Ισως
στο ζώδιο του Εγώκαιρου
μήτε η σταύρωση
μήτε η ταφή
να έχουν πια σημασία.
Μήτε κι ο σπαραγμός της μάνας
κι οι κοπετοί.
'Ολα μοιάζουν να περνούν σαν σε καθρέπτη
αφήνοντας πίσω απ΄τα μάτια
ανταύγειες μόνο κι αναθυμιάσειες
του κενού της απουσίας.
Άραγε θα μπορέσει η μέριμνα της τσίκνας
να φέρει γύρω από το εορταστικό τραπέζι
πρόσωπα που μοιράστηκαν μ’ Εκείνον και
βίωσαν
τα πάθη και τον πόνο Του και
λύγισαν στης μάνας Του το θρήνο;
M’ αν δεν το μπόρεσαν για Εκείνον,
τότε πώς να συναισθανθούν εσένα και να
σε γνοιαστούν καταδιωγμένε άνθρωπε:
άνεργε, ανέστιε, αφανή, ά-πολη;
Σέρνεσαι στους δρόμους μοναχός
μένεις δίχως φως έγκλειστος μες τους
τέσσερις τοίχους
χωρίς νάχεις κάποιον να προσμένεις
μια λέξη για να πεις και να κοινωνήσεις
της πίκρας σου το ποτήρι, τη δίψα σου,
το πάθος για ζωή.
Μα αν δεν κοινωνούνται η πίκρα, ο πόνος,
η στέρηση, το πάθος,
τότε από πού αδελφέ να ρθει η Ανάσταση,
η Ελπίδα
κι η Επανάσταση;
15-4-2017