Share

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΒΑΦΗΣ- Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X

Εν μεγάλη Eλληνική αποικία, 200 π.X.Αναγνωρισμένα
Εκτύπωση
Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Aποικία
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 

ΚΑΒΑΦΗΣ- Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X

Μύρης· Aλεξάνδρεια του 340 μ.X.Αναγνωρισμένα
Εκτύπωση
Την συμφορά όταν έμαθα, που ο Μύρης πέθανε,
πήγα στο σπίτι του, μ' όλο που το αποφεύγω
να εισέρχομαι στων Χριστιανών τα σπίτια,
προ πάντων όταν έχουν θλίψεις ή γιορτές.

Στάθηκα σε διάδρομο. Δεν θέλησα
να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην
που οι συγγενείς του πεθαμένου μ’ έβλεπαν
με προφανή απορίαν και με δυσαρέσκεια.

Τον είχανε σε μια μεγάλη κάμαρη
που από την άκρην όπου στάθηκα
είδα κομμάτι· όλο τάπητες πολύτιμοι,
και σκεύη εξ αργύρου και χρυσού.

Στέκομουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές
χωρίς τον Μύρη δεν θ' αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
να χαίρεται, και να γελά, και ν’ απαγγέλλει στίχους
με την τελεία του αίσθησι του ελληνικού ρυθμού·
και σκέπτομουν που έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.

Κάτι γρηές, κοντά μου, χαμηλά μιλούσαν για
την τελευταία μέρα που έζησε—
στα χείλη του διαρκώς τ’ όνομα του Χριστού,
στα χέρια του βαστούσ’ έναν σταυρό.—
Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη
τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές
ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν,
ή στην Μαρίαν (δεν ξέρω την θρησκεία τους καλά).

Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
Aπό την πρώτην ώρα το γνωρίζαμε, όταν
πρόπερσι στην παρέα μας είχε μπει.
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.
Aπ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές·
σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις.
Για την υπόληψι του κόσμου ξένοιαστος,
ρίχνονταν πρόθυμα σε νύχτιες ρήξεις στες οδούς
όταν ετύχαινε η παρέα μας
να συναντήσει αντίθετη παρέα.
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
A κι άλλες δυο φορές τώρα στον νου μου έρχονται.
Όταν στον Ποσειδώνα κάμναμε σπονδές,
τραβήχθηκε απ’ τον κύκλο μας, κ’ έστρεψε αλλού το βλέμμα.
Όταν ενθουσιασμένος ένας μας
είπεν, Η συντροφιά μας νάναι υπό
την εύνοιαν και την προστασίαν του μεγάλου,
του πανωραίου Aπόλλωνος — ψιθύρισεν ο Μύρης
(οι άλλοι δεν άκουσαν) «τη εξαιρέσει εμού».

Οι Χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως
για την ψυχή του νέου δέονταν.—
Παρατηρούσα με πόση επιμέλεια,
και με τι προσοχήν εντατική
στους τύπους της θρησκείας τους, ετοιμάζονταν
όλα για την χριστιανική κηδεία.
Κ’ εξαίφνης με κυρίευσε μια αλλόκοτη
εντύπωσις. Aόριστα, αισθάνομουν
σαν νάφευγεν από κοντά μου ο Μύρης·
αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξ έ ν ο ς εγώ,  ξ έ ν ο ς  π ο λ ύ· ένοιωθα κιόλα
μια αμφιβολία να με σιμώνει: μήπως κι είχα γελασθεί
από το πάθος μου, και  π ά ν τ α τού ήμουν ξένος.—
Πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,
έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη. 

http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=63&cat=1

ΚΑΒΑΦΗΣ-Περιμένοντας τους Bαρβάρους

Εκτύπωση
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

        Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.


—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
 και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
 στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.


— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
 σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
 γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
 και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
 γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
 μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.


—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
 να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
 κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
 Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
 κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

        Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

                               __

 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Γ. Βολουδάκης: Ιστορίες μέσα από τη γυάλινη μάσκα- -Τρομώδες παραλήρημα



Από το Τρομώδες παραλήρημα


VI

      
       Δάση από ατέρμονες τροχαλίες οι φυσικές θεωρίες, με την αρχή τους κουλουριασμένη στο χέρι του Αυστραλοπίθηκου, πάνε να πατήσουν το μικρό δαχτυλάκι της Γενέσεως, χαζεύοντας νετρίνα, άυλα φτερωτά σωμάτια που διατρέχουν τα πολύτιμα κρανία μας.
      Εγκαταλελειμμένη πόλη στο βυθό του ασυνειδήτου, η φυσική μας κλίση προς την ανώτερη αρετή και ενότητα με τη φύση. Έμβρυο η ψυχολογία μπουσουλάει πάνω σε συμπλέγματα, χαϊδεύοντας τις τυφλές προσωπικές επιλογές, αναδεικνύοντας το «Εγώ» ισχυρότατο νόμισμα στο χρηματιστήριο της ψυχής, όπου οι σχέσεις είναι  συναλλαγές και οι έρωτες επενδύσεις.


VIII
      Αγωνίζεται ο άνθρωπος να εξορίσει την αθέατη πλευρά του κόσμου, να αποστραγγίσει το ρευστό της θεϊκής πνοής, να συσσωρεύσει ηδονή και χαρτονόμισμα,, θρυμματίζοντας τις πολύχρωμες σφαίρες της φαντασίας και αυτή είναι μόνο η μια όψη του παγκόσμιου νομίσματος.
      Στην άλλη όψη, λευκή και μαύρη μαγεία, λατρείες του Σατανά, υπεραστρικό σκοτάδι και ανεξήγητες ιστορίες εξωγήινων όντων, αγωνιώδεις υπαρξιακές απορίες, στατιστικές καταπραϋντικής αστρολογίας και υπερβατικές θεωρίες, μέντιουμ τσαρλατάνοι και μάγοι επαγγελματίες επικαλούνται επώνυμα πνεύματα, ολόκληρη βιομηχανία εκμεταλλεύσεως της φρικτής αφέλειας και της άγνοιας του πυκνού άχρωμου κονιορτού που καλύπτει το μέλλον.
      Τεράστια χημικά εργοστάσια εγκεφάλων δουλεύουν προς την καταστροφή, με τετράγωνη λογική, με απίστευτους αποστακτήρες δυτικής σκέψης, με σταγονόμετρα και φιάλες επιστημονικής οξυδέρκειας.
      Ιδιοφυίες εμπνευσμένες από τον καρκίνο, πολλαπλασιάζουν αλόγιστα την φιλοσοφία του μηδενός και αθόρυβα, γλυκά σαν μέσα σε όνειρο, ξεδιπλώνουν το μεσαιωνικό σκοτάδι της καθημερινής ζωής, σκοτάδι ανυπόφορο σχεδόν απίστευτο, τόσο που η δύναμή του θα ήταν μια ανυπεράσπιστη καρικατούρα της φαντασίας αν δεν είχε τη θολή πραγματικότητα με το μέρος της.



Ακόμη:


Ποίημαhttp://www.youtube.com/watch?v=D2gfNd-zjeU

Συνέντευξη με τον καθηγητή Β. Φίλια: 
http://www.youtube.com/watch?v=LauWwr7jWKU&feature=related



Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Νίκος Καζαντζάκης Στὰ Καρούλια

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» ,ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964.

Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος. 
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει. 
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου: 
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το! 
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου. 
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.


Ρωμανός ο Μελωδός- Υμνος ΛΓ'


Μετάφρ. Νίκος Καρούζος

Από το περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 15, 1977



Ένθρονος απάνω στα ουρανόθρεφτα, τα ηλιοφόρα πλάτη
και επί γης απέριττος απάνω σ' ένα γαϊδαράκο,
εσύ Χριστέ μου ο Θεός ο ένσαρκος,
δεχόσουνα μαβιά δοξολογήματα νηπίων και αγγέλων:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

α.
Όντας αυτός που το θάνατο τον έδεσες πίστομα
και τον Άδη το λαίμαργο οπούχεις νεκρώσει
στον κόσμο λουλουδιάζοντας ανάσταση,
τα νήπια βαγιόκλαδα ανεμίζοντας, τα νήπια,
Χριστέ εσένα ανυμνούσαν ακόρεστα
ως φορέα υπέρτατης νίκης πνευματικής
κραυγάζοντας σήμερα «Ωσαννά στον υπαίθριο υιό του Δαυίδ»·
άλλη δε θάρθει, λέγασι, μαυρίλα μας οπού
ναν τα χαλάσουν τόσα σμήνη από βρέφη
γυρεύοντας το βρέφος της Μαρίας να αφανίσουν,
αφού εσύ σταυρώνεσαι ο μέγας έρημος
για όλους τους κακόμοιρους ανθρώπους
απ' των βρεφών αρχίζοντας την έμορφη
τη ζήση μέχρι τους ξεκρέμαστους γερόντους·
σπαθί κανένα δε μας πιάνει τώρα πια,
γιατί η λόγχη θα στομώσει στην πλευρά σου·
γι' αυτό κ' εμείς αγαλλιώντας ψάλλουμε:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

β.
Ιδού του πνεύματος ο ηγεμόνας ο ησύχιος και πράος, 
καβάλα σ' ένα γαϊδαράκο φτάνει ολοπρόθυμα
να πάθει και τα πάθη να νεκρώσει.
Ο Λόγος ο προαιώνιος που φτάνει με την Άνοιξη
καβάλα σ' ένα άλογο πλάσμα λαχταρώντας
των λογικών πλασμάτων την απολύτρωση·
παράξενο που ήτανε να βλέπεις
απάνω στου φτωχούλη γαϊδαράκου την αθώα ράχη
εκείνον που φέρεται στους χρυσίζοντες
ώμους των αιθέριων Χερουβίμ,
εκείνον όπου ύψωσε κάποτε
στον ουρανό ως ηνίοχο θαύματος
τον Ηλία σ' ένα περίλαμπρον άρμα από φωτιά·
μ' αυτό τον τρόπο φτώχεψε τη θεϊκιά του δύναμη
και τιποτένιος φανερώθηκε ολότελα ο Κύριος των Όντων
ενθαρρύνοντας όλους τους άμοιρους οπού φωνάζαν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

γ.
Συθέμελα σείστηκε η πόλη Ιερουσαλήμ όπως κάποτε
σεισμός μεγάλος ταρακούνησε την Αίγυπτο·
και εκεί σειστήκαν τ' άψυχα, μα εδώ σειστήκαν οι ανθρώποι
με το δικό σου φτάσιμο·
όχι βέβαια γιατί προκάλεσες ως ταραξίας την έξαψη,
εσύ φυτεύεις πάντα την ειρήνη,
αλλά γιατί τις άτιμες των υιών του σκότους μηχανές
ξέρεις εσύ ο Θαλερός του Σύμπαντος να εξουδετερώνεις,
διώχνοντας όλους τους κακούς απ' όπου κι αν τους απαντήσεις,
καθώς είσαι ο υπέρτατος Κύριος
του χώρου και του χρόνου·
είναι πεσμένα από παλιά στην άκαρπη σιγή τα είδωλα του σκότους,
την ώρα τούτη όσοι τα λατρεύουν κλυδωνίζονται,
όπως ακούνε των θεάρεστων νηπίων τις εόρτιες φωνές:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

δ.
«Ποιος είν' ετούτος;» έλεγαν εκείνοι
που παρασταίναν αφειδώλευτα πως δε σε ξέρουν·
λες και δεν είχαν γνώση οι μισόθεοι
ποιος ήτανε του αστραπόλαλου προπάτορα Δαυίδ
ο άχραντος υιός, ο πράος κατιόντας,
οπού συλλήβδην απ' του μαύρου χάροντα 
τους έσωσε τ' αρπάγια. 
Είναι νωπός ακόμη βγαίνοντας ο Λάζαρος απ' τ' άσπρα σάβανά του κι όμως
ποτέ δεν τόμαθαν αυτοί, δεν ξέρουν ποιος τον έχει εγείρει·
ο πόνος δεν τους έπαψε στους ώμους τους εκείνων
οπού βαστήξαν ασηκώνοντας το γυιο της χήρας κι όμως
δεν είδαν τάχα ποιος τον άρπαξε απ' της θανής τη μέγγενη·
το δράμα του Ιάειρου πατέρα, την αυλή,
δεν άφησαν οπίσω τους ακόμη τούτοι κι όμως
την πεθαμένη νια, την κόρη, ποιος τη γιόμισε 
ζωή και πάλι δεν το βλέπουν·
ωστόσο τούτα τάζησαν αυτόπτες πλην τους λείπει
η ξαστεριά της άκακης καρδιάς για να φωνάξουν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ε.
Αχάριστοι στον πλάστη τους που δείχτηκαν οι άνομοι,
της άγνοιας ντυθήκαν την υποκρισία
σαν τάχα να μην ήξεραν εκείνον οπού σκόπευαν
αδίσταχτα να χαντακώσουν·
α, βέβαια, δεν ήξεραν οι μαύροι γυιοί του ψεύδους...
Διόλου παράξενο μ' αυτούς, οπού την ως τώρα
τη γηραιά την ύβρη τους ανακαινίζουν·
ας θυμηθούμε πως όταν ο θεολάλητος Μωυσής
τους εξασφάλισε την έξοδο απ' την Αίγυπτο,
με πίκρες και με βάσανα το νόστο στην κοιτίδα οδηγώντας, 
οικτρά περιφρονήθηκε από δαύτους,
ως τώρα κι ο Χριστός, που απ' το θάνατο τους έσωσε για πάντα,
καταφρονήθηκε φρικτά σήμερις απ' τους ίδιους·
το Μωυσή αρνήθηκαν οι λατρευτές του μόσχου και της ύλης,
τον Ιησού αρνήθηκαν οι φίλοι του Βελίαρ·
αυτοί λοιπόν δεν ήθελαν στα ύψη να βοήσουν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.
στ.
Τα βρέφη βάγια σείοντας υιό σε τραγουδούσαν,
υιό Δαυίδ σε φώναζαν, υιό σε καρτερούσαν·
εύλογη τούτη η φρενίτιδα Κύριε!
Είσαι εσύ οπού του νοητού Γολιάθ αχρήστεψες το όνειδος,
του χάρου τη γιγάντιαν αρπάγη·
κείνου γυναίκες χορευτά, του πρόγονου, τα νικητήρια ψάλλαν:
«Σαούλ χιλιάδες χάλασε, μα ο Δαυίδ μυριάδες».
Έτσι ο Νόμος· ύστερ' απ' αυτόν η χάρη η δική σου Ιησού μου.
Ο Νόμος ήτανε Σαούλ, με φθόνο και σκληράδα ο διώκτης,
αλλ' ο Δαυίδ τη χάρη σου βλασταίνει διωκόμενος·
γιατί εσύ του γίνηκες η φώτιση κι ο δρόμος·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.
ζ.
Άρμα φωτός ο ήλιος μας κι αυτός διάκονός σου,
αχτιδοβόλο όχημα τον ουρανό φαιδρύνει,
κυρίαρχος και θερμουργός κι όμως κ' υποταγμένος
στου πλάστη τα κελεύσματα, τα θεία μαθηματικά σου,
κι ωστόσο τώρα σ' έτερψε ο παλιογαϊδαράκος;
δόξα στο μέγα έλεος, δόξα στην ταπεινότη!
Δεν το ξεχνώ πως κάποτε τυλίχτηκες με σπάργανα στη φάτνη
και τώρα να λοιπόν εσύ το θρόνο τ' ουρανού οπού κατέχεις
απάνω στο φτωχούλικο κι ανήξερο πουλάρι
με λάμψη εποχήθηκες.
Αναλογίες τραγουδώ· τη φάτνη εκεί πέρα
κυκλόφερναν οι άγγελοι μεσ' τα μαλάματά τους,
το πουλαράκι οι ταπεινοί σου μαθητές εδώ
το βάσταγαν απ' τη μουσούδα·
«Δόξα» και τότε άκουγες, «Δοξα» και τώρα κράζουν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

η.
Τη δύναμή σου τη φανέρωνες μονάχα με ταπεινοσύνη·
μήγαρις ήτανε και τίποτ' άλλο να καθήσεις
απάνω στο φτωχούλη γαϊδαράκο;
Κι όμως την έσειξες ολάκερη την Ιερουσαλήμ
όπως αν έφτανες εκεί με δόξα τυλιγμένος.
Ήτανε και των μαθητών σου τα ιμάτια
τα λαϊκά που δείχναν ευλαβή ταπείνωση
κι αληθινός σου θρίαμβος και μυρωμένη δόξα
ο ύμνος των παιδιών ο αναμάρτητος 
και των μαζών η ιαχή η σύγκορμη και ουρανομήκης,
η ιαχή του «Ωσαννά» οπού σημαίνει: σώσε μας εσύ
ο προαιώνιος κάτοικος του ύψους,
εσύ ο δυσανάβατος, του κόσμου σώσε εσύ
τους αναρίθμητους και καταφρονεμένους,
κοιτάζοντας με ευμένεια την ελπίδα μας,
κι απειράγαθος όντας ελέησέ μας,
δόνησε τα σπλάχνα σου για μας τους άμοιρους
καθώς εμείς δονούμε τα κλωνάρια των βαγιώνε
στον αγέρα κραυγάζοντας:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

θ.
Έχουμε να ξοφλήσουμε το χρέος που μας άφησε
κληρονομιά καταραμένη ο δύστυχος προπάτορας Αδάμ,
τρώγοντας τον καρπό τον όχι του πρεπούμενο,
κι από τότε είμαστε σύνολη η ανθρωπότητα οφειλέτες·
τούτο σημαίνει πως δεν άρκεσε στη θεία βούληση
ο πρωτόπλαστος οφειλέτης
κι ο δανειστής ο παντοδύναμος
το χρέος το γυρεύει κι απ' τους απογόνους,
αδειάζοντας ολότελα το σπίτι του χρεώστη,
βγάζοντας όλους έξω από δαύτο·
γι' αυτό σου κράζουμε όλοι ω πανίσχυρε:
«πάμφτωχοι είμαστε και το ξέρεις ω Άγιε,
πλούσιος είσαι και σβήσε μας το χρέος·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ι.
Έχεις έρθει στη σάρκα την ανθρώπινη για τη σωτηρία μας
και μάρτυρας γι'αυτό που λέω ο προφήτης σου ο Ζαχαρίας,
ο που σε ονόμασε κάποτε κορυφή της πραότητας,
κορυφή της δικαιοσύνης και της σωτηρίας.
Κουραστήκαμε, νικηθήκαμε και είμαστε από παντού διωγμένοι,
πιστέψαμε πως ο Νόμος ηθελάτανε ο μόνος λυτρωτής μας,
μα ο ίδιος αυτός και για καλά μας έχει υποδουλώσει·
ακόμη κ' οι προφήτες μας μονάχα την ελπίδα μας αφήκαν·
γι' αυτό κ' εμείς στα γόνατα προσπέφτουμε
μαζί με τα αθώα νήπια
και σου ζητούμε γοερά το έλεος οι καταφρονεμένοι,
δέξου για χάρη μας το σταυρικό σου κι αδικο θάνατο
και σχίσε το χειρόγραφο του χρέους·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ια.
«Ω πλάσμα της παλάμης μου» ο πλάστης αποκρίθηκε
σ' αυτούς που με τέτοια λόγια τον ικετεύαν·
«τόξερα πως ο Νόμος δε γινότανε να σε σώσει
κι αυτός ειν' ο λόγος που ντύθηκα τη σάρκα
ερχόμενος στον κόσμο της πραγματικότητας·
τόξερα πως ο Νόμος δεν είχε τη δύναμη να σε λυτρώσει,
γιατί δεν ειν' ο Νόμος οπού σ' έπλασε κι ακόμη
δε γινότανε να σε σώσουν οι προφήτες οι οσοιδήποτε,
γιατί κι αυτούς εγώ τους έπλασα όπως και σένα·
εγώ λοιπόν έχω το χρέος να σε σώσω, μονάχα,
απ' αυτό το βαρύτατο χρέος που σε παιδεύει·
θα με πουλήσουν και θα δεις εσύ τη λευτεριά σου,
θα με σταυρώσουν εμένανε για να γλυτώσεις εσύ
απ' του θανάτου την ποινή και κακουχία,
ο θάνατός μου θάναι σαν ένα θεώρημα θυσίας
να σε διδάσκει και χαρούμενος να ψάλλεις:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ιβ.
Μήγαρις για τους αγγέλους την αγάπη μου σπατάλησα;
μα για σένα το φτωχό κι ανήμπορο
ξεχύνω ολάκερο τον έρωτά μου·
και πλούσιος όντας έγινα φτωχός κ' εγώ κατά το μέτρο σου·
είναι πολύς ο πόθος μου για να σε λευτερώσω·
τη δόξα μου την έκρυψα στα φύλλα του ελέους
και πείνασα και δίψασα και φτώχηνα για σένα,
στα όρη ψάχνοντας απάνω, στα κρημνά και στα φαράγγια,
γυρεύοντας εσένα τον πλανώμενο· κι ονομάστηκα πρόβατο
βαθιά πονώντας σε με το θέλγητρο της αγνότητας να σε σώσω
και τσοπάνης ονομάστηκα και για σένα
τη ζωή μου θα παραδώσω,
θέλοντας απ' το χέρι του λύκου να σε λυτρώσω·
κι αυτά όλα τα πάσχω από έρωτα για σένα
πούχω λαχτάρα να φωνάζεις απ' τα βάθια σου:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ιγ.
Μα ήτανε καιρός τα θεία ρήματα
στα πράγματα να κάνουν τόπο·
κι ως έφτασε στην πόλη μέσα ο Ιησούς
και της αλήθειας τους εχθρούς τους έκανε ν' αφρολυσσάξουν,
απ' των παιδιών το τόσο δοξολόγημα,
υψώνοντας το βλέμμα του το άγιο την πόλη φάνηκε ν' ατενίζει
κι αφού της είπε το που ύφανε βαθύ του μοιρολόι
ακούστηκε κράζοντας:
«Ώρα για να στενάξεις Ιερουσαλήμ, ω εσύ
πούχεις παιδιά με φρόνηση πατέρων
και δάσκαλους αληθινά σοφούς τους γυιους σου·
για το κακό και για την κάθε πονηριά
νεανική η δύναμή σου
και τ' αγαθό σούρχεται βάρος απ' το γήρας·
καλύτεροί σου ειν' όλοι τούτοι που σε μένα τραγουδούν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ιδ.
Τώρα σε σένα θάμπω σκοπεύοντας
να σ' αφήσω γιομάτος περιφρόνηση,
όχι κινούμενος από κανένα μίσος,
μα γιατί συ με μίσησες και μένανε και τους δικούς μου·
για ποια αιτία το σταυρό ξυλούργησαν τα τέκνα σου;
γιατί τη θάλασσα την έσχισα στα δυο σα νάτανε χιτώνας
με το ραβδί για να περάσουν·
για ποια αιτία τον τάφο μου τονέ λαξεύουν;
σ' αντάμειψη που με σωτήρια 
νεφέλη τους προστάτεψα κάποτε!
Νιώθω αήττητη χαρά που για χάρη τους ήρθα στον κόσμο
και στέργω τη θυσία μου ποθώντας το πεσμένο πλάσμα,
για να φωνάζουν όσοι μ' έχουν ποθητό και να αγάλλονται:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ιε.
Έτσι τη νωθροκάρδια μεμφότανε την πολιτεία
κείνος που βλέπει μεσ' τα βάθη της καρδιάς
και μπαίνει μ' όλα του τα νήπια, του Σύμπαντος ο ιερέας,
μεσ' στο ναό τον ιερό, στο πατρικό του σπίτι,
και διώχνει βίαια τους έμπορους, διώχνει και τους αγοραστάδες,
φωνάζοντας με θεϊκιά οργή και λαύρο πάθος:
«τίποτα να μη μείνει, μα τίποτα, εδώ μέσα,
γιατί αλλιώς θα φύγουμε
κ' εγώ και ο Πατέρας και το Πνεύμα·
κ' οι τρεις μας τώρα βρήκαμε την ώρια κατοικιά μας
στην ίδια την καρδιά των πράων,
οπού κραυγάζουν αχόρταγα σε μένα και με πίστη:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ιστ.
Υιέ Θεού πανάγιε σ' αυτούς
τους νήπιους κι αθώους υμνητές σου
κι όλους εμάς τους άλλους συναρίθμησε
και δέξου την ακόρεστη δική μας προσευχή
σαν τότε που δεχόσουνα και των παιδιών τους ύμνους.
Ελέησέ μας τα δικά σου πλάσματα,
που για χάρη μας τυλίχτηκες τη σάρκα
γιομάτος αρίφνητον έρωτα·
χάρισε την ειρήνη σου σ' όλες τις Εκκλησίες
τις τόσο σαλευόμενες απ' τους εχθρούς της καλοσύνης
και σε μένα το δύστυχο τον υμνογράφο τη συχώρεση
να μην τη φειδωλέψεις ω σωτήρα μου·
δόσμου τη χάρη να λαλώ για πάντοτε το θέλημά σου
κι ας μην το κάνει πια νωθρό η θλίψη το μυαλό μου·
κάνε με αγλαόκαρπο στα έργα και στα λόγια,
νάχω φωνή φωνάζοντας χαρούμενος·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.