Share

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

ΑΣΠΡΗ ΜΕΡΑ (ΧΡΙΣΤΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΣΗΣ)


Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος, Ποίηση: Μάνος Ελευθερίου

''Λίγο ψωμί λίγες ελιές και το λυχνάρι
και το νερό της ξενιτιάς σου τ’ αλμυρό,
τ’ άλογα τρέχουν και χωρίς τον καβαλάρη
μα ποιος προφταίνει να κερδίσει τον καιρό,
τώρα που ο κόσμος είναι πόρτα με χορτάρι
κι όσο να ψάξω στη ζωή δε θα σε βρω.
Ποιος σου `χε τάξει να χαμογελάς τοξότη
με μιαν ευχή κι ένα φιλί σαν φυλαχτό;
Στην Προποντίδα να περάσεις στρατιώτης
και να πουλιέσαι στο παζάρι για σφαχτό,
ποιος σου `χε τάξει τη ζωή και τον καημό της
και να κοιμάσαι μ’ έναν ψεύτικο Θεό;
Ποιος φίλος έπαιξε τη μοίρα σου στα ζάρια,
πίσω από σένα ποιος μοιράζει τα χαρτιά,
ποιος κανονίζει τις αυγές και τα φεγγάρια
και ποιος αλλάζει τον βοριά και το νοτιά;
Τόσα ταξίδια και καημοί τόσα κουφάρια
άδικα πήγαν των αδίκων στην φωτιά.''

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2022

Μαριάννα Παπαμακαρίου - Το Ρήγμα | ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ

Μουσική: Σωκράτης Μάλαμας Στίχοι: Μάνος Τσιλιμίδης Δεν ανήκω πουθενά και κανείς δε μου ανήκει Μη με περιμένεις πια, μόνη στη Θεσσαλονίκη Δεν ακούω την καρδιά, δε γυρίζουν πίσω οι δρόμοι Δεν περνάω άλλη βραδιά μόνος πίσω απ’ το τιμόνι Πες πως ήταν μια ρωγμή κι άνοιξε μεγάλο ρήγμα Η ζωή μας μια στιγμή που δεν άφησε ούτε στίγμα Πες πως είμαι από γυαλί κι ότι έσπασα για σένα Κι ότι η πόλη αυτή που ζεις μετακόμισε στα ξένα Τα παλιά μας τα φιλιά ένας άνεμος σκορπάει Κι έχω μόνο μια καρδιά που μονάχη τριγυρνάει Για να έρθουμε κοντά έπρεπε να δίνω μάχη Και περίπτωση να ρθω σου το λέω δεν υπάρχει Πες πως ήταν μια ρωγμή κι άνοιξε μεγάλο ρήγμα Η ζωή μας μια στιγμή που δεν άφησε ούτε στίγμα Πες πως είμαι από γυαλί κι ότι έσπασα για σένα Κι ότι η πόλη αυτή που ζεις μετακόμισε στα ξένα Πες πως ήταν μια ρωγμή κι άνοιξε μεγάλο ρήγμα Η ζωή μας μια στιγμή που δεν άφησε ούτε στίγμα Πες πως είμαι από γυαλί κι ότι έσπασα για σένα Κι ότι η πόλη αυτή που ζεις μετακόμισε στα ξένα

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Ηέλτιος- Διεμπλοκή

Εδώ, στα πράγματα  που άφησες πίσω σου 

αναζητώ τη μορφή σου. Ίδια  μένουν, 

αμίλητα κι αμετάθετα. 


Περιδιαβαίνω στα καφέ και στα σοκάκια που περπάτησες, 

γυρίζω σπίτι και  σέρνω απαλά το χέρι στη ράχη  της καρέκλας  όπου σ' έβρισκε το πρωί, 

χαϊδεύω κι  εναγκαλίζομαι τα σεντόνια που σε σκέπασαν, 

σφίγγω το πρόσωπο στο προσκεφάλι κι εισπνέω το άρωμά σου

που όσο πάει και  σβήνει.


Έφυγες,  όμως  αλλού δεν πήγες. 

Δεν έχει άλλο κόσμο για σένα

όσο υπάρχω.

Δεν το είδανε καλά οι μύστες.

Κάπου εδώ κρύβεσαι/ σιμά μου.

Στο μέσα δωμάτιο 

στις πτυχές απ΄ τις κουρτίνες 

στις αναδιπλώσεις του χωρόχρονου, 

στις έλικες του εγκεφάλου, 

στην ακατάλυτη κβαντική διεμπλοκή μας. 


Το νοιώθω. Εδώ είσαι. Γι' αυτό κι ευωδιάζουνε τα ρόδα. 

Γι' αυτό και το τριζόνι τρυγάει το σταφύλι του δειλινού

γι' αυτό κι αναστενάζουνε τις νύχτες οι χορδές στα τρίχορδα

και στο Χάραμα σιμά ξυπνούν και  γαρύφαλλα κόκκινα

πετάνε στο ζεϊμπέκικο 

οι σκοτωμένοι.

5-6/11/2022

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Δόμνα Σαμίου - Κείνο το αστέρι το λαμπρό - Αργός σκοπός Ρούμελης

ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΤΑΛΚΑΣ- ΔΕΣΠΩ - ΚΕΙΝΟ Τ' ΑΣΤΕΡΙ .

Ekeino to asteri to lampro

ΚΕΙΝΟ Τ ΑΣΤΕΡΙ ΤΟ ΛΑΜΠΡΟ

Μωρή κοντούλα λεμονιά (Βησσανιώτισσα) - 'Αννη Ονουφρίου

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΠΟΤΑΣ · H IEΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΦΥΡΑΣ

 

Είχε χαράξει πάνω απ' την Εφύρα και ο Σίσυφος ανέβαζε ξανά το μεγάλο βράχο στην κορυφή. Κανείς δεν παίζει με την Περσεφόνη.Τα δεινά αιώνια εάν τα προκαλέσεις. Και εκεί, στο μικρό λιμάνι, οι στατήρες άλλαζαν χέρια. Σκληροί οι δρόμοι του εμπορίου μα τις περισσότερες φορές έχουν αντίκρυσμα έστω και ενός ημίδραχμου.
Είχε προσφέρει το σώμα της για τη σωτηρία της ψυχής. Ο ναός γνωστός σε όλο τον κόσμο μα οι πιό πολλοί τον πλησίαζαν για να δουν την ιέρεια. Στα μάτια της χρησμοί και όνειρα. Όλα είχαν αξία μιάς δραχμής και ενός αλάβαστρου γιομάτου αιθέρια έλαια. Όλα στο βωμό του εμπορίου; Πνευματικού ή μη; Μετράς τη δύναμη της μέθης σου. Η Περσεφόνη θα ορίσει και φέτος την άνοιξη με μόνο κόστος την πανδαισία των χρωμάτων. Κι ο ήλιος μαέστρος γητευτής θερμαίνει τα παγωμένα όνειρα του χειμώνα. Δεν είχε άλλη επιλογή. Θα πλήρωνε να εκπληρώσει την επιθυμία του. Χρέος στην ψυχή του. Χρέος στη φύση. Χρέος σε ό,τι πίστευε. Έφτανε μονάχα να κοιτάξει τα μάτια της και να πει: για τη θεά ετούτα, εννοώντας τα χρήματα και εσύ για μένα.
Κρατούσε τον αλάβαστρο στα χέρια του και μία επιθυμία στην ψυχή του. Κανείς δεν του είπε ότι τα περισσότερα όνειρα δεν πραγματώνονται αλλά αιωρούνται για να μας κρατούν ζωντανούς. Είχε κρατήσει τα χέρια της καθώς βάδιζε στο πέτρινο μονοπάτι. Εκεί αντίκρυσε τα πρώτα χαμομήλια να κρατάνε παρέα στις ροδόχρωμες παπαρούνες. Η άνοιξη είχε έρθει μπροστά στα βήματά του. Δεν έψαχνε άλλωστε πολλά πράγματα. Ήθελε να εξιλεώσει την ψυχή του στην πυρά της παντολέτειρας φύσης. Κοίταξε τα μάτια της κι ένα θλιμμένο χαμόγελο έφυγε να συναντήσει τους γλάρους που πέταγαν στο ακρογιάλι. Απίθωσε τον αλάβαστρο στα πόδια της μικρή προσφορά στην ευτυχία που ένοιωθε. Δεν τόλμησε να την αγγίξει. Ίσως πολλές φορές τα λόγια είναι περιττά για πράγματα που κατανοεί μόνο η ψυχή. Είχε δει στα μάτια της έναν άλλο κόσμο, ένα κόσμο που η ιερή φωτιά τον μεταμόρφωνε σε συναίσθημα. Μπόρεσε να βγάλει τα σανδάλια του για να αισθανθούν τα βήματά του την υγρή γη. Πόσο αλήθεια έμοιαζε με την ψυχή του... Αιώνιος γρίφος.
Ήρθε μονάχα να τον δει. Καμία διάθεση να του μιλήσει. Δεν είναι λίγες οι φορές που προσφεύγεις ικέτης στις κραυγές της ψυχής σου. Κι αυτές οι κραυγές είχαν νόημα. Από ιερό τρόμο κοίταξες μέσα σου για να βρεις την πηγή τους. Η ιέρεια στεκόταν και κοίταζε με ιδιαίτερη ηρεμία το πρόσωπό σου. Δεν θα έδινε λύση στο χρησμό. Είχες καταφέρει μόνος σου να τον ορίσεις. Ο βράχος του Σίσυφου θα ταλάνιζε για πάντα την ψυχή σου. Μόνο που αυτός ο βράχος θα έγραφε πλέον επάνω του μόνο το όνομά σου. Έκλεισες τα μάτια δημιουργώντας μέσα σου τους δρόμους που θα διαβούν οι ελπίδες σου. Άπλωσες το χέρι και κράτησες το γόνα της. Ικέτης και βασιλιάς μαζί. Είχες κερδίσει ένα θάνατο ... είχες χαράξει μιά νέα ζωή.
"Στο χορό σου ολάκερος θ' αφεθώ να με πάρεις
Ώ Μαινάδα τρισεύγενη
Στης ιερής σου μανίας τον πόθο
σαν το ζώο το ανήμπορο
θα συρθώ για θυσία
Και στη δάδα του Έρωτα
που αιχμάλωτο έχεις στη μαύρη ματιά σου
θα προσφέρω για δώρο το στερνό μου το λόγο.
Θυμίαμα θείο θ' ανεβεί στα ουράνια
Ώ ηδονές στης γυναίκας τη σάρκα !
Παιχνίδι ατέλειωτο μου χαρίζεις
Πτυχή ευτυχίας αλλόκοτης
με σημάδι θανάτου ντυμένη
Ώ ηδονές στης γυναίκας τη σάρκα !
Στα χέρια σου τ' άγρια θάρθει στιγμή
να κρατάς την ψυχή μου
πριν στου λαίμαργου Βάκχου σου
για βορά τη χαρίσεις στο στόμα
Μιά σπονδή νεκρική σου ζητώ να μου κάνεις
για το άψυχο σώμα
Δυό σταγόνες πικρής ηδονής
απ' του ονείρου παρθένας βγαλμένη
Σαν έρθει και πάλι πρωϊ
ένα δάκρυο μύρο στο άσπρο της μάγουλο
αργά θα κυλήσει
και ίσως έτσι μ'αυτή τη σπονδή
του θανάτου το χέρι
σαν παλάμη ικέτη φανεί
που αγγίζει απαλά του τρανού βασιλιά του το γόνα
Ώ Μαινάδα τρισεύγενη !
Γιά έναν έρωτα αλλοιώτικο θυσιάζω το σώμα"
Εδώ ο Διόνυσος ήτανε περιττός γιατί... είχες ανακαλύψει βαθιά μες την ψυχή σου το κλίμα της αιώνιας μέθης. Κι έτσι πορεύτηκες με το γλάρο της ακροθαλασσιάς και το κοράκι του Απόλλωνα στη χώρα των άλυτων χρησμών που ανθούν την Άνοιξη.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΜΠΟΤΑΣ
Μπορεί να είναι εικόνα μνημείο και εξωτερικοί χώροι
21
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2022

Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα | της Ζωής Δικταίου


Η γιαγιά, αυτή που μού έμαθε πολλά κι ας έλεγε πως ήταν η ίδια αγράμματη. Μαζί σκαρώναμε λέξεις, στιχάκια, λογοπαίγνια, ιστορίες. Το είχαμε για παιγνίδι. Το πρόσωπό της αυλάκωναν βαθιές χαρακιές οι ρυτίδες, μα και πάλι ξεχώριζες το φως στα σκούρα μάτια της και την περηφάνια στο βλέμμα. Τα χέρια της, ασυνήθιστα μακριά με πολύ λεπτά δάκτυλα, τα χέρια που με αγκάλιαζαν και με γέμιζαν χάδια. Χέρια αγαπημένα, αυτά που με άγγιξαν. Τις νύχτες τα κράταγε διπλωμένα ή ενωμένα μαζί πάνω στο στήθος της, η πιο ταπεινή απεικόνιση πίστης που έχω καταγράψει.
«Τα χέρια ανοίγουν τις πόρτες της φιλίας», έτσι έλεγε και είχε τόση γαλήνη ο τόνος της φωνής της, τόση, που πίστευα πως και το σκοτάδι σωριαζόταν σαν άδειο βελούδινο πανωφόρι στην καρέκλα, όταν μιλούσε, για να βρει κι αυτό τη γαλήνη. Η εικόνα της θύμησής της, είναι γεμάτη τρυφερότητα και καλοσύνη. Τι κι αν καλλιέργησα μόνη μου την ψευδαίσθηση της μονιμότητας, πως θα έμεναν όλα έτσι για πάντα, στην πιο απόμακρη γωνίτσα της καρδιάς και της σκέψης μου, όλα είναι εκεί, το ίδιο οικεία και με μια μεγαλοπρέπεια αλήθεια.
Κάθε φορά που ξαναφέρνω στη σκέψη μου τη μορφή της, αισθάνομαι και τα χέρια της και ξέρω πώς είναι να τα χέρια που αγγίζονται τρυφερά και με εμπιστοσύνη, που χαιρετούν με εγκαρδιότητα και παίζουν με τις πνοές του ανέμου, με το φως και το γέλιο του ήλιου. Πόσο όμορφα μύριζε το δέρμα τους. Με τη μυρωδιά μιας θαλασσινής αύρας στις χούφτες της κι ύστερα έτοιμα να με χειροκροτήσουν σε κάθε προσπάθεια. Με τα χέρια μετρούσε το καλό κι όταν καμιά φορά τα άπλωνε διστακτικά ήταν για να δεχτεί το ελάχιστο της αγάπης μου.
Κάποιες φορές την είχα δει με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό ικετεύοντας το φως ή με τα χέρια ανοικτά στη βροχή σαν να έκανε δέηση. Επαναλάμβανα τις κινήσεις της τότε, όπως σε ιεροτελεστία και χόρευα γύρω της νομίζοντας πως έκανα τον γύρο του κόσμου. Η γιαγιά ήταν ο κόσμος μου!
«Τα χέρια που με κράτησαν με αγάπη, με ασφάλεια και έμεινε φυλακτό η θύμηση τους, αυτά που κλείνουν στην αφή την τέχνη της καλοσύνης και τη μνήμη της αγάπης όταν με ένα άγγιγμα καταφέρνουν να λύσουν μαγικά τους κόμπους της ψυχής και να γράψουν καινούριους όρκους και υποσχέσεις ζωής», αυτά σκέφτομαι αναπολώντας εκείνες τις στιγμές μαζί της.
Την κοιτάζω στα μάτια κι ας είναι μόνο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία τώρα πια. Δε γίνεται να κρύψω τη συγκίνηση. Με προδίδουν τα χέρια που τρέμουν θαρρείς από τον ίδιο φόβο… «Μην σε χάσω γιαγιά…»
Κρατώ στο φως ένα κομμάτι από μια παλιά δαντέλα που είχε πλέξει και ήταν ραμμένη στο μαξιλάρι μου. Κοιτάζω ανάμεσα από τα ξεφτισμένα παραθυράκια που αφήνουν οι κλωστές και τα κιτρινισμένα λουλούδια. Η θέα του έξω κόσμου δεν είναι πια ίδια, δεν είναι σαν το πανηγύρι που ήταν τότε. Όλα άλλαξαν, όλα εκτός από τις αναμνήσεις. Αυτές, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα έχουν πάντα το δικαίωμα να τινάζουν τη σκόνη της λήθης μακριά. Και τι αστείο αλήθεια, σ’ αυτές τις αναμνήσεις ακόμη και οι κότες της γειτονιάς κακάριζαν πιο μελωδικά όταν έβγαιναν στα κοτέτσια και διαλαλούσαν τη γέννηση ενός αβγού! Αγαπώ αυτές τις επισκέψεις στο παρελθόν. Έχω την αίσθηση πώς έτσι συντηρώ μια ταυτότητα που δεν θα ήθελα να χάσω.
Κατά ένα περίεργο τρόπο τα ίδια χέρια, λευκές σκιές στο σκοτάδι της νύχτας, αυτά νιώθω να προστατεύουν ακόμη και τώρα τον ύπνο μου από τα σκοτάδια και τα άσχημα όνειρα και το πρωί, τα ίδια χέρια θαρρώ πως μού απλώνουν τη ζωή πάνω σε μια φέτα ζυμωτό ψωμί με φρέσκο βούτυρο, γλυκό κυδώνι και το περίσσευμα της ψυχής της.
Ευχαριστώ το Διαδικτυακό Περιοδικό Σβούρα

Ανδρέας Εμπειρίκος…«Η πόρτα»

 

«Άνοιξε η πόρτα κι έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οί-
κίσκου εφώναξαν “Ποιος είναι;”. Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε
εισέλθει και ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε-
κύκλιζε τον προ ολίγον στάσιμον αέρα- σαν να κτυ-
πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτε-
ρούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα-
νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
τόπος αγιότητας, σαν τόπος αγιωσύνης.»
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)
Μπορεί να είναι ασπρόμαυρη εικόνα εξωτερικοί χώροι και τοίχος από τούβλα
Costas Tsiantis