Lyrics/Στίχοι
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου κατεστραμμένα από την τρέλα. Να λιμοκτονούν, γυμνά, υστερικά. Να σέρνονται μέσα στους νέγρικους δρόμους, ξημερώματα, γυρεύοντας μια άγρια δόση. Χίπστερς, αγγελόμορφοι, που καίγονταν για τον αρχαίο επουράνιο δεσμό, με το αστρικό δυναμό στη μηχανή της νύχτας. Φτωχοί και ρακένδυτοι, με βαθουλωμένα μάτια, που φτιαγμένοι, ξενυχτού- σαν καπνίζοντας , στο υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων, αιω- ρούμενοι πάνω από τις κορυφές των πόλεων, αφοσιωμένοι στη τζαζ. Αυτοί που μοίρασαν αριστερίστικες μπροσούρες στη Γιούνιον Σκουέαρ. Που σβήσανε αργά, σαν εικόνες σε απέραντες άθλιες ταινίες, μετατοπίστη- καν στο όνειρο, ξύπνησαν σε ένα απροσδόκητο Μανχάταν, σύρθηκαν έξω από τα υπόγεια με πονοκέφαλο, τους τρόμους των σιδερένιων ονείρων της 3ης Λεωφόρου. Και τράβηξαν, παραπατώντας για τα γραφεία ανεργίας. Αυτοί που τρελαθήκανε στις φυλακές, με τη γοητεία της πραγματικότητας στις καρδιές, που τραγουδούσαν γλυκά μπλουζ στο Αλκατράζ, ροκ`ν ρολλάροντας σε μεσονύχτια μοναχικά παγκάκια, τύμβους αρχέγονους, πέτρινες πύλες προς το βασίλειο του έρωτα και την έρημη επικράτεια της αγάπης. Ένα όνειρο ζωής, ένας εφιάλτης, σώματα που γίνανε πέτρα, βαριά, σαν το φεγγάρι. Ω Καρλ, όσο δεν είσαι ασφαλής εσύ, δεν είμαι ούτε εγώ και τώρα είσαι στ' αλήθεια μέσα στην απόλυτα κτηνώδη σούπα του Χρόνου.