Δε θα γνωρίσω ποτέ τα μάτια σου
γιατί μ' αυτά βλέπω
κι ονειρεύομαινα πιάνεται το φουστάνι σου στη μικρή τριανταφυλλιά
και ν' ανεβαίνεις τη σκάλα
να λευτερωθείς στην αγκαλιά και τα φιλιά μου.
15/9/22
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Δε θα γνωρίσω ποτέ τα μάτια σου
γιατί μ' αυτά βλέπω
κι ονειρεύομαι
Χωρίς κόσμο
και χωρίς ουρανό
απόμεινα
επιμένοντας μοναχός
στο δεινόν της σχεδίας μου ταξίδι.
Εν μέσω της σκοτίας
και της ερημίας
επιχειρώ
προς το αχανές και τ' άσωτο σημαίνον
τ' απομακρυνόμενα σμήνη των αστέρων
τ' αμίλητα και πολυπληθή προκαλώντας
σκύβοντας πάνω στο γυμνό κορμί της
που φωτίζει το ναό
και ορίζει τη σιωπή του θεού
που μιλάει στις θαμπές εικόνες.
14/9/22
Γλώσσα πολύσημη
Λέξεις αμφίβολες.
Ανοιχτή η καρδιά μου σιμά σου,
ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ, ΚΑΛΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ ΕΛΛΑΔΑ...
Ένα κομμάτι ξύλο μπρος στα χέρια μου.
Το βουλιάζω στο νερό, το κρατάω βυθισμένο
όσο ώρα θέλω
μα σαν τ' αφήνω πάντα στην επιφάνεια πετιέται
την Αρχιμήδεια τηρώντας αρχή
που θεία χάρη τη φυλάει απ΄τα δαιμονικά
κι η δύναμη της αγάπης σου
που με συντροφεύει στο ταξίδι και κάνει Εκείνον
να περπατά επί των υδάτων
της Πάτμου ανοιχτά
υψώνοντας στα ουράνια το βυθισμένο όνειρό μου.
21/8/21
Στο νέο αντιτορπιλικό
στο νέο αεροπλανοφόρο
με το μάτι στο περισκόπιο έναντι του
εχθρού
τα καθήκοντά μου δεόντως επιτελώ και πορεύομαι
επί των αγρίων και σκοτεινών κυμάτων.
Δεν έχω τίποτα να ονειρευτώ
τίποτα να ελπίζω
κι ανάγκη
απ΄τις αυταπάτες να ξεφύγω
και το κομμένο νήμα της Αριάδνης
να ξαναπιάσω.
Απ' τη δυνατότητα φυτρώνει το μέλλον
κι απ' την τυφλή δύναμη ο εχθρός.
Διό, και της Ειρήνης τους ήρωες αναζητώ
και τη γλώσσα μαθαίνω των δελφινιών
καθώς παίζουν με το κύμα
κι ένα τραγούδι ψιθυρίζω που έρχεται από μακριά
θυμίζοντάς μου παλιές αγάπες:
“την πόρτα ανοίγω το βράδυ, τη λάμπα κρατώ ψηλά...''.
16/6/2021
Μετέωρος
σε μετέωρο πλανήτη
μέσα στο σελάγιασμα το μυστικό του στερεώματος
υπερίπταμαι
πλανώμενος ολοένα
μέχρι το σκάφος να προσεδαφίσω
και τον κάβο του να δέσω
στον εγκαταλειμμένο μώλο
του φωτός.
15/6/21
Χωρίς κόσμο
κι ουρανό
απόμεινα
στο δεινόν επιμένοντας
της σχεδίας μου ταξίδι προς
το αχανές και το άσωτο σημαίνον
εν μέσω της ερημίας και
τα σμήνη των αστέρων τα πολυπληθή
που αμίληκτα απομακρύνονται ολοένα
από τότε που της Αγάπης
χάθηκε το φως
και περιέπεσε ο ναός
στη σιωπή
θεού και ανθρώπων.
14/6/21
την παίρνει από τα χέρια μου ο άνεμος
και τη ρίχνει στη μικρή λιμνούλα
με τους κύκνους.
Του χρόνου παίγνια
μεταστοιχείωση υλικών και μορφών
πίσω απ΄την κερκόπορτα της συνέχειας
που υποτάχτηκε στον Πορθητή
της Πόλης της επτάλοφης, που πόθησε
και ύμνησε την Ομορφιά και την άνοιξη
του Πέραν.
1/6/21
δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν, τά κε θυμὸν ἰήνῃ
(Ομήρου Ιλιάδα Ω 196).
Βαθύ σκοτάδι κράταγε κι η άμαξα με τον γέρο Πρίαμο
τα τείχη περνά της Τροίας και προς τη σκηνή οδεύει του Αχιλλέα,
που το νεκρό 'Εκτορα στο άρμα του σφιχτά σαν έδεσε
τον περιέφερε ταπεινωτικά στην πόλη για τρεις μέρες
έτσι που τους θεούς εξόργισε, κι' ακόμα δεμένον έχει.
Χαμένος ο σεβασμός για τους νεκρούς σε Αχαιούς και Τρώες
που ο πόλεμος τους τύφλωσε και δε μπορούν να δούνε
ότι ένας ο ήλιος κάθε αυγή στο Άργος και την Τροία
κι ένας ο θείος Όλυμπος ο νεφοσκεπασμένος
κι ο θάνατος ένας που φυλάει στης μοίρας τα πιθάρια
ν' απλώσει τη χλωμάδα του πάνω στους ανδρειωμένους.
Έτρεχαν τ' άλογα ιδρωμένα στον καρόδρομο κι ο άξονας έτριζε
ενώ ο γέρος σιωπηλός μέσα στο μισοσκόταδο
σ' έγνοια βρισκόταν κι απορία
για το πώς οι άνθρωποι μες τη ζωή τ' αντίθετα θα γεφυρώσουν
και του νου θ' αποφύγουν τα αζήλευτα έργα.
Ξεπέζεψε ο μέγας Πρίαμος κι έσπευσε στη σκηνή του Αχιλλέα
όπου στα πόδια του πέφτοντας και τα χέρια φιλώντας τ' ανδροφόνα
τον ικέτευε και με δώρα κοίταγε την οργή του να μαλακώσει
μέχρι που τον συγκίνησε και δάκρυα τον πήραν, σαν τ' έρμου πατέρα του
θυμήθηκε τα γεράματα και τον Πάτροκλο τον γκαρδιακό του φίλο
που γενναίος στη μάχη έπεσε απ΄ του Έκτορα το δόρυ.
Το καλοσκέφτηκε του Πηλέα ο γιός και διάταξε τον Έκτορα να λύσουν
κι αυτός πήρε ευθύς τους φίλους του και στη λαμπρή άμαξα πήγαν
το βιός να ξεφορτώσουνε το αμέτρητο,
αφήνοντας εκεί χλαμύδες δυο κι ένα καλό χιτώνα για το νεκρό,
που οι δούλες σαν τον έλουσαν, τον μύρωσαν και τον ετοίμασαν,
αυτός ο ίδιος τον εσήκωσε και τον απίθωσε στο νεκρικό κρεβάτι.
Ροδίζει στο πέλαγο η αυγή και ο εωθινός ψαλμός ξεσπάει στ’ αρμυρίκια,
ενώ στον κάμπο που απλώνεται μακριά μέχρι τα τείχη πέρα,
χέρια σπαρμένα κι άταφοι νεκροί κι η άμαξα η βασιλική που επιστρέφει
με τον ικέτη Πρίαμο γερμένο
πάνω στου Έκτορα τ' άψυχο σαβανωμένο σώμα.
21-28/1/2021