"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019
You are with me / V. Tsabropoulos, N. Karantzi / Album "Eleison"
Ψαλμός κβ´ (22ος) - Κύριος ποιμαίνει με
Κύριος ποιμαίνει με καὶ οὐδέν με ὑστερήσει.εἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐξέθρεψέ με,
τὴν ψυχήν μου ἐπέστρεψεν. ὡδήγησέ με ἐπὶ τρίβους δικαιοσύνης ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ.
ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ· ἡ ῥάβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὗταί με παρεκάλεσαν.
ἡτοίμασας ἐνώπιόν μου τράπεζαν, ἐξεναντίας τῶν θλιβόντων με· ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου, καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον.
καὶ τὸ ἔλεός σου καταδιώξει με πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.
Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2019
ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης **
Μουσική - Ερμηνεία: Μίκης Θεοδωράκης
Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.
Παλληκάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.
Παλληκάρι χλωμό
σ' ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π' αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.
Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019
Ο πειρασμός, του Πιερ Πάολο Παζολίνι
Βλέπω τη ζωή που έζησα
κάτω από το σημάδι μιας αλήθειας άγνωστης
έτσι, που όλη χάνεται
κι όλη πάνω μου θα ξαναπέσει…
Ήρθα από μακριά
από το άγνωστο, σχεδόν στην καρδιά
στον χρόνο, σχεδόν αισθάνομαι ήδη
τον τρόμο εκείνου που πεθαίνει…
Κι είναι ανέγγιχτη ακόμα η ζωή μου.
Ακόμα την ονειρεύομαι, τη χάνω.
Από άγνωστο σε άγνωστο είναι ατέλειωτη
η φυγή στον χρόνο της νεότητας
σ’ έναν άκτιστο χρόνο που σκορπίζει
στις μέρες που έζησα στο όνειρο.
Στο όνειρο που ο αγνός το νομίζει
για παιχνίδι με το κακό και τη συγχώρεση.
Ήρθα αγνός στη ζωή.
Όσο περισσότερο αμάρτησα, τόσο πιο άδολος
κι άφοβος έπαιξα την παρτίδα.
Χαμένη ή κερδισμένη, άλλο τόσο επιμένω.
κάτω από το σημάδι μιας αλήθειας άγνωστης
έτσι, που όλη χάνεται
κι όλη πάνω μου θα ξαναπέσει…
Ήρθα από μακριά
από το άγνωστο, σχεδόν στην καρδιά
στον χρόνο, σχεδόν αισθάνομαι ήδη
τον τρόμο εκείνου που πεθαίνει…
Κι είναι ανέγγιχτη ακόμα η ζωή μου.
Ακόμα την ονειρεύομαι, τη χάνω.
Από άγνωστο σε άγνωστο είναι ατέλειωτη
η φυγή στον χρόνο της νεότητας
σ’ έναν άκτιστο χρόνο που σκορπίζει
στις μέρες που έζησα στο όνειρο.
Στο όνειρο που ο αγνός το νομίζει
για παιχνίδι με το κακό και τη συγχώρεση.
Ήρθα αγνός στη ζωή.
Όσο περισσότερο αμάρτησα, τόσο πιο άδολος
κι άφοβος έπαιξα την παρτίδα.
Χαμένη ή κερδισμένη, άλλο τόσο επιμένω.
Μετάφραση Κωνσταντίνος Μούσσας από τα άπαντα του Παζολίνι Bestemia
(Poesie Disperse σελ. 1657)
Μαρία Φαραντούρη - Antonito El Camborio 1 - Μ. Θεοδωράκης
Ποίηση: Federico Garcia Lorca.
Ποιητική απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Κάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς και στη Σεβίλλια πάει.
Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαμψός από του φεγγαριού το φως.
Κάποτε λίγο σταματά, κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει και να το χρυσαφώσει.
Εκεί στης ακροποταμιάς το μονοπάτι να, τον φτάνουν
κάτω απ' τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.
Αποβραδίς η ώρα οχτώ τον σέρνουν σε κελί μικρό
απέξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί και βλαστημάνε.
Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019
Ηέλτιος- Α1
Βαθιά άκρατα μεσάνυχτα.
Πάνω λαμπυρίζουν τ’ άστρα κι απλώνεται γαλακτόχρωμος ο ουράνιος
ποταμός.
Αίφνης κατακόρυφα,
πάνω από το μνήμα του Εμπειρίκου*
μυστήρια ταραχή ταρακουνάει τ' άστρα κι οξύ βέλασμα βγάζει
ο Μέγας Κριός.
Πάνω λαμπυρίζουν τ’ άστρα κι απλώνεται γαλακτόχρωμος ο ουράνιος
ποταμός.
Αίφνης κατακόρυφα,
πάνω από το μνήμα του Εμπειρίκου*
μυστήρια ταραχή ταρακουνάει τ' άστρα κι οξύ βέλασμα βγάζει
ο Μέγας Κριός.
Μακάριοι οι αγρυπνούντες και ακούσαντες
ότι αυτοί σωθήσονται.
Το πρωί, όσοι κίνησαν ν’ ανεβούν τον Όλυμπο
και σκέφτηκαν την ανηφόρα κοντοστάθηκαν
κι είπαν να μείνουν στις ταβέρνες χαμηλά, τα καφέ
και τα σφαγεία.
ότι αυτοί σωθήσονται.
Το πρωί, όσοι κίνησαν ν’ ανεβούν τον Όλυμπο
και σκέφτηκαν την ανηφόρα κοντοστάθηκαν
κι είπαν να μείνουν στις ταβέρνες χαμηλά, τα καφέ
και τα σφαγεία.
