Κρατήθηκα απ’ το χέρι σου καθώς βασίλευε ο ήλιος,
μα επέμεινα νοερά να τον κοιτάζω,
έτσι όπως συνέχιζε το ταξίδι του στα ουράνια διαστήματα,
κι εναλλάσσονταν πάνω στη Γη το φως και το σκοτάδι.
Πίσω απ’ τη νύχτα συνέχιζε τη λαμπερή περιφορά του
θνητός- ωσάν κι εσένα ωσάν κι εμένα-,
αλάθητα σαλπίζοντας κάθε αυγή απ΄των βουνών τις κορφές
του κόσμου το θαύμα.
Σε καιρούς μακρινούς μ΄οδήγααν οι σκέψεις μου,
σε μονοπάτια δύσβατα, γεμάτα βάτα και τσουκνίδες,
πού’ βγαζαν στου Ομήρου τ’ ακρογιάλια,
στο ακροθαλάσσι του Πρωτέα
όπου έφτασα καταμεσήμερο πελιδνός
ιστίο γυρεύοντας και πόρο για την Ιθάκη.
Περπάτησα μερόνυχτα ξυπόλητος πάνω στην άμμο
μέχρι που βρέθηκα στα δρεπανόμορφα καράβια:
κοντά σε γέρους θαλασσινούς που κοίταζαν το κύμα και μίλαγαν
για αστερισμούς και θαλάσσια στοιχειά,
σε γενειοφόρους που χάραζαν σχήματα στην άμμο και ξύνανε το γένι τους
καθώς μετρούσαν τις σκιές από το μπόι τους,
και άλλους πιο κει που έπαιζαν τη λύρα, τραγουδώντας και χορεύοντας,
ή διηγούνταν ιστορίες από ξένους τόπους ενώ με το χέρι τους
χάραζαν επάνω στα όστρακα
γράμματα και σχήματα που τα σεβάστηκε ο καιρός.
Προσπάθησα μια ζωή να τα εννοήσω καταμεσής του πελάγους μοναχός,
περιμένοντας τις θύελλες και τις τρικυμίες πάνω μου να ξεσπάσουν
μήπως κι απ’ το εγώ μου κάποτε λευτερωθώ,
μήπως για μια στιγμή την εύνοια της μοίρας τύχω και μεσ' το φως της αστραπής
-τη ράχη αδράζοντας του δελφινιού- τ’ άπιαστο αξιωθώ
και έστιν κράξω:
Πυρ αείζωον,
Φύσις αυτοπάτωρ απάτωρ,
Αγέννητον εόν και ανώλεθρον.
Πώς αλλιώς;
Πώς να ξεφύγεις: «απ’ αυτό που δε δύει ποτέ;»
απ’ αυτό που είναι και κρύβεται βαθιά μέσα σου,
από το κοινό και αβύθιστο Είναι μας
που επιτρέπει να με κατανοείς και να σε γνοιάζομαι,
να σε αισθάνομαι και με νοιώθεις-
ν’ ανοίγω τα μάτια κι εσύ να βλέπεις
να σε κόβει το μαχαίρι κι εγώ να πονώ;
Πώς αλλιώς ;
Έσφιξα το χέρι σου καθώς κατέβαινα τα σκαλοπάτια
κι ένοιωσα στη φλέβα σου να πάλλει σα χορδή
του επέκεινα ο παλμός.
26/2/22