
Η ποιητική συλλογή «Λέξεις και Φύλλα» του Αλέξανδρου Βαναργιώτη εντάσσεται στο πλαίσιο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, με έντονα λυρικά και υπαρξιακά στοιχεία. Η νοηματική διάσταση του έργου είναι πολύπλευρη, με τον ποιητή να εστιάζει σε έννοιες όπως η απώλεια, η μνήμη, η αγάπη, η θλίψη και η ελπίδα. Η φύση λειτουργεί ως κεντρικό μοτίβο, με εικόνες που ανακαλούν την αίσθηση του κύκλου της ζωής και της αναγέννησης. Οι στίχοι του ποιητή είναι λιτοί, αλλά γεμάτοι συμβολισμούς, με τη χρήση της φύσης να γίνεται εργαλείο για την εξερεύνηση υπαρξιακών ερωτημάτων. Η δομή του βιβλίου, χωρισμένη σε θεματικές ενότητες, προσφέρει μια πολυεπίπεδη ανάγνωση, καθώς κάθε ενότητα εξερευνά διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας, από τη φύση και τις εποχές μέχρι την ποίηση, τη θρησκεία και την τέχνη. Πρόκειται για έργο ώριμο και κατασταλαγμένο, όπου η οικονομία του λόγου και η πύκνωση της εικόνας συνιστούν τα βασικά εκφραστικά του εργαλεία.
Η ενότητα «Φωλιές πελαργών» ανοίγει τη συλλογή με μια νοσταλγική διάθεση, ενώ οι ενότητες «Των εποχών» και «Της βροχής» εστιάζουν στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τον χρόνο. Η ενότητα «Των λουλουδιών» προσφέρει μια αισθητική ανάπαυλα, με τα λουλούδια να λειτουργούν ως σύμβολα ελπίδας και ομορφιάς. Στην ενότητα «Της ποίησης», ο Βαναργιώτης αναστοχάζεται τη φύση της ποιητικής δημιουργίας, ενώ η ενότητα «Του Βαν Γκογκ» αποτελεί μια ενδιαφέρουσα διακειμενική προσέγγιση, συνδέοντας την ποίηση με τη ζωγραφική και την τραγική φιγούρα του διάσημου ζωγράφου. Η ενότητα «Εορταστικά» προσθέτει μια πνευματική διάσταση στο έργο, με αναφορές στη θρησκεία και την ελπίδα, ενώ οι ενότητες «Παραινετικά» και «Του φεγγαριού» κλείνουν τη συλλογή με μια φιλοσοφική και υπαρξιακή διάθεση. Η τελευταία ενότητα, «Επιλογικά», λειτουργεί ως κατακλείδα, συνοψίζοντας την αγωνία και την ελπίδα που διατρέχουν το έργο.
Στις πιο καίριες στιγμές της συλλογής, η ποίηση αποκτά υπαρξιακό βάθος. Το απόσπασμα «Δεν με φοβίζουν / τα δρεπάνια που θα ’ρθουν. / Ντύθηκα αγάπη» (σελ. 8) αποτελεί ίσως τον πυρήνα αυτής της φιλοσοφικής στάσης. Στο σημείο αυτό, ο ποιητής δείχνει πως ο «δρεπανηφόρος χρόνος» ή ο θάνατος δεν προκαλούν δέος: η αντίσταση του ποιητικού υποκειμένου δεν είναι ούτε ηρωική ούτε μοιρολατρική, αλλά βαθιά ανθρωπιστική. Η αγάπη, ως υπαρξιακή ένδυση, συνιστά το μόνο αληθινό καταφύγιο απέναντι στη φθορά. Εδώ ο Βαναργιώτης συνομιλεί με την αρχαιοελληνική τραγικότητα αλλά και με τον χριστιανικό στοχασμό, αναδεικνύοντας την αγάπη ως υπέρβαση του μηδενός.
Ανάλογη είναι η δύναμη του αποσπάσματος «Ριγούν τα δέντρα. / Θυμούνται τη γύμνια τους / κάθε που βρέχει.» (σελ.16). Με δύο μόνο εικόνες, του ρίγους και της γύμνιας, ενεργοποιείται ένα πλέγμα σημασιών που υπερβαίνει τη φυσική περιγραφή. Το ρίγος των δέντρων δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της βροχής, αλλά μεταφορά για το ανθρώπινο βίωμα της ευαλωτότητας. Η γύμνια εδώ δεν αφορά μόνο την απώλεια φύλλων αλλά παραπέμπει στην υπαρξιακή γύμνια, στη στιγμή όπου ο άνθρωπος αναμετράται με την αλήθεια του εαυτού του, δίχως περιβλήματα και άμυνες. Η φύση αποκτά σχεδόν ανθρώπινη μνήμη, δηλαδή η επανάληψη των εποχών κουβαλά το βάρος μιας συλλογικής εμπειρίας φθοράς. Έτσι, η εικόνα αποκτά και φιλοσοφική διάσταση: ο κύκλος της βροχής και της γυμνότητας λειτουργεί ως υπόμνηση της αδιάκοπης επιστροφής του ίδιου.
Ένας χαρακτηριστικός στίχος της συλλογής «Στα ταξίδια τους / τα σύννεφα τρέχοντας / ποιον ψάχνουν να ’βρουν;» (σελ.18) αποτυπώνει την αίσθηση της αδιάκοπης κίνησης και μεταβολής. Το ερώτημα που θέτει ο στίχος, «ποιον ψάχνουν να ’βρουν;», λειτουργεί ως υπαρξιακή απορία: πίσω από τη φυσική εικόνα υποβόσκει η ανθρώπινη αγωνία για τον σκοπό και τον προορισμό της ζωής. Τα σύννεφα, εφήμερα και συνεχώς μεταβαλλόμενα, γίνονται μεταφορά της ανθρώπινης περιπλάνησης , της αναζήτησης του άλλου, του νοήματος, ή ακόμη και μιας χαμένης πληρότητας.
Η δύναμη του στίχου βρίσκεται στην ανοιχτότητα του, δεν δίνει απάντηση αλλά αφήνει την ερώτηση να αιωρείται, σαν τα ίδια τα σύννεφα που δεν στέκονται πουθενά. Αυτή η ποιητική ασάφεια ενισχύει τον στοχαστικό χαρακτήρα της συλλογής, όπου η φύση δεν προσφέρει λύσεις, αλλά καθρεφτίζει τις ανθρώπινες ανησυχίες. Στο ευρύτερο πλαίσιο του έργου, τα σύννεφα προστίθενται στον κατάλογο των φυσικών στοιχείων (φύλλα, δέντρα, βροχή, ήλιος) που μετατρέπονται σε καθολικά σύμβολα όπου το εφήμερο αποκτά φωνή και εκφράζει την συνεχή ανθρώπινη αναζήτηση.
Στην ενότητα «Του Βαν Γκογκ» ο Βαναργιώτης απευθύνεται σε δύο από τα πιο εμβληματικά έργα του ζωγράφου: τα Ηλιοτρόπια και την Έναστρη Νύχτα. Στον πρώτο άξονα, τα Ηλιοτρόπια μετατρέπονται σε υπαρξιακή αλληγορία «Σαν την ψυχή ψάχνετε / πάντα τον ήλιο.» (σελ.24). Το απόσπασμα αυτό αποτυπώνει την ακατάπαυστη στροφή του ανθρώπου προς το φως, την επιθυμία για υπέρβαση, για πρόσβαση σε μια πηγή νοήματος που παραμένει διαρκώς απρόσιτη. Όπως ο Βαν Γκογκ ύψωνε το βλέμμα του προς το άπλετο φως, γνωρίζοντας ταυτόχρονα το βάρος της θνητής μοίρας, έτσι και η ψυχή στον στίχο αναγνωρίζεται ως ηλιοτρόπιο, εύθραυστη αλλά επίμονη στην αναζήτηση. Η μεταφορά δεν αφορά μόνο την καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, που βρίσκει στο φως το στοιχείο της ελπίδας και της αντίστασης στη φθορά.
Το δεύτερο απόσπασμα, «Έναστρη νύχτα. / Του ερέβους διασπάς / τη συνέχεια.» (σελ.25), έρχεται να συμπληρώσει τη διαλεκτική σχέση φωτός και σκότους. Εδώ η νύχτα, αντί να λειτουργεί ως απειλή ή στασιμότητα, αποκαλύπτεται ως πεδίο ρήξης, το σκοτάδι δηλαδή δεν είναι αδιαίρετο, αλλά διαπερνάται από άστρα, από ρωγμές φωτός που θραύουν την απόλυτη νύχτα. Η αναφορά στην Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ δεν είναι απλώς εικαστική, αλλά μετατρέπεται σε φιλοσοφική δήλωση ότι ακόμη και στο βαθύτερο σκοτάδι υπάρχει δυνατότητα διαφάνειας και προοπτικής. Έτσι, τα δύο αποσπάσματα, «Ηλιοτρόπια» και «Έναστρη Νύχτα», συνθέτουν ένα ποιητικό δίπολο: η ψυχή αναζητά τον ήλιο της ημέρας αλλά και αναγνωρίζει τα άστρα της νύχτας. Το φως δεν είναι ποτέ απόλυτο, ούτε το σκοτάδι τελεσίδικο. Η ποίηση, όπως και η ζωγραφική του Βαν Γκογκ, αναδεικνύεται ως το πεδίο όπου συνυπάρχουν και αλληλοδιαπερνούνται τα δύο.
Σε υφολογικό επίπεδο, ο ποιητής αποφεύγει τον ρητορικό στόμφο αλλά προτιμά την αφαίρεση, τη σιωπηλή υποβολή, τον υπαινιγμό. Το αποτέλεσμα είναι μια ποίηση που δεν εξαντλείται στην πρώτη ανάγνωση αλλά απαιτεί βραδύτητα και περισυλλογή. Το «λίγο» γίνεται «πολύ», η λιτότητα αποκτά βάθος.
Το «Λέξεις και Φύλλα» είναι μια ποιητική συλλογή που καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στη λυρικότητα και τη φιλοσοφική αναζήτηση, προσφέροντας στον αναγνώστη μια βαθιά και πολυδιάστατη εμπειρία. Ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης αποδεικνύεται ένας ποιητής που ξέρει να χειρίζεται τη γλώσσα με δεξιοτεχνία, δημιουργώντας εικόνες και συναισθήματα που μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη. Το έργο του αξίζει να μελετηθεί τόσο για την αισθητική του αξία όσο και για την υπαρξιακή του διάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου