Κυκλάμινο κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις
Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Πάλι με την άνοιξηφόρεσε χρώματα ανοιχτάκαι με περπάτημα αλαφρύπάλι με την άνοιξη5πάλι το καλοκαίριχαμογελούσε.
Μέσα στους φρέσκους ροδαμούςστήθος γυμνό ώς τις φλέβεςπέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή10πέρα απ’ τους άσπρους γέροντεςπου συζητούσαν σιγανάτί θα ’τανε καλύτερονα παραδώσουν τα κλειδιάή να τραβήξουν το σκοινί15να κρεμαστούνε στη θηλιάν’ αφήσουν άδεια σώματακει που οι ψυχές δεν άντεχανεκεί που ο νους δεν πρόφταινεκαι λύγιζαν τα γόνατα.
20Με τους καινούριους ροδαμούςοι γέροντες αστόχησανκι όλα τα παραδώσανεαγγόνια και δισέγγονακαι τα χωράφια τα βαθιά25και τα βουνά τα πράσινακαι την αγάπη και το βιοςτη σπλάχνιση και τη σκεπήκαι ποταμούς και θάλασσα·και φύγαν σαν αγάλματα30κι άφησαν πίσω τους σιγήπου δεν την έκοψε σπαθίπου δεν την πήρε καλπασμόςμήτε η φωνή των άγουρων·κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά35κι ήρθε η μεγάλη στέρησημαζί μ’ αυτή την άνοιξηκαι κάθισε κι απλώθηκεωσάν την πάχνη της αυγήςκαι πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά40μέσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησεκαι την ψυχή μας τύλιξε.
Μα εκείνη χαμογέλασεφορώντας χρώματα ανοιχτάσαν ανθισμένη αμυγδαλιά45μέσα σε φλόγες κίτρινεςκαι περπατούσε ανάλαφραανοίγοντας παράθυραστον ουρανό που χαίροντανχωρίς εμάς τους άμοιρους.50Κι είδα το στήθος της γυμνότη μέση και το γόνατοπως βγαίνει από την παιδωμήνα πάει στα επουράνιαο μάρτυρας ανέγγιχτος55ανέγγιχτος και καθαρός,έξω απ’ τα ψιθυρίσματατου λαού τ’ αξεδιάλυταστον τσίρκο τον απέραντοέξω απ’ το μαύρο μορφασμό60τον ιδρωμένο τράχηλοτου δήμιου π’ αγανάχτησεχτυπώντας ανωφέλευτα.
Έγινε λίμνη η μοναξιάέγινε λίμνη η στέρηση65ανέγγιχτη κι αχάραχτη.
16 Μαρτίου 1939
|