Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σταθμός Λιτοχώρου
Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου ή αρχή. Είναι το φέγγρισμα
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
Δε θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό,
το πάθος πού ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα
γίνεται πνευματική αγωνία,
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου