Στην κουπαστή μιας γαλέρας θαρρούσα αποκοιμήθηκα,
ώσπου ξύπνησα σε γαλάρια στήθη νιας ομορφογυναίκας
με το χείλι που σπάραζε στο ρωγοβύζι της, γυμνό από
ενοχές. Λεβέντρα κόρη καραβοκύρη, Αυγουστιανή,
απ’ του μπάτη το παιχνίδισμα στον αφρό της ήβης,
θεά γυναίκα με του πελάγου τον γλαρό τον κόρφο,
αμάλαγη απ’ της ξενιτιάς το χέρι, καλέστρα μάνα
στων φιλιών μου τ’ αποπαίδια, δροσόκορφου αίνου
μάλαμα και της αγαπησιάς ντόμπρε δεσμώτη, θεά
απ’ ανθρώπου σάρκα που μυροβολάει ζωής ανάγκη,
ανεμοθώρητη πάνω στα ξάρτια της άστερης νυχτιάς
δες πώς γονυπετής μπροστά σου, δούλος της ομορφιάς,
πλανιέμαι για των νησιών σου τ’ απάτητα ακρογιάλια…
Πίσω μη δεις τη συμφορά μας, λαός της πλάκας τρέχει
σ’ αφηνιασμένα καταφύγια να κρυφτεί ο συρφετός, ωιμέ
που ήταν γονατιστός κάτω από σημαίες ξένες της δόξας
τάχα, ίσως χρυσά κουτάλια, ίσως πλούτοι, μα να η κατάντια!
Λεβέντρα κόρη πνίξε με κάλιο, μα μη γυρίσεις πίσω να δεις!