαν την καρδιά μας καταιγίδες./ Δυσδιάκριτος μες την ομίχλη/ ο παλιός πύργος σε ανάταση/ ταξιδεύει με περιπάθεια τα ουράνια/ πασχίζοντας εναγώνια να προκαλέσει/ μια μοναχή στάλα βροχής/ μια στάξη αίμα./ Ποιος θα μας σώσει;»
ΣΗΜ. «Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες»... (Μανόλης Αναγνωστάκης)

Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ Πέντε μικρά θέματα

I
Μες στην κλειστή μοναξιά μου
Έσφιξα τη ζεστή παιδική σου άγνοια
Στην αγνή παρουσία σου καθρέφτισα τη χαμένη ψυχή μου.
Εμείς αγαπήσαμε. Εμείς
Προσευχόμαστε πάντοτε. Εμείς
Μοιραστήκαμε το ψωμί και τον κόπο μας
Κι εγώ μέσα σε σένα και σ’ όλους.

II
Ίσκιοι βουβοί αραγμένοι στη σκάλα
Μάτια θολά που κράτησαν εικόνες θαλασσινές
Κύματα με τη γλυκιάν αγωνία στην κάτασπρη ράχη
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτάχτηκα
Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κράτησες
Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα
Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου ορίζοντα
Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο εαυτό μου
Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να με νιώσει
Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αυταπάτη.
III
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ’ ανταμώσω, κάποτε, φάσμα χαμένο του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.
(Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανένανε κι ούτε
Κανένας με γνώριζε).
IV
Κάτω απ’ τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά
Λησμόνησα την αγάπη που ’ναι μόνο αγάπη
Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του όνειρου
Ένιωσα το στήθος μου να σπάζει στη φυγή σου
Ψυχή της αγάπης μου αλήτισσα
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
Νικήτρα μονάχη της σκέψης μου.
V
Χαρά, Χαρά, ζεστή αγαπημένη
Τραγούδι αστείρευτο σε χείλια χιμαιρικά
Στα γυμνά μου μπράτσα το είδωλό σου συντρίβω
Χαρά μακρινή, σαν τη θάλασσα ατέλειωτη
Κουρέλι ακριβό της πικρής αναζήτησης
Άσε να φτύσω το φαρμάκι της ψεύτρας σου ύπαρξης
Άσε να οραματιστώ τις νεκρές αναμνήσεις μου
(Ανελέητο κύμα της νιότης μου).
Ω ψυχή την αγωνία ερωτευμένη!

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Δημήτρης Γ. Παπακωστόπουλος

Πληγή

Πληγή η αλήθεια
Πόνος το φως
Πνίξιμο στο σκοτάδι
Και χαμός

Γίνε 

Παρατήρησε το αστέρι
Το πουλί σαν κελαηδεί
Παρατήρησε το φύλλωμα
Καθώς παίζει με το αγέρι
Με τον ίσκιο
Με του Ήλιου την αχτίδα
Γίνε ερευνητής
Γίνε θαυμαστής
Γίνε
Τρυφερά χαμογελώντας
Και ρωτώντας και πονώντας
Άξιο τέκνο της ζωής.

Ισορροπία

Η παντοδυναμία 
Του ατελείωτου
Ξεπετιέται
Από την ευθραυστότητα
του στιγμιαίου

Αιώνιο

Το αιώνιο
Γίνεται παρόν
Κάθε φορά
Που μια δροσοσταλίδα
Αφήνει το κλαδί
Και πέφτει
Στον αφανισμό της


Εν τάφω

Αναδιπλώθηκε ο ήχος
Και σκέφτηκε
Πως γινόμενος φίδι, σκορπιός,
Μαλλιαρή φαρμακερή αράχνη
Ίσως, 
Ίσως, ξεφύγει την αιχμαλωσία.


Εικόνα

Καημένο παιδί
Γεννημένο στις ομίχλες
Του Βορά
Δεν έρχεσαι, δεν πας, δεν μετακινείσαι
Μόνο ο μηχανισμοί της ακινησίας
Σε χιλιοκομματιάζουν
Και τα θρύψαλα της έκρηξης
Είναι η μορφή σου.


Οι γυναίκες

Οι γυναίκες των βουνών
κατάλαβαν τον κίνδυνο
κι αρχήσαν να κρύβουν
στους κόρφους τους
φίδια, σκορπιούς, και
μαλλιαρές φαρμακερές αράχνες.
Οι γυναίκες των βουνών
Κατάλαβαν πώς έπρεπε
Να πάψουν να τρέφονται
Με συμπυκνωμένο γάλα
Καταψυγμένες πρωτεΐνες
Και στερεοποιημένη επικοινωνία.
Οι γυναίκες των βουνών
Κατάλαβαν ότι
για μια ακόμη φορά
στην κοίτη του ποταμιού
έπρεπε να παίζουν 
τις μαινάδες.
Για μια ακόμη φορά
Έπρεπε να καταλάβουν
Για χρόνια πολλά
Τις πολλές μεταμορφώσεις 
Του ήχου
Για αυτό όταν εκείνος ξαναρθεί
Η πρώτη λέξη που θα πει θα είναι
Ευρυδίκη.

Συνέχεια

Καμία πόρτα δεν ανοίγουν τα κλειδιά
Που κρατάω.
Ούτε άνοιξαν ποτέ καμία
Ούτε θα ανοίξουν.
Είναι κλειδιά όμως
Και τα κρατώ στο χέρι μου.
Αυτό φαίνεται σαν υπόσχεση
Αλλά μπορεί να είναι ανάμνηση
Το αύριο δεν είναι πάντα ανάγκη
να βρίσκεται στο μέλλον
Επιστροφή στο χτες
δεν είναι ανάγκη να είναι φυγή
Κυοφορία είναι πάντα
γέννημα κάποιου παρελθόντος
που μέσα της κρύβει
το παρελθόν του σημερινού
μέλλοντος.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

ΕΛΥΤΗΣ, ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)

 ΕΛΥΤΗΣ, ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943).         

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η ευλογία της έλλειψης

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ‘χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–

στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.


https://greekpoems.wordpress.com/2011/08/27/ΚΝΤ1

Μίλτος Σαχτούρης - Ποιήματα

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/miltos_saxtoyrhs_poems.htm#

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Γ. Κοντός - Τον Έρωτα τον κοίταξα -

Μονάχα οι ποιητές πεθαίνουν οριστικά. Οι άλλοι επιστρέφουν διαρκώς κι απλώς αλλάζουν ρόλους στο αιώνιο δράμα. Μια φέτα πορτοκάλι μαραγκιάζει στο τραπέζι από την προηγούμενη ζωή τους. Τη φέρνουνε στο στόμα, τη βυζαίνουν. Δεν θυμούνται τίποτα.Οι ποιητές κάτι μπαμπάκια μόνο αφήνουν πίσω τους, κίτρινες γάζες, λερωμένα εσώρουχα. Ούτε κι αυτά, ούτε κι αυτά. Πριν φύγουνε δια παντός, σηκώνονται χαράματα, τα κουβαλάνε σε κλίβανους και τα καίνε. Σκορπίζουνε μετά τη στάχτη στα παλιά τους ποιήματα, μόνοι θρηνούν την αναχώρηση τους. Ενόσω είναι εν ζωή, κατασκευάζουν μόνοι τους τον χρόνο τους. Βρίσκουνε κάτι τόσο δα –κόκκο σινάπεως–, λένε τα λόγια κάποιου εύχερου θεού κι αυτό εκρήγνυται, γίνεται σύμπαν. Με τροχαλίες σέρνουνε μετά τη μία μέρα πίσω από την άλλη. Τυλίγουν με ασημόχαρτο τις θάλασσες, σπέρνουνε λύκους να αλυχτάνε έξω απ’ τα παράθυρα, καρφώνουν ρόδα ατάραχα στους κήπους, κουρσεύουν πόλεις. Είναι αρρωστούλες όλες οι γυναίκες τους, μα δεν το ξέρουν. Στέκονται κάποτε μπροστά τους αυτεξούσιες – «κοίτα τι ίσκιο έριξα στους στίχους σου και πάνω σου», τους λένε. Μα, πώς να πιάσει ίσκιο το κατάμαυρο, πώς να χωθεί στην απουσία η λάμα; Είναι που δεν χωράνε σε καμία αγκαλιά, είναι που με το βλέμμα τους σκίζουν τις μουσελίνες. Γι’ αυτό τις χτίζουν σε γεφύρια τρίτοξα. Κάθονται ύστερα στην άκρη στο ποτάμι και τις κλαίνε. Κάποια στιγμή, υποκρίνονται ότι γερνούν, αν και αυτό είναι απλώς μια ανεπιτυχής μεταφορά της θλίψης τους. Διότι όλοι τους πεθαίνουν νέοι. Παιδιά σχεδόν. Και δεν επανέρχονται ποτέ. Πεθαίνουν οριστικά. Αν τους ρωτήσεις, θα σου πουν ότι αυτό συμβαίνει επειδή ποτέ τους δεν μεγάλωσαν. Ούτε καν γεννήθηκαν.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΡΙΣΤΙΚΑ
Τον Έρωτα τον κοίταξα - Γ.Κοντός
"ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΑ"Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Βάρναλης

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_barnalhs_poems.htm
http://www.freesymbolforum.com/index.php?topic=1613.0
http://isigoriaeloquentia.blogspot.gr/2014/06/to.html
http://www.haniotika-nea.gr/kostas-varnalis-1884-1974/
http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr/2008/05/blog-post_29.html
https://erodotos.wordpress.com/2011/κντ1
http://tsak-giorgis.blogspot.gr/2015/01/1922.html
http://www.avgi.gr/article/605198/kostas-barnalis-to-fos-pou-kaiei
http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_dump.php

Οδυσσέας Ελύτης- Γνωμικά και Αποφθέγματα

Ταξινόμηση Γνωμικών και Αποφθεγμάτων κατά Συγγραφέα

Οδυσσέας Ελύτης


Οδυσσέας Ελύτης ( 1911-1996 , Ποιητής, Νόμπελ 1979)
Οδυσσέας ΕλύτηςΦιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο με καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Γνωστά ποιητικά του έργα: "Άξιον Εστί", "Ήλιος ο πρώτος", "Προσανατολισμοί" κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης.
Κάποια εποχή απέκτησε το -δικαιολογημένο- προσωνύμιο "ο Ποιητής του Αιγαίου". Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων.

http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=18

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Δημοτικό (Κρήτης)



- Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού'ναι οι τόποι σας,
πού'ναι τα χειμαδιά σας;

- Γκρεμνά'ναι εμάς οι τόποι μας, 
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

Νίκος Καββαδίας- Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia


Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει.
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

ΑΡΧΕΙΟ : ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ Πηγή: rembetiko.gr

σπιράγια

Βρήκα επιτέλους τι είναι τα σπιράγια. Είναι οι φεγγίτες των πλοίων. http://zkeramid.blogspot.gr/2006/12/blog-post_116552029628739624.html


Η προσπάθεια αποδελτίωσης των γλωσσικών στοιχείων που απαντούν στο λαϊκό μας τραγούδι παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, επειδή δεν έχουν μελετηθεί έως τώρα συστηματικά ούτε οι αστικές (κοινωνικές) διάλεκτοι ούτε η γλωσσική...
FRACTALART.GR

http://fractalart.gr/rempetiko-glossari/

Δανεισμένο από την ιστοσελίδα του ποιητή:http://spyros-potamitis-poiisi.webnode.gr/


Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Πάμπλο Νερούδα (μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)

Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα και απ' τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο -- μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις
Πάμπλο Νερούδα (μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Κώστας Βάρναλης – ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Ελεύθερος Κόσμος

http://www.sarantakos.com/kibwtos/pol/barnalhs_ek.html

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Γράφε, Ιστορία, τα ψέματά σου αράδα
και βλόγα το Φονιά, βρίζε το θύμα!
Κι Αρετή, των δρομάκων σουσουράδα,
τον κάθε σωματέμπορά σου τίμα.

Και συ, Νόμε, των άνομων ασπίδα,
σαν τη μαϊμού από κλώνο σ' άλλον πήδα
κι απ' την κορφή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέπει ο Λαός τα πισινά σου.

Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου,
σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι.
Και συ, ρηγάτο του Κενού, τ' αψήλου
κάμνε το σκλάβο ρήγα, άμα πεθάνει!

Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,
της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,
του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!

Και συ, Πατριώτη Αγνέ, τη μάσκα φόρα
κι απ' τ' αδέρφια σου, αραδαριά μπροστά σου,
διάλεγε, Γιούδα πάντοτες και τώρα,
για τον ξένο Μολώχ τα θύματά σου.

Αθάνατη και θεία και πεμπτουσία
του βούρκου, χαίρε ώ! χαίρε Προδοσία!...
Φως το χέρι, το πόδι προχωρεί
στον κάμπο κι ό,τι θέλει το μπορεί!...

Κατάγυμνη χορέβει (όλα της φόρα!)
στον τάφο σου, Πατρίδα! Φαλλοφόρα
τουρλώνεται κι ουρλιάζ': «Είναι δικός μου
αφτός ο βούρκος του Ελευθέρου Κόσμου».

ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ

Ποιος;... Πού;... Και πότε; Εξήντα χρόνια τώρα!
Κι όλα μάτσο δεν κάνουνε μιαν ώρα!
Τότε κάθε μου γνώμη κ' έργο, νίκη.
Τώρα κουτσοπηδάω με δεκανίκι.

Κι αφτός, που τόνε πάνε από το χέρι
τυφλόν, ποιος είναι; Μηδ' αφτός το ξέρει!
κι ας βίγλιζεν απ' την κορφή του Αιώνα
τα μελλούμεν', αφτός κοσμοκολόνα!

Και τούτ' η σιχαμένη στρίγγλα ποια ναι;
Μάτια και μύτη κι ακροχείλια στάνε.
Ντυμένη την αστεία, παμπάλαιη μόδα,
η αλλοτινή νεράιδα ανεμοπόδα...

Είχα τον ένα πλάι μου στα θρανία,
τον άλλο άσσο στη γραφομανία
κ' η πρώτη αγάπ', η μυγδαλιά μου η Μάγια...
Ολοι στο πέλαο της ζωής ναβάγια.

Τι γράφει το χαρτί στον τοίχο πέρα;
«Τον λατρευτόν μας σύζυγον, πατέρα,
πάππον και θείον κηδεύομεν»... Ας γράφει!
Ο ξένος πόνος όνειρο — κ' οι τάφοι.

Κειός που διάβασες είναι ο εαφτός σου
κι ο θάνατος κεινού ναι ο θάνατός σου.
Ξεχασμένοι, πριχού πεθάνουν, όλοι
και πριχού ζήσουν, πεθαμένοι, ασβόλη!

Κοπάδια νιοι και γέροι προσπερνάνε...
Πόσοι, λες, απ' αφτούς ανθρώποι νά ναι;
Που δεν προδίνει, αρπάζει κι αδικεί,
του Νόμου οχτρός κ' ισόβια φυλακή.

Κι όσο τ' αψήλου αναπηδάει κανένας
(του Παρά και Σπαθιού, Σταβρού και Πένας)
τόσο και πιο μισεί κάκιστα τρία:
Μάθηση και Λαό κ' Ελεφτερία!

Μακριά και πέρ' αστράφτ' η θάλασσά μου
κι απάν' ουράνι' ατέρμονα. Και χάμου
δυο μέτρα μες το χώμα τάφοι. Κι όμως
πάνου απ' τους τάφους θα περάσει ο δρόμος.

Η «ΑΓΝΩΣΤΗ» ΑΤΙΜΙΑ

(Αγνωστοιστο Βόλογράψανε στον ομαδικό Τάφο
των εκτελεσμένων από τους Γερμανούς πατριωτών
αγκυλωτούς σταβρούς και τη φράση«Καλά σας κάναν»)

Δεν είτανε κατάμαβρη νυχτιά κακού χειμώνα,
πού χε καρφώσ' η παγωνιά  τ' αργά νερά στη χούνη
και μανιασμένος ο θρακιάς ξερίζωνε τα δέν­τρα.
Ούτε κι ουρλιάζαν πεινασμένοι στα φαράγγια οι λύκοι
κι όλα, μεγάλα και μικρά, τα ζωντανά ζαρώ­ναν
στα  καταφύγια κ' οι  φτωχοί στ' αχεροκάλυβά τους
κ' έτσι, να πεις, την ατιμία δεν είδε ανθρώπου μάτι!
Τέτοι' ατιμία, που ξεπερνά και την κορφή τ' Ολύμπου,
ψηλότερ' από την κορυφαία τιμή σου, Μεσο­λόγγι!
Είτανε μήνας Αλωνάρης, ντάλα μεσημέρι,
που  ξεφαντώνανε  στα  κλώνια  ασίγαστα  τζιτζί­κια,
στη θάλασσα των αμπελιών μελώναν τα στα­φύλια
και βίγλιζε στη δεμοσιά με χίλια μάτια ο ήλιος
κι   από   τον ήλιο  πιότερο  λαμπάδιαζεν  ο   τάφος.
Κι άξαφνα εράγ' η Κόλαση και ξέρασε ποτάμι
όση βρωμιά χε κατακάτσει μέσα της αιώνες
και χύθηκεν ακράταγη να καταπιεί τον τάφο
κι όλην φαρμάκωσε την πλάση και  την Ιστορία!
Κ' η Μάνα, η μεγαλόψυχη στον πόνο και στηδόξα,
σαν έγειρε και διάβασε όσα δε λέει το στόμα:
«καλά σάς κάναν», έχασε το φως των ομμα­τίων της.
Τυφλή αντικρίζει τ' αβριανά, τυφλή τα περα­σμένα.
Δεν είταν ένας μήτε δυο, παρ' όλ' η Προδο­σία!
Κι αν δεν βαριέσαι, βάλε την να πιάσει τον εαφτό της.
ΤΑ 4 ΛΑΘΗ «ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ»

Πρώτο σου λάθος: από κούνια νά σαι δούλος.
Δέφτερο, δούλος σε κατάδουλη εποχή.
Τρίτο, δεν είσουν μόνο δέρμα, αλλά ψυχή.
Τέταρτο, δεν πουλήθηκες στον ξένο μούλος.

Αν είσουν ως τα κόκκαλα ραγιάς και σάπιος,
δεν θά σουν τώρα σκοτωμένος, αλλά «κάποιος».
Κι ο τελεφταίος δε θα σουν «άγνωστος» μπατίρης,
μα πρώτος και γνωστός, ακόμα και βεζίρης!

Μηδέ θα σε κορόιδεβαν οι λαοπλάνοι,
ντόπιοι και ξένοι, μ' ένα ψέφτικο στεφάνι·
μα δήμιος του λαού και μάβρος με τους μάβρους,
θα κολυμπούσες τώρα στους μεγαλοστάβρους!

(Από το τεύχος 13 του περιοδικού Πολιτιστική)

Γιάννης Ρίτσος, από τα Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας, αφιέρωμα

http://dhmotikomousikh.blogspot.gr/2012/06/blog-post_16.html


Κυκλάμινο κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα

Κυριακή 10 Μαΐου 2015

10 ποιήματα για τη μητέρα

http://www.lifo.gr/team/miteres/48290

Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Προς την μητέρα μου (1873)   

Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι 
 ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.  
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει, 
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει. 


Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη 
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,  
παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι  
κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκυρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη. 

Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω  
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω. 

Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω  
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽  ἀγναντέψω.  
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω  
κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω. 

Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου  
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο  
εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη  
π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει. 

Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη: 
 Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης  
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες 
 ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες. 


Πηγή: www.lifo.gr

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΝΑΥΑΓΟΙ


«Χώρες του ήλιου που δεν μπορείτε ν’ αντικρύσετε τον ήλιο
χώρες του ανθρώπου που δεν μπορείτε ν’ αντικρύσετε τον άνθρωπο».
Γ.ΣΕΦΕΡΗΣ

Έναστρο στερέωμα στο φινιστρίνι,
αρμονία της συμπαντικής νομοτέλειας
-της γένεσης, της λάμψης και του θανάτου-
με το διαστημικό σκάφος ιχνηλατώντας να εντοπίζει
μαύρες τεράστιες τρύπες στο διάστημα,
που καμπυλώνουν το χωρόχρονο
κι αιχμαλωτίζουν το φως.

Για τα εδώ λόγος δε γίνεται˙
τη μέρα σε τυφλώνει του Ήλιου το φως
τη νύχτα χάνεσαι μες το σκοτάδι.
Μα τότε που καθισμένος στην ακτή ανοίγεις   το κοχύλι  κι ανακαλύπτεις μέσα του να λείπει  ο ουρανός,
τότε που βλέπεις  το Θεώρημα και συλλογιέσαι τον ίσκιο
που περνά πάνω στο χώμα,
τότε που διαβάζεις τον κόσμο βουστροφηδόν και φεύγεις για τον Άθω-
αφήνοντας πίσω σου όλα τα υπάρχοντα,
τότε μπορείς να κοιτάξεις και να δεις:
τη μαύρη τρύπα, την άπατη, που άνοιξε ο νους,
το λείψανο του ανθρώπου πούκαψε ο κεραυνός,
την ύβρη της δύναμης που η δύνη της 
περιστρέφει  τα εγκόσμια
και καταβροχθίζει η ζωή.

Αλυχτούν τα σκυλιά
και για ένα κόκαλο επιτίθενται
σε όποιον αντιμιλήσει στον αφέντη τους.

Κι εμείς στου ήλιου τις στερνές αχτίνες,
απ’ τα  επιπλέοντα συντρίμμια κατάφορτων καραβιών ακόμα γραπωμένοι,
το μήνυμα πέμπουμε ηλεκτρονικά των τελευταίων ναυαγών,
καθώς βουλιάζουμε στα σκοτεινά νερά της Μεσογείου.