"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Κυριακή 19 Απριλίου 2015
Τρίτη 7 Απριλίου 2015
Ηέλτιος, Αιτία
Ω άθετη αυθύπαρκτη
αιτία
-αείζωον σπέρμα-
και της γένεσης ιεροί κύκλοι
και της ποίησης οδυνηροί δρόμοι,
και του Γολγοθά ανυπέρβλητε Λόγε,
ένας ο χτύπος σας στην καρδιά μου,
κι ένας ο λυγμός μου
πίσω απ’ το σκοτάδι και το φως!
Κυριακή 5 Απριλίου 2015
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
"Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι ένα χαμόδεντρο
μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν' ανεβαίνω.
Δε θέλω του γιαλού το λαμπροφέγγισμα
που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρη
θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου
κι ας είμαι ένα ταπεινό λυχνάρι."
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι ένα χαμόδεντρο
μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν' ανεβαίνω.
Δε θέλω του γιαλού το λαμπροφέγγισμα
που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρη
θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου
κι ας είμαι ένα ταπεινό λυχνάρι."
Ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Γιάννη Τσαρούχη
Ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Γιάννη Τσαρούχη
Ένας επαναστάτης δεν γίνεται νάναι συνάμα και κλασσικός. Αλλά με τον Τσαρούχη γίνεται. Την ημέρα που ο ζωγράφος αυτός τόλμησε να αναζητήσει τον Ερμή όχι στο όρος Όλυμπος αλλά στο «καφενείον ο Όλυμπος», ένας μύθος κατέβηκε από τα βιβλία στη ζωή, ενώ το μάτι του καλλιτέχνη υποχρεώθηκε να ατενίσει αλλιώς τον κόσμο. Με άλλα λόγια, η νεοελληνική πραγματικότητα, παραμορφωμένη ως τότε από μια ψεύτικη φιλολογία, ερχόταν να πάρει τη φυσική της θέση μέσα στα πλαστικά ενδιαφέροντα του καιρού μας. Και ο ζωγράφος, εντοπισμένος μέσα στο χώρο που του όριζε αυτή, επωμιζόταν τις ευθύνες να βρει τη μοναδική έκφραση που άρμοζε στην ιδιοτυπία της.
Στο μέτρο που ο Τσαρούχης φάνηκε άξιος να καθαρίσει το εικόνισμα του Ελληνισμού από τα περίσσια μαλάματα, είναι ένας επαναστάτης που δεν πήγε να καταλύσει αλλά να ανακαλύψει μια παράδοση. Στο μέτρο όμως που πέτυχε να αξιοποιήσει τα κρυφά της διδάγματα είναι ένας κλασικός.
Οδυσσέας Ελύτης
πίνακας, Ποδηλάτης μεταμφιεσμένος σε τσολιά, μ' ένα ναό δεξιά κάτω, 1936.
Λάδι σε πανί. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη.Πέμπτη 2 Απριλίου 2015
Ηέλτιος-ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
«Ο θαλασσινός άνεμος και η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να τα ζητήσει κανείς».
Γ. Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι
«Η δροσιά του αγέρα ή το άφρισμα του νερού
δε μας ανήκουν»
Σηάτλ
Το δικό τους κόσμο χτίζουν οι νεκροί˙
πολεοδομούν και χτίζουν τις δικές τους πόλεις,
ανοιχτές, δίχως τείχη
και ταξιδιωτικά έγγραφα.
το γλυκό της λεύκας και το ξετρελαμένο πέταγμα των πουλιών˙
θα τους αναγνωρίσεις, όπως θα σκάβεις το χώμα,
από το χρώμα που πήραν τα πετρώματα˙
θα τους γνωρίσεις, καθώς θα πλησιάζεις,
από το ύψος των κυπαρισσιών και την πάχνη
που φωσφορίζει γύρω από το αραχνιασμένο τους κρανίο
ενώ κοιτάει ατάραχο τον Ήλιο.
Πάντα οι νεκροί θα σου μιλούν,
γιατί είναι η γλώσσα σου
γιατί είναι μες το αίμα σου.
Και τότε που τη λύρα σου θα κουρντίζεις,
αυτοί κρυφά τις χορδές θα τραβάνε πιο σιμά προς τον τόνο
της φωνής τους, λες για να τραγουδήσουν.
Ακόμα και τότε που κατάματα τον έρωτα θα κοιτάς
και θα βυθίζεσαι στο πέλαγος των ματιών της,
αυτοί θα σου μιλάνε με τους γλάρους
και το άφρισμα του νερού πάνω στα κουπιά.
πολεοδομούν και χτίζουν τις δικές τους πόλεις,
ανοιχτές, δίχως τείχη
και ταξιδιωτικά έγγραφα.
Μπορείς να τις επισκεφτείς-
και μην πάρεις μαζί σου οδηγό.
Ονόματα δεν έχουνε οι δρόμοι˙
ακολουθούνε
τ’ άστρα καθώς προχωράνε,
τα σπίτια είναι Ένα με τα δέντρα και τα ποτάμια,
Ένα με τα λουλούδια στο χώμα ή στων βράχων τις
σχισμές,
και με τους λόφους που ξεχωρίζουνε,
επτά στον αριθμό, όσες οι πύλες της Θήβας ή
οι λόφοι της Βασιλεύουσας.
Μη φοβάσαι, δε θα χαθείς.
Θα σε χαιρετήσουν, όπως θα περπατάς, με το λίκνισματο γλυκό της λεύκας και το ξετρελαμένο πέταγμα των πουλιών˙
θα τους αναγνωρίσεις, όπως θα σκάβεις το χώμα,
από το χρώμα που πήραν τα πετρώματα˙
θα τους γνωρίσεις, καθώς θα πλησιάζεις,
από το ύψος των κυπαρισσιών και την πάχνη
που φωσφορίζει γύρω από το αραχνιασμένο τους κρανίο
ενώ κοιτάει ατάραχο τον Ήλιο.
Πάντα οι νεκροί θα σου μιλούν,
γιατί είναι η γλώσσα σου
γιατί είναι μες το αίμα σου.
Και τότε που τη λύρα σου θα κουρντίζεις,
αυτοί κρυφά τις χορδές θα τραβάνε πιο σιμά προς τον τόνο
της φωνής τους, λες για να τραγουδήσουν.
Ακόμα και τότε που κατάματα τον έρωτα θα κοιτάς
και θα βυθίζεσαι στο πέλαγος των ματιών της,
αυτοί θα σου μιλάνε με τους γλάρους
και το άφρισμα του νερού πάνω στα κουπιά.
Δεν σου ανήκουν.
Ένας κόσμος η μνήμη τους.
Κι ο ίσκιος τους
η δροσιά που δίνουν τα πλατάνια στο λιοπύρι
κι η ιερή πνοή που διαπερνά:
«κάθε αστραφτερή πευκοβελόνα
κάθε αμμούδα στις ακρογιαλιές
κάθε θολούρα στο σκοτεινό δάσος
κάθε ξέφωτο
και κάθε ζουζούνι που ζουζουνίζει».
Αγάπα, σεβάσου
τους νεκρούς,
γιατί έτσι πιο βαθιά τη ζωή θ’ αγαπήσεις.
Τρίτη 31 Μαρτίου 2015
Ηέλτιος-ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Μόνος,
δίχως θεούς να
επινοώ
και πλάσματα να προσκυνώ της φαντασίας,
την άτρεμη αλήθεια ομολογώ
που φτάνει στην καρδιά μου,
όπως φτάνει μες τη νύχτα νιό φεγγάρι
και τρυπάει το
σκοτάδι νύχι φωτεινό
αφήνοντας πάνω στο σκοτεινό πέλαγος
φύλλα από ασήμι να τρεμοπαίζουν.
Κυριακή 29 Μαρτίου 2015
Ηέλτιος-ΟΛΟΓΙΟΜΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Ολόγιομο φεγγάρι, ακέραιο,
στης νύχτας πορεύεται την πλάνη
κι αν χτυπήσει στου βουνού τη ράχη
μην πονέσεις πριν έρθω
τ’ αργυρό του φως
με αγάπη να εξαργυρώσω.
Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015
Τραγωδία (Βικιπαίδεια)
http://el.wikipedia.org/wiki/κντ.
Η τραγωδία είναι δραματικό είδος ποιητικού λόγου που εμφανίστηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ποιητικής, δίνει τον εξής ορισμό της τραγωδίας:
- «Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»
Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015
Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015
Ηέλτιος- 25η Μαρτιου
Του αγέννητου αιώνιε Λόγε
και της γένεσης ιεροί κύκλοι
και της ποίησης αδιέξοδοι δρόμοι
στα κύτταρά μου ο χτύπος σας,
στα κύτταρά μου
το σκοτάδι και το φως σας!
Τρίτη 24 Μαρτίου 2015
Σπύρος Ποταμίτης
Εξοστρακισμένα δειλινά ενός ραγισμένου πελάγους
πλέουν στους κυπαρισόλογγους βυθίσματα σκιών
που χώθηκαν στης γης το στέρνο αλύγιστες αγάπες...
πλέουν στους κυπαρισόλογγους βυθίσματα σκιών
που χώθηκαν στης γης το στέρνο αλύγιστες αγάπες...
Φωνές που έπαψαν να γεννούν στις στείρες μέρες
αγκαλιάζουν τη νάρκη και τη θύελλα, ερωτικές ορδές
να λεηλατούν στοργές που έδρεψαν τα ρεμβογύρια...
αγκαλιάζουν τη νάρκη και τη θύελλα, ερωτικές ορδές
να λεηλατούν στοργές που έδρεψαν τα ρεμβογύρια...
Φιλί της πέτρα και του θειαφιού τα χείλη της σιωπής,
νάρκισσο κόκκινο, που ρέει της καρδιάς το θάνατο...
νάρκισσο κόκκινο, που ρέει της καρδιάς το θάνατο...
Φιλί της μέδουσας στον αφρό που πότισε φαρμάκι!
23-3-2015
Κυριακή 22 Μαρτίου 2015
Αντωνίου Δ.Ι. (1906-1994): Οι κακοί έμποροι
Κύριε, άνθρωποι απλοί πουλούσαμε υφάσματα, (κι η ψυχή μας ήταν το ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς). Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια η πήχη και τα ρούπια ήταν σωστά τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμής ποτέ: η αμαρτία μας. Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια. Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά ―πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα. Τώρα, με την ίδια πήχη που μετρήσαμε μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας· Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί! «Οι κακοί έμποροι». Ποιήματα, [1939]. 12. | |
Σάββατο 21 Μαρτίου 2015
Ἐπιστολὴ ἀρχηγοῦ Ἰνδιάνων στὸν Πρόεδρο τῶν ΗΠΑ
Στό σχολικό βιβλίο «Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας» τῆς Β' Γυμνασίου ΟΕΔΒ, ὑπῆρχε τό Γράμμα τοῦ ἀρχηγοῦ Ἰνδιάνικης φυλῆς, τοῦ Σηάτλ, πρός τόν πρόεδρο τῆς Ἀμερικῆς Φραγκλῖνο Πήρς (1853-1857), ὅταν ὁ τελευταῖος ζήτησε ἀπό τόν Σηάτλ νά πουλήσει στήν κυβέρνηση τή γῆ του. Τό γράμμα μετέφρασε ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος ἀπό τήν ἐφημερίδα τοῦ Madras «Τhe Hindu» τῆς 29/5/1976 καί τό δημοσίευσε στό «ΒΗΜΑ» στίς 16 Ἰανουαρίου τοῦ 1977.
(Μᾶλλον ἦταν λόγος πού ἐκφώνησε ὡς ἀπάντηση ὁ Σηάτλ καί ὁ ὁποῖος καταγράφηκε ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπό τόν παρόντα ἐκεῖ Η.Α. Smith, τήν ἀπάντηση δέ αὐτή τήν ἔδωσε στή δημοσιότητα ἡ ἀμερικανική κυβέρνηση 121 χρόνια μετά, τό 1976, στό γιορτασμό τῶν 200 χρόνων ἀπό τή διακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας. Ὅπως καί να ’χει, πρόκειται γιά τό κείμενο μιᾶς ἀπάντησης, πού χρονολογεῖται ἀπό τό 1854 καί εἶναι κείμενο πραγματικά προφητικό!)
Οἱ Ἰνδιάνοι Suquamish ἦσαν ἄριστοι ψαράδες, χαράκτες, κατασκευαστές καλαθιῶν καί κανό. Στά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ἡ τότε κυβέρνηση τῶν ἀμερικανῶν ἀποίκων τοὺς ἀνακοίνωσε τήν πρόθεσή της νά ἀγοράσει τή γῆ τους καί νά τούς μεταφέρει σέ ἕναν ἄλλο τόπο γιά νά ζήσουν. Ἐκείνη τήν ἐποχή ἀρχηγός τῆς φυλῆς Suquamish ἦταν ὁ See-at-la, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τό 1786 καί πέθανε στίς 7 Ἰουνίου τοῦ 1866. Ἀπό τό ὄνομά του πῆρε τό ὄνομά της ἡ πολιτεία τοῦ Σηάτλ.
Ἡ πρόταση αὐτῆς τῆς ἀγοραπωλησίας ἦταν ἐντελῶς ξένη στίς ἀντιλήψεις καί στόν τρόπο ζωῆς τῶν Ἰνδιάνων, ὁ δεσμός τῶν ὁποίων μέ τή φύση εἶναι ἱερός καί ἀδιάσπαστος, ὅπως ἡ ἀδερφική ἀγάπη. Ὁ Σηάτλ ἐκφράζει μέ περηφάνια καί σεβασμό στήν παράδοση τόν τρόπο σκέψης τῆς φυλῆς του, ὁ ὁποῖος διαφέρει πλήρως ἀπό τίς ὑλικές ἀξίες καί τόν κατακτητικό πολιτισμό τῶν λευκῶν. Οἱ σκέψεις πού διατυπώνει ὁ Σηάτλ ἀπέχουν ἀπό ἐμᾶς πάνω ἀπό ἐνάμιση αἰώνα, εἶναι ὅμως ἐξαιρετικά ἐπίκαιρες στήν ἐποχή μας, τώρα πού ὅλοι πλέον βιώνουμε τίς ὀλέθριες συνέπειες ἀπό τήν ὑπερβολική ἐκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων, τή μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος καί τή διαρκῶς ἐπεκτεινόμενη οἰκολογική καταστροφή τοῦ πλανήτη μας.
Ἡ Ἐπιστολή
«Ὁ μεγάλος ἀρχηγός στήν Οὐάσιγκτον μηνάει* πώς θέλει νά ἀγοράσει τή γῆ μας. Ὁ μεγάλος ἀρχηγός μηνάει ἀκόμα λόγια φιλικά καί καλοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρομε πώς αὐτός λίγο τή χρειάζεται ἀντίστοιχα τή φιλία μας.
Τήν προσφορά του θά τή μελετήσαμε, γιατί ξέρομε πώς, ἄν δέν τό πράξουμε, μπορεῖ ὁ λευκός νά προφτάσει μέ τά ὅπλα καί νά πάρει τή γῆ μας.
Πῶς μπορεῖτε νά ἀγοράζετε ἤ νά πουλᾶτε τόν οὐρανό - τή ζέστα τῆς γῆς; Γιά μᾶς μοιάζει παράξενο. Ἡ δροσιά τοῦ ἀγέρα ἤ τό ἄφρισμα τοῦ νεροῦ ὡστόσο δέ μᾶς ἀνήκουν. Πῶς μπορεῖτε νά τά ἀγοράσετε ἀπό μᾶς; Κάθε μέρος τῆς γῆς αὐτῆς εἶναι ἱερό γιά τό λαό μου. Κάθε ἀστραφτερή πευκοβελόνα, κάθε ἀμμούδα στίς ἀκρογιαλιές, κάθε θολούρα στό σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο καί κάθε ζουζούνι πού ζουζουνίζει εἶναι στή μνήμη καί στήν πεῖρα τοῦ λαοῦ μου, ἱερό.
Ξέρομε πώς ὁ λευκός δέν καταλαβαίνει τούς τρόπους μας. Τά μέρη τῆς γῆς, τό ἕνα μέ τό ἄλλο, δέν κάνουν γι' αὐτόν διαφορά, γιατί εἶναι ἕνας ξένος πού φτάνει τή νύχτα καί παίρνει ἀπό τή γῆ ὅλα ὅσα τοῦ χρειάζονται. Ἡ γῆ δέν εἶναι ἀδερφός του, ἀλλά ἐχθρός πού πρέπει νά τόν καταχτήσει, καί ἀφοῦ τόν καταχτήσει, πηγαίνει παρακάτω. Μέ τό ταμάχι* πού ἔχει θά καταπιεῖ τή γῆ καί θά ἀφήσει πίσω του μιὰ ἔρημο. Ἡ ὄψη πού παρουσιάζουν οἱ πολιτεῖες σας, κάνει κακό στά μάτια τοῦ ἐρυθρόδερμου. Ὅμως αὐτό μπορεῖ καί νά συμβαίνει ἐπειδή ὁ ἐρυθρόδερμος εἶναι ἄγριος καί δέν καταλαβαίνει.
Ἄν ἀποφασίσω καί δεχτῶ, θά βάλω ἕναν ὅρο. Τά ζῶα τῆς γῆς αὐτῆς ὁ λευκός θά πρέπει νά τά μεταχειριστεῖ σάν ἀδέρφια του. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος δίχως τά ζῶα; Ἄν ὅλα τά ζῶα φύγουν ἀπό τή μέση, ὁ ἄνθρωπος θά πεθάνει ἀπό μεγάλη ἐσωτερική μοναξιά, γιατί ὅσα συμβαίνουν στά ζῶα, τά ἴδια συμβαίνουν στόν ἄνθρωπο. Ἕνα ξέρομε, πού μπορεῖ μιὰ μέρα ὁ λευκός νά τό ἀνακαλύψει: ὁ Θεός μας εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Μπορεῖ νά θαρρεῖτε πώς Ἐκεῖνος εἶναι δικός σας, ὅπως ζητᾶτε νά γίνει δική σας ἡ γῆ μας. Ἀλλά δέν τό δυνόσαστε.* Ἐκεῖνος εἶναι Θεός τῶν ἀνθρώπων. Καί τό ἔλεός Του μοιρασμένο ἀπαράλλαχτα σέ ἐρυθρόδερμους καί λευκούς. Αὐτή ἡ γῆ Του εἶναι ἀκριβή. Ὅποιος τή βλάφτει, καταφρονάει τό Δημιουργό της. Θά περάσουν οἱ λευκοί - καί μπορεῖ μάλιστα γρηγορότερα ἀπό ἄλλες φυλές. Ὅταν μαγαρίζεις* συνέχεια τό στρῶμα σου, κάποια νύχτα θά πλαντάξεις ἀπό τίς μαγαρισιές σου.
Ὅταν ὅλα τά βουβάλια σφαχτοῦν, ὅταν ὅλα τά ἄγρια ἀλόγατα μερέψουν, ὅταν τήν ἱερή γωνιά τοῦ δάσους τή γιομίσει τό ἀνθρώπινο χνῶτο καί τό θέαμα τῶν φουντωμένων λόφων τό κηλιδώσουν τά σύρματα τοῦ τηλέγραφου μέ τό βουητό τους, τότες ποῦ νά βρεῖς τό ρουμάνι;* Ποῦ νά βρεῖς τόν ἀϊτό; Καί τί σημαίνει νά πεῖς ἔχε γειά στό φαρί* σου καί στό κυνήγι; Σημαίνει τό τέλος τῆς ζωῆς καί τήν ἀρχή τοῦ θανάτου.
Πουθενά δέ βρίσκεται μιὰ ἥσυχη γωνιά μέσα στίς πολιτεῖες τοῦ λευκοῦ. Πουθενά δέ βρίσκεται μιὰ γωνιά νά σταθεῖς νά ἀκούσεις τά φῦλλα στά δέντρα τήν ἄνοιξη ἤ τό ψιθύρισμα πού κάνουν τά ζουζούνια πεταρίζοντας. Ὅμως μπορεῖ, ἐπειδή, καταπὼς εἶπα, εἶμαι ἄγριος καί δέν καταλαβαίνω - μπορεῖ μονάχα γιά τό λόγο αὐτόν ὁ σαματᾶς* νά ταράζει τά αὐτιά μου.
Μά τί μένει ἀπό τή ζωή, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀφουγκραστεῖ τή γλυκιά φωνή ποὺ βγάνει τό νυχτοπούλι ἤ τά συνακούσματα τῶν βατράχων ὁλόγυρα σέ ἕνα βάλτο μέσα στή νυχτιά; Ὁ ἐρυθρόδερμος προτιμάει τό ἁπαλόηχο ἀγέρι λαγαρισμένο* ἀπό τήν καταμεσήμερη βροχή ἤ μοσχοβολημένο μέ τό πεῦκο. Τοῦ ἐρυθρόδερμου τοῦ εἶναι ἀκριβός ὁ ἀγέρας, γιατί ὅλα τά πάντα μοιράζονται τήν ἴδια πνοή - τά ζῶα, τά δέντρα, οἱ ἄνθρωποι. Ὁ λευκός δέ φαίνεται νά δίνει προσοχή στόν ἀγέρα πού ἀνασαίνει. Σάν ἕνας πού χαροπολεμάει γιά μέρες πολλές, δέν ὀσμίζεται* τίποτα.
Ἄν ξέραμε, μπορεῖ νά καταλαβαίναμε - ἄν ξέραμε τά ὄνειρα τοῦ λευκοῦ, τίς ἐλπίδες πού περιγράφει στά παιδιά του τίς μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τά ὁράματα πού ἀνάφτει στό μυαλό τους, ὥστε ἀνάλογα νά δέονται γιά τήν αὐριανή. Ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε ἄγριοι. Μᾶς εἶναι κρυφά τά ὄνειρα τοῦ λευκοῦ. Καί ἐπειδή μᾶς εἶναι κρυφά, θά ἐξακολουθήσομε τό δρόμο μας. Ἄν τά συμφωνήσομε μαζί, θά τό πράξομε, γιά νά σιγουρέψομε τίς προστατευόμενες περιοχές πού μᾶς τάξατε. Ἐκεῖ θά ζήσομε, μπορεῖ, τίς μετρημένες μέρες μας καταπὼς τό θελήσαμε.
Ὅταν ὁ στερνός ἐρυθρόδερμος λείψει ἀπό τή γῆ, καί ἀπό τή μνήμη δέν ἀπομείνει παρά ὁ ἴσκιος ἀπό ἕνα σύννεφο πού ταξιδεύει στόν κάμπο, οἱ ἀκρογιαλιές αὐτές καί τά δάση θά φυλάγουν ἀκόμα τά πνεύματα τοῦ λαοῦ μου - τί* αὐτή τή γῆ τήν ἀγαποῦν, ὅπως τό βρέφος ἀγαπάει τό χτύπο τῆς μητρικῆς καρδιᾶς.
Ἄν σᾶς τήν πουλήσομε τή γῆ μας, ἀγαπῆστέ την, καθώς τήν ἀγαπήσαμε ἐμεῖς, φροντίστε την, καθώς τή φροντίσαμε ἐμεῖς, κρατῆστε ζωντανή στό λογισμό σας τή μνήμη τῆς γῆς, ὅπως βρίσκεται τή στιγμή πού τήν παίρνετε, καί μέ ὅλη σας τή δύναμη, μέ ὅλη τήν τρανή μπόρεσή σας, μέ ὅλη τήν καρδιά σας, διατηρῆστέ τη γιά τά τέκνα σας, καί ἀγαπῆστέ την, καθώς ὁ Θεός ἀγαπάει ὅλους μας.
Ἕνα ξέρομε - ὁ Θεός σας εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Ἡ γῆ Του εἶναι ἀκριβή. Ἀκόμα καί ὁ λευκός δέ γίνεται νά ἀπαλλαχτεῖ ἀπό τήν κοινή μοῖρα*».
..................................
