Η γιαγιά, αυτή που μού έμαθε πολλά κι ας έλεγε πως ήταν η ίδια αγράμματη. Μαζί σκαρώναμε λέξεις, στιχάκια, λογοπαίγνια, ιστορίες. Το είχαμε για παιγνίδι. Το πρόσωπό της αυλάκωναν βαθιές χαρακιές οι ρυτίδες, μα και πάλι ξεχώριζες το φως στα σκούρα μάτια της και την περηφάνια στο βλέμμα. Τα χέρια της, ασυνήθιστα μακριά με πολύ λεπτά δάκτυλα, τα χέρια που με αγκάλιαζαν και με γέμιζαν χάδια. Χέρια αγαπημένα, αυτά που με άγγιξαν. Τις νύχτες τα κράταγε διπλωμένα ή ενωμένα μαζί πάνω στο στήθος της, η πιο ταπεινή απεικόνιση πίστης που έχω καταγράψει.
«Τα χέρια ανοίγουν τις πόρτες της φιλίας», έτσι έλεγε και είχε τόση γαλήνη ο τόνος της φωνής της, τόση, που πίστευα πως και το σκοτάδι σωριαζόταν σαν άδειο βελούδινο πανωφόρι στην καρέκλα, όταν μιλούσε, για να βρει κι αυτό τη γαλήνη. Η εικόνα της θύμησής της, είναι γεμάτη τρυφερότητα και καλοσύνη. Τι κι αν καλλιέργησα μόνη μου την ψευδαίσθηση της μονιμότητας, πως θα έμεναν όλα έτσι για πάντα, στην πιο απόμακρη γωνίτσα της καρδιάς και της σκέψης μου, όλα είναι εκεί, το ίδιο οικεία και με μια μεγαλοπρέπεια αλήθεια.
Κάθε φορά που ξαναφέρνω στη σκέψη μου τη μορφή της, αισθάνομαι και τα χέρια της και ξέρω πώς είναι να τα χέρια που αγγίζονται τρυφερά και με εμπιστοσύνη, που χαιρετούν με εγκαρδιότητα και παίζουν με τις πνοές του ανέμου, με το φως και το γέλιο του ήλιου. Πόσο όμορφα μύριζε το δέρμα τους. Με τη μυρωδιά μιας θαλασσινής αύρας στις χούφτες της κι ύστερα έτοιμα να με χειροκροτήσουν σε κάθε προσπάθεια. Με τα χέρια μετρούσε το καλό κι όταν καμιά φορά τα άπλωνε διστακτικά ήταν για να δεχτεί το ελάχιστο της αγάπης μου.
Κάποιες φορές την είχα δει με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό ικετεύοντας το φως ή με τα χέρια ανοικτά στη βροχή σαν να έκανε δέηση. Επαναλάμβανα τις κινήσεις της τότε, όπως σε ιεροτελεστία και χόρευα γύρω της νομίζοντας πως έκανα τον γύρο του κόσμου. Η γιαγιά ήταν ο κόσμος μου!
«Τα χέρια που με κράτησαν με αγάπη, με ασφάλεια και έμεινε φυλακτό η θύμηση τους, αυτά που κλείνουν στην αφή την τέχνη της καλοσύνης και τη μνήμη της αγάπης όταν με ένα άγγιγμα καταφέρνουν να λύσουν μαγικά τους κόμπους της ψυχής και να γράψουν καινούριους όρκους και υποσχέσεις ζωής», αυτά σκέφτομαι αναπολώντας εκείνες τις στιγμές μαζί της.
Την κοιτάζω στα μάτια κι ας είναι μόνο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία τώρα πια. Δε γίνεται να κρύψω τη συγκίνηση. Με προδίδουν τα χέρια που τρέμουν θαρρείς από τον ίδιο φόβο… «Μην σε χάσω γιαγιά…»
Κρατώ στο φως ένα κομμάτι από μια παλιά δαντέλα που είχε πλέξει και ήταν ραμμένη στο μαξιλάρι μου. Κοιτάζω ανάμεσα από τα ξεφτισμένα παραθυράκια που αφήνουν οι κλωστές και τα κιτρινισμένα λουλούδια. Η θέα του έξω κόσμου δεν είναι πια ίδια, δεν είναι σαν το πανηγύρι που ήταν τότε. Όλα άλλαξαν, όλα εκτός από τις αναμνήσεις. Αυτές, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα έχουν πάντα το δικαίωμα να τινάζουν τη σκόνη της λήθης μακριά. Και τι αστείο αλήθεια, σ’ αυτές τις αναμνήσεις ακόμη και οι κότες της γειτονιάς κακάριζαν πιο μελωδικά όταν έβγαιναν στα κοτέτσια και διαλαλούσαν τη γέννηση ενός αβγού! Αγαπώ αυτές τις επισκέψεις στο παρελθόν. Έχω την αίσθηση πώς έτσι συντηρώ μια ταυτότητα που δεν θα ήθελα να χάσω.
Κατά ένα περίεργο τρόπο τα ίδια χέρια, λευκές σκιές στο σκοτάδι της νύχτας, αυτά νιώθω να προστατεύουν ακόμη και τώρα τον ύπνο μου από τα σκοτάδια και τα άσχημα όνειρα και το πρωί, τα ίδια χέρια θαρρώ πως μού απλώνουν τη ζωή πάνω σε μια φέτα ζυμωτό ψωμί με φρέσκο βούτυρο, γλυκό κυδώνι και το περίσσευμα της ψυχής της.
Ευχαριστώ το Διαδικτυακό Περιοδικό Σβούρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου