Share

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗΣ



ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΑΛΥΓΙΖΑΚΗ

ΑΡΓΥΠΝΙΑ

Γριές γυναίκες ξαγρυπνούσαν
δίχως έγνοια καμιά
το σπίτι να σκουπίσουν

να ξεσκονίσουν γυαλικά
στο μπουφέ του έρημου σπιτιού
με τα μισάνοιχτά του παραθύρια

την παραμελημένη αυλή
που οι άλλοι θάψανε
τον ποιητή μιας άλλης εποχής

των συγγενών μας τα κόκκαλα ξεχνώντας
και καν χωρίς μια σκέψη
για τα βρώμικα τους νύχια

στωικά περίμεναν
καθάρια επανάσταση
κι έσκαβαν τάφους
για τους μελλοντικούς νεκρούς

VIGIL

Old women vigilant
with no concern

to dust their coronals
to mop the floor
to rearrange their glassware
in the hatch of the decrepit house

half open windows
neglected yard
where they’ve buried
the poet of another era

bones of their relatives
forgotten, neglected
dirty fingernails

though stoically they wait
for a diaphanous revolution
preparing burial sites
for their future dead


ΣΩΣΙΑΣ 

Σίγουρα δεν ήμουνα εγώ
που έτρεχα χθες βράδυ στο προάστιο
με το πουκάμισο ολάνοιχτο
σαν ξεχασμένη ευσπλαχνία
με την καρδιά περιφραγμένη
στο γαλανό του αιθέρα λιόγερμα
σαν όνειρο που ξέχασε από πού ήρθε
δεν ήμουνα εγώ αλλά ο σωσίας μου
μες το σακκίδιο που έκρυβε
παλιά φωτογραφία δυο αστεριών
που κολυμπούσαν στο λιμνάκι
δίδυμα πρόσωπα ματιά μες στον καθρέφτη
κι εκεί μια στάλα παραπέρα
στεκόσουν εσύ και με παρώτρυνες
στην αγκαλιά σου να λουφάξω
το κόπο μου να ξεκουράσω
μα `γώ κρατούσα πάνω μου σφιχτά
εκείνο το μικρό το αντικλείδι
έτοιμος να το βάλω στην οπή
ν’ ανοίξω σαν τραντάφυλλο τον κόσμο


Certainly it wasn’t I who
last night jogged amid
the suburb houses
with my shirt unbuttoned
like forgotten piety
with my heart encompassed
by the auspices
of the orange dusk
a dream forgetful of its origin
it wasn’t I but my double
who in his bag had hidden
old picture of two stars
swimming in a crystal pond
twin faces, one mirror’s glance
and further on: a single drop
you stood coaching me
to hide in your arms
my tiredness to release though
I tightly held the little master key
ready to place it in the hole and
open the world like a bloomed rose

ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ, Salonica, Greece, spring 2014

Φωτογραφία: Το ποίημα "ΑΓΡΥΠΝΙΑ" από το βιβλίο μου "ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ", προς έκδοση από το ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ.
Παραθέτω το ποίημα και στα αγγλικά για τους αγγλόφωνους φίλους μου.

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Γριές γυναίκες ξαγρυπνούσαν
δίχως έγνοια καμιά
το σπίτι να σκουπίσουν

να ξεσκονίσουν γυαλικά
στο μπουφέ του έρημου σπιτιού 
με τα μισάνοιχτά του παραθύρια 

την παραμελημένη αυλή 
που οι άλλοι θάψανε   
τον ποιητή μιας άλλης εποχής

των συγγενών μας τα κόκκαλα ξεχνώντας 
και καν χωρίς μια σκέψη 
για τα βρώμικα τους νύχια 

στωικά περίμεναν 
καθάρια επανάσταση  
κι έσκαβαν τάφους 
για τους μελλοντικούς νεκρούς

VIGIL

Old women vigilant
with no concern

to dust their coronals
to mop the floor
to rearrange their glassware
in the hatch of the decrepit house

half open windows
neglected yard
where they’ve buried 
the poet of another era

bones of their relatives 
forgotten, neglected 
dirty fingernails

though stoically they wait
for a diaphanous revolution
preparing burial sites 
for their future dead

ΑΓΡΥΠΝΙΑ" από το βιβλίο ,"ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ", 


ΑΡΝΗΣΗ

Δισταχτικά το φεγγαρόφωτο
θρονιάζεται στο κομοδίνο 
περίγραμμα του φλογισμένου της κορμιού
στο έρημο κρεβάτι απλωμένο

σαν ασύστολος επιδρομέας
η χινοπωριάτικη αύρα κλεφτά
ορμά απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο
τις γάμπες της να δει, που απαλά
τρίβονται η μια πάνω στην άλλη

τα δυο της δάχτυλα κυλούν
αργά πάνω στην υγρή της ήβη

ακούσια συνωμοσία ανέμου
και παραθυρόφυλλου, δημιουργούν
ένα τρίξιμο θλιμμένο
που στην πραγματικότητα τη φέρνει

παλμοί καρδιάς ανακλώνται
στου καθρέφτη την ανταύγεια
και πέφτοντας στο πάτωμα νεκροί
κραυγάζουν “άδικη μοίρα κι αυτήν ακόμα
του ονείρου τη χαρά μου αρνήθηκες”.

DENIAL

Hesitant moonlight enters
to sit on the night table
outline of her conflagrated body
laid on the deserted bed

shameless raider
the autumn breeze sneaks through
the half open window
to observe her two thighs
softly rubbing against each other

two fingers travel over
her wet mound

involuntary conspiracy of wind
and window shutter
create sorrowful creak
that brings her to consciousness

heart beats bounce off
the gleaming mirror to fall
dead onto the carpet crying
“unfair life even this dreamy
pleasure you deny me.”
Manolis Aligizakis

(Απ' το νέο βιβλίο ποίησης που εκδίδεται εδώ στη Β. Αμερική 
στα ελληνικά και στα αγγλικά.)

ΨΩΝΙΑ

Η ξανθιά κοπέλα στο ταμείο με κοίταξε καχύποπτα
και περίμενε να πληρώσω το λογαριασμό. Την τελευταία
φορά που εξομολογήθηκες πόσο σου ζήτησε ο παπάς, αναρωτήθηκα 

κι αφήνοντας τις δυο σακούλες με τα ψώνια
άρχισα νευρικά τις τσέπες μου να ψάχνω ενώ ο γέρος
πίσω μου γέλασε μια μπόχα κρασιού ανακατεμένη με
καλοσύνη που η ματιά της ξανθιάς με είχε κιόλας
αναλύσει και μ’ είχε βρει πτωχό. Κι εγώ συνέχισα
το ψάξιμο λέγοντας στον γέρο πίσω μου,
‘κάθε φορά το ίδιο μου συμβαίνει’, τόσο απλό χαμόγελο
κι απλή η δυσωδία αλκοόλ κι η καλωσύνη και καν
δεν ήξερα ο άνθρωπος πίσω μου πως ήτανε κωφάλαλος
όμοια με τη συννεφιασμένη μέρα.

~Μου αρέσουν όλοι όσοι περιφρονούν τα πάντα, γιατί αυτοί
λατρεύουν και ποθούν το πέρασμα στην άλλη όχθη.

ΨΩΝΙΑ Απ' το βιβλίο :"ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ"


O Μανώλης Αλυγιζάκης γεννήθηκε στο χωριό Κολυμπάρι δυτικά απο τα Χανιά της Κρήτης το 1947. Όταν ήταν σε παιδικη ηλικία η οικογένεια του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη πρώτα και μετα στην Αθήνα όπου εσπούδασε παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών απο το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία για δυο χρόνια και το 1973 μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Καναδα όπου ζει. Παρακολούθησε μαθήματα αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα ("Στρατής ο Ρούκουνας", εκδ. Μαυρίδης, 1981, "Petros Spathis"-στα αγγλικά, Libros Libertad, 2008, και "The Circle"-στα αγγλικά, Libros Libertad, 2011), περισσότερα από δεκαπέντε βιβλία ποίησης, που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Manolis, αρκετά άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά που έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες. Επίσης, έχει μεταφράσει στα αγγλικά ποίηση των Κ.Π. Καβάφη, Γιώργου Σεφέρη και Γιάννη Ρίτσου. Μετά απο χρόνια δουλειάς ως βοηθός σιδηρουργού, εργάτης στα τρένα, ταξιτζής και χρηματιστής, πήρε σύνταξη και τώρα ζει σε προάστιο του Βανκούβερ στον Καναδά όπου ασχολείται με το γράψιμο, τον κήπο του και με ταξίδια. Το 2006 ίδρυσε τον εκδοτικο οίκο Libros Libertad με σκοπό την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων. Ποιήματα του απο την ανέκδοτη συλλογή "Νόστος και άλγος" απέσπασαν το δεύτερο βραβείο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ του οργανισμού του Ωδείου Φουντούλη του 2011 και διήγημά του με τίτλο "Γενέθλια" απέσπασε το τρίτο βραβείο του ίδιου διαγωνισμού.

ΠΗΓΕΣ

http://alisaxnh.blogspot.gr/2014/05/vigil-old-women-vigilant-with-no.html

Μανώλης Αλυγιζάκης "ΙΕΡΟΔΟΥΛΕΣ"

(Από την έκδοση)

ΔΕΙΛΙΑ
Που δεν τόλμησες
βαθύ μαστίγωμα
στην πλάτη σου του χρόνου
το σημάδι

και ρώτησες τον άνεμο
γιατί δεν σού `πε

το μυστικό της λευτεριάς
πως δεν κρυβόταν
σε μια πράξη σου θαρραλέα

μονάκριβη εικόνα
κι όμως βαριά θε
να την κουβαλείς
μέχρι το μνήμα

ΠΑΙΔΙΣΚΗ
Δροσοσταλιές θλιμμένες
και το φεγγάρι
μέσα τους να πλατσουρίζει
δίχως ντροπή, γυμνό
που η άσπιλη παιδίσκη
αδάγκωτο ροδάκινο κάτω
απ’ τ’ αλαφρύ σεντόνι
βρίσκεται απλωμένη
κι ο γκιώνης να αγκομαχεί
στην ερημιά της αποθήκης
και το τριζόνι να λογομαχεί
με την ανταύγεια της νύχτας
και η μικρή εσθήτα της
στη ράχη της καρέκλας αφημένη
ξημέρωμα να προσδοκεί
για ν’ αγκαλιάσει
τα μικρά της στήθια με την αγάπη
μάνας που προστατεύει τα παιδιά της

ΕΙΚΟΝΑ
Τ’ ακροδάχτυλά μας αγγίζουν
το φως συνωμοτεί
με τον αγέρα
να φτιάξουν
το άηχο
ποίημα



Από Palmografos.com: Palmografos.com - "Ιερόδουλες", η νέα ποιητική συλλογή του Μανώλη Αλυγιζάκη Εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Μόλις κυκλοφόρησε
Βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ..

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ

Ψυχής πέρατα ιών ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν
                                Ηράκλειτος (απ.45)

… οι Έλληνες (οι  Έλληνες!) να τον ακολουθούν, 
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πιά,  ν’ ακολουθούνε μόνο.
                Καβάφης (Ηρώδης Αττικός). 

Στην ακροποταμιά περπατώ των αιώνων με τα μαύρα βότσαλα
και τα συντρίμμια του Είναι μου μετρώ
που άφησαν στο πέρασμά τους τα πέλματα των Κυκλώπων.

Ψηλά, ανάμεσα στους λόφους των Νυμφών και των Μουσών,
όπου το λόγο  έδινε  κάποτε  της μυρτιάς το στεφάνι
και την ισηγορία κράταγε του χρόνου η κλεψύδρα,
τώρα σιώπησαν  οι φωνές και δίχως  τρόπο έμειναν οι Αθηναίοι 
ν’ αποφασίσουν  για την  πόλη τους    
κι  αυτό που ήτανε να είναι ο καθένας να φανερώσουν.

Γκρεμίστηκαν  του  Σόλωνα οι θεσμοί,  που επέτρεψαν στην πόλη 
πρόσκαιρα να γαληνέψει,
γκρεμίστηκε του Κλεισθένη. και του Περικλή ο ελεύθερος Δήμος
και  στον πόλεμο όντας μπλεγμένοι οι  Έλληνες
- μεταξύ τους ακόμα και με τους βαρβάρους-,
υπήκοοι έγιναν ολιγαρχών και  ανθυπάτων, 
κάτω απ΄του φιλοσόφου-βασιλιά το φάντασμα.

Τον Ηρώδη Αττικό τώρα ακολουθούν,
προπαρασκευαζόμενοι τον εκπρόσωπο  να δεχτούνε,
με  τους αργυραμοιβούς στην αγορά να κρυφοχαμογελούν
και στους ναούς να μπαίνουν τις αμαρτίες τους να ξεπλύνουν.

Πέρασαν αιώνες
με τον εκπρόσωπο πάντα στη θέση του,
το  Απόλυτο   φωτοστέφανο πάντα γύρω από τις εξουσίες,
και το φάντασμα  ζωντανό να ξεδιπλώνει και ν’ανεμίζει  τις σημαίες,
ενώ κάτω ο λαός να βογγά  και να εξαπατιέται,
και μαζί του εγώ, που ξόδεψα μια ζωή
μέχρι να βεβαιωθώ και να το πιστέψω!

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Σπύρος Ποταμίτης-Ποιητική συλλογή «Αιθέρια αγκαλιά»

2. Είσαι

Πέρα κι απ΄ τον έρωτα είσαι…
μια πανδαισία χαρών που μεθώ
τη ζωή πίνοντας τη δροσιά σου.

Είσαι το άγγιγμα που μ΄ ανεβάζει
στις κορυφές των ηδονών ταγό
του απλού και του υπέροχου
που μοιραζόμαστε
όπως γεννιέται στην ανάσα μας
όνειρο που χτίζουν τα κορμιά μας
για να συγκατοικήσουν…

Είσαι η ουσία αυτού που λαχταρά η ψυχή μου…
                                                                                                                                             
  1-9-2013

3. Τι κι αν

Τι κι αν κοιμήθηκα στις τραχιές πέτρες
στο φως ακούμπησα το πλατύ μου όνειρο
σε φωτεινές αγκαλιές μοιράστηκα τη ζωή
με τη δύναμη του ανέμου μίλησα γιορτινά
τα λόγια της ψυχής μου να με ακούσεις…

Τώρα αγγίζω στ΄ αλέτρια του ήλιου το δάκρυ
σεμνό αναφιλητό του ανθρώπου που πόνεσε
να μην ξεχαστεί η ανάγκη σου ν΄ αγαπηθείς.

Λουσμένος στη φεγγοβολή των αστεριών τη νύχτα
για ότι καθαρό ζωντάνεψε η πλάνη των φεγγαριών
σου έφερα στοργικά χέρια και σιωπηλά φιλιά
να στολίζεις τις μέρες σου με το άρωμα της αγάπης.
                                                                                                                                                    
    6-9-2013


Διαβάστε περισσότερα: http://spyros-potamitis-poiisi.webnode.gr/κντ.

Κ. Καβάφη- Ηρώδης Αττικός


Ά του Ηρώδη του Αττικού τί δόξα είν' αυτή. 
Ο Αλέξανδρος της Σελευκείας, απ' τους καλούς μας σοφιστάς,
φθάνοντας στας Αθήνας να ομιλήσει,
βρίσκει την πόλιν άδεια, επειδή ο Ηρώδης
ήταν στην εξοχή. Κ' η νεολαία
όλη τον ακολούθησεν εκεί να τον ακούει.
Ο σοφιστής Αλέξανδρος λοιπόν
γράφει προς τον Ηρώδη επιστολή,
και τον παρακαλεί τους Έλληνας να στείλει.
Ο δε λεπτός Ηρώδης απαντά ευθύς,
«Έρχομαι με τους Έλληνας μαζύ κ' εγώ.»- 

Πόσα παιδιά στην Αλεξάνδρεια τώρα,
στην Αντιόχεια, ή στην Βηρυτό
(οι ρήτορές του οι αυριανοί που ετοιμάζει ο ελληνισμός),
όταν μαζεύονται στα εκλεκτά τραπέζια
που πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά,
και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια,
έξαφν' αφηρημένα σιωπούν.
Άγγιχτα τα ποτήρια αφίνουνε κοντά των,
και συλλογίζονται την τύχη του Ηρώδη -
ποιος άλλος σοφιστής τ' αξιώθηκεν αυτά; -
κατά που θέλει και κατά που κάμνει
οι Έλληνες (οι Έλληνες!) να τον ακολουθούν,
μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,
μήτε να εκλέγουν πια, ν' ακολουθούνε μόνο.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ :Το τελευταίο φως

Εκεί που βυθίστηκα για να σε βρω
έχει χαθεί πια το ον
κι άλαλος ο προφήτης της καρδιάς μου.
Είσαι σε μια μορφή απόλυτη
απρόσιτη και στη ζωή την ίδια,
μια άσπρη κηλίδα είσαι
λίγο θολό νερό.
Θέλω να φθείρω
το τελευταίο μου φως
εκεί που τίποτα
δεν σταματάει το μάτι:
ούτε χελιδόνι θέλω στον ορίζοντα
καμιά αυταπάτη.
Θα ΄χει πεθάνει η καρδιά μου
κι ακόμα θα ζω
θα προσβλέπω στη φύση
και θα σε λέω καλοκαίρι
χωρίς μνήμη πια
θα σε λέω ανθό, ώσπου
ο μύθος να τραβήξει
πίσω μου την κουρτίνα:
απέναντι ο άσπρος τοίχος
όλα τελειωμένα και λευκά
κι εγώ μια πατημένη κατσαρίδα
https://greekpoems.wordpress.com/2014/04/29/κντ

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΕΣΠΕΡΙΝΟ

"Κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια
γιατί αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά''. 

 Γ. Σεφέρης.

Πάλι αντιφατικός ίσως φανώ,
αφού όλο μέσα σε ερμηνείες και σχηματοποιήσεις  ξοδεύομαι
και η ζωή περνά γλιστρώντας ανάμεσα στις λέξεις
σαν το νεράκι στην ακροποταμιά ανάμεσα στα χαλίκια.
Αν υπήρχε ανέκαθεν ή αν γεννήθηκε δεν ξέρω,
μα έχει τρόπο να διατηρείται και ν’ ανανεώνεται
δίχως να νοιάζεται για ψέμμα ή αλήθεια.

Κι εσύ, που ιστορικός δημιουργός θέλεις να είσαι,
πρέπει σχήμα διάρκειας ως άνθρωπος να πάρεις
και μέσα στα όρια να χτίζεις που θέτει η ύπαρξή σου.
Σχήμα να πάρεις όπως το δέντρο και  το πουλί
που ξέρει μέσα στους γύπες και τις χιονοθύελλες να επιβιώνει
και να μετρά μέχρι  πού φτάνει  το πέταγμά του.
Κι η επανάσταση χωρίς σχήμα
νεφέλη γίνεται και μνημόσυνο πεσόντων.

Ανήμπορη η σκέψη να υπερβεί τα όριά της!
Μην την πιέζεις!
Σε αφανίζει ο νους αν ασώματο τον αφήσεις να ταξιδεύει ,
έτσι που -μέχρι το αμετάθετο όριο να προσεγγίσεις -
μπορεί στο χάος να βρεθείς κι’ απ’ τον ίδιο να κεραυνοβληθείς,
μένοντας  ένα  σημείο μ' επιστροφή αβέβαιη στο κενό ή
ένα σπυρί της άμμου ανάμεσα στις άπειρες κλίμακες
του μικρόκοσμου και μεγάκοσμου.

Βέβαια, ίσως  τότε μάθεις  ως άριστη να θεωρείς 
την κλίμακα μεγέθους που σου δόθηκε,
όπου  μπορείς να βλέπεις και να χαίρεσαι 
τη Φύση, τη ζωή, την έκσταση του έρωτα,
την ομορφιά που αποκαλύπτει το πρόσωπό της και σε καλεί
να ομολογήσεις ότι θεά είναι!

Τη γνωρίζεις. Γιατί γεννημένος είσαι, όπως ο χρόνος,
κι από πατέρα άχτιστο κατάγεσαι
και μέσα στ' άχτιστο χτίζεις!

Ευλογημένο το σκαλί της παρουσίας που σου δόθηκε  
-και με το οποία μόνο μπορείς να υπάρχεις-
και ανάγκη η θνητή υλαία σου φύση 
η προς τα άνω θρώσκουσα.
Τίμα την και μετέτρεψέ την σε κάβο γερό 
για να δένεις μες την τρικυμία τη βάρκα που ταξιδεύει τα όνειρά σου.

Μην εξορίζεις 
την ύπαρξή σου απ’ τη χειροπιαστή ζωή !
Όσο κι αν ψάξεις αλήθεια πληρέστερη άλλη δεν θα βρεις
απ΄τη σχέση σου με τα πρόσωπα που πληρούν με την  παρουσία τους το είναι σου!
Δύσκολη σχέση, δύσκολη, αλλά λύσε την κορδέλα 
απ’ το δώρο που έχεις μπροστά στα μάτια σου!
Λευτέρωσέ την και δώσε της μορφή,
κάνε την Ζωή--
ζωή πολέμου και ειρήνης, θα πεις.
Ναι!
μέχρι να ρθει η ώρα
να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση
και να φανεί η Αγάπη!

12-10-2014

Σπύρος Ποταμίτης- Ποιητική συλλογή «Αιθέρια αγκαλιά»

1
Από παιδί μου άρεσε η ποίηση. Έβλεπα
να περπατήσω στέρεα στους στίχους
κείνες τις δονήσεις της ψυχής, τα φώτα
που ποτέ δεν σε τύφλωναν, τα σοκάκια
πίσω από τους ίσκιους και τις κληματίδες
χαμένα σ΄ έναν κόσμο άλλο, ανίδωτο, σώο.

Ένιωθα βαθιά το μαχαίρι να με καρφώνει
όπως το παιχνίδισμα των ηλιαχτίδων πρωί
ανάμεσα στα φύλλα και τα σύννεφα, εμένα
κι όλους εκείνους που κρατούσαν μια φέτα
γαλάζιο ουρανό που κοκκίνιζε βραδιάζοντας...

Ήπια απ΄ τη ψυχή της το πάθος του έρωτα,
της ζωής, του δίκιου, του αναστεναγμού
που δεν το βάζει κάτω και μέθυσα φωνές
μες στη οδύνη που σε βαστούσαν, ακέραιες,
του πόνου και της χαράς, του αναφιλητού τους...

Γέλασα κι έκλαψα μαζί της, ονειρεύτηκα...
Βούλιαξα μέσα στη σιωπή της ανεβαίνοντας ψηλά
στ΄ αστέρια, μάτωσα κι άγγιξα άλλους θεούς
που κατοικούσαν μες στους ανθρώπους. Πόνεσα!...
σαν νά΄ χε έρθει η ώρα να κλείσω τα βιβλία μου...
                                                                                                                                         29-11-2013



Διαβάστε περισσότερα: http://spyros-potamitis-poiisi.webnode.gr/knt
Δημιουργήστε τη δική σας ιστοσελίδα δωρεάν: http://www.webnode.gr

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ;

Είδες, λοιπόν;

Ποιος ήρθε ;
ποιος έφυγε;
ποιός είναι;

Ακτινοβολία υποβάθρου,
και τέκνα της μεγάλη έκρηξης
και της νόησης ενοικιαστές που το παίζουν ιδιοκτήτες,
ερωτευόμενοι  παράφορα δίχως ν’ αναρωτιούνται:
γιατί τόσο πολύ τους βασανίζει
το αν  η σκοπιμότητα το ταίρι τους κινεί
ή αν  σε όργανα μετέπεσαν   δαιμονικού σχεδίου--
αιφνίδια, ανερώτητα,
ως  «χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον»;

Ποιος αγαπά;
ποιός πολεμά;
ποιος για μια  τιμή αρνείται τη ζωή του;

Γκρεμισμένη η δέση πού’φερνε  νερό στο πάνω αυλάκι
και το μεγάλο ρέμα απέραντος ξεριάς
-κατάξερος, χωρίς νερό μια στάλα-,
και μόνο ο ήχος του ακούγεται τη νύχτα,
καθώς περνάει χαμηλά κάτω απ’ τις πέτρες
που στοίβασε η θεομηνία.

Να σώσω αυτόν τον ήχο
που έδινε πνοή στην ύπαρξή σου,
και κράταγε όρθια τα ηλιοτρόπια και πράσινα
τα μποστάνια τ’ ουρανού στην ψυχή σου.
Να σώσω αυτόν τον ήχο,
πριν τους νόμους του αναστείλουν οι δημιουργοί
και τα ίχνη σου χάσω οριστικά--
εδώ σε τούτο το άλαλο δάσος
όπου κοιμήθηκαν  οι  Ευμενίδες
κι  ακούω τα δόντια που τρίζουν
των θηρίων.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η ευλογία της έλλειψης

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ‘χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.


https://greekpoems.wordpress.com/2011/08/27/knt

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η αλλοτρίωση της έλξης (από τη συλλογή: Η ανορεξία της ύπαρξης)

Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί
το χάδι έννοια αφηρημένη
το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.
Αλήθεια, πώς να περιγράψω
τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει
και μονο στην πρεμιέρα του φθινοπώρου
θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά;
Ελπίζω να βρω το θάρρος
μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:
γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω
να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα
να κουβαλώ το ανδρικό σώμα
που δεν είναι ύλη
αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.
Γιατί αυτό θα πει ηδονή:
ν’ αγγίζεις το φθαρτό
και να παραμερίζεις τον θάνατο.


https://greekpoems.wordpress.com/2013/04/12/allotriosi-elxis-katerina-aggelaki-rouk/

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.
https://greekpoems.wordpress.com/2011/09/26/ston-ourano-tou-tipota-me-elahista-katerina-aggelaki-rouk/

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ: Η ανορεξία της ύπαρξης


Η ανορεξία της ύπαρξης

Η ανορεξία της ύπαρξης


Ποιήματα

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011
52 σελ.
ISBN 978-960-03-5225-2, [Κυκλοφορεί]
Τιμή € 10,65

 Κρατικό Βραβείο Ποίησης [2012]

Η ποίηση και η ύπαρξη ξέρουμε πόσο είναι αδιάρρηκτα δεμένες. Η ενότητα όμως αυτή των ποιημάτων εστιάζεται περισσότερο στην ύπαρξη. Η ποίηση εδώ δεν είναι αυτοσκοπός. Ο ποιητής δεν ψάχνει στον εαυτό του μέσα, στη φύση, τις πιο ιδανικές εκφάνσεις της ποίησης. Ψάχνει, μέσ' από την ποίηση, δρόμους που να οδηγούν στην ύπαρξη. Στην ύπαρξη ως ουσία, ως προορισμό, ως αναπάντητο ερώτημα, ως μαρτυρία φθοράς και βέβαια ως υποστασιακή αγωνία. Οι στίχοι θυσιάζουν ακόμη και την ομορφιά αν χρειαστεί, γιατί αυτό που έχουν ανάγκη τώρα είναι να εκφράσουν, με όσο γίνεται μεγαλύτερη ακρίβεια, τη συνειδητοποίηση της ύπαρξης, την ασταμάτητη ροή των ωρών πάνω στο δέρμα, χωρίς εξήγηση καμιά να δίνεται από πουθενά. Το μόνο όπλο αντίστασης είναι η ποίηση, που απλώς περιγράφει αυτό που συμβαίνει. Μόνο που αυτό που συμβαίνει παραμένει ασύλληπτο και από την πιο μεγάλη ποιητική φαντασία.
Κριτικές - Παρουσιάσεις
Κωνσταντίνα ΘεοφανοπούλουΗ ανορεξία της ύπαρξης, http://www.culturenow.gr, 5.5.2014

Ingemar Rhedin«Το σώμα είναι η νίκη των ονείρων…». Για την ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, "The Books' Journal", τχ. 35, Σεπτέμβριος 2013

Έλενα ΠατρικίουΗ «ερπετή καρδιά» και το «αμάχανον όρπετον» της γυναικείας ποίησης, "Δρόμος της Αριστεράς", 15.3.2013

Κατερίνα ΣχινάΚατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ: η θεά του "αγγίζω", "The Books' Journal", τχ. 27, Ιανουάριος 2013

Γιάννης ΔούκαςΕλληνική ποίηση 2011, Περιοδικό "Διαβάζω", τχ. 525, Ιανουάριος 2012

Κατερίνα ΤσιούμαΗ υπαρξιακή «αναρώτηση» ως οδοδείκτης της αισθητικής ταυτότητας, Περιοδικό "Κουκούτσι", τχ. 5, Χειμώνας-Άνοιξη 2011.12

Ανατόμος του ελάχιστου εγώ, www.e-poema.eu, τχ. 15, Δεκέμβριος 2011

Ξενοφών ΜπρουντζάκηςΤη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, "Το Ποντίκι"/ "Βιβλιοπόντικας", τχ. 215, Καλοκαίρι 2011

Ζαχαρίας ΚατσακόςΗ αναβολή του τέλους και η καθαίρεση του "εγώ", Περιοδικό "Κουκούτσι", τχ. 4, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2011

Πέτρος ΠολυμένηςΛέξεων κυματισμοί πολύτροποι, "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 655, 14.5.2011

Ξενοφών ΜπρουντζάκηςΗ ώρα της ποίησης, "Το Ποντίκι", 21.4.2011

Βαγγέλης ΧατζηβασιλείουΤα απαράγραπτα δικαιώματα του έρωτα, Περιοδικό "Εντευκτήριο", τχ. 93, Απρίλιος-Ιούνιος 2011

Ειρήνη ΜπέλλαΗ ανορεξία της ύπαρξης, "Βραδυνή", 28.3.2011

Σπύρος Πταμίτης- Από την ποιητική συλλογή «Διαδρομές»

 Αδιέξοδο

Τ΄ απόβραδο έφτασε ακάλεστο κι αμίλητο.
Αχ και να σ΄ είχα στην αγκαλιά μου
να μοιράσω τη μοναξιά σε τέσσερες παλάμες
τη νύχτα σε τέσσερα μάτια και το φιλί
σε δυό στόματα.
Βάρυνε η φωνή και το αλφαβητάρι
δε φτάνει να φτιάξω μια λέξη διαφυγής.
Τα μάτια σου … που είναι τα μάτια σου;
να δραπετεύσω στο άπειρο.

Στενή φυλακή τ΄ απόβραδο και το στρώμα
ακόμα νοτισμένο απ΄ την προηγούμενη μοναξιά.


Διαβάστε περισσότερα: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ.

Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Πρόσκληση σε δείπνο κυανίου 2014 ( Όλο το έργο )

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Ηέλτιος- ΧΤΥΠΑΣ-

Σα νά’ μαι από σίδερο  μου μιλάς,
κι όπου βρεθείς χτυπάς
με φωτιές και βαριοπούλες  να με μεταμορφώσεις,
κι’ έπειτα πάλι
όλο κρίσεις και επικρίσεις είσαι
και σε τίποτα δε σου κάνω!

Ω αν μ’ ήξερες!
θα μ’ άγγιζες στα σείστρα του ανέμου,
θα με μύριζες σε κάθε ρόδο,
θα μ’ άκουγες σε κάθε κελάιδισμα του αηδονιού
και στον πηλό που πλάθεις και κολλάει στα χέρια σου
θά’ βλεπες  κάθε στιγμή τη μορφή ενός μικρού παιδιού  
μπροστά στην κρήνη όπου έπινες νερό
να σου χαμογελάει!