24-10-2019
*''εν βέλασμα που όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα''.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Το Μέγα Βέλασμα
*''εν βέλασμα που όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα''.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Το Μέγα Βέλασμα
Anna Magnani - Dicitencello Vuje
You tell her this
Tell it to her, to this friend of yours
that I lost my sleep and my thoughts,
that I'm always thinking of her
that she’s my whole life,
and there’s something I’d like to tell her myself
but I don't know how to tell her
[Refrain:]
I love her a lot,
I love her more than a lot.
You tell her this
I won’t ever forget her,
she’s a passion,
stronger than a chain
that torments my soul
and doesn’t let me live
Tell her that she’s a rose of May,
that is much more beautiful than a sunny day.
From her lips
that are fresher than violets
I still want to hear
That she’s in love with me
(refrain)
A glistening teardrop is about to fall,
tell me for a moment, who do you think of?
With such sweet eyes
thyself alone is staring at me.
Let’s do away with these masks
let us speak the truth
I love you a lot,
I love you more than a lot.
It’s you this chain
that will not ever break.
Gentle dream
my flesh is yearning for,
I seek after you like the air,
I need you in order to live
Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019
Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019
Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019
Νικηφόρος Βρεττάκος ποίηση 1.
Ποίηση: Νικηφόρος Βρεττάκος
Απαγγελία: Ανέστης Κιουρκτσίδης Mουσικός αυτοσχεδιασμός στο πιάνο: Δημήτρης Δημητρίου
Επιμέλεια ήχου: Νίκος Νικολαϊδης
Τὸ παιδὶ μὲ τὴ σάλπιγγα
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου. Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ. Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων.
Ἐγὼ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια
Μαζεύω τὰ πεσμένα στάχια νὰ σοῦ στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω μὲ τὸ σπασμένο χέρι μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπ᾿ τὸν ἥλιο
νὰ σοῦ τὸ στείλω νὰ ντυθεῖς. Ἔμαθα πὼς κρυώνεις.
Τὴν πράσινή σου φορεσιὰ νὰ τὴν φορέσεις τὴν Λαμπρή!
Θὰ τρέξουν μ᾿ ἄνθη τὰ παιδιά.Θὰ βγοῦν τὰ περιστέρια,
κ᾿ ἡ μάνα σου μὲ μιὰ ποδιά, πλατιά, γεμάτη ἀγάπη!
Πάρε ὅποιο δρόμο, ὅποια κορφή, ρώτα ὅποιο δένδρο θέλεις
Μ᾿ ἀκοῦς; Οἱ δρόμοι ὅλης της γῆς βγαίνουνε στὴν καρδιά μου!
Μὴν ξεχαστεῖς κοιτάζοντας τὸ φῶς. Τ᾿ ἀκοῦς;... Νἀρθεῖς!
Σοῦ στήνω μία καλύβα
Σοῦ στήνω μία καλύβα, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἕνα κῆπο νὰ περπατᾷς,ἕνα ρυάκι νὰ καθρεφτίζεσαι, μιὰ πλούσια πράσινη φραγὴ νὰ μὴν σὲ βρίσκει ὁ ἄνεμος
ποὺ βασανίζει τοὺς γυμνοὺς - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Σοῦ στήνω τ᾿ ὅραμά σου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς λόφους,
νὰ σοῦ φυσάει τὸ φόρεμα ἡ δύση μὲ δυὸ τριαντάφυλλα,
νὰ γέρνει ὁ ἥλιος ἀντίκρυ σου καὶ νὰ μὴ βασιλεύει,
νὰ κατεβαίνουν τὰ πουλιὰ νὰ πίνουνε στὶς φοῦχτες σου
τῶν παιδικῶν ματιῶν μου τὸ νερὸ - στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων!
Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019
Σεπτέμβριος • Ορφέας Περίδης
Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
το φεγγάρι ονειρόπολο σ' ένα κρύσταλλο, ένα θολό
Γελαστοί θεατές του αόρατου θιάσου
στην ηχώ των ποιημάτων, στην αυλή είναι των θαυμάτων
Τραγουδάει ο χορός έναν ήλιο φωτεινό
το τραγούδι λέει των άστρων, των απόρθητων των κάστρων
Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
είναι οι ψυχές κρατήρες, οι αποταμιευτήρες
το φεγγάρι ονειρόπολο σ' ένα κρύσταλλο, ένα θολό
Γελαστοί θεατές του αόρατου θιάσου
στην ηχώ των ποιημάτων, στην αυλή είναι των θαυμάτων
Τραγουδάει ο χορός έναν ήλιο φωτεινό
το τραγούδι λέει των άστρων, των απόρθητων των κάστρων
Τρυγητές των καιρών αποστάζουν τις στιγμές
είναι οι ψυχές κρατήρες, οι αποταμιευτήρες
Ανδρέας Εμπειρίκος…«Η πόρτα»
«Άνοιξε η πόρτα κι έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οί-
κίσκου εφώναξαν “Ποιος είναι;”. Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε
εισέλθει και ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε-
κύκλιζε τον προ ολίγον στάσιμον αέρα- σαν να κτυ-
πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτε-
ρούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα-
νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
τόπος αγιότητας, σαν τόπος αγιωσύνης.»
κίσκου εφώναξαν “Ποιος είναι;”. Βλέποντας δε ότι ουδείς είχε
εισέλθει και ότι απάντησις καμία δεν ήρχετο, οι εντός του
δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως, η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι
ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το
κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που
ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανε-
κύκλιζε τον προ ολίγον στάσιμον αέρα- σαν να κτυ-
πούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτε-
ρούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρα-
νών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα
όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς
κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια
που περιείχε το δοχείον μεγάλωσαν ακαριαίως σαν άνθη κή-
που αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν
τόπος αγιότητας, σαν τόπος αγιωσύνης.»
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)