Μέσ' από μιά ροδακινιά ξανθή
Ὁ Αὔγουστος τὶς χάρες του σκορπίζει
'Σὰν τὸ χλωρὸ ροδάκινο ἀνθεῖ:
Καρποβολοῦν 'ς τὸ διάβα του οἱ κάμποι,
Τὸ κῦμ' ἀνατριχιάζ', ἡ νύχτα λάμπει.
'Σ τὴ γῆ πατεῖ τὸ πόδι, καὶ λευκὰ
Κι' ἀρχοντικὰ τὰ κρίνα θὲ ν' ἀνοίξουν·
Τὰ χέρια του 'ς τὰ κλήματα θὰ 'γγίξουν,
Καὶ 'σὰ' ματάκια μαῦρα ἡδονικά,
'Σὰ' νάεινε κεχριμπάρια, ἢ κόρης χείλια,
Γυαλίζουν μέσ' 'ς τἀμπέλια τὰ σταφύλια.
Γλυστρᾷ τὸ φύσημά του 'ς τὰ νερά,
Καὶ νὰ τὰ μαϊστράλια τὰ δροσάτα
Τὰ πρῶτα τοῦ φθινόπωρου μαντάτα
Μᾶς φέρνουν 'ς τὰ γαλάζια τῶν φτερά.
Ἀπ' τἁλωνάρη τὶς φωτιὲς ψημμένη
Ἡ γῆ τὸν λαχταρεῖ, καὶ ξανασαίνει.
Τὸν βλέπει τὸ Φεγγάρι ἀπὸ 'ψηλὰ
Καὶ τὸ χτυποῦν τοῦ Ἔρωτα οἱ σαΐτες,
Καὶ μ' ὅλα του τὰ κάλλη, τοὺς μαγνῆτες.
Στολίζεται καὶ σείεται καὶ γελᾷ,
Καὶ πέρνει ἀκόμ' ἀπ' τἄστρα, καὶ ἀπὸ 'κεῖνα,
Κάθε γλυκειὰ τρεμουλιασμένη ἀκτῖνα.
'Σ τ' Αὐγούστου τὸ φεγγάρι ἕναν καιρὸ
'Νυχτέρευαν 'ς αὐλὲς καὶ παραθύρια
Οἱ λιγερὲς μὲ πούλιες καὶ τιρτίρια
Κεντῶντας ἀκριβῶν προικιῶν σωρό.
Γι' αὐτὸ 'χουν τὰ παλῃὰ κεντίδια χάρι
'Σὰν νὰ τοῖς μένῃ κἄτι ἀπὸ φεγγάρι.
'Σ τ' Αὐγούστου τὸ φεγγάρι μὲ μαλλιὰ
Σγουρόξανθα 'ς τὴν πόρτ' ἀκουμπισμένη
Μιὰ κόρη τὸν καλό της περιμένει...
Τἄστρο κ' ἡ κόρη μιὰ φεγγοβολιὰ
Σκορπίζουνε· μιὰ γνώμη λὲς πῶς κλειοῦνε,
Καὶ μὲ τὸν ἴδιο πόνο ἀγαποῦνε.
Αὔγουστος 1883.
Πηγή: Κ. Παλαμᾶ, Ἅπαντα, Τόμος Α΄. Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΟΥ, ΜΗΝΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου