Share

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Σπύρος Ποταμίτης- Για ποιον [Διαδρομές]

Σακελλάρης Καμπούρης




Εψές αργά,
εκοψα τις φλεβες μου,
για να δω
εκτος απο ερωτα και ποιηση,
τι αλλο θα σταξει...
Τιποτα...
Τις εραψα ερμητικα
και συνεχισα να ερωτευομαι...

Απ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ Γνωστα και αγνωστα  http://www.activeradio.gr/index.php?topic=401.135.


Απο το Η Αιρεσις Του ΔΕΝ
Αυτη τη νυχτα
να κρατας ψηλα τις αισθησεις,
ατοφιες!
Ισως
δεις τη γυρη να φορτωνει τους στημονες"
τους ανθους να μιλουν με το Θεο.
Τον ουρανο να βιαζει τη γη με το φως του
και το φεγγαρι να χυνει το σπερμα του
στους λαβυρινθους του μυαλου.

Προχωράμε 
και
νοσταλγουμε τη φυση μας...

Σακελλαρης Καμπουρης



  • κορίτσι γυμνό
    με μιάν απαλάμη στο στήθος...

    που άραγε,
    εγώ κατοικώ;

    ζυγιάζω στο χέρι,
    την ανατριχίλα της μέρας,
    μετρώ τους παλμούς,
    χαλώ τους ωροδείχτες...

    ο ουρανός,
    κλέβει το χρώμα μου,
    για τη δικιά του ομίχλη...

    στο τελευταίο φύλλο του χρόνου,
    οι πορφυρές σκιές μας
    μείναν πίσω ωχρές...

    ένα στήθος,
    γίνηκε πουλί κι αποδήμησε.

    μιά παλάμη άδεια
    ζυγιάζει το τίποτα

    σ'έναν ατίθασο χρόνο...

    Σακελλαρης Καμπουρης
  • Ref. https://www.facebook.com/costas.tsiantis
  • http://greekpoetics.blogspot.gr/2014/04/blog-post_4.html
  • http://www.greekbooks.gr/kaburis-sakellaris.person





  • http://www.aiolos.com.gr/κντ.

    ΜΕΝ. ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ - ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!

    ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ...... 
    Είμαι καλά, Μητερούλα... αυγή μου... 
    Σπεύδω να καλοπιάσω το φόβο σου.Είμαι καλά. 
    Κάθομαι κάτω απ' τον ίσκιο της λύπης μου, 
    κι αφήνω την πένα μου να κλάψει... Μάνα... 
    Τρεμούλα των χεριών.... 
    Χιόνια που ξεφεύγετε απ' τη μπόλια... 
    Στεναγμέ που μετράς το μισεμό μου.. 
    Είμαι καλά. 

    Πρώτον Σεβαστή μου.. 
    Πρώτον έρχομαι να ρωτήσω...μα δε ρωτώ. 
    Εδώ δεν ρωτούν. Εδώ όλοι είναι καλά.. 
    Κι ας ανεμίζουν οι κρεμάλες από πάνω τους. 
    Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα.. 
    Ολοι είναι καλά. 
    Πρώτον Μητερούλα υγείαν έχω 
    και το στήθος μου φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό 
    κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα του στα πλευρά μου. 
    Πρώτον Μητερούλα...Μα συγχώρα με και σήμερα. 
    Συγχώρα με και σήμερα που δε θα μάθεις την αλήθεια. 
    Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει. 
    Δεν περνά την θάλασσα. 
    Η αλήθεια μανούλα είναι βόλι.Και δεν θα στην πω. 
    Είμαι καλά. 

    Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. 
    Μα έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου. 
    Μα συγχώρα με.Συγχώρα με και σήμερα 
    για τα χίλια <είμαι καλά>. 
    Τα χίλια ψέματά μου. 

    Πήρα ξανά για να σου γράψω. 
    Εχω την κάρτα μου στα γόνατα. 
    Και τη χαιδεύω σαν περίλυπο πουλί. 
    Το χέρι πια το γράφει μοναχό του 
    το μικρό,πικρό του ,μάθημα 
    Είμαι καλά. 

    Ξέρω..Αχ Μητερούλα... 
    Ξέρω,πως σου στέλνω κάθε μέρα, 
    την ταχτική δόση της πίκρας μου.Ξέρω, 
    πως τη χαιδεύεις τούτη την ψευτιά μου... 
    Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς.Ξέρω. 
    Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από 'δω.. 
    Είμαι καλά. 

    Μπορείς,ακριβή μου,να τη διαβάσεις και δίχως φώς. 
    Δεν είναι καν ανάγκη ανάγκη να τη διαβάσεις. 
    Φτάνει μόνο ναρθεί,ν' ακουστεί στην εξώπορτα.. 
    η φωνή του ταχυδρόμου. 
    Τότε Μανούλα μπορεί και να μην είμαι καλά. 
    Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου. 
    Είμαι καλά. 

    Είμαι καλά αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι. 
    Είμα καλά αφού μπορώ και το ψελίζω. 
    Είμαι καλά αφού μπορώ κι αραδιάζω στο χαρτί, 
    τα τσακισμένα τούτα λόγια.. 
    Είμαι καλά. 

    Αχ, να μπορούσα να'χα έναν ουρανό 
    γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά. 
    Και να τα'χυνα στο διάστημα.. 
    Για να'ρχονται κι όταν εγώ δεν θ' ανασαίνω. 
    Να'ρχονται και να ραμφίζουνε το τζάμι του σπιτιού μας. 
    Αύτό που κοιτάζει κατά την θάλασσα. 
    Και να κελαιδούνε. Να κελαιδούνε σμήνη τις ψευτιές. 
    Είμαι καλά. 

    Μανούλα εσύ.. Εσύ που διαβάζεις με τα δάχτυλα. 
    Εσύ που μιλάς τη γλώσσα των χεριών.. 
    Ακούμπα τα χείλη σου στο χαρτί. 
    Ετσι όπως εύρισκες,σαν ήμουνα παιδί,τον πυρετό μου.. 
    Και διάβασε στ' άγραφο χαρτί.(Σβήσε το <καλά>). 
    Και διάβασε απ' την καρδιά μου. 

    Μάνα..Αχ.. Μάνα..Μάνα.. 
    Το κορμί που κανάκεψαν τα χέρια σου. 
    Ελυωσε σήμερα κάτω απ' το λιθάρι. 
    Η φωνή που νανούριζε τον ύπνο σου. 
    Βέλαξε κάτω απ' το μαχαίρι. 
    Μα εσύ, γέλα ακριβή μου. Γέλα... 
    Πες πως ξύπνησες απ' όνειρο κακό. 
    Και γέλα να το διώξεις. 
    Γέλα.Κι εγώ -ησύχασε μανούλα- 
    <Είμαι καλά>. 

    Σήμερα μου χύσανε το φως μου.Είμαι καλά. 
    Ειμαι καλά.Χτες κάψανε τα νύχια μου. 
    Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου.Είμαι καλά. 
    Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου.Είμαι καλά. 
    Είμαι καλά.Αύριο θα με σταυρώσουν. 
    Είμαι καλά.Είμαι καλά.Είμαι καλά..Είμαι καλά... 

    Είμαι καλά.Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ. 
    Είμαι καλά.Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω. 
    Είμαι καλά.Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω. 
    Γι' αυτό,το σκάβω,το σμιλεύω επιτύμβιο. 
    Πάνω σ' αυτό τον ανεμοδαρμένο γκρεμνό.. 
    Σ' αυτό το τρελό Νεκροταφείο, 
    πως όλοι οι νεκροί του... 
    ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!!! 

    ΜΕΝ. ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

    Ποίηση Λουντέμης. Μουσική Σαμοίλης Σπυρος

    Στίχοι: Νίκος Γκάτσος Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις- Maria Farantouri: Ο Εφιάλτης της Περσεφόνης - The nightmare of Persephone



    Ο εφιάλτης της Περσεφόνης

    Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
    Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
    Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη

    Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
    κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
    τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
    και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

    Κοιμήσου Περσεφόνη
    στην αγκαλιά της γης
    στου κόσμου το μπαλκόνι
    ποτέ μην ξαναβγείς.

    Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
    ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
    τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
    και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.

    Κοιμήσου Περσεφόνη
    στην αγκαλιά της γης
    στου κόσμου το μπαλκόνι
    ποτέ μην ξαναβγείς.

    Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
    κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
    τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
    άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

    Κοιμήσου Περσεφόνη
    στην αγκαλιά της γης
    στου κόσμου το μπαλκόνι
    ποτέ μην ξαναβγείς.

    The nightmare of Persephone

    There, where pennyroyal and wild mint grew
    and earth sprouted her first cyclamen
    now peasants bargain for cement
    and birds drop dead in the 
    furnace.

    Sleep, Persephone
    in earth's embrace
    to this world's balcony 
    Come out no 
    more.

    There, where mystics joined hands
    reverently on entering the sacrificial site 
    now tourists throw tab ends
    and gaze at the new oil refinery.

    Sleep, Persephone
    in earth's embrace
    to this world's balcony 
    Come out no more.

    There, where sea was blessed 
    and bleating in the fields was a prayer
    now 
    trucks carry to the shipyards
    empty bodies, children of scrap metal and plating.

    Sleep, Persephone
    in earth's embrace
    to this world's balcony 
    Come out no more.

    Federico Garcia Lorca- Κάτου στης ακροποταμιάς

    Στίχοι:  
    Federico Garcia Lorca
    Μουσική:  
    Μίκης Θεοδωράκης

    Κάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει
    κρατώντας βέργα λυγαριάς και στη Σεβίλλια πάει.

    Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά
    στην όψη του είναι μελαμψός από του φεγγαριού το φως.

    Κάποτε λίγο σταματά, κόβει λεμόνια στρογγυλά
    τα ρίχνει το νερό να στρώσει και να το χρυσαφώσει.

    Εκεί στης ακροποταμιάς το μονοπάτι να, τον φτάνουν
    κάτω απ’ τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.

    Αποβραδίς η ώρα οχτώ τον σέρνουν σε κελί μικρό
    απέξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί και βλαστημάνε.

    Ο Σεφέρης μεταφράζει T.S. Eliot Από "Τα Νέα Γράμματα", αρ. 11, Νοέμβριος 1935, σσ. 607-611.

    Β.
    Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό! Πλύνε τον άνεμο ! Χώρισε την πέτρα από την πέτρα και πλύνε τις.
    Βρώμικη η γης, βρώμικο το νερό, τα ζωντανά μας κι εμάς
    μας μόλεψε το αίμα.
    Το αίμα βροχή μου τύφλωσε τα μάτια. Που είναι η Αγγλία ; Που είναι το Κέντ ; Πού είναι η Καντερβουρία ;
    Ω μακριά μακριά μακριά μακριά στα περασμένα και πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο ξερά κλαδιά : αν τα τσακίσω, ματώνουν πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο πέτρες ξερές : αν τις αγγίξω, ματώνουν.
    Πώς, πώς θα μπορέσω να γυρίσω ποτέ στις απαλές γαλήνιες εποχές ;
    Νύχτα μείνε μαζί μας, σταμάτησε ήλιε, κρατήσου εποχή, να μην έρθει η μέρα, να μην έρθει η άνοιξη.
    Πώς να κοιτάξω τη μέρα και τα κοινά της αντικείμενα, και να τα ιδώ βαμμένα στο αίμα, πίσω από το αίμα που πέφτει σαν παραπέτασμα ;
    Τίποτε δε γυρέψαμε να γίνει.
    Καταλαβαίναμε την ατομική καταστροφή,
    την προσωπική ζημιά, τη γενική μιζέρια,
    ζώντας και ψευτοζώντας
    τον τρόμο τη νύχτα που τελείωνα στην πράξη την καθημερινή,
    τον τρόμο τη μέρα που τελειώνει στον ύπνο
    αλλά η κουβέντα στης αγοράς το χέρι στη σκούπα,
    το νυχτερινό σώριασμα της στάχτης,
    το ξύλο στη φωτιά την αυγή,
    σ' αυτές τις πράξεις σταματούσαν τα βάσανα μας.
    Είχε το σύνορο της κάθε φρίκη
    είχε ένα κάποιο τέλος κάθε λύπη :
    δε μένει καιρός στη ζωή να θλίβεσαι πολύ.
    Μα τούτο, τούτο είναι Έξω απ' τη ζωή, έξω από τον καιρό,
    παρούσα αιωνιότητα της αδικίας και του κακού.
    Μας βρώμισε μια λέρα που δε μπορούμε να καθαρίσουμε
    μέσα στο υπερφυσικό σκουλήκιασμα,
    δεν είμαστε μόνο εμείς, δεν είναι το σπίτι, δεν είναι η πολιτεία μολεμένη,
    ο κόσμος ολάκερος είναι βρωμερός.
    Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό ! Πλύνε τον άνεμο ! Χώρισε την πέτρα από την πέτρα χώρισε το δέρμα από το χέρι χώρισε το μυώνα από το κόκαλο, και πλύνε τα, Πλύνε την πέτρα, Πλύνε το κόκαλο, Πλύνε το μυαλό, Πλύνε την ψυχή, Πλύνε τα Πλύνε τα !


    Ελληνική απόδοση ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
    http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=13&t=125707

    Απόσπασμα από τα "Δύο Χορικά" του Θεατρικού Έργου: "Φονικό στην Εκκλησία" του T. S. Eliot

    Απόσπασμα από τα "Δύο Χορικά"
    του Θεατρικού Έργου:
    "Φονικό στην Εκκλησία"
    του T. S. Eliot
    ...μια μοίρα πάνω στο σπίτι,
    μια μοίρα πάνω σου,
    μια μοίρα πάνω στον κόσμο.
    Τίποτε δε γυρεύουμε να γίνει.
    Εφτά χρόνια ζήσαμε ήσυχα,
    πετύχαμε να μη μας προσέχουν,
    ζώντας και ψευτοζώντας.
    Είχαμε τυραννία και χλιδή,
    είχαμε φτώχεια και παραλυσία,
    είχαμε ακόμη κάποιες αδικίες.
    Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
    ζώντας και ψευτοζώντας.
    Κάποτε μας λείπει το σιτάρι,
    κάποιες έχουμε καλή σοδειά,
    τον ένα χρόνο έχουμε βροχές,
    τον άλλο χρόνο αναβροχιά,
    τον ένα χρόνο τα μήλα περισσεύουν,
    τον άλλο χρόνο λείπουν τα δαμάσκηνα.
    Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
    ζώντας και ψευτοζώντας.
    Γιορτάσαμε τις γιορτές,
    πήγαμε στην εκκλησιά,
    φτιάξαμε μπύρα και μηλίτη,
    μαζέψαμε ξύλα για το χειμώνα
    κουβεντιάσαμε στη γωνιά του τζακιού,
    κουβεντιάσαμε στη γωνιά του δρόμου,
    κουβεντιάσαμε κι όχι πάντα ψιθυριστά,
    ζώντας και ψευτοζώντας.
    Είδαμε γάμους, γέννες και θανάτους,
    Είχαμε σκάνδαλα λογής-λογής,
    είχαμε φόρους που μας βασάνιζαν,
    είχαμε γέλια και κουτσομπολιά,
    εξαφανίστηκαν πολλές κοπέλες
    ανεξήγητα, και κάποιες που δεν είτανε γι αυτά.
    Όλοι μας είχαμε τους ατομικούς μας τρόμους,
    τους ιδιαίτερους Ίσκιους μας,
    τους μυστικούς μας φόβους.
    Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος έπεσε πάνω μας,
    φόβος όχι του ενός... μα του πλήθους,
    ένας φόβος σαν τη γέννηση και το θάνατο,
    όταν βλέπουμε τη γέννηση και το θάνατο μόνους
    μέσα σε ένα κενό, κατάμονους,
    Φοβούμαστε ένα φόβο
    που δε μπορούμε να γνωρίσουμε
    που δε μπορούμε ν' αντικρίσουμε,
    που κανείς δεν καταλαβαίνει,
    κι oι καρδιές βίας ξεριζώνονται,
    το μυαλό μας ξεφλουδίζεται
    σαν τις φλούδες κρεμμυδιού,
    και ο εαυτός μας χαμένος χαμένος
    -σ' έναν μελικό φόβο..
    που κανείς δεν καταλαβαίνει.
    απόδοση στα Ελληνικά.. από Γ. Σεφέρη
    ΠΗΓΗ http://lalunapiena.blogspot.gr/2010/02/t-s-eliot.html