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
* μηνάει; στέλνει μήνυμα
* ταμάχι: πλεονεξία
* δέν τό δυνόσαστε: δέν μπορεῖτε
* μαγαρίζεις: λερώνεις
* ρουμάνι: δάσος
* φαρί: ἄλογο
* σαματᾶς: φασαρία
* λαγαρισμένος: καθαρισμένος
* ὀσμίζεται: μυρίζει
* τί: γιατί
* ἡ κοινή μοῖρα: ἐννοεῖ τό θάνατο
Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΑΧ
Αχ το νεράκι τ' άχραντο
από το γκρεμό όπως βγαίνει
να έτρεχε στα στήθια μου
πριν πέσει μες στο ρέμα!
από το γκρεμό όπως βγαίνει
να έτρεχε στα στήθια μου
πριν πέσει μες στο ρέμα!
Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015
Στέλιος Μπικάκης-Έτσι ξεκίνησα λοιπόν
Στα μονοπάτια του καημού στη γέφυρα του στεναγμού μ’ έκαν’ η μάνα μου Μια φθινοπωρινή βραδιά, ζωή την κρύα σου καρδιά είδαν τα μάτια μου Με κουδουνίστρες πλαστικές όμορφες και χρωματιστές με νανουρίζανε Και τα ματάκια τα μικρά είδαν του κόσμου τ’ αγαθά και συμφωνήσανε Ήταν το γάλα μου πικρό και το νεράκι μου γλυφό που με μεγάλωνε Κι απέναντι στη κούνια μου, η μοίρα η κακούργα μου και με καμάρωνε Ήταν το κλάμα μου μουντό σαν κάτι να `θελα να πω, μα δε με νιώσανε Μια λυπημένη αναπνοή για την πουτάνα τη ζωή που μου χρεώσανε Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα, δε με ρωτήσανε ζωή, μα σε συνήθισα Σαν πληγωμένο αετόπουλο στο χώμα, ψάχνω τη δύναμη να κρατηθώ ακόμα Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα, άλλα μου δείξανε και άλλα εγώ αντίκρισα Θεέ μου κι ας ήξερα ποια μέρα θα πεθάνω και του θανάτου μου γενέθλια να κάνω Πάνω σε λάσπες και καρφιά στ’ άδικου κόσμου τη φωτιά πρωτοπερπάτησα Ισορροπία σταθερή για να προλάβω τη ζωή, όμως την πάτησα Μονό το "α" και το "χ" στη σχολική μου εποχή πρωτοσυλλάβισα Γι αυτό το "αχ" και το "γιατί" όπου βρεθώ μ’ ακολουθεί κι ας τριαντάρισα Έτσι περνούσε ο καιρός και γω στο δρόμο μου σκυφτός έκανα όνειρα Έτυχε να `μαι απ’ αυτούς που κολυμπάνε στους αφρούς και στα λασπόνερα Στάζει το αίμα της ψυχής, σαν τις σταγόνες της βροχής όμως ποιος νοιάζεται Και την αόρατη πληγή που μέσα μου αιμορραγεί ποιος τη μοιράζεται Έτσι ξεκίνησα λοιπόν... |
Τρίτη 17 Μαρτίου 2015
Σπύρος Ποταμίτης (17-3-2005)
Κρουστή η θάλασσα κι η αρχάγγελος
ηδονόφερτη να πλέει μύχιους αστερισμούς
στο ανομολόγητο. Διάφανη πλερέζα η αμυχή
πάνω στη σάρκα ο λύχνος της καρδιάς
να φέγγει μακάρια συναισθήματα. Κι εσύ
ένα σύλλεγμα άλλων κόσμων που ριγούσε
καθώς ασπαζόντουσαν ξένα όσια κι ιερά...
ηδονόφερτη να πλέει μύχιους αστερισμούς
στο ανομολόγητο. Διάφανη πλερέζα η αμυχή
πάνω στη σάρκα ο λύχνος της καρδιάς
να φέγγει μακάρια συναισθήματα. Κι εσύ
ένα σύλλεγμα άλλων κόσμων που ριγούσε
καθώς ασπαζόντουσαν ξένα όσια κι ιερά...
Μνήμη της λήθης η αγάπη, ερωτικό σημάδι!
17-3-2015
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)