"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025
Γεώργιος Εργείλαος Τσιπάς
μαυτό το αρθράκι ..Ήλθε η ώρα .. της δικιάς μου απουσίας..
Κι ο έρως φίλος κι εχθρός,
κι ας μου στείλει στο email την βιωμένη και γνωστή , τραγική απάντηση..
..
"Η Εικόνα που Φωνάζει: Ρεαλισμός, Εξπρεσιο- νισμός και ο Έρως της Απουσίας"
Σε κάθε εικαστικό έργο – είτε πρόκειται για ζωγραφική είτε για φωτογραφία – το βλέμμα του θεατή συχνά παγιδεύεται στο υποκείμενο: ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, μια σκηνή.
Όμως, η βαθύτερη εμπειρία γεννιέται όχι μόνο από αυτό που βλέπουμε, αλλά και από εκείνο που λείπει. Πίσω από κάθε εικόνα, υπάρχει μια απουσία. Ο δημιουργός. Ο καλλιτέχνης.
Αυτός που βλέπει πριν δούμε εμείς.
Και εκεί ακριβώς, σε αυτή την απουσία, αναδύεται ο Έρως – όχι ο ρηχός, σαρκικός, αλλά ο θείος, εσωτερικός έρως, που λειτουργεί σαν φλόγα και πνοή για το έργο.
Ο Έρως, ως κινητήρια δύναμη της δημιουργίας, αλλά και ως η φωνή της έλλειψης που στοιχειώ- νει την εικόνα:...
......«Πού είσαι;».....
Είναι εκείνες οι στιγμές που ο Ρεαλισμός μάχεται τον Εξπρεσιονισμό, και αναδύεται η
μορφή του επιθυμητού.
Στον ρεαλισμό, ο καλλιτέχνης πασχίζει να αναπαραστήσει τον κόσμο όπως είναι.
Η φωτογραφία εδώ συχνά γίνεται το απόλυτο μέσο τεκμηρίωσης. Μα και πάλι: όσο ακριβής κι αν είναι η αποτύπωση, ο φωτογράφος δεν είναι παρών. Το βλέμμα του καθοδηγεί το κάδρο, αλλά το σώμα του λείπει. Το πρόσωπό του, το χέρι του, η ανάσα του — όλα απουσιάζουν.
Αντίθετα, στον εξπρεσιονισμό, η υποκειμενικότη- τα κυριαρχεί. Η πραγματικότητα διαστρεβλώνε- ται, για να αποδοθεί το βίωμα.
Οι γραμμές τρέμουν, τα χρώματα κραυγάζουν.
Κι όμως, ακόμη και εδώ, ο ζωγράφος απουσιάζει από την εικόνα του.
Το έργο ψιθυριστά καλεί με εσωτερική φωνή, και η φωνή αυτή αναζητά το πρόσωπο που την ξεκίνησε:
......«Πού είσαι;» .....
Είναι ο Έρως, που ψάχνει ως εμψύχωση της εικόνας.
Ο Έρως .Δεν είναι απλώς έμπνευση.
Είναι η οντολογική ανάγκη για πληρότητα.
Είναι ο λόγος που η εικόνα θέλει να γίνει σώμα. Κάθε πίνακας, κάθε φωτογραφία, ανεξαρτήτως ύφους, αναζητά κάτι που λείπει. Η παρουσία του αντικειμένου δεν αρκεί. Θέλει το βλέμμα που το δημιούργησε.
Θέλει τον καλλιτέχνη παρόντα, όχι μόνο ως τεχνίτη, αλλά ως ον, ως εραστή της εικόνας.
Η απουσία του δημιουργού μετατρέπεται έτσι σε δραματική παρουσία. Η εικόνα φωνάζει γι’ αυτόν. Ο καμβάς – είτε ψηφιακός είτε φυσικός – γεμίζει με το ίχνος του Έρωτα. Όχι με τη μορφή του δημιουργού, αλλά με τον πόθο για αυτόν.
Και εδώ, η απουσία δεν είναι κενό.
Είναι ολοκλήρωση. Είναι πινελιά απογείωσης. Το έργο δεν χρειάζεται να δείξει τον καλλιτέχνη. Αρκεί να τον υπονοεί.
Να τον επιθυμεί. Να τον στερείται.
Η ελλειπτικότητα γίνεται δύναμη.
Γίνεται Τέχνη ως τόπος ερωτικής αναζήτησης
Όπως ο μύστης αναζητά το Θείο, έτσι και η εικόνα αναζητά τον δημιουργό της.
Και η φωνή της – αυτή η άηχη, υπόγεια φωνή της τέχνης – φτάνει στον θεατή:
«Πού είσαιιιιι;»
Όχι σαν παράπονο. Αλλά σαν κάλεσμα.
Σαν ερωτικό κάλεσμα για επανένωση.
Η απουσία γίνεται το πιο βαθύ αποτύπωμα παρουσίας. Και ο Έρως, που γεννά και διαπερνά κάθε έργο τέχνης, λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, στο παρόν και το απόν, στον δημιουργό και στο δημιούργημα.
Και λίγο πριν το τέλος, μια πινελιά λείπει.
Το έργο ολοκληρώνεται όχι όταν τελειώσει η ύλη, αλλά όταν συμφιλιωθεί με την απουσία. Όταν αφήσει χώρο για το άγνωστο.
Για τον Έρωτα. Για τον καλλιτέχνη που δεν φαίνεται, αλλά που υπάρχει σε κάθε σκιά,
σε κάθε κάδρο, σε κάθε χρώμα που δονείται.
Η τέχνη δεν είναι απεικόνιση.
Είναι αναμονή.
Είναι φωνή χωρίς σώμα, σώμα χωρίς φωνή, που ζητά μια απάντηση.
Και ο Έρως — θείος, υπαρξιακός — είναι η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί.
Κι έτσι, η απουσία δεν είναι το τέλος.
Είναι η αρχή της μετουσίωσης.
Η πληρότητα της επιθυμίας.
Η ύστατη πινελιά.
.Εργείλαος.. 29 Σεπτεμβρίου 2025.. Λαύριο
Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025
Ρένος Αποστολίδης (1924–2004): Αγαπημένα Γιάννενα μου!
Αγαπημένα Γιάννενα μου! · Γιώργος Ανδρίκος ·
* Ρένος Αποστολίδης (1924–2004)
Πυραμίδα ’67, εκδ. 1950
"Νύχτωνε πια. Το ταρακούνημα κρατούσε, η βροχή δυνάμωνε, η αποχτήνωση περνούσε κάθε όριο…
Στις εννιά τη νύχτα φάνηκαν μακριά, κάτω στον κάμπο, τα Γιάννενα: φώτα, φώτα, φώτα, δίπλα στη λίμνη!…
Η βροχή είχε κόψει λιγάκι…
—Τα Γιάννενα, ρε! Σηκώστε την κουκούλα! Ανοίξτε ρε, να δούμε!
Μα έκανε κρύο, μα ψιλόβρεχε ακόμα – τίποτα! Αυτοί ανοίξαν την κουκούλα και σηκώθηκαν όλοι ορθοί. Ακουμπώντας με τα δυο τους χέρια πάνω στο καπώ, οι μπροστά-μπροστά, πούχαν τώρα θεωρείο πρώτης, κι άλλοι δίπλα, δεξιά κι αριστερά, κι άλλοι όρθιοι, πεσμένοι πάνω από τους ώμους των μπροστινών τους, χαζεύανε με λαιμαργία τα φώτα!…
—Κοίτα, κοίτα ρε! Ξύπνα ρε να δεις τα φώτα!…
Αλλ’ αυτό δεν το περίμενες! Να τους σιχαθείς απόψε πάλι όλους τόσο πολύ! Τ' είναι ο άνθρωπος! Όσο ζύγωνε η πόλη, τόσο γίνονταν περσότερο, ολοένα περσότερο πλήθος, μάζα, με κοινή ψυχολογία! Ναι, ναι! Όλοι ετούτοι, που τώρα μόλις —μισή ώρα δεν ήτανε!— κοίταγε ο καθένας τους το τομάρι του, και βλαστήμαγε τα πάντα, τώρα, όσο ζυγώνανε, τόσο και ξέχναγαν. Κι όταν πια, τα πρώτα τρισάθλια χαμόσπιτα τούς ρούφηξαν, μες στους στενούς τους λασπωμένους δρόμους, με τα θαμπά τους τα φώτα, των πέντε κεριών, τα μυγοφτυσμένα, πάνω απ’ τις κλειστές βρωμόταβλες των μαγαζιών — τότε άρχισαν να τραγουδάνε όλοι μαζί!…
Και φουσκώναν σα γαλιά, που ίσως τους βλέπουν δυο-τρεις εκεί κακομοίρηδες, νυσταγμένοι, μούρτζουφλοι, αργοπορημένοι στην ταβέρνα και στη μιζέρια. Αυτοί οι δυο-τρεις, γυρνούσαν τώρα σπίτι τους, με λασπωμένα παπούτσια, με τρύπιες σόλες, με κάλτσες βρώμικες, βρεμένες, μ’ ένα πουκάμισο λερό στο γιακά και τριμένο απ’ τον καιρό στα μανικέτια, μ’ ένα-δυο κουμπιά παράταιρα στο παλιό παλτό τους, κι άλλα ένα-δυο να λείπουν στο σακάκι τους. Θα γύριζαν σπίτι τους, και θα τους υποδέχονταν η οικογενειακή τους μπόχα. Θα ξαπλώναν σ’ ένα κρεβάτι, με σκουριασμένα πόμολα, με χαλασμένες τις βόλτες τους. Με γυναίκα ή χωρίς γυναίκα, ανάκατα εκεί με σεντόνια βρώμικα…
Δυο-τρεις νυχτερινοί κακομοίρηδες, άθλιοι, κουρέλια! Κι όμως, αυτοί έφταναν για να καταφέρουν όλο εκείνο το λεφούσι, πάνω στ’ αυτοκίνητα, να ξελαρυγγιάζεται τόση ώρα τώρα, τραγουδώντας, όσο του ήταν δυνατό λιγότερο παράφωνα!
Καμαρώναν, κορδωνόντουσαν, κομπάζαν μέσα στο σκοτάδι, δίχως κανείς στ’ αλήθεια να τους βλέπει. Δεν πιστεύαν τίποτε απ’ όσα τραγουδούσαν. Κι όμως καμαρώναν και τραγουδούσαν, και κόμπαζαν, γιατί έτσι, έστω και ψέματα, έστω και ομαδικά, έλπιζαν να εισπράξουνε την προσοχή. Φουσκώναν με την ιδέα πως στα μάτια των άλλων, ήταν, μια φορά, «οι λεβέντες μας!» — όσο κι αν ξέραν αυτοί τί κακομοίρηδες ήταν! (Δεν πείραζε όμως! Έστω και ψεύτικα κλεμμένη, με απάτη κερδισμένη, λίγη εχτίμηση τη λιμάζανε!)
—Να πώς δουλεύει η μηχανή! Με κάτι τέτοια, φτηνά μέσα. Μαζεύεις ένα τσούρμο κακομοίρηδες· τους ντύνεις όμοια· τους φορτώνεις στα καμιόνια και τους περιφέρεις, τους περιφέρεις, τους περιφέρεις, μες απ’ τους δρόμους μιας πόλης. Κι αυτοί, όσο έξυπνοι κι αν είναι, δεν αντέχουν, δε βαστούν στο γαργάλισμα της ματαιοδοξίας: φουσκώνουν σαν κούρκοι στην ιδέα πως τους κοιτάνε! Τους θρέφει η επίδειξη κι αρχινάν να καμαρώνουν, να κορδώνουνται, να δείχνουνε παράστημα και σκληρές, σαν από μπρούντζο, φάτσες – δυναμικές! Ξεσηκώνουν μέσα τους όλες τις μνήμες και τις εικόνες — ό,τι εθαύμασαν κι αυτοί ποτέ, μικροί σαν ήταν, από νταήδες κι από κουμπουράδες, και πιο μεγάλοι, από κατακτητές χιτλερικούς που εμίσησαν, μα κ’ έτρεμαν συνάμα, και τους κρυφοζήλευαν, ραγιάδες, από δέος, σαν παρελαύναν άλλοτε, όμοια κορδωμένοι κούρκοι, φουσκωμένοι μπόγοι, μπρος στα μάτια τους!…
Τεζάρουν τώρα, ίδια κ’ ετούτοι, το κορμί τους και πιάνουνε να τραγουδούν! Κάνουν τη φωνή τους πιο μπάσα, όσο αντρικώτερη μπορούν! Κοιτάν ο ένας τον άλλον, σα στον καθρέφτη, κι όλο και σφίγγουνται να φανούν «άντρες με τα όλα τους», φοβεροί και τρομεροί!…
Κι όλ’ αυτά τάχα αδιάφορα για όσους τους ακούν, τους κοιτούν — πραγματικά όμως μόνο γι’ αυτούς, κι ας είν’ ετούτοι δυο-τρεις μονάχα ξενυχτισμένοι κακομοίρηδες, ή και μια γάτα ακόμη, που διασχίζει έντρομη απ’ το θόρυβο το δρόμο!
Κ’ οι αποκάτω που τους βλέπουν, επειδή δεν έχουνε κανένα λόγο οι ίδιοι να μην είναι κακομοίρηδες, και είναι, άθλιοι και για λύπηση, κι αντικρύζουν τούτους δω, που φαντάζουν τόσο κυρίαρχοι και ρωμαλέοι, ζαρώνουν και φοβούνται και θαυμάζουν: «Τί λεβέντες! Τί κορμιά!» Τόλμα αν θες, από το πεζοδρόμιο, να σκεφτείς τίποτε αντίθετο με την εξ υποθέσεως θέληση αυτής της δύναμης!…
Κι έτσι όλο και φουσκώνει η απάτη κι όλοι αυτοκοροϊδεύονται κι αλληλοκοροϊδεύονται! Αποχτάν το λεγόμενο «σθένος» και «γερό ηθικό» τούτοι οι κούρκοι, και τη λεγόμενη «εμπιστοσύνη στη δύναμη» όλοι οι αποκάτω!…
Κι αυτά με το τίποτα, με τα ψέματα, με την ανθρώπινη αδυναμία και τη λίμα για επίδειξη, για φανφάρα, για παράτα!
(Α, κακομοίρη εσύ από κάτω, και να θυμόσουν πάντα το τρύπιο σου άλλοτε χιτώνιο, πάνω στο καμιόνι, σαν έδινες παρόμοια εικόνα στους τότε ανίδεους, σα φούσκωνες κ’ εσύ κάποτε —την τρύπια κάλτσα σου μες στην αρβύλα, τα βρώμικά σου πόδια, τη λάσπη που θα κοιμηθείς, τους εξευτελισμούς σου, την αηδία σου, την οργή σου, τη σκλαβιά σου— την κακομοιριά σου, κακομοίρη μου, κακομοίρη!…
Αλλά τί περιμένεις; Ίδιοι κι απόιδιοι είστ’ όλοι! Είτε με αστρί στο μέτωπο, είτε με κοκκόρι, είτε με σβάστικα, είτε με σφυροδρέπανο — τα ίδια είστ’ όλοι, τα ίδια! Όλοι απατημένοι, αυτοαπατημένοι, αλληλοαπατημένοι και απαταιώνες! Παίζετε θέατρο — τις «κουμπάρες» παίζετε! Τάχα μου «άντρες»! — τί να σας πω; Προτιμότερές σας οι γυναίκες! Γιατί αυτές, τουλάχιστο, φουσκώνουν μπρος στον καθρέφτη τους ή στο στεργιάνι, για να πλασσάρουν κάτι: το φύλο τους!… Ενώ εσείς, μ’ αυτά που κάνετε, παίρνετε φόρα κι αλληλοσφάζεστε!…
Τα ιδανικά σας όλα, τα οσοδήποτε «ανώτερα», τα οσοδήποτε «ευγενή», και «υψηλά», και «πανελεύθερα», καταλήγουν άσφαλτα εκεί πάντα: σ’ ένα καμιόνι φορτωμένο κούρκους, να περιφέρουνε το ψεύτικο καμάρι τους στις σκονισμένες, λασπωμένες, άθλιες πόλεις σας! Δεν πα’ να τραγουδάτε την «Internationale», ή το «Über alles!», τη «Μαρσεγιέζα» ή το «Σώζοι ο Θεός τον Βασιλέα», τη «Τζοβινέτσα» ή το «Avanti»; Το ίδιο κάνει — τα ίδια είστ’ όλοι! Φουσκωμένα γαλιά σε μια φανφάρα, με λιλιά, με μπιχλιμπίδια, με ασοβάρευτες αρλούμπες-μασκαράδες! Να τι είστε: Μασκαράδες!…)[…]
…Λίγα παράθυρα άνοιξαν, σαν είδαν πια κι απόειδαν πως τα καμιόνια δεν παύαν να διαβαίνουν. Φάνηκαν κάτι μορφές νυσταγμένες, απορημένες, χλιαρές!…
Κ’ ύστερα τα σπίτια τέλειωσαν κ’ οι δρόμοι μάς ξεφούρνισαν ξανά στον ολοσκότεινο κάμπο…
Για την Άρτα, λοιπόν, ή για την Πρέβεζα. Για κάτω μια φορά! Πάει κ’ η Κόνιτσα, πάει κι ο Γράμμος κ’ η Μουργκάνα…
…Ξάφνου άρχισε πάλι να βρέχει γερά!…
Το κέφι κόπηκε! Και ’τού κι απ’ την αρχή το βλαστημίδι…
—Ρε πού μας πάνε, ρε!… Σε λάσπες θα μας βάλουν πάλι να κοιμηθούμε;…
—Μπα, δε ’ναι τίποτα! αντίσκοβε ο Σάλτας χλευαστικά: Δε ’ναι τίποτα, κορόιδα!…
Τόσα κορίτσια, τόσες γάτες, τόσοι σκύλοι μας είδανε στα Γιάννενα, και μας θαμάξανε, και μας φοβήθηκε η ψυχούλα τους!…
Δε ’ναι τίποτα, ρε κορόιδα! Δε βαριέστε – λάσπες!…"
Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025
Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2025
Γεώργιος Εργείλαος Τσιπάς
Ο Άτλας δεν μιλά∙ στενάζει μες στους αιώνες.
Στους ώμους του η σφαίρα των ουρανών ανασαίνει,
και κάθε του αναπνοή είναι προσευχή
να μη χαθεί η ισορροπία,
να μη ραγίσει ο λεπτός ζυγός της Δίκης.
Κι όμως, ο Προμηθέας τόλμησε∙
έκλεψε σπίθα από το κρυφό φως
κι έδωσε στους ανθρώπους το ρίγος της γνώσης.
Η ζυγαριά ταράχτηκε∙
στιγμή αιώνια, ράγισμα στο αρμονικό κρυστάλλινο τόξο.
Μα δεν το ’κανε για τον εαυτό του,
το ’κανε για εμάς –
για να μάθουμε να διαλέγουμε,
να σηκώσουμε κι εμείς το βλέμμα ως τα άστρα.
Κι εμείς, μικρές σκιές,
τώρα ζητούμε να γίνουμε Όντα Πολιτικά,
να μετέχουμε Αρχής και Κρίσης.
Μα το τίμημα είναι βαρύ:
τα χέρια ραγίζουν από τον μόχθο,
τα μάτια καίνε από τη θέα της αδικίας,
το γέλιο σκιάζεται από το βάρος της ευθύνης.
Ποιο το μέτρο της Ευδαιμονίας;
Ποιος κρίνει ποιος θα περάσει
στο χαμόγελο της Άνοιξης;
Η Φύση ζυγίζει αλλιώς:
μετατρέπει την οδύνη σε δάκρυο που ποτίζει το σπέρμα,
τον πόνο σε άρωμα της ελπίδας,
τη ζημιά σε καρπό γνώσης.
Κλάψτε, λοιπόν, χωρίς ντροπή∙
κλάψτε δίχως φόβο∙
απ’ αυτό το κλάμα φυτρώνει το πράσινο βλαστάρι,
θεριεύει η άνοιξη,
ανασαίνει ξανά η ζωή.
Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2025
Μίλτος Σαχτούρης, "Οκτώβριος"
και σχήματα αράχνη
τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η βροχή
και ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά βαθιά πάνω στο βουνό
Το μυαλό μου κουρασμένο
κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια πέφτουν ολοένα και
σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’ το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μες στον καθρέφτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν τα μεσάνυχτα
μακριά ακουγόταν ένα βογκητό
Όλα όσα βλέπω
τα παράξενα σπίτια μού θυμίζουν εσένα
η νύχτα μού θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει
εσένα
κι ο τάφος μού θυμίζει εσένα
τα ψάρια τα λουλούδια μού θυμίζουν εσένα
όλες οι φωτογραφίες όλα τα χρώματα
όλα μού θυμίζουν εσένα
κι όλα τ’ αγαπώ για σένα